ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΤΩΝ ΠΛΑΝΟΒΙΩΝ


Του Αλέξανδρου Μαυρικάκη



«Χαρά σ΄ εκείνον που ξέρει να τον γυρίζει,  τον κόσμο αυτόν»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Ο ξεπεσμένος δερβίσης»

Η ιστορία μάλλον θα τους αγνοήσει. Δεν έκαναν κάποια ηρωϊκή πράξη, δεν προήγαγαν την επιστήμη και τις τέχνες, δεν διέπρεψαν ως επιχειρηματίες ή ως πολιτικοί παράγοντες. Ήταν όμως ήρωες της βιοπάλης, προήγαγαν την ευπρέπεια και το ήθος και δίδαξαν αλληλεγγύη  βοηθώντας από το υστέρημά τους όσους είχαν ανάγκη. Η σημαντικότητα του ασήμαντου για την ιστορία βίου τους, δίδαξε αξιοπρέπεια και άφησε μια γλυκιά ανάμνηση για τα χρόνια που «η ζωή ήταν αλλιώς». 
*                              *                              * 

Η Αδελίνα Γκιτάρ, γνωστότερη ως μαντάμ Ορτάνς (Ορτανσία) (1863 – 2 Μαΐου1938) ήταν Γαλλίδα ιερόδουλη, η οποία μάς έγινε  γνωστή όταν, στις αρχές του εικοστού αιώνα, εγκαταστάθηκε στην Κρήτη (1898) μαζί με άλλες κοπέλες για να προσφέρει τις υπηρεσίες της στους άνδρες των Μεγάλων Δυνάμεων. Μάς έγινε επίσης γνωστή στη μυθιστορηματική της εκδοχή μέσα από το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη  «Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». Ήταν η εποχή  που κυοφορούταν, με πολλή βία και αίμα, η απελευθέρωση της  Κρήτης.  Το 1897 ανατέθηκε στον Φελίτσε Ναπολεόνε Κανεβάρο από τις Μεγάλες Δυνάμεις (ΑγγλίαΓαλλίαΡωσία και Ιταλία) η αρχηγία του ενωμένου στόλου προκειμένου να δοθεί αυτονομία  στο νησί. Τον Μάρτιο του 1997 κατέλαβαν το νησί και το διαίρεσαν σε ζώνες κατοχής. Οι μάχες μεταξύ Κρητών και Τούρκων συνεχίστηκαν με αγριότητα. Στις 2 Νοεμβρίου 1898  οι τούρκοι στρατιώτες εγκατέλειψαν  οριστικά τη Κρήτη και το Δεκέμβριο του 1898  αποβιβάστηκε  στη Σούδα ο πρίγκιπας Γεώργιος ως ύπατος αρμοστής. Μετά την επανάσταση  του Θερίσου το 1905,  η  Ορτάνς   έφυγε για το Ηράκλειο και μετά  για την  Σητεία όπου άνοιξε καφωδείο αλλά, λίγο καιρό αργότερα, μετακόμισε στον Άγιο Νικόλαο ανοίγοντας και πάλι ένα καφωδείο στην προκυμαία της πόλης. Αργότερα το 1916 μετακόμισε στην Ιεράπετρα με τον σύζυγό της (παντρεύτηκε στη Σητεία ή στον Άγιο Νικόλαο) και  άνοιξαν  μαγαζί στη Μεσοκαστελιά. Μετά τον χωρισμό της και με τον τίτλο της άμισθης  υποπρόξενου της Γαλλίας, η Ορτάνς άνοιξε εστιατόριο. Η Αδελίνα Γκιτάρ, η μαντάμ Ορτάνς που έζησε την απελευθέρωση της Κρήτης,  άφησε το μάταιο κόσμο το 1938, λίγο πριν τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο.

 «Ήταν μια αγία η μαντάμ Ορτάνς, είχε πει ο παπά Μανώλης Τζοβαλάκης.   Δεν ξέρω αν αμάρτησε στα νιάτα της, εξάλλου ποιός είναι ο αναμάρτητος, αλλά ορκίζομαι στο σταυρό που κρατώ και στη λειτουργία που κάνω ότι έζησε στα στερνά της σαν αγία και πέθανε σαν αγία κάνοντας χιλιάδες καλοσύνες και βοηθώντας από το υστέρημά της τους συνανθρώπους της…»

*                              *                              *

Ο Σαλή Χελιδονάκης, αν δεν γνώρισε την Ορτάνς στα Χανιά, σίγουρα θα άκουσε να μιλάνε γι αυτήν.  Ο Σαλή, ο μαύρος βαρκάρης των Χανίων, ήταν απόγονος μαύρων εργατών, γνωστών ως «χαλικούτηδων», από την εποχή της Αιγυπτιοκρατίας στην Κρήτη (1830-1840). Το «χαλικούτης» προέρχεται από το αφρικανικό «Χαλ Ιλ Κούτι», δηλαδή «άφησε κάτω το κιβώτιο», φράση συνηθισμένη ανάμεσα στους αφρικανούς αχθοφόρους. Υπάρχει και η άποψη πως δεν ήταν «χαλικούτης» αλλά  απόγονος μαύρων δούλων που είχαν φέρει οι Άραβες δουλέμποροι στο νησί.  Σήμερα θα τους λέγαμε οικονομικούς μετανάστες. Ο Σαλή δε θέλησε να εγκαταλείψει τα Χανιά κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922. Έγινε γνωστός στην χανιώτικη κοινωνία από το επάγγελμα του βαρκάρη και τη μεταφορά επιβατών και αποσκευών από τα πλοία της γραμμής στην αποβάθρα. Κυρίως έγινε γνωστός  για την εργατικότητα, την εγκαρδιότητα και την καλοψυχία του, το χαμόγελό του, την γενναιοδωρία του και την αλληλεγγύη που έδειχνε, φτωχός ό ίδιος, στους  φτωχούς και ανήμπορους. Λέγεται πως κάποτε που κέρδισε τον πρώτο λαχνό του λαχείου  προίκισε 2 ορφανές κοπέλες.

Πέθανε στις 29 Φεβρουαρίου 1967.  


*                                      *                                      *

Ο Άβελ Σεστάκ ήρθε στο Ηράκλειο από την μακρινή  Αμερική.  Γεννήθηκε στην Αργεντινή από Γάλλους μετανάστες, στις 25 Αυγούστου του 1918, το ίδιο έτος που τελείωσε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος με ήττα της Γερμανίας και των συμμάχων της. Ο Άβελ ήταν ένας γίγαντας με χρυσή καρδιά που η γνωριμία του με την κυρία Κατερίνα, την μέλλουσα γυναίκα του, τον έφερε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν ο ήρωας όλων των παιδιών της πόλης, ό ήρωας που νικούσε όλους τους αντιπάλους του στους λαϊκούς αγώνες πάλης, που διεξαγόταν στο γήπεδο του ΟΦΗ, στην Όαση και στο Μαρτινέγκο. Αντιπάλους  είχε τον Λαμπράκη, τον Παπαλαζάρου, τον Πρίμο Καρνέρα, τον Ζιγκουλίνωφ, τον Ινδό μασκοφόρο, τον Καρπόζηλο  αλλά και τον  Γιώργο Τρομάρα, με διαιτητή συνήθως τον Κώστα Ρουμελιώτη (που διατηρούσε κατάστημα  στην  Πλατιά Στράτα).

Οι χώροι που πάλευε τη δεκαετία του ΄60 ο πολύφημος αυτός γίγαντας, γέμιζαν  κόσμο, ιδίως παιδιά, που μετά τη λήξη του αγώνα και με νικητή βέβαια πάντα τον Άβελ, έκαναν αναλύσεις  με ύφους ειδικού, σχολίαζαν εκστασιασμένα τα «αεροπλανικά» κόλπα και ενίοτε τα εφάρμοζαν στις αλάνες και στις γειτονιές. Ο γίγαντας αυτός  βοηθούσε όποιο φίλο είχε ανάγκη, πήγαινε με φίλους του στην αγροτική του περιουσία, χαιρετούσε όποιον περνούσε έξω από το σπίτι του και έβγαινε με τα δυο μικρά του παιδιά βόλτα στις Τρείς Καμάρες. Η αγάπη του για την χώρα  που ζούσε και θεωρούσε πατρίδα του φάνηκε όταν το 1974 ζήτησε να επιστρατευτεί αλλά το αίτημά του απορρίφτηκε.
     
Την Κυριακή στις 15 Ιανουαρίου 1995 η καρδιά του γίγαντα Άβελ σταμάτησε να χτυπάει. Μαζί της σταμάτησε και η καρδιά μιας άλλης εποχής.  

*                                      *                                      *

Στους αγώνες πάλης του Άβελ σύχναζε ενίοτε και ο Μανώλης,  πιο γνωστός, λόγω του σωματικού όγκου, της μεγάλης δύναμης και της βροντερής  φωνής ως Μανώλας. Ο Μανώλης Μ.  ή Μανώλας,  καταγόταν από την Κίσσαμο Χανίων και κάποιο ατυχές γεγονός, όπως λέγανε, τον ανάγκασε να φύγει  και να έρθει στο Ηράκλειο  κάνοντας τον αχθοφόρο.

Περνοδιάβαινε την Πλατιά Στράτα, τον μεγάλο τότε εμπορικό δρόμο του Ηρακλείου,  κουβαλούσε με το καρότσι του εμπορεύματα, μετέφερε δέματα στα πρακτορεία και ξεκουραζόταν καθισμένος στο καρότσι στην πλατεία Κορνάρου. Ο εμβληματικός αυτός  βιοπαλαιστής ήταν φανατικός κινηματογραφόφιλος, σύχναζε στη «μικρή βουλή» (εστιατόριο Κνωσός), μάζευε χρήματα και ταξίδευε (όπως λέγανε) στο εξωτερικό και ήταν αιμοδότης. Κάποτε εκνευρίστηκε  όταν  αχθοφόρος του Πειραιά δεν γνώριζε ποιος ήταν ο πρόεδρος του σωματείου του, δείχνοντας έτσι πως  είχε συνείδηση εργάτη.

 Έφυγε στα τέλη της δεκαετίας του ΄80, ήσυχα όπως έζησε και πήγε στον Παράδεισο.

*                                      *                                      *

Σε εκείνο τον Παράδεισο που δεν γίνονται διακρίσεις σε θρησκείες, σε οικονομικούς μετανάστες, σε πρόσφυγες, σε μαύρους και σε λευκούς, σε πόρνες και σε νοικοκυρές. Στον Παράδεισο των βιοπαλαιστών, των αμαρτωλών αγίων, των φτωχών διαβόλων, των πλανόδιων και πλανόβιων του κόσμου. Εκεί βρήκε ο Μανώλας τον  Σαλή, την Ορτάνς και τον Άβελ να συζητάνε και να μιλάνε για τη ζωή τους.

Ο Άβελ  εξιστορούσε  την πορεία του ως πυγμάχου  στην Αμερική.  «Λέγανε πως ήμουνα πολύ δυνατός ... πάλεψα και δεν με νίκησε κανένας… όμως πιο δυνατός κι από εμένα υπήρξε ο έρωτας που με πήρε από την Αμερική και με έφερε στη Κρήτη… έπαιξα και σε μια ταινία που με ήθελαν για τη δύναμή μου…».

«Την είδα»,  είπε  ο  Μανώλας  με την βροντερή φωνή του.  «Ξέρεις πως μου άρεσε ο κινηματογράφος… ταξίδευα βλέποντας τις ταινίες … ζούσα μια άλλη ζωή μέσα στην σκοτεινή αίθουσα…».  

Ο Σαλή, με το γλυκό του χαμόγελο, εξηγούσε γιατί δεν θέλησε να φύγει από τα Χανιά το 1922 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. «Αισθανόμουν  τα  Χανιά ως  πατρίδα μου… εξάλλου όπου και να πήγαινα βαρκάρης θα ήμουνα… ας μείνω λοιπόν εδώ, είπα, με ανθρώπους που αγαπάω και με αγαπούν….».

Η μαντάμ Ορτάνς καλοχτενισμένη και στολισμένη,  κοίταξε τον Σαλή και χαμογέλασε.

«Τα Χανιά λοιπόν…»,  είπε πολύ σιγά.
Δεν είπε τίποτα άλλο. Κοίταξε κάπου μακριά σα να περίμενε κάτι. Περίμενε τον Ιταλό Ναύαρχο Κανεβάρο. Όλοι  ήξεραν πως αν και γνώρισε πολλούς άντρες, αυτός παρέμεινε ο μεγάλος έρωτας της ζωής της.    

*                                      *                                      *

“Play it again, Sam”.



Ο Αλέξανδρος Μαυρικάκης είναι οικονομολόγος MSc 




             
Πηγές:

Βικιπαιδεια
Νέα Κρήτη, Χανιώτικα Νέα, Αγώνας της Κρήτης, ikriti, Kriti24.gr, zarpanews.gr
Αιμίλιος Δασύρας, mydaimoncom.blogspot.gr, Γ. Βενιανάκη, Κ.Γ. Καζανάκης
Δετοράκη Ιστορία της Κρήτης,
Καζαντζάκη Αλέξης Ζορμπάς,
Πρεβελάκη Χρονικό μιας Πολιτείας
Πιτυκάκη Το γλωσσικό ιδίωμα της Ανατολικής  Κρήτης
Γ. Μαρκόπουλου Γεράπετρος και Γεραπετρίτες 

ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ: ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ


Του Δημήτρη Μπέτσου


Το ζήτημα των δικαιωμάτων του ανθρώπου τίθεται σε πολλά σημεία του μαρξιστικού έργου με τη μορφή της κριτικής στους όρους πραγμάτωσής τους εντός του πλαισίου της αστικής κοινωνίας. 

Η κριτική στάση απέναντι στα δικαιώματα του ανθρώπου, που αναπτύσσεται στα πρώτα κείμενα του Μαρξ, από την Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας (1844) μέχρι τη Γερμανική ιδεολογία (1845), με τη μεσολάβηση του Εβραϊκού ζητήματος (1844) και της Αγίας οικογένειας (1845), διαπερνά την μαρξιστική σκέψη και ανάγεται σε πάγια και συνολική θέση. Ακόμα και στο Κεφάλαιο ο Μαρξ, παρόλο που μιλά σχετικά λίγο γι’ αυτά, ολοκληρώνει τη ρητή κριτική των πρώτων του κειμένων, θεωρώντας ότι τα δικαιώματα του ανθρώπου παγιώνουν μια απάνθρωπη κοινωνική κατάσταση που δεν λαμβάνει υπόψη της τον άνθρωπο. 

Είναι επίσης ευρέως γνωστή η οξύτατη κριτική που άσκησε ο Γερμανός φιλόσοφος στο πλέγμα αλλά και στη φιλοσοφία των ατομικών ελευθεριών, όπως αυτές εξαγγέλθηκαν στη «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη», κατά τη γαλλική επανάσταση, επαναλαμβάνοντας την κεντρική του ιδέα, ότι «στον ελεύθερο ανταγωνισμό δεν ελευθερώνονται τα άτομα, αλλά το κεφάλαιο»[1]. 

Ο Μαρξ πραγματεύεται για πρώτη φορά τα δικαιώματα του ανθρώπου στο «Εβραϊκό ζήτημα», που αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς στην ανάπτυξη της σκέψης του. Με το έργο αυτό ο Μαρξ παρεμβαίνει στο δημόσιο πολιτικό διάλογο που είχε ξεκινήσει στη Γερμανία γύρω στα 1842- 1843 σχετικά με το ζήτημα της άνισης νομικής και πολιτικής αντιμετώπισης των Εβραίων από το πρωσικό κράτος. Το «Εβραϊκό ζήτημα», περιλαμβάνει ουσιαστικά τα δύο άρθρα με τα οποία ο Μαρξ συμμετείχε στα Γαλλογερμανικά Χρονικά (δημοσιεύτηκαν το Φεβρουάριο του 1844). Το πρώτο από αυτά απευθύνονταν στον γνωστό νεοεγελιανό φιλόσοφο Μπρούνο Μπάουερ και αποτελούσε την απάντηση του Μαρξ σε δύο του άρθρα αναφορικά με το ζήτημα της παραχώρησης στους Εβραίους ίσων πολιτικών δικαιωμάτων με τους άλλους πολίτες, δηλαδή σχετίζονταν με το θέμα της πολιτικής χειραφέτησης των Εβραίων. Το δεύτερο άρθρο προορίζονταν για εισαγωγή στην «Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου», την οποία ο Μαρξ είχε συγγράψει δίχως να την έχει ολοκληρώσει. 

Πάντως και τα δύο άρθρα εντάσσονται στο γενικότερο πνεύμα της «Κριτικής της κριτικής της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου», προσφέροντας όμως στο συγγραφέα τη δυνατότητα να εμβαθύνει ακόμη περισσότερο στο επίπεδο αναλύσεων αυτού του έργου[2]. 

Έτσι ο Μαρξ είχε την ευκαιρία να καταλήξει σε μια πρώτη απάντηση στο πρόβλημα του ιστορικού υποκειμένου της κοινωνικής απελευθέρωσης, κάνοντας ένα αποφασιστικό βήμα προς τη διαμόρφωση μιας μη ουτοπιστικής αντίληψης για την αταξική κοινωνία. Στο σημείο αυτό η σκέψη του Μαρξ ξεφεύγει από την παράδοση του γαλλικού σοσιαλισμού (Saint-Simon, Proudhon κ.α.) καθώς η χειραφέτηση συνδέεται με ενεργοποίηση του επαναστατικού υποκειμένου. 

Στο πλαίσιο αυτού του άρθρου, που αποτελείται από δύο μέρη, θα ασχοληθούμε με μείζονος σημασίας θεωρητικά ζητήματα που αντιμετώπισε και ανέπτυξε ο νεαρός Μαρξ στο «Εβραϊκό ζήτημα»: 

Με την διατύπωση του αιτήματος για κοινωνική απελευθέρωση ως ολοκλήρωση και πολιτικών ελευθεριών των Εβραίων της Πρωσίας, πολλοί διανοούμενοι από όλη την Ευρώπη τάχθηκαν ενάντια στην άνιση νομική και πολιτική αντιμετώπιση των Εβραίων ενώ η διστακτικότητα πολλών φιλελεύθερων διανοητών να ταχθούν με σαφήνεια κατά της πρωσικής αυθαιρεσίας, δημιούργησε στους κόλπους των διανοούμενων μια έκδηλη επιφυλακτικότητα ως προς την υποστήριξη της εβραϊκής υπόθεσης. 

Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό κλίμα που είχε κυριαρχήσει τη δεδομένη ιστορική συγκυρία, ο Μπρούνο Μπάουερ (1809-1882) συντάσσει δύο άρθρα, «Το εβραϊκό ζήτημα» και το «Η ικανότητα των σημερινών Εβραίων και χριστιανών να γίνουν ελεύθεροι», τα οποία δημοσιεύονται στη συλλογή άρθρων με τίτλο «Εικοσιένα φύλλα από την Ελβετία» που εκδίδονται στη Ζυρίχη στα 1843[3]. 

Με τα δύο αυτά άρθρα ο Μπάουερ ισχυρίστηκε ότι ούτε τα αστικά ούτε τα πολιτικά δικαιώματα μπορούν να ισχύουν σε ένα απολυταρχικό καθεστώς, ανεξάρτητα αν πρόκειται για χριστιανούς ή για Εβραίους υπηκόους. 

Όσο το πρωσικό κράτος παρέμεινε αυταρχικό το αίτημα για τη πολιτική χειραφέτηση των Εβραίων είναι αδύνατο, κάτι που άλλωστε ίσχυε και για τους χριστιανούς Γερμανούς πολίτες. Το ενδεχόμενο αυτό θα ήταν εφικτό μόνο μέσα σε ένα δημοκρατικό καθεστώς διαχωρισμού κράτους και θρησκείας, εντός του οποίου θα ήταν πλέον δυνατή η σταδιακή εξάλειψη του θρησκευτικού συναισθήματος, εφόσον η θρησκεία δεν θα επιβάλλονταν πλέον από το κράτος αλλά θα ήταν καθαρά θέμα ελεύθερης προσωπικής επιλογής. 

Ο Μπάουερ πίστευε ότι το πρόβλημα της πολιτικής χειραφέτησης εξαρτιόνταν άμεσα από το ζήτημα της θρησκευτικής χειραφέτησης, και για τον λόγο αυτό θεωρούσε ότι κανείς στα γερμανικά κράτη, που ήταν κατά βάση χριστιανικά, δεν ήταν πραγματικά ελεύθερος. 

Ειδικά για την περίπτωση των Εβραίων το αίτημα για πολιτική χειραφέτηση δεν μπορούσε καν να διατυπωθεί δημόσια, αφού η θρησκευτική τους φύση τους εμπόδιζε να αναγνωριστούν από το χριστιανικό κράτος. Η αντίθεση αυτή είναι επομένως θρησκευτικής φύσεως και θα ξεπεραστεί οριστικά μόνο όταν και τα δύο μέρη, οι Εβραίοι και το χριστιανικό κράτος, απεμπολήσουν την θρησκευτική τους ταυτότητα, κάτι δηλαδή που θα συμβεί μόνο με την κατάργηση της ίδιας της θρησκείας. 

Ο Μαρξ, στο ομώνυμο βιβλίο, θέτει το Εβραϊκό ζήτημα με άλλους όρους και σε μια τελείως διαφορετική θεωρητική βάση. Το βασικό λάθος του Μπάουερ, κατά τον Μαρξ, είναι ότι η κριτική που ασκεί περιορίζεται μόνο στο χριστιανικό κράτος και όχι στο κράτος καθεαυτό, με συνέπεια να μην υποβάλλει σε έρευνα την σχέση μεταξύ πολιτικής και ανθρώπινης χειραφέτησης[4]. 

Σύμφωνα με το Μαρξ, η στρεβλή αυτή αντίληψη του Μπάουερ για τη φύση της κρατικής εξουσίας, τον οδηγεί στο να αναγνωρίζει μόνο μια μορφή χειραφέτησης, την πολιτική, χωρίς να αναζητά τη σχέση της με την ανθρώπινη χειραφέτηση. Για τον Μαρξ η πολιτική χειραφέτηση αποτελεί τη μια όψη, είναι ένα στάδιο στην πορεία για την πραγμάτωση της ανθρώπινης χειραφέτησης, σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι η ολοκληρωμένη έκφραση αυτής της τελευταίας.
 
Με άλλα λόγια, η πολιτική χειραφέτηση καθιερώνει την αυτονόμηση του κράτους από τη θρησκεία, αλλά δεν εξασφαλίζει ούτε την πολιτική χειραφέτηση των μελών της πολιτικής κοινωνίας, ούτε την μακροπρόθεσμη έκλειψη της θρησκείας, ως μιας μορφής έκφρασης της αλλοτριωμένης συνείδησης. 

Στο σημείο αυτό ο Μαρξ επικαλείται το ιστορικό παράδειγμα των Η.Π.Α. (αναφέρονται ως βορειοαμερικανική Ομοσπονδία) όπου η θρησκευτικότητα προσλαμβάνεται ως υπόθεση εγκόσμια και αυστηρώς ιδιωτική, αφού εκεί αναγνωρίζεται η ελευθερία οποιουδήποτε θρησκεύματος. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τον Μαρξ, η βορειοαμερικανική Ομοσπονδία είναι μια κατ’ εξοχήν χώρα της θρησκευτικότητας, γεγονός που αποδεικνύει ότι η πολιτική χειραφέτηση μοιάζει ο αναγκαίος αλλά όχι ο καταλυτικός όρος για την εξάλειψη της θρησκείας[5]. 

Το βασικό ζητούμενο για τον Μαρξ λοιπόν είναι η κατάργηση όλων εκείνων των κοινωνικών και ιδεολογικών δεσμών που καθιστούν τη θρησκεία αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η νέα λογική λοιπόν που εισάγει ο Μαρξ αποσκοπεί στον εντοπισμό των διαφορών μεταξύ της πολιτικής και της ανθρώπινης χειραφέτησης καθώς και στην αποκάλυψη των προϋποθέσεων κάτω από τις οποίες είναι δυνατόν να χειραφετηθεί το κράτος πολιτικά χωρίς τα μέλη του να χειραφετούνται ανθρώπινα. 

Ο Μαρξ αναγνωρίζει ως βασική αιτία αυτής της εξέλιξης τη διάκριση που κάνει το σύγχρονο αστικό κράτος ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα του ανθρώπου. Ο διχασμός αυτός της ανθρώπινης ζωής ανάμεσα στην ιδεατή καθολικότητα του πολίτη και την υλική-μπενθαμική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης, αποδεικνύει όχι μόνο την ιδιοτελή βάση πάνω στην οποία θεμελιώνεται το κοινωνικό πράττειν αλλά και την επιτυχή ολοκλήρωση της πολιτικής χειραφέτησης του κράτους. Η τελευταία ως προϊόν της αστικής επανάστασης, αποτελεί για τον Μαρξ μεγάλη ιστορική πρόοδο μέσα στη διαλεκτική κίνηση της ιστορίας. Παρ’ όλα αυτά δεν εξαντλεί από μόνη της ολόκληρο το πλούσιο περιεχόμενο μιας ολόπλευρης ανθρώπινης χειραφέτησης. 

Ο Μαρξ επιστρέφοντας στο ζήτημα της σχέσης θρησκείας και αστικού κράτους, διαπιστώνει πως μέσα σ’ αυτό η θρησκεία τείνει να μην λειτουργεί πλέον ως κρατική ιδεολογία αλλά σταδιακά μετατρέπεται σε μια αμιγώς προσωπική υπόθεση που απασχολεί κάθε μέλους της κοινωνίας των ιδιωτών. Έτσι η θρησκεία, στο σύγχρονο αστικό κράτος, εμπλέκεται στο ανταγωνιστικό πνεύμα που αναπτύσσεται στους κόλπους της κοινωνίας των ιδιωτών, γεγονός που πιστοποιείται, κατά τον Μαρξ, από το παράδειγμα της βορειοαμερικανικής Ομοσπονδίας, όπου μέσα σ’ ένα κατ’ εξοχήν πολυεθνικό περιβάλλον εμφανίζεται πληθώρα θρησκευτικών δογμάτων και αιρέσεων.

Η αναγωγή του θρησκεύματος σε ζήτημα καθαρά ατομικής επιλογής εκφράζει, για τον Μαρξ, τον χωρισμό του ανθρώπου από την κοινότητά του, από τον εαυτό του και από τους άλλους ανθρώπους[6]. 

Ο Μαρξ δίνει ιστορική διάσταση στην αφηρημένη ανθρωπολογική κριτική της θρησκείας από τον Φόιερμπαχ, καθώς αναγνωρίζει ότι αυτή –η κριτική- καθίσταται δυνατή μόνο στο ιστορικό πλαίσιο που χαράσσει η ανερχόμενη αστική κοινωνία, εντός του οποίου μεταβάλλεται η συμβολική λειτουργία της θρησκείας[7]. 

Στη σύγχρονη αστική κοινωνία λοιπόν, που άρχιζε τότε να σχηματίζεται, οι Εβραίοι μπορούσαν να χειραφετηθούν πολιτικά χωρίς να απαρνηθούν την ιουδαϊκή τους πίστη, σε αντίθεση με όσα πίστευε ο Μπάουερ. 

Η πολιτική χειραφέτηση δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και την ανθρώπινη χειραφέτηση, ούτε προϋποθέτει την άρνηση της θρησκείας εν γένει, όπως υποστήριζε ο Μπάουερ. Αντίθετα για τον Μαρξ, η πολιτική χειραφέτηση δεν είναι η ανθρώπινη χειραφέτηση, και η ρίζα αυτής της αντίφασης βρίσκεται στην ίδια την ουσία και την κατηγορία της πολιτικής χειραφέτησης[8]. 

(συνεχίζεται)


Ο Δημήτρης Μπέτσος είναι κοινωνικός επιστήμονας - εκπαιδευτικός



Παραπομπές:


[1]Μαρξ,Κ., Grundrisse: Βασικές αρχές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, 1857-1858, ελλ. μτφρ. εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 1990, σελ. 498

[2]Μαρξ,Κ., Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, ελλ. μτφρ. Μπ. Λυκούδης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1978

[3]Μαρξ,Κ., Το εβραϊκό ζήτημα, εισ. Μ. Rossi, μτφρ. Γ. Κρητικός, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1978, σελ.20

[4]Μαρξ,Κ., οπ.π., σελ. 68

[5]Μαρξ,Κ., οπ.π., σελ. 68-71

[6]Μαρξ,Κ., οπ.π., σελ. 78

[7]Μαρξ,Κ., οπ.π., σελ. 81

[8]Μαρξ,Κ., οπ.π., σελ. 87

BEFORE THE RAIN (ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΡΟΧΗ): Η ΒΡΟΧΗ ΩΣ ΚΑΘΑΡΣΗ ΚΑΙ ΩΣ ΥΠΟΣΧΕΣΗ...


Σε μια γεμάτη αίθουσα στον κοινωνικό χώρο των ιδρυμάτων Καλοκαιρινού, παρουσιάστηκε από τις ΡΩΓΜΕΣ η ταινία "Πριν τη βροχή" στις 23.07.2018... ήταν την ημέρα της φονικής πυρκαγιάς που έπληξε την ανατολική Αττική. 

Η καθαρτική βροχή -που συγχρόνως αποτελεί υπόσχεση αλλά και πρόκληση για όλους μας-, θα μπορέσει να διαπεράσει το σκληρό μας περίβλημα, μόνο όταν αναμετρηθούμε με τον ίδιο μας τον εαυτό... μόνο όταν ξεπεράσουμε καταστροφικές νοοτροπίες, διώξουμε τις παρωπίδες και σπάσουμε στερεότυπα...

Η εισήγηση - πρόλογος στην ταινία από τον συμμετέχοντα στις ΡΩΓΜΕΣ πολιτικό επιστήμονα - ιστορικό, Νίκο Πρινιωτάκη:

Δεν θα σας απασχολήσω πολύ μια και κείνο που αξίζει δεν είναι κάποιου τύπου ανάλυση πάνω σ’ αυτό που θα δούμε. Εκείνο που τελικά μετρά είναι οι προσωπικές ματιές του καθενός, οι αναγνώσεις και οι ερμηνείες πάνω σε ένα θέμα επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε.

Θέμα μας είναι ο Άλλος (με το Α κεφαλαίο). Ο διαφορετικός, η ετερότητα και η ετεροδοξία. Αόρατος ή ορατός δεν έχει και τόσο σημασία ποιος είναι αυτός ο άλλος. Η ταινία αναφέρεται βέβαια στη Δημοκρατία της Μακεδονίας την περίοδο διάλυσης και εμφύλιου σπαραγμού στη Γιουγκοσλαβία. Μπορούσε όμως κάλλιστα να διαδραματίζεται και σήμερα στο Ζεφύρι και στην Αγία Βαρβάρα, στη Μόρια και στο Λαύριο στα υποβαθμισμένα κέντρα των ελληνικών ή ευρωπαϊκών πόλεων, στις ζώνες του λυκόφωτος που περιβάλλουν σαν φωτοστέφανο τα μεγάλα αστικά κέντρα.

Σε κάποια στιγμή της ταινίας αναφέρεται, αν δεν κάνω λάθος, η φράση «ο χρόνος είναι ανερμάτιστος ο κύκλος ακανόνιστος». Ο συμβολισμός του κύκλου μας δίνεται περισσότερο από μια φορές για να μας εισάγει στο κλίμα της ταινίας. Ξεχωριστοί κύκλοι , παράλληλες και ασύμπτωτες πορείες κοινοτήτων που ζουν και αναπτύσσονται με τους δικούς τους νόμους (άγραφοι κατά κανόνα) αλλά καθόλα ισχυροί και δεσμευτικοί. 

Οι μεν εγκλωβισμένοι σε μια τελετουργία και σ’ ένα αυστηρό επαναλαμβανόμενο τυπικό, δοξαστικό και ατελέσφορο. 

Οι δε εγκιβωτισμένοι στους κανόνες ενός εθιμικού πατριαρχικού δικαίου που καθορίζει τις ζωές των ανθρώπων, τις υποτάσσει και τις κανονικοποιεί. 

Διαφυγή καμία. Και όμως είναι μέσα σ’ αυτό το στέρφο περιβάλλον που η ζωή αναπνέει. Βρίσκει τρόπο να ΄ρθει σε επαφή με το άλλο. Δεν χρειάζονται καν λέξεις και λόγια. Και τότε είναι που κινητοποιείται ένας δολοφονικός μηχανισμός (επ’ αφορμή ενός θολού φονικού υπό αδιευκρίνιστες μάλλον συνθήκες). 

Ο κύκλος δεν μπορεί να σπάσει. Τανύζει αλλά κρατά. Το άνοιγμα στην ελευθερία, τον αυτοπροσδιορισμό, τη νεωτερικότητα εν γένει πρέπει να σταματήσουν προτού καν αρχίσουν. 

Καταλύτης σ’αυτή την προσπάθεια να υπερβούμε τα όρια και τις κόκκινες γραμμές, εμφανίζεται ένα άτομο ξεχωριστό και αναγνωρίσιμο προερχόμενο κι αυτό από μια κλειστή κοινότητα που κατατρύχεται από τους δικούς του δαίμονες. Όμως ας μην κοροϊδευόμαστε. 

Ουσιαστική διέξοδος από τέτοιου τύπου κλειστά συστήματα μπορεί να δοθεί μόνο μέσω εξέγερσης. Και η εξέγερση προφανώς δεν γίνεται μέσω Καλάσνικοφ,  αλλά εντός τοιχωμάτων εγκεφάλου. Αγώνας αδυσώπητος, συνεχής και μακροχρόνιος.

Ούτε αποτελεί βέβαια λύση η κοσμοπολίτικη σούπα τύπου multi-kuti όπου οι διαφορετικές ταυτότητες συνωθούνται παραθετικώς η μία δίπλα στην άλλη σε συνθήκες γκετοποίησης και απλής ανοχής που ενίοτε μάλιστα ξεφεύγουν και εκρήγνυνται.

Αυτός που ζει μέσα στην κοινότητα δεν ζει πραγματικά λέει ο Καμύ στον Ξένο.

Για να μην αλλοτριωθούμε όμως και να μην μεταμορφωθούμε σε ξένους, οφείλουμε να βγούμε έξω απ’ αυτήν την κοινότητα να γνωρίσουμε και να γνωριστούμε. Να λερωθούμε με το ανώνυμο πλήθος και να ξαναγεννηθούμε.

Η βροχή ως κάθαρση αλλά και ως υπόσχεση για την έλευση μια νέας εποχής θα έρθει τελικά. Χρέος μας όμως και συμβολή μας σ’ αυτή την προσπάθεια να αναμετρηθούμε πρώτιστα με τον ίδιο μας τον εαυτό.Στην αντίθετη περίπτωση το τζίνι έχει βγει ήδη απ’ το μπουκάλι και κάποια στιγμή θα μας χτυπήσει την πόρτα.

Μια εικόνα χίλιες λέξεις λοιπόν. Σας παραδίνω στην αγκαλιά της ταινίας


Νίκος Πρινιωτάκης 23/7/2018


Before the Rain: Σκηνοθεσία Milcho Manchevski Oscar Καλύτερης ξένης Ταινίας (1995) Χρυσός Λέων της Βενετίας (1994). Ερμηνεία δυνατή και πειστική, μουσική υποβλητική, φωτογραφία που καρφώνεται στη μνήμη και σε στοιχειώνει.

ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΕ ΙΤΑΛΙΑ ΚΑΙ ΙΣΠΑΝΙΑ: ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΕ ΠΟΙΑ ΕΥΡΩΠΗ; ΣΥΖΗΤΗΣΗ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ


Παρουσιάζουμε τη συζήτηση και τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την ανοικτή εκδήλωση που πραγματοποιήσαμε για τις εξελίξεις σε Ιταλία και Ισπανία, υπό το πρίσμα των ερωτημάτων που προκύπτουν για την αριστερά και την Ευρώπη του σήμερα και του αύριο:

Η δεύτερη ανοικτή εκδήλωση του ιστότοπου «ΡΩΓΜΕΣ» πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 22 Ιουνίου. Η προσέλευση και η συμμετοχή στο διάλογο απέδειξε ότι υπάρχει ανάγκη για εμπεριστατωμένη πληροφόρηση, για  συζήτηση και ανίχνευση δρόμων.

Πάνω από 70 άτομα γέμισαν τη μικρή πλατεία και συμμετείχαν σε μια συζήτηση που διήρκεσε περίπου τρεις ώρες. Η Τόνια Τσίτσοβιτς ως εισηγήτρια, φρόντισε να δοθούν τα κατάλληλα ερεθίσματα και να τεθούν καίρια ερωτήματα που ενίσχυσαν τη διάθεση διαλόγου.

Μέσα από την ανάλυση της νέας κατάστασης που διαμορφώθηκε σε Ιταλία και Ισπανία τέθηκαν στρατηγικής φύσης ερωτήματα για την Αριστερά και την Ευρώπη του σήμερα.

Η αναβίωση των εθνικισμών στην Ευρώπη, με πρόσχημα το προσφυγικό μεταναστευτικό, συμπίπτει με την προσπάθεια των οικονομικών ελίτ να περιορίσουν και αυτές ακόμα τις δυνατότητες που δίνει η αντιπροσωπευτική δημοκρατία στις κοινωνίες της Ευρώπης, να συνδιαμορφώσουν το μέλλον.

Οι οικονομικές ελίτ δεν αρκούνται πλέον στην εκπροσώπηση των συμφερόντων τους μέσω πολιτικών αντιπροσώπων. Επιθυμούν οι ίδιες να κυβερνούν, για να μην αφήνουν τίποτα στην τύχη και δίχως άμεσο έλεγχο.

Οι δύο αυτές εξελίξεις αποτελούν μεγάλο κίνδυνο για τη δημοκρατία και συνιστούν αμφισβήτηση ενός ολόκληρου οικοδομήματος αξιών και πολιτικής σκέψης, που συμμετείχε και η αντιδογματική αριστερά στη διαμόρφωσή του. Αποκαλύπτονται με αυτόν τον τρόπο τα σαθρά θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκε και εξελίχθηκε η σημερινή ΕΕ, αποξενώνοντας τους πολίτες από τη συμμετοχή και τη διαμόρφωση των αποφάσεων.

Οι θεσμοί και οι συνθήκες λειτουργίας της ΕΕ φαίνεται να αμφισβητούνται πολιτικά και κινηματικά με ριζοσπαστικό και οργανωμένο τρόπο κύρια από τα δεξιά και τα άκρα δεξιά, προκρίνοντας τα στενά εθνικά συμφέροντα, εις βάρος των συλλογικών συμφερόντων και προπάντων εις βάρος μιας πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης με δημοκρατικό, οικολογικό και κοινωνικό πρόσημο.

Από την άλλη υπάρχει βαθύς προβληματισμός και αμφισβήτηση για αυτήν την ΕΕ και τις δυνατότητες εξέλιξής της στην κατεύθυνση διασφάλισης των δικαιωμάτων των εργαζομένων, της διεύρυνσης της δημοκρατίας, της πολιτιστικής πολυμορφίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της προστασίας του περιβάλλοντος από ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς.

Υπάρχει βάσει των νέων αυτών συνθηκών και αμφισβήτησης της ΕΕ συλλογικά διαμορφωμένη απάντηση από την Αριστερά; Δηλαδή για την κοινωνία της εργασίας, της τέχνης, της επιστήμης και του πολιτισμού, με ταξικά χειραφετητικά χαρακτηριστικά και όχι με τα χαρακτηριστικά ενός life style κοσμοπολιτισμού που χωράνε όλοι και όλα; Υπάρχει αναζήτηση απαντήσεων πέρα από την αναμασημένη τροφή ενός κρατικού παρεμβατισμού και οικονομίστικης αντίληψης συνταγών, που δεν μπορούν να απαντήσουν στις προκλήσεις ενός παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος που διαμορφώνει νέες πολιτικές συνειδήσεις και σφυρηλατεί νέα ήθη, με βασικό συστατικό υλικό το στενό ατομικό συμφέρον, την εχθρότητα για κάθε τι διεθνιστικό-αλληλέγγυο και τη δυνατότητα «ισότιμης» πρόσβασης στην κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών;

ΠΡΩΤΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

Ο κόσμος δείχνει ότι διψάει για μεστή πολιτική συζήτηση και συμμετοχή στη διαμόρφωση των όρων της πορείας προς το μέλλον, γιατί καταλαβαίνει ότι η ιστορία μπορεί να διαμορφωθεί εκ νέου, έστω και ως αντανακλαστική αντίδραση απέναντι στις δυνάμεις της Αντίδρασης. Το γεγονός αυτό δημιουργεί την ανάγκη συσπείρωσης, συμμετοχής και παρέμβασης στο πολιτικό γίγνεσθαι μέσα από διαφορετικές αφετηρίες και διαδρομές, οπτικές,  προσεγγίσεις και οργανωτικές αντιλήψεις.  

Υπάρχει ένας ολόκληρος αριστερός-προοδευτικός κόσμος που βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση και διακατέχεται από μια μεγάλη αγωνία για τις εξελίξεις, που συζητάει δίχως παρωπίδες, που δε βολεύεται με τη μασημένη τροφή, που επιθυμεί πρώτιστα να τεθούν τα σωστά ερωτήματα, τοποθετούμενος κριτικά απέναντι στο ίδιο του το παρελθόν και που απορρίπτει τον αποπροσανατολιστικό και απολίτικο βολονταρισμό, που λειτουργεί ως άλλοθι αποτυχίας. Το ίδιο όμως απορρίπτει και τις καταστροφικές για τον κόσμο της εργασίας συνταγές μιας συνεργασίας ή ανοχής με το σύστημα της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης.

Η συζήτηση κατέδειξε, ότι όποιοι νομίζουν πως έχουν στο τσεπάκι τους έτοιμες απαντήσεις για τις προκλήσεις του σημερινού κόσμου, ιδιαίτερα με υλικά του παρελθόντος όχι μόνο διευκολύνουν την επικυριαρχία των συστημικών λύσεων, αλλά καθιστούν την ακροδεξιά ως εν δυνάμει εναλλακτική προοπτική στο «μισητό σύστημα»…

Όποιοι επίσης βάση ενός γραφειοκρατικού εμπειρισμού προσπαθούν να χωρέσουν σε κουτάκια για να πνίξουν και να απονευρώσουν τη διαδικασία πολιτικοποίησης και αναζήτησης, επίσης περιθωριοποιούνται σε έναν ιδεατό κόσμο που αφορά μόνο τους ίδιους.

Όταν ο ζωντανός πολιτικοποιημένος κόσμος διεκδικεί επίμονα τη συμμετοχή του στη διαμόρφωση της επόμενης μέρας, αυτό δείχνει ότι η δημοκρατία χρειάζεται να επαναπολιτικοποιηθεί κύρια από τις πολιτικές εκείνες δυνάμεις που επιζητούν την κινητοποίηση της κοινωνίας στη βάση της πάλης των αντιθετικών πόλων που διέπουν αυτήν την κίνηση και διαμορφώνουν τους νέους μελλοντικούς συσχετισμούς.

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Θα είναι λοιπόν η διαμόρφωση αυτού του μέλλοντος στην κατεύθυνση μιας ακραίας νέο-συντηρητικής νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης που φτάνει στο σημείο να αμφισβητεί και αυτές ακόμα τις ελάχιστες δημοκρατικές διαβεβαιώσεις-θεσμικές εγγυήσεις και κατακτήσεις του παρελθόντος της Ευρώπης, ή θα ανατείλει μια νέα χειραφετημένη αριστερά, η οποία θα ανασυντάξει και θα ριζοσπαστικοποιήσει συνολικά τον προοδευτικό χώρο, φέρνοντας στο προσκήνιο τις δημιουργικές δυνάμεις της εργασίας, με διαφορετικούς όρους από ότι στο παρελθόν;

Ζήτημα κλειδί είναι η ενότητα της αριστεράς και ο δημοκρατικός της προσανατολισμός. Δε μπορεί ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός να υποκαθιστά το ζωντανό διάλογο και τον πλουραλισμό, δε μπορεί η πειθαρχία να μεταβάλλεται από μέσο σε σκοπό.

Ποιες θα είναι εκείνες οι δυνάμεις που θα αποτελέσουν το αντίβαρο στην ακροδεξιά μετατόπιση, δίχως να δίνουν άλλοθι και να νομιμοποιούν το σημερινό συστημικό οικοδόμημα; Θα παραδοθούμε στη λογική του λιγότερου κακού ή θα προσεγγίσουμε το μέλλον με μικρές και μεγάλες ρωγμές οι οποίες θα οδηγήσουν στο μετασχηματισμό της κοινωνίας και των σχέσεων που διαμορφώνουν συνολικά τον τρόπο ζωής και τις αξίες που τη διέπουν;

Τι συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη; Η κύρια τάση δείχνει ότι η ακροδεξιά ριζοσπαστικοποίηση σπρώχνει ολόκληρο το πολιτικό φάσμα προς το συντηρητισμό. Μετατοπίζει κύρια τις δυνάμεις της πάλαι ποτέ σοσιαλδημοκρατίας, του φιλελεύθερου κέντρου, της λαϊκής δεξιάς αλλά και όλα τα νεοφιλελεύθερης κοπής σχήματα προς τα δεξιά. Καθιστά δε αυτή η «τάση» και την αριστερά πιο ευάλωτη και έτοιμη –υπό καθεστώς «πολιορκίας»- να κάνει παραχωρήσεις σε ταυτοτικά της χαρακτηριστικά.

Η διαδικασία αυτή αποτελεί πηγή ανάπτυξης και ηγεμονίας ακροδεξιών λαϊκίστικων πολιτικών και αυτό το δείχνει χαρακτηριστικά η πορεία της ιταλικής αριστεράς τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η αριστερά πρέπει να εξακολουθήσει να εκφράζει τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, να υπερασπιστεί την ελευθερία, την αποδοχή του διαφορετικού, να διεκδικήσει ανοικτές κοινωνίες, τη διεύρυνση της δημοκρατίας σε θεσμικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων, την ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και τον περιορισμό της εξουσίας των τεχνοκρατών.

Η μετατόπιση της ιταλικής αριστεράς προς το κέντρο, η ηθελημένη αλλαγή ταξικού ακροατηρίου συνετέλεσαν στην ενδυνάμωση των συστημικών δυνάμεων και ιδεών και τη γιγάντωση της ακροδεξιάς. Οι κληρονόμοι της αριστερής παράδοσης μετατράπηκαν σε κομμάτι ενός συστήματος που ο λαός σιχαίνεται. Τα ποσοστά στο κίνημα των πέντε αστέρων –στην πλειονότητά τους πρώην αριστεροί ψηφοφόροι βάση επιστημονικής ανάλυσης της ηλικιακής και ταξικής τους προέλευσης κτλ.- το αποδεικνύουν.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν αρκούν πια τα οικονομικού τύπου προτάγματα, αλλά η διατύπωση ενός συνολικού ηγεμονικού πολιτικού σχεδίου-οράματος κοινωνικής χειραφέτησης, που να ενθουσιάζει, να εμπνέει και ν’ απαντάει πειστικά στις νέες συνθήκες. Τίθενται ακόμα σε αμφισβήτηση και οι καθιερωμένοι τρόποι πολιτικής οργάνωσης, επικοινωνίας και έκφρασης τόσο σε πολιτικό, όσο και σε συνδικαλιστικό επίπεδο.

Βρισκόμαστε σε μια εποχή υπό διαμόρφωση, που συμπίπτει με μια συνεχή αμφισβήτηση όλων των μορφών οργάνωσης, διευθετήσεων και πάλης του παρελθόντος. Εάν δεν παρέμβει η αριστερά σε αυτήν τη διαδικασία, τότε θα το κάνει με ακόμα πιο έντονο και αποτελεσματικό τρόπο η ακροδεξιά και γενικότερα οι αντίπαλες δυνάμεις, που πρεσβεύουν έναν κόσμο του άκρατου ανταγωνισμού, του ατομικισμού και της λεηλάτησης στο έπακρο των ανθρώπινων και φυσικών πόρων.

Ένα χαρακτηριστικό σημείο από την εισήγηση της Τόνιας Τσίτσοβιτς:

«Μοιάζει με την εποχή στην οποία αναφερόταν ο Αντόνιο Γκράμσι, την εποχή των τεράτων. Τραμπ, Σαλβίνι, Όρμπαν, Κατσίνσκι, Κουρτς, να μερικά από αυτά τα τέρατα. Δεν ξέρω αν, όπως έλεγε ο Γκράμσι, το παλιό πεθαίνει και το νέο δυσκολεύεται να γεννηθεί. Αυτό που με τρομάζει είναι μήπως αυτό το νέο μοιάζει πολύ με ένα παλιό που θεωρούσαμε θαμμένο και που δεν θα θέλαμε με τίποτε να αναβιώσει. Παντού στην Ευρώπη φουντώνουν οι εθνικισμοί και σε πολλές χώρες μοιάζει να κερδίζει έδαφος και ο φασισμός, με διαφορετικό τρόπο στην κάθε χώρα, αλλά με παρόμοια αποτελέσματα. 

Πού πήγε η Ευρώπη της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης που οραματίστηκε ο Αλτιέρο Σπινέλι στο Μανιφέστο του Βεντοτένε; Πού πήγε η Ευρώπη των λαών; Και πάνω απ’ όλα, πού πήγε η ευρωπαϊκή αριστερά; Είναι ακόμη σε θέση να αλλάξει τα πράγματα;

Πολλοί αναρωτιούνται πώς έγινε και αυτές οι ευρωπαϊκές κοινωνίες άλλαξαν και μεγάλο μέρος τους πιστεύει, ότι ο εχθρός είναι ο πιο αδύναμος, ο φτωχός, ο κατατρεγμένος.»


Ποιος όμως είναι ο δρόμος της χειραφέτησης και της διαμόρφωσης μιας επιθετικής άμυνας στην ακροδεξιά και το φασισμό; Είναι η συμμαχία με την σημερινή σοσιαλδημοκρατία; Και εάν ναι με ποιους όρους; Με τους όρους που ο πολίτης και ιδίως τα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα αντιλαμβάνονται αμέσως ότι θα εξακολουθήσουν να αποτελούν τα βολικά θύματα της κρίσης; Θα είναι η συμμαχία με αυτήν τη σοσιαλδημοκρατία και τις κεντρώες δυνάμεις που άφησαν ζωτικό πολιτικό και ταξικό χώρο στο νεοφιλελευθερισμό και του επέτρεψαν να ηγεμονεύσει πολιτικά και ιδεολογικά; Θα είναι η συμμαχία με το χώρο εκείνο και τα άτομα που τον εκπροσωπούν ακόμα, τα οποία συνέβαλαν στην αναγέννηση του συντηρητισμού και κατέστησαν την ακροδεξιά από περιθωριακή δύναμη σε μια κοινωνικά αποδεκτή πραγματικότητα;

Βρεθήκαμε στην εκδήλωση αυτή των «ΡΩΓΜΩΝ» να συζητάμε για την Αριστερά και την Ευρώπη, μερικές μέρες μετά τη συμφωνία των Πρεσπών και την επόμενη ημέρα του κλεισίματος της τέταρτης αξιολόγησης και της συμφωνίας για το χρέος. Δεν υπήρχε κλίμα εφησυχασμού, ούτε πανηγυριού. Υπήρχε κάτι ελπιδοφόρο: Υπήρχαν αριστεροί-προοδευτικοί άνθρωποι που ήδη άρχισαν να σκέφτονται με συλλογικούς όρους για τη διαμόρφωση της επόμενης μέρας.

Το θέμα της συζήτησης «Οι εξελίξεις σε Ιταλία και Ισπανία: Για ποια αριστερά σε ποια Ευρώπη;» κούμπωνε με τις μεγάλες αλλαγές το τελευταίο διάστημα στις σχέσεις της χώρας μας με τους γείτονές της στα Βαλκάνια καθώς και με το στοίχημα της αλλαγής του μείγματος της οικονομικής πολιτικής –υπό επιτήρηση μεν, χωρίς επιτροπεία δε- στην πορεία της λήξης των προγραμμάτων «σταθεροποίησης», όχι όμως και των νεοφιλελεύθερων συνταγών λιτότητας για την κοινωνική πλειοψηφία.

Είμαστε μέρος μιας Ευρώπης που αλλάζει ραγδαία με όρους ποσοτικούς και ποιοτικούς. Η Ιταλία, η χώρα που πρωτοστάτησε στη δημιουργία της Ενωμένης Ευρώπης, γυρίζει την πλάτη στις αξίες της, επιλέγοντας να αντιμετωπίσει την συστημική κρίση με όρους αντιδραστικούς και απάνθρωπους. Η πάλαι ποτέ Λέγκα του Βορρά κατάκτησε πανεθνικό ακροατήριο και προβάλει ως εθνικό κόμμα και το κίνημα των πέντε αστέρων υποτάσσεται σε αυτή τη λογική της περιχαράκωσης με εθνικιστικούς όρους και νεοφιλελεύθερο οικονομικό μείγμα. Ακόμα και η Μαφία αρχίζει να παίζει έναν πιο ενεργό πολιτικό ρόλο στα τεκταινόμενα σε κεντρικό επίπεδο και να ελέγχει τις εξελίξεις στη νέα πολιτική πραγματικότητα με το πολιτικό χρήμα που διοχετεύει…

Από την άλλη, στην Ισπανία υπάρχει μια αχτίδα φωτός, η οποία αντιστέκεται στη βαθιές ρίζες του συντηρητισμού και του άκρατου οικονομικού φιλελευθερισμού του λαϊκού κόμματος και των νεότευκτων κλώνων του. Θα μπορέσει να μακροημερεύσει όμως μέσα σε τόσο ασφυκτικά πλαίσια σε θεσμικό και πολιτικό επίπεδο, με μόνους ουσιαστικούς συμμάχους την αριστερά και τη βάση του σοσιαλιστικού κόμματος; Συμβολική η πράξη φιλοξενίας του Aquarius με τους πλέον των 600 ανθρώπων που ζητούν αξιοπρέπεια, δίνει ελπίδες…

Λίγες είναι αλήθεια, αλλά αυτές είναι. Σε μια Ευρώπη φοβική, του άγχους της κοινωνικής καταβαράθρωσης, σε μια Ευρώπη που τα συστημικά κόμματα εξουσίας αρχίζουν να υποκύπτουν στην ακροδεξιά, υιοθετώντας τις απόψεις της, νομίζοντας ότι θα κληρονομήσουν και το ακροατήριό της, πράγμα που έχει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα, γιατί νομιμοποιούν σε πλατιά κοινωνικά στρώματα, μέχρι χθες περιθωριακές απόψεις, η αριστερά καλείται να ορθώσει ανάστημα, να ξαναβρεί την επαφή της με τις κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπεί, αντιστρέφοντας τους όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης.

Μπαίνουμε λοιπόν στη διαδικασία να σκεφτούμε για το μετά, βάζοντας στο προσκήνιο τους κοινωνικούς όρους και ανάγκες, με πρόταγμα και επίδικο τη δημοκρατία. Αυτό είναι το μεγάλο πεδίο διεκδίκησης πολιτικής «εκπαίδευσης» και χειραφέτησης της κοινωνίας, που μπορεί να γίνει από μέσο σκοπός της σημερινής πάλης.


ΡΩΓΜΕΣ