ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Ο ΣΤΑΛΙΝ ΣΤΗΝ ΚΟΛΙΜΑ


Της Ευγενίας Περυσινάκη


Ο ιστότοπος "ΡΩΓΜΕΣ" χώρος ιδεών, διαλόγου και δράσης, παρουσίασε το βιβλίο του Δημήτρη Μπελαντή "Ο Στάλιν στην Κολιμά" στους χώρους του βιβλιοπωλείου "Αναλόγιο". Δημοσιεύουμε σήμερα την εισήγηση της Ευγενίας Περισυνάκη για το βιβλίο.

"ΡΩΓΜΕΣ"

Το βιβλίο του Δημήτρη Μπελαντή, Ο Στάλιν στην Κολιμά, των εκδόσεων Τόπος  αποτελεί ένα εκτενές μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας, 460 σελίδων, συμπεριλαμβανομένων του προλόγου, των σημειώσεων και της βιβλιογραφίας.

Στο εξώφυλλο του βιβλίου εικονίζεται σε προφίλ, το πρόσωπο του Στάλιν, με ενδυμασία που παραπέμπει σε βαρύ χειμώνα. Το ζωντανό βλέμμα του και το ελαφρύ μειδίαμα προϊδεάζουν τον αναγνώστη, πριν καν ανοίξει το βιβλίο ότι πρόκειται για στιγμιότυπο που αποτυπώνει την αντίδραση του μεγάλου ηγέτη σε μια ευνοϊκή για κείνον συγκυρία.
Ως προς τη δομή του, το έργο χωρίζεται σε δύο εκτενή μέρη που φέρουν λατινικούς τίτλους, οι οποίοι συνοδεύονται από μετάφραση στα Νέα Ελληνικά. Στο πρώτο, Te Deum Stalin ( Εσένα τον Θεό Στάλιν), τον τίτλο συνοδεύουν: α) ένα απόσπασμα από τα ζητήματα Λενινισμού του Στάλιν:
Το κόμμα οφείλει να αφουγκράζεται με προσοχή τη φωνή των μαζών, οφείλει να παρακολουθεί με προσοχή το επαναστατικό ένστικτο των μαζών, ελέγχοντας με αυτή την ορθότητα της πολιτικής του, οφείλει. συνεπώς , όχι μόνο να διδάσκει μα και να διδάσκεται από τις μάζες.
και  β) μια ρήση του Στάλιν  που συμπυκνώνει τη στάση του απέναντι στην αντιπολιτευτική πολιτική της Διεθνούς που εκφράστηκε μέσω του  Ιταλού κομμουνιστή ηγέτη Αμαντέο  Μπορντίγκα: Ο Θεός να σε συγχωρήσει, σύντροφε.
Το δεύτερο μέρος τιτλοφορείται: Dies Irae (ημέρα της οργής) προδιαθέτοντας  για έναν σκληρό και αδυσώπητο αγώνα για επικράτηση.
Το καθένα από τα παραπάνω μέρη υποδιαιρείται σε μικρές ενότητες που αντί τίτλου φέρουν ακριβή προσδιορισμό, του  χώρου και του χρόνου, στον οποίο εκτυλίσσονται  τα περιγραφόμενα γεγονότα, ενώ αναφέρονται και τα δρώντα πρόσωπα.
Ο Χρόνος λειτουργεί πολυεπίπεδα και καθώς πραγματώνεται σε δύο διαφορετικά σύμπαντα: α) το παρόν σύμπαν, το οποίο συμπίπτει με το χωροχρόνο της πραγματικής ιστορίας και β) εκείνο του σύμπαντος της αφήγησης. Τα δύο αυτά σύμπαντα καταφέρνουν να συνυπάρξουν αρμονικά, χάρη στην ευρηματική έμπνευση του συγγραφέα να παρουσιάσει την δική του εναλλακτική ιστορία της  Σοβιετική  Ένωσης, μετά τον εμφύλιο, χρησιμοποιώντας δομικά υλικά του παρόντος σύμπαντος, δηλαδή της ιστορικής πραγματικότητας. Μάλιστα , καθώς η εκδοχή του είναι εξαιρετικά αληθοφανής, πολύ συχνά ο συγγραφέας παρεμβαίνει στην αφήγηση, διευκρινίζοντας ποια από τα στοιχεία ανήκουν στο δικό μας σύμπαν και ποια στη μυθιστορηματική διάσταση. 
Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ένας στόχος διπλός: Αφενός μεν του δίνεται η ευκαιρία να κάνει τον αναγνώστη κοινωνό της ευρυμάθειάς του, που  εκτείνεται σε πλήθος τομέων και επιστημών, αφετέρου δε, μέσω της ενσυναίσθησης πραγματώνεται η εμβάθυνση στα στοιχεία της ιστορίας, τα οποία ο συγγραφέας επιθυμεί να τονίσει ενώ παράλληλα υπό το πρίσμα μιας εναλλακτικής εκδοχής, καλλιεργείται έντονος ο προβληματισμός για τις δυνατότητες στο ιστορικό γίγνεσθαι της συγκεκριμένης περιόδου. 
Συγχρόνως επιτυγχάνεται  επί της ουσίας  η συναισθηματική ταύτιση του αναγνώστη με τους συμμετέχοντες, καθώς και η κατανόηση των βαθύτερων κινήτρων και παρορμήσεων τους, στο πλαίσιο συγκεκριμένων συνθηκών και συγκυριών. Η ενσυναίσθηση στο χώρο της ιστορίας αποτελεί πρωτεύοντα στόχο της σύγχρονης εκπαίδευσης και δια βίου μάθησης, στην ευόδωση του οποίου συνεπίκουρος αποτελεσματικός  παρίσταται  η λογοτεχνία. Στο πλαίσιο αυτό, το μυθιστόρημα του Δημήτρη Μπελαντή καταφέρνει σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό να κινητοποιήσει συναισθηματικά τον αναγνώστη. 


























Οι περιγραφές τόσο των κλειστών όσο και των ανοιχτών χώρων είναι τόσο ζωντανές που νιώθει κανείς ότι βρίσκεται εκεί δίπλα στους μεγάλους ηγέτες , βιώνοντας τα γεγονότα, ενώ πίνει κι ο ίδιος  ένα ποτήρι βότκα ή ένα φλιτζάνι ζεστό τσάι, από το σαμοβάρι. Άλλοτε πάλι νιώθει να τον διαπερνά ο τρόμος όταν ξεσπά η οργή τους απέναντι στους αντιπάλους τους, συναισθανόμενος  τον έλεο για το τραγικά προδιαγεγραμμένο τέλος τους. Τίτλοι και αποσπάσματα βιβλίων, ιστορικά ντοκουμέντα και δημοσιεύματα  παρελαύνουν μπροστά από τα μάτια του.  Όλες οι θεωρίες περί κομμουνισμού αποτυπώνονται και συμπυκνώνονται με σοφά επιλεγμένα χωρία από διάσημα βιβλία. Εισηγήσεις και ντοκουμέντα αναβιώνουν και φωτίζουν όλες τις αντικρουόμενες πλευρές και θεωρίες. Μάλιστα ο συγγραφέας  συμπεριλαμβάνει στο έργο του ρητορικούς λόγους, πολύ συχνά δε και αγώνες λόγων, αξιοποιώντας έτσι το τάλαντό του και στη ρητορική τέχνη. Κατασκευάζονται  αντικρουόμενες τοποθετήσεις  που συχνά συνοδεύονται από δευτερολογίες  και όλα αυτά κατά το εικός και το αναγκαίον, φωτίζοντας με τον πιο άμεσο τρόπο την προσωπικότητα και τις θέσεις των ομιλητών:
Η γνώμη του Τρότσκι για τη γραφειοκρατία: στο χω πει πολλές φορές σύντροφε Ράντεκ. Θα στο ξαναπώ: η γραφειοκρατία είναι μία κοινωνική δύναμη ένα παρασιτικό καρκίνωμα ένα καρκίνωμα που και τώρα, τη στιγμή που σου μιλώ, τρώγει πειναλέα τη σάρκα και τα γάγγλια του εργατικού μας κράτους. Μόνο συγκυριακά προσωποποιείται δεν είναι το καθεστώς του Στάλιν αυτό που τελικά μπορέσαμε να αποτρέψουμε. Απλώς χρόνο αγοράσαμε Ράντεκ. Είσαι ευφυής και με εννοείς έτσι δεν είναι; Δεν φτάνει πρέπει να «ετοιμάσουμε μία νέα επανάσταση μέσα στην επανάσταση» όπως εκείνο το ωραίο βιβλιαράκι που έγραψε ο νεαρός Γάλλος σύντροφός μας Ρεζίς Ντεμπρέ.
Ο Ράντεκ τον κοίταξε με ένα βλέμμα που ένωνε το σεβασμό και τη φιλία με τη λεπτή διανοουμενίστικη ειρωνεία. Ώρες-ώρες νομίζεις ότι ο Ράντεκ δεν ήταν άνθρωπος κανονικός αλλά μία έξυπνη μηχανή με τεχνητή σάρκα. Ένας γραμματέας ουσιαστικά «μηχανικός», « κατασκευασμένος» artificial. Εξωγήινος. Οι πραγματικές του σκέψεις ήταν μονίμως αδιόρατες…
Ο αντίλογος Ράντεκ: Αγαπητέ μου Λεβ,  και βέβαια έχεις δίκιο η γραφειοκρατία δεν είναι πρόσωπα είναι μία δομημένη κοινωνική τάση. Από ένα σημείο και πέρα είναι και μία κοινωνική τάξη, κάτι που υποστήριξα προσωπικά σε αντίθεση με όσα εσύ λες στην τελευταία Κεντρική Επιτροπή. Ναι η γραφειοκρατία είναι δυνάμει κοινωνική τάξη. Μπορεί να ξαναβλαστήσει μέσα στον ίδιο τον Τρότσκιστοραντεκισμό ως τάση ή τάξη. Μπορεί να δούμε οι δικοί μας να μας κρεμάνε από τα τσιγκέλια και να αποκαθιστούν πλήρως τη γραφειοκρατία με ή χωρίς τον Στάλιν. Όμως αυτή είναι και η διαλεκτική της διαρκούς Επανάστασης. Σου οφείλουμε τόσα για την κατανόηση της «διαρκούς Επανάστασης». Αυτό που κυρίως σου οφείλουμε είναι το γεγονός ότι όχι μόνο μπορεί να εξελιχθεί ταχύρρυθμα η αστική στη σοσιαλιστική επανάσταση αλλά και παραπέρα η σοσιαλιστική νίκη μπορεί να εξελιχθεί αντιφατικά σε γραφειοκρατική αντεπανάσταση. Όμως τι θες να κάνουμε; Άνθρωποι καθημερινοί είμαστε μασκαρεμένοι σε εκλεκτούς ηγέτες. Τα όριά μας είναι ιστορικά και ανθρώπινα. Η επανάσταση δεν νίκησε στη Δύση ακόμη ούτε καν στην Ανατολή. Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα ξαναγυρίσει πριν από τον επόμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Συνήθως οι άνθρωποι επαναστατούν μέσα από τις άθλιες συνθήκες των σφαγείων των μεγάλων πολέμων. Προσώρας κάνουμε ότι μπορούμε. Βοηθήσαμε κάθε σοβαρή επαναστατική έκρηξη συχνά χωρίς την κατάλληλη κοινωνική προετοιμασία.  Δουλέψαμε στη Δύση το ενιαίο μέτωπο χωρίς σπουδαία αποτελέσματα. Αποτύχαμε στην Γερμανία αλλά ευτυχώς απέτυχε και ο Χίτλερ. Ανακόψαμε στο σπίτι μας μέσα το Στάλιν που ήταν η επιθετικότερη μορφή του καρκίνου. Αλλά κρατάμε θα μου πεις μέσα στη δομή του κράτους τα αποπαίδια του τους Γιέζοφ και Μπέρια,  τις μεταστάσεις του Στάλιν. Έχεις σκεφτεί γιατί το κάνουμε Λεβ;
Στο ίδιο πλαίσιο λειτουργούν και τα δημοσιεύματα που κατασκευάζει για την αποτύπωση των γεγονότων μέσω ανταποκρίσεων των σοβιετικών εφημερίδων (Πράβντα, Ισβάστια, Λιτερνατουρνάγια Γκαζέτα, Πρακτορείο ΤΑΣΣ).
Θαυμασμό προκαλεί ακόμη η βαθιά γνώση του συγγραφέα για τα  οπλικά συστηματα της εποχής (με ορισμένους αναχρονισμούς) και τον τρόπο με τον οποίο αυτά λειτουργούν,  με έμφαση στην ασύλληπτη για την εποχή υπερτεχνολογία της Σοβιετικής ένωσης, για την επίταση της οποίας επιστρατεύονται ακόμη και στοιχεία της επιστημονικής φαντασίας.
Ως εναρκτήρια ημερομηνία επιλέγεται η Πρωτοχρονιά του 1936. Οι σαράντα τέσσερις ημέρες που ακολούθησαν παρακολουθούνται μία προς μία και προβάλλουν γεγονότα που εξελίσσονται με τρόπο εξαιρετικά γρήγορο, δημιουργώντας ραγδαίες ανατροπές και διχασμό (οικείο βίωμα στην απανταχού αριστερά) στο Σοβιετικό λαό.
Ο χώρος που επιλέγεται από το συγγραφέα να συμπεριληφθεί και στον τίτλο είναι το στρατόπεδο της Κολιμά, η οποία λειτουργικά αποτελεί  κεντρικό σημείο αναφοράς, αν και το μυθιστόρημα κινείται παράλληλα σε πλήθος άλλων τόπων (Μόσχα Κρεμλίνο, κτήριο της Λουμπιάνκα, οίκος των συνδικάτων, κεντρική διοίκηση της ΝΚWD, αριστοκρατική μονοκατοικία στη Βαρσοβία, Αρχάγγελος, λιμάνι στη βόρεια Παγωμένη θάλασσα, Ουκρανία, κοντά στο Χάρκοβο, περιοχή Μαγκατάν). Με την ευρηματική υποδιαίρεσή του έργου σε μικρότερα κεφάλαια  ο συγγραφέας καταφέρνει να δώσει την παράλληλη δράση σε όλους τους  ζωτικής σημασίας χώρους, όπου κινούνται τα νήματα των εξελίξεων. 
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση ενός παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος μπορεί να διαβάσει και να μεταφέρει ακόμη και τις πιο μύχιες σκέψεις των ηρώων του, βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση. Ομοίως και το είδος της επαναληπτικής αφήγησης, δηλαδή γεγονότα που συνέβησαν μία φορά επαναλαμβάνονται αφηγηματικά από περισσότερα πρόσωπα της ιστορίας με διαφοροποιήσεις ως προς εστίαση. Τα γεγονότα, με τον τρόπο αυτό φωτίζονται ολόπλευρα, με επίκεντρο τους δραματικούς χαρακτήρες, οι οποίοι με τις παράλληλες ενέργειες και ρήσεις τους λειτουργούν ως ήρωες ενός δράματος,  όπου ανάλογα με τις επιλογές τους αποδεικνύονται συνετοί, ανόητοι ή τραγικά πρόσωπα υποταγμένα στη μοίρα τους στο πλαίσιο μιας εξαιρετικά δύσκολης ιστορικής συγκυρίας.
Τι ήταν όμως η Κολιμά;  Η περιοχή βρίσκεται στη ρωσική Βόρεια Άπω Ανατολή, στον Αρκτικό Κύκλο, στις ακτές του Ειρηνικού. Εκεί βρέθηκε χρυσός και άλλα πολύτιμα στοιχεία, γι’ αυτό και οι σοβιετικές αρχές δημιούργησαν τα προαναφερθέντα   στρατόπεδα εργασίας, ώστε να εξορύσσεται ο χρυσός ανέξοδα, από τους πολιτικούς κρατούμενους. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Βαρλάμ Σαλάμοφ  «στην Κολιμά ο χειμώνας διαρκεί δώδεκα μήνες, πρόκειται για τόπο ανθρωποφαγικό, στερημένο από κάθε ανθρώπινο αίσθημα, κολαστήριο που ξεπερνάει την ανθρώπινη φαντασία». Ο Βαρλάμ Σαλάμοφ που έζησε το κολαστήριο της Κολιμά μαρτυρεί ότι εκεί κατάλαβε πως «ο άνθρωπος γίνεται κτήνος μετά από τρεις εβδομάδες σε συνθήκες σκληρής χειρονακτικής εργασίας, παγωνιάς, πείνας και ξυλοδαρμών».
Με ανάλογη ενάργεια μεταφέρεται η εικόνα του στρατοπέδου στο Μυθιστόρημα του Μπελαντή:

Γαμώτο, Γιόζεφ. Ταξιδεύουμε τέσσερα μερόνυχτα τώρα. Πού πάμε; Στην Κολιμά Γκριγκόρι. Ξέρεις καλά τι είναι. Δεν είναι τόπος παραθερισμού, είναι τόπος να ψοφήσεις. (…) Ποια είναι η δική μας μοίρα σε αυτό το απίστευτο ψυγείο που μας πάνε; Αν επιβιώσουμε, επιβιώσαμε.

«Το γκουλάγκ δεν είναι απλώς ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης καταναγκαστικής εργασίας. Είναι ένα σύστημα στρατοπέδων, ένας αστερισμός, ένα αρχιπέλαγος μία αλυσίδα σκοτεινών σημείων στη Σοβιετική ενδοχώρα. Το γκουλάγκ δεν έχει καμία αναγκαστική σχέση με τον μαρξιστικό σοσιαλισμό ή τη μετάβαση στον μαρξιστικό κομμουνισμό γενικότερα. Υπήρξε προϊόν συγκεκριμένων συνθηκών της πάλης των τάξεων  που αφορούσαν τον εμφύλιο πόλεμο στη Ρωσία το 1918 έως 1921, της ήττας της Επανάστασης στη Δύση την ίδια περίοδο και της ρωσικής απομόνωσης, της πορείας γραφειοκρατικοποίησης και αντιδημοκρατικής μετατόπισης της ρωσικής Επανάστασης. 

Το γκουλάγκ συγκεντρώνει διαφωνούντες πολιτικούς κρατούμενους, ιδίως αντιπολιτευόμενους μπολσεβίκους αλλά και αναρχικούς και Λευκούς. Είναι ο χώρος της αναγκαστικής εργασίας».

Μια από τις μεγαλύτερες αρετές του μυθιστορήματος είναι  ο τρόπος  παρουσίασης των ηρώων. Οι ήρωες του Μπελαντή είναι εντελώς διάφανοι. Η ψυχογράφηση τους δικαιολογεί απόλυτα τους προβληματισμούς τους  και τον τρόπο αντίδρασης τους, που απορρέει από βαθιά σκέψη και εκτίμηση των δυνατοτήτων, πάντα με γνώμονα τις υφιστάμενες συνθήκες. Προβάλλουν έτσι οι αντιδράσεις τους αληθοφανείς  χωρίς ωραιοποιήσεις και περιττούς συναισθηματισμούς. Οι ήρωες ξεγυμνώνονται, καθώς αγωνίζονται να λειτουργήσουν  σε μια κοινωνία εξαιρετικά σκληρή, σε μια ιστορική συγκυρία, όπου η βία και οι «ρευστοποιήσεις»  των αντιφρονούντων αποτελούν πρακτικές σχεδόν αναπόφευκτες. Στο πλαίσιο αυτό ιχνογραφείται η προσωπογραφία του Στάλιν που σε αντίθεση με την ευνοϊκή για αυτόν συγκυρία της εύκολης επικράτησης στο κανονικό σύμπαν, στο σύμπαν της ιστορικής εκδοχής του συγγραφέα, χρειάζεται να αγωνιστεί, να επιδείξει στο έπακρο την πυγμή και τον ηγετικό δυναμισμό του, προκειμένου να αναδειχθεί για μια ακόμη φορά νικητής.
Παράλληλα, ο  συγγραφέας δεν παραμελεί  την αποτύπωση του αντίκτυπου των τεκταινομένων στο λαό, καθώς πλάι στους μεγάλους κομμουνιστές ηγέτες που κινούν τα νήματα παρουσιάζονται τα βιώματα και η αντίδραση απλών ανθρώπων.
Οι σκέψεις του Μπούνιν (φανταστικός ήρωας): «Οι κυβερνήσεις και τα Πολιτικά Γραφεία πάνε και έρχονται, το κόμμα αλλάζει ηγεσίες και πολιτικές. Και η δική μας η ζωή σε τι αλλάζει; Συχνά σε τίποτε. Και να φανταστείς ότι η Μεγάλη Επανάσταση του 1917 ακριβώς για αυτό υποτίθεται ότι έγινε. Για να αλλάξει η καθημερινή μας ζωή. Που υποτίθεται έγινε «πιο χαρούμενη» όπως είχε πει πριν από χρόνια ο σύντροφος Ράντεκ.  (…) Μόνο κνούτο και φυλακή. Μόνο καταπίεση και φτηνή δογματική κατήχηση. Κι έπειτα όλες αυτές οι ομάδες, οι φράξιες στο Κόμμα, οι ηγέτες. Μας λένε ότι είμαστε Δημοκρατία και όμως εμείς οι απλοί άνθρωποι δεν αποφασίζουμε για τίποτε. Μας λένε ότι είμαστε η χώρα των σοβιέτ και όμως οι άνθρωποι των σοβιέτ βγαίνουν όλοι από τις λίστες του Κόμματος, δεν εκλέγονται πραγματικά. Υπάλληλοι του Κράτους είναι και αυτοί που βγάζουν ένα μισθό για να το παίζουν δημοκρατική βιτρίνα του κόμματος. Λες και δεν το ξέρουμε στο κολχόζ να μπαίνει ο κομισάριος και όλοι σούζα. Στην ύπαιθρο παντού κυριαρχία των τσεκιστών. Και τώρα που έσπασε το απόστημα κανείς δεν μιλά για το ξαναζωντάνεμα των σοβιέτ, για τη δημοκρατία των απλών ανθρώπων. Ο Ράντεκ το ′σκασε στη Δύση, ο Τρότσκι φαγώθηκε, ο Στάλιν και ο Μπέρια ονομάζουν ο καθένας την προσωπική εξουσία του και την εξουσία των μηχανισμών του « σοσιαλισμό». Σε τι είναι καλύτερος αυτός ο σοσιαλισμός από τον καπιταλισμό και τη Δύση; Εννοώ στην καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων, εμένα του ρεμάλι για παράδειγμα ή άλλων αντίστοιχων ρεμαλιών σε όλη τη χώρα».

Το περιεχόμενο θα το διατρέξω σύντομα, γιατί είναι τόσο το πλήθος των πληροφοριών, ώστε η επιλογή είναι δύσκολη.
Ως προς το πρώτο μέρος
Te Deum Stalin: Ήδη από τον τίτλο του πρώτου μέρους δίδεται η διάσταση ενός ηγέτη που αναδείχτηκε μέγας, όπως και ο Στάλιν.  Ένας έκπτωτος θεός,  στο παγερό και αφιλόξενο για τον άνθρωπο περιβάλλον της Σιβηρίας, ως άλλος Θεός, διωκόμενος, στην έναρξη του μυθιστορήματος, πολιτικός κρατούμενος, κατευοδώνει  τους νεκρούς  στο τρένο  για την Κολιμά (η παρουσία εκκλησιαστικών αποσπασμάτων από την Καινή Διαθήκη στο σημείο αυτό δεν είναι ίσως τυχαία).
Τα γεγονότα που έχουν προηγηθεί του δραματικού παρόντος προσεγγίζονται μέσα από πολιτικές αναλύσεις και τοποθετήσεις των δρώντων προσώπων: Μετά το θάνατο του Λένιν,  στη δεκαετία του 1920 ο Στάλιν τον διαδέχεται, αλλά μόνο για δυο χρόνια:
«Το 1924 ήταν συνολικά χρόνια θριάμβου για τον Στάλιν.  Η αντιπολίτευση καταγγέλθηκε, οι θέσεις της για την εκβιομηχάνιση και την αγροτιά σφυροκοπήθηκαν, οι απόψεις του Τρότσκι για τη διαλεκτική Εθνικής οικοδόμησης και Διεθνούς επανάστασης άρχισαν να δέχονται σοβαρά πυρά στα πρώτα κείμενα του Γιόζεφ από αυτά που αργότερα θα ονομάζονταν «οι βάσεις του λενινισμού».  Ήδη η ήττα της γερμανικής επανάστασης είχε αποδείξει ότι η ΕΣΣΔ έπρεπε να προχωρήσει  για αρκετό καιρό αποφασιστικά στην Εθνική σοσιαλιστική οικοδόμηση. Κυριάρχησαν, λοιπόν, οι απόψεις που αργότερα θα χαρακτηρίζονταν μετά τη «στροφή» των Χριστουγέννων του 1924 ως εθνοαπομονωτικές και ουσιαστικά σόσιαλπατριωτικές.  Το 13ο συνέδριο (Μάιος 1924) ήταν συνέδριο Νίκης και ενότητας του κόμματος.  Παγιώθηκε η Τριανδρία Στάλιν Ζινόβιεφ Κάμενεφ και η αντιπολίτευση των τροτσκιστών έφτασε σε τέτοια επίπεδα ασημαντότητας που δεν εξέλεξε ούτε έναν αντιπρόσωπο στο συνέδριο.  Ο Τρότσκι ήταν ένας ηττημένος και απελπισμένος άνθρωπος ο σταλινισμός η τάση προς τη γραφειοκρατική αντεπανάσταση είχε φανεί να θριαμβεύει. Εκλέχτηκε μία κεντρική επιτροπή απόλυτα ελεγχόμενη από την Τριανδρία και στο πολιτικό γραφείο εκλέχτηκαν: ο Στάλιν, ο Ζηνόβιεφ, ο Κάμενεφ, ο Μπουχάριν,  ο Ρίκοφ, ο Τόμσκι  και ο Τρότσκι . Ο τελευταίος πρακτικά ήταν μόνος του».
Το σημείο αυτό αποτελεί ένα σημείο τομή για το μυθιστόρημα. Στη σημείωση 24 που το συνοδεύει, ο συγγραφέας παρατηρεί:
Ως εδώ τα γεγονότα περιγράφονται όπως ακριβώς συνέβησαν στην πραγματική ιστορία. Όμως από τα Χριστούγεννα του  1924, από τη φανταστική συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου, όπως θα φανεί, υπάρχει μια ιστορική διακλάδωση που δημιουργεί ένα άλλο σύμπαν, αυτό της αφήγησης.
Οι Ράντεκ και Τρότσκι, οι οποίοι δυνητικά θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν επικρατήσει ανατρέπουν τον Στάλιν και τον εκτοπίζουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, με καταληκτικό προορισμό την Κολιμά. Εκεί προετοιμάζεται η εξέγερση των σταλινικών, η οποία τελικά ευοδώνεται. Παράλληλα, στη Μόσχα, ο Ράντεκ ανατρέπεται και δραπετεύει στο εξωτερικό, ενώ ο Τρότσκι «ρευστοποιείται», με το ίδιο μάλιστα φονικό όπλο που δολοφονήθηκε στο πραγματικό σύμπαν στο Μεξικό,  (μια ορειβατική αξίνα). Επικεφαλής αναλαμβάνει ο τσεκίστας Μπέρια (ο οποίος στην αληθινή ζωή ήταν το δεξί χέρι του Στάλιν).
Έτσι  αρχίζει ένας δεύτερος εμφύλιος πόλεμος. Η Σοβιετική Ένωση διασπάται σε Δυτική, με πρωτεύουσα τη Μόσχα και ηγέτη τον Μπέρια και την Ανατολική, με πρωτεύουσα το Γιακούτσκ και ηγέτη τον Στάλιν.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, Dies Irae η δράση εξελίσσεται πιο γοργά, ενώ εμφατικά και επαναλαμβανόμενα διατυπώνονται τα διλήμματα που γεννά η κατασκευή και η χρήση των υπερόπλων (που δε θα σας αποκαλύψω πώς αναπτύχτηκαν, γιατί είναι ένα από τα ωραιότερα επινοήματα  του βιβλίου). Κομβικό ρόλο κατέχει ο Άλμπερτ Αϊνστάιν και ο Βέρνερ φον Μπράουν που εργάζονται  στη μυστική βάση του Μαγκαντάν (η οποία βρίσκεται υπό την ηγεσία της Τσεκά και όχι του κόμματος ή της κυβέρνησης). Ο Μπέρια ανατρέπεται από τον Μολότοφ, ενώ ο Ράντεκ στηρίζει κριτικά τον Στάλιν. Το μεγάλο διακύβευμα είναι η απόκτηση των πυρηνικών βομβών και των κωδικών τους. Όποιος τα κατέχει και αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στην ιστορία να τα χρησιμοποιήσει θα γίνει ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.
 Κεντρική βάση του Μαγκατάν, κελί απομόνωσης 6ος όροφος Πέμπτη 13.02.1936.

 «Ο Albert Einstein γνώριζε για πρώτη φορά στη ζωή του τη φυλακή και την απομόνωση. Ένιωθε οργή, γιατί δεν είχε βλάψει κανέναν ακόμη. Ένιωθε οργή για αυτόν τον τύπο που θα εξελισσόταν κατά τη γνώμη του σε τύραννο για τη Σοβιετική Ένωση, που θα εφάρμοζε αυταρχικές μεθόδους τρόμου και καταστολής απέναντι στις οποίες η υπαρκτή καταστολή και κρατική τρομοκρατία των Τρότσκι και Ράντεκ θα ωχριούσε. Ο Στάλιν φαινόταν να είναι φρικτά αντισημίτης. Όσο κι αν το έκρυβε. Ξεχνώντας τον ρόλο που έπαιζε η μεσσιανική πτέρυγα των Εβραίων για τη ρωσική, την αποτυχημένη γερμανική αλλά και τη διεθνή σοσιαλιστική επανάσταση. Τι κόπανος! Μέσα στο κελί απομόνωσης είχαν στήσει μία στοιχειώδη μονάδα συστηματικής παρακολούθησης από τρεις γιατρούς, δύο νοσοκόμους, έναν οπλισμένο φρουρό μέσα και πολλούς απέξω. Του απαγορευόταν αυστηρά να βγει από το κελί, ακόμη και αν ένιωθε καλύτερα. Του απαγορευόταν αυστηρά να πάει μόνος του στη χωριστή τουαλέτα έξω από το κελί.  Ντροπιασμένος έμπαινε στο κουβούκλιο της τουαλέτας μαζί με τον σκοπό - ακόμη και για να αφοδεύσει.  Ήξερε όμως καλά ότι παρά τις λίγες ώρες ζωής που του απέμεναν η εκδίκηση θα ήταν δική του. Είχε στα χέρια του το σφυρί της γερμανικής μυθολογίας που θα τσάκιζε την αυτοκρατορία του Στάλιν. Και ήδη το είχε εξαπολύσει εναντίον του.

Ο Einstein στράφηκε στο νοσοκόμο και του ζήτησε ένα ποτήρι καθαρό νερό. Χαμογέλασε σκεπτόμενους ότι όλοι όσοι τον φύλαγαν σε λίγες ώρες θα αντιμετώπιζαν εξίσου με αυτόν αν όχι πολύ χειρότερα την οργή του Στάλιν».
Τη συγκλονιστική συνέχεια που δίνεται με ρυθμό δράσης καταιγιστικό θα έχετε τη δυνατότητα να την απολαύσετε διαβάζοντας το βιβλίο. Κλείνοντας, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι το έργο, πέρα από το εύρος των πληροφοριών που καλά αφομοιωμένες από τον ίδιο το συγγραφέα δίνονται απλόχερα στον αναγνώστη, είναι διαποτισμένο με συστηματικά ερωτήματα που απορρέουν από την πολύπλευρη οπτική που δίνει στα γεγονότα τόσο της εναλλακτικής ιστορικής εκδοχής του βιβλίου όσο και της πραγματικής που υπαινικτικά πάντοτε είναι παρούσα, ανοίγοντας παράλληλα το δρόμο στον αναγνώστη να θέσει στον εαυτό του τα δικά του ερωτήματα σχετικά με την κληρονομιά του Μαρξισμού ως δυνατότητα και ως εφαρμογή - σε ένα πρώτο επίπεδο στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο - και ευρύτερα στη θέση που πρακτικά ενδεχομένως αυτή θα μπορούσε να λάβει στη σύγχρονη εποχή. Για το λόγο αυτό θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να διαβαστεί όχι μόνο από μεγαλύτερους αριστερούς ή μη  αλλά και από νεότερους αναγνώστες.

Η Περυσινάκη Ευγενία είναι φιλόλογος, δρ. Πανεπιστημίου Κρήτης


Η ΜΕΣΑΙΑ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ



Δημήτρης Μυλωνάκης

Τμήμα Οικονομικών Επιστημών

Πανεπιστήμιο Κρήτης


Είναι ιδιαίτερη χαρά που μου δίνεται η ευκαιρία να παρουσιάσω το βιβλίο της Βάλιας Αρανίτου «Η Μεσαία Τάξη στην Ελλάδα την Εποχή των Μνημονίων: Μεταξύ Κατάρρευσης και Ανθεκτικότητας». Και αυτό για πολλούς λόγους που θα φανούν στην πορεία αυτής της σύντομης παρέμβασης.

Είτε το θέλουμε είτε όχι, ζούμε στην εποχή της υπερβολής, των ιδεολογημάτων, των εμμονών, της κοινωνικής μυθοπλασίας και της δαιμονοποίησης. Μερικά παραδείγματα είναι αρκετά για να σας πείσουν.

 Λίγο πριν την κρίση οι οικονομολόγοι συνέχαιραν τους εαυτούς τους για τα επιτεύγματα της επιστήμης.  Αυτά συμπυκνωνόταν στην έννοια της Μεγάλης Μετριοπάθειας, δηλ. στην υποτιθέμενη μεγάλη μείωση της οικονομική αστάθειας και μεταβλητότητας η οποία οφειλόταν πρωτίστως, σύμφωνα με την αφήγηση, στη βελτιωμένη αποτελεσματικότητα των μακροοικονομικών πολιτικών. Όλα αυτά βέβαια κατέρρευσαν με την κρίση όπως και πολλές άλλες βεβαιότητες. Βασισμένη στα μαθηματικά υποδείγματα, η κυρίαρχη οικονομική επιστήμη δεν κατάφερε να προβλέψει την κρίση αλλά και μετά την εμφάνισή της δεν μπορεί να προσφέρει καμία ερμηνεία της. Παρόλα αυτά τίποτα ουσιαστικό δεν φαίνεται να αλλάζει στον τρόπο που θεραπεύεται η επιστήμη.
            
Ένα άλλο παράδειγμα είναι το ιδεολόγημα περί καλού ιδιωτικού τομέα και κακού κράτους γενικώς. Πέραν του γεγονότος ότι κάθε γενίκευση είναι επικίνδυνη, της παρούσης συμπεριλαμβανομένης, όπως είπε και ένας φιλόσοφος του διαφωτισμού, σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, το κράτος αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη και τη μεγέθυνση, γι’ αυτό όσο λιγότερο κράτος τόσο καλύτερα για την ανάπτυξη. Μία ματιά μόνο στα επονομαζόμενα οικονομικά θαύματα του δευτέρου μισού του 20ου αιώνα είναι αρκετά για να καταρρίψουν και αυτό το μύθο. Τόσο στην Ιαπωνία τις δεκαετίες 1950-60 και αργότερα, όσο στις επονομαζόμενες Ασιατικές τίγρεις (περιλαμβανομένης της Νότιας Κορέας) τις δεκαετίες 1970-80 και αργότερα, αλλά και στη σύγχρονη Κίνα όπου οι ρυθμοί μεγέθυνσης έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, το κράτος, και μάλιστα το αυταρχικό/ πατερναλιστικό κράτος, έπαιξε και παίζει καθοριστικό, αν όχι κυρίαρχο, ρόλο στην αναπτυξιακή διαδικασία αυτών των χωρών.

Παρομοίως, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, το κράτος είναι κακός επιχειρηματίας, σε αντίθεση με τον ιδιωτικό τομέα. Άλλη μία λαθεμένη γενίκευση. Όπως έχει δείξει η Μαριάννα Ματσουκάτο σε πρόσφατο βιβλίο της, οι επενδύσεις υψηλού κινδύνου σε κλάδους αιχμής όπως η βιοτεχνολογία, τα φαρμακευτικά προϊόντα και η καθαρή τεχνολογία, πραγματοποιούνται από το κράτος πριν ακόμα εμπλακεί ο ιδιωτικός τομέας. Για να μην αναφερθούμε στην διαστημική τεχνολογία, όπου η χρηματοδότηση είναι καθαρά κρατική υπόθεση. Θα σας δώσω ένα μόνο παράδειγμα από έναν άλλο κλάδο με τον οποίο είμαστε όλοι εξοικειωμένοι ως καταναλωτές: τον κλάδο της κινητής τηλεφωνίας. Όλοι έχουμε συνδυάσει το iphone με τον ιδιωτικό κολοσσό που ακούει στο όνομα Apple και τον Steve Jobs και τις καινοτόμες ιδέες του. Λίγοι όμως γνωρίζουν ότι, όπως καταδεικνύει η Ματσουκάτο, οι τεχνολογίες που κάνουν έξυπνο το iphone – δηλ. το διαδίκτυο, το GPS και η οθόνη αφής κ.λπ. - χρηματοδοτήθηκαν όλες από το κράτος (Mazzucato, M. (2013), The Entrepreneurial State: debunking public vs. private sector myths, Anthem Press: London, UK).
            
Τα δύο τελευταία παραδείγματα όπως και πολλά άλλα, αποτελούν απότοκα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, η οποία, σύμφωνα με τον Πέρρυ Άντερσον, αποτελεί την «πιο επιτυχημένη ιδεολογία στην παγκόσμια ιστορία» κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια.  Η εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών ξεκίνησε από την Χιλή του Πινοσέτ τη δεκαετία του 1970 για να εμπεδωθεί περαιτέρω μετά την άνοδο του Ρέηγκαν και της Θάτσερ στην εξουσία τη δεκαετία του 80 και να διαχυθεί αρχικά στις υπόλοιπες χώρες της Λατινικής Αμερικής μέσω των πολιτικών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και στην Ευρώπη μέσω της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992, και να καταλήξουν στην Ελλάδα μέσω των μνημονίων. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές  κωδικοποιήθηκαν μέσω της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον και στηρίζονται σε τέσσερις βασικούς πυλώνες: 

1. Στους ισοσκελισμένους ισολογισμούς και τη μείωση των κρατικών δαπανών 
2. Στην απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών και την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου και των συναλλαγματικών ισοτιμιών, 
3. Στις ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων και, τέλος, 
4. Στη μείωση της  φορολογίας.
            
Αυτή η συνταγή απετέλεσε την αιχμή του δόρατος μέσω της οποίας το διεθνές οικονομικό σύστημα προσπάθησε να λύσει τα οικονομικά προβλήματα σε χώρες τόσο διαφορετικές όπως οι ΗΠΑ και η Χιλή, το Μεξικό και η Ελλάδα, πέρα και έξω από κάθε ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο και ανεξαρτήτως των ιδιαιτεροτήτων της κάθε χώρας και περιοχής. Την πιο ακραία έκφανση της εφαρμογής αυτών των συνταγών απετέλεσε η περίπτωση της Ελλάδας όπου τα μέτρα απελευθέρωσης των αγορών, δημοσιονομικής ασφυξίας και των ιδιωτικοποιήσεων, συνοδεύτηκαν από δραματικά μέτρα λιτότητας, εσωτερικής υποτίμησης και υπερφορολόγησης. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά: «μείωση του ΑΕΠ κατά 25% σε τέσσερα χρόνια, αύξηση του επίσημου επιπέδου της ανεργίας σε ποσοστό ρεκόρ 28% (2015) και αύξηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ από 126% σε 175% την ίδια χρονική περίοδο».
             
Ένα από τα επίδικα υποκείμενα και ένα από τα κοινωνικά υποκείμενα/φορείς που υπέστησαν τις συνέπειες αυτών των μέτρων ήταν και η ελληνική μεσαία τάξη που είναι το θέμα που διαπραγματεύεται η υπό συζήτηση μονογραφία.
           
Στον ελληνικό δημόσιο διάλογο κυριαρχεί η άποψη ότι τρία από τα αίτια της κακοδαιμονίας της ελληνικής οικονομίας είναι το μεγάλο κράτος, η τεμπελιά του νεοέλληνα και οι αναποτελεσματικότητα των  μικρών επιχειρήσεων. Όσον αφορά στο πρώτο αίτιο, τα στοιχεία δείχνουν ότι το μέγεθος του ελληνικού κράτους δεν είναι μεγαλύτερο από το μέσο όρο των ανεπτυγμένων χωρών. Όλες οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν σχετικά μεγάλους κρατικούς τομείς. Και πολύ καλά κάνουν. Αυτό από το οποίο σίγουρα πάσχει το ελληνικό κράτος είναι η αναποτελεσματικότητα και ο ανορθολογισμός στη λειτουργία του. Όσον αφορά στην τεμπελιά του νεοέλληνα, τα (ποσοτικά) στοιχεία που δείχνουν ότι οι Έλληνες δουλεύουν κατά μέσο όρο περισσότερες ώρες από τους Γερμανούς. Το θέμα είναι τι κάνουν την ώρα της εργασίας και πόσο αποτελεσματικοί είναι. Και αυτό δεν έχει να κάνει με το DNA του Έλληνα αλλά με τις δομές μέσα στις οποίες καλείται να ασκήσει την εργασία του και τα (ανύπαρκτα) κίνητρα.
  
     
Ερχόμενοι τώρα στην περίφημη μεσαία τάξη, ή τα μεσαία στρώματα ή η μικροαστική τάξη όπως διαφορετικά αποκαλείται, αυτή έχει αποτελέσει αντικείμενο τόσο εκτεταμένης ακαδημαϊκής μελέτης διεθνώς, όσο και έντονων αντιπαραθέσεων στην ελληνική δημόσια σφαίρα. Σε ότι αφορά στην Ελλάδα, η έννοια αυτή έχει λάβει μεταφυσικές διαστάσεις. Αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι. Όπως αναφέρει και η συγγραφέας, «ένα από τα κρίσιμα χαρακτηριστικά του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού για ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο είναι η αριθμητικά ευμεγέθης, σχετικά εύπορη και με ειδικό πολιτικό βάρος μεσαία τάξη» (119). «Η μεσαία τάξη αποτελεί με μεγάλη διαφορά το πολυπληθέστερο τμήμα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Αυτό δικαιολογεί γιατί αποτελεί την κύρια νομιμοποιητική βάση του διαλόγου καθώς και την αγαπημένη κοινωνική αναφορά σχεδόν όλων των πολιτικών δυνάμεων» (205). Θα έλεγε δε κανείς ότι είναι κατ’ εξοχήν πεδίο  όπου η υπερβολή, τα ιδεολογήματα και η κοινωνική μυθοπλασία, φτάνουν στο αποκορύφωμά τους τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης όπου η μεσαία τάξη, δίπλα στο κράτος, «γίνεται ο φταίχτης για όλα τα δεινά» (126). Αυτό είναι απότοκο του γεγονότος ότι, όπως λέει και η συγγραφέας, «η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα γίνεται με όρους ιδεολογικούς και προπαγανδιστικούς».
            
Σε τι συνίσταται λοιπόν αυτή η δαιμονοποίηση; Σας διαβάζω ένα απάνθισμα από το βιβλίο: «Σε ότι αφορά στη μικρή επιχειρηματικότητα … εκφράζονται εκτιμήσεις ότι το μικρό μέγεθος πρέπει να απορριφθεί ως αντιπαραγωγικό και ως εμπόδιο στην περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη» (16)

«Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη εμφανίζεται – αν δεν στοχοποιείται – ως εμπόδιο στην ανάπτυξη ή καλύτερα στη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας  οποία πλέον πρέπει να ακολουθεί τα προτάγματα της αγοράς» (151) .
             
Απέναντι σε όλα αυτά, ο ανά χείρας τόμος αποτελεί ένα επιστημονικό ανάχωμα το οποίο βασίζεται στην ψύχραιμη επιστημονική ανάλυση, με βασικές συντεταγμένες την διεπιστημονικότητα, την πλουραλιστική θεωρητική προσέγγιση και στην τεκμηριωμένη εμπειρική απεικόνιση.
             
Η μεσαία τάξη αποτελεί γενικά μία δύσκολα προσδιορίσιμη έννοια και αυτό γιατί, πρώτον, δεν υπάρχει κάποιος γενικά αποδεκτός ορισμός, δεύτερον, έχει την τάση να μεταμορφώνεται και να μεταλλάσσεται διαχρονικά, και, τρίτον, γιατί ενέχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε διαφορετικούς τόπους και χώρες. Υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι τυχαίο ότι έχει απασχολήσει μερικούς εκ των κορυφαίων στοχαστών μεταξύ των οποίων και ο Νίκος Πουλαντζάς στον οποίο κάνει εκτενή αναφορά και η συγγραφέας.
            
Και στα τρία αυτά πεδία ο παρόν τόμος συνεισφέρει ουσιαστικά, πρώτον, φροντίζοντας να ξεκαθαρίσει και να ορίσει τις έννοιες με σαφήνεια, δεύτερον, αναλύοντας διεξοδικά τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής μεσαίας τάξης και, τρίτον, αποτυπώνοντας πειστικά και με στοιχεία την διαχρονική μετεξέλιξη της ελληνικής μεσαίας τάξης. Έχοντας οικοδομήσει ένα εναργές θεωρητικό και ιστορικό πλαίσιο, κατόπιν αποτολμά να απαντήσει και στο κεντρικό ερώτημα της μονογραφίας, κατά πόσο δηλαδή η μεσαία τάξη στην Ελλάδα των μνημονίων βρίσκεται σε κατάρρευση ή αντίθετα προσαρμόζεται, μεταλλάσσεται και αντέχει. Κατάρρευση ή ανθεκτικότητα λοιπόν;.
             
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Κατ’ αρχάς τίθεται το ερώτημα τι είναι η μεσαία τάξη; Σύμφωνα με τη συγγραφέα, «Η μεσαία (ή μικροαστική) τάξη αποτελείται από δύο μερίδες: την παραδοσιακή μικροαστική τάξη και τη νέα μικροαστική τάξη. Η παραδοσιακή μεσαία τάξη περιλαμβάνει τους ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων (<5 εργαζόμενοι) και τους αυτοαπασχολούμενους (ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, ξυλουργοί, επιπλοποιοί, ράφτες, αρτοποιοί, κομμωτές, τυπογράφοι, κοσμηματοπώλες κ.λπ.).
            
Η Νέα μεσαία τάξη από την άλλη πλευρά, απαρτίζεται από τους ελεύθερους επαγγελματίες που δεν περιλαμβάνονται στην παραδοσιακή μεσαία τάξη (μηχανικοί, δικηγόροι, γιατροί) και μισθωτούς με υψηλά εισοδήματα που επιβλέπουν και επιτηρούν την οργάνωση της εργασίας. Σε αυτήν η συγγραφέας περιλαμβάνει και τους ελεύθερους επαγγελματίες και μισθωτούς που έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση και όλους τους εκπαιδευτικούς κάτι που κατά τη γνώμη μου είναι προβληματικό. Το κύριο κριτήριο ένταξης σε μία συγκεκριμένη τάξη, κατά την άποψή μου,  ήταν και παραμένει η εργασιακή σχέση στην οποία υπεισέρχεται το υποκείμενο και ο τρόπος ένταξής του στην παραγωγική διαδικασία. 

  • Ιδιαιτερότητες

Στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής μεσαίας τάξης η συγγραφέας συγκαταλέγει το «σημαντικό – σε σύγκριση με άλλες χώρες – μερίδιο που καταλαμβάνει στους κόλπους της η παραδοσιακή μικροαστική τάξη» (21) και το γεγονός ότι στηρίζονται κυρίως «στην οικογένεια και στη μικροιδιοκτησία  σε όλες τις εκφάνσεις της: μικρός αγροτικός κλήρος, κατοικία στα αστικά κέντρα και στα νησιά (120)». Επίσης το γεγονός που αναφέραμε ήδη ότι «η ελληνική παραδοσιακή μικροαστική τάξη διατηρεί την αριθμητική της ευρωστία και σημαντικό ποσοστό απασχόλησης σε αντίθεση με το παράδειγμα άλλων κοινωνιών του αναπτυγμένου καπιταλισμού» (119). Τέλος, «η μικρή επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα αναδεικνύεται πρωταθλητής στην απασχόληση παρά τις αρνητικές θεάσεις σχετικά με το μικρό μέγεθος» (120).

                                                                                            ΕΕ                Ελλάδα
Συμμετοχή στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία:      21%              34,3%
Συμμετοχή στην απασχόληση                                 30%              57,3%

  • Διαχρονική Εξέλιξη

Σε ότι αφορά στη διαχρονική εξέλιξη της μικροαστικής τάξης στην Ελλάδα, η συγγραφέας κάνει μία πολύ χρήσιμη περιοδολόγηση. Ξεχωρίζει 3 περιόδους στην εξέλιξη της μεσαίας τάξης μεταπολεμικά:

1950-1980: είναι η περίοδος της ανάπτυξης και ενίσχυσης της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης: εδώ κυρίαρχο ρόλο παίζει η αυτοαπασχόληση, η μικρή επιχείρηση και η μικρή ιδιοκτησία: με μία φράση οι γνωστοί στο δημόσιο λόγο και ως «νοικοκυραίοι»

Την περίοδο 1981-2009 η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στη εξουσία σε συνδυασμό με την Ευρωπαϊκή προοπτική αποτελούν το νέο πλαίσιο ανάπτυξης και αναπαραγωγής της μεσαίας τάξης: ως αποτέλεσμα έχουμε μία έντονη κοινωνική κινητικότητα και την εμφάνιση, ανάπτυξη και ενίσχυση της νέας μικροαστικής (μεσαίας) τάξης. Έρχεται στο προσκήνιο μία νέα, πολυπληθής και ιδιαίτερα ισχυρή μικροαστική τάξη η δυναμική παρουσία της οποίας έρχεται σε αντιπαράθεση, ιδιαίτερα κατά την εκσυγχρονιστική περίοδο 1996-2004, με την πάντοτε πολυπληθή παραδοσιακή μικροαστική τάξη, στην οποία καταλογιζόταν αντι-εκσυγχρονιστικά χαρακτηριστικά.

2009-2017: Η περίοδος της κρίσης όπου τίθεται το κύριο ερευνητικό ερώτημα που πραγματεύεται η μονογραφία: κατάρρευση ή ανθεκτικότητα
             
Μία από τις βασικές παραμέτρους του βιβλίου είναι η ανάδειξη της σύνδεσης της μεσαίας τάξης με τα διαθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας στο δημόσιο λόγο, πριν από την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών και την περίοδο της βίαιης οικονομικής προσαρμογής
.
Πρόκειται για την αναπαραγωγή του στερεότυπου που είδαμε παραπάνω ότι «η μεσαία τάξη φταίει για τον οικονομικό μαρασμό και την ‘κατάντια’ της πατρίδας, η δε μικροί επιχειρηματίες εγκαλούνται ως φοροφυγάδες, αντιπαραγωγικοί και μη ανταγωνιστικοί, ενώ συγχρόνως λοιδορούνται για το ότι διαθέτουν υψηλά καταναλωτικά πρότυπα» … «πιο συγκεκριμένα στοχοποιούνται συλλήβδην επαγγέλματα όπως γιατροί, δικηγόροι, φαρμακοποιοί, υδραυλικοί και καθηγητές οι οποίοι είτε είναι «τεμπέληδες» επειδή δουλεύουν λίγο, είτε είναι φοροφυγάδες επειδή έχουν και δεύτερη δουλειά».
            
«Η ιδεολογική αυτή κατασκευή» όπως λέει η συγγραφέας, «και κυρίως η αποτελεσματική πολιτική αξιοποίησή της είχαν ως αποτέλεσμα της  επικράτηση της απλουστευτικής αυτής μυθοπλασίας… Επρόκειτο για ένα καθολικό ιδεολογικό οπλοστάσιο, το οποίο θα δικαιολογούσε στη συνέχεια τα μνημονιακά μέτρα και ταυτόχρονα μέσω αυτών θα επιχειρούσε την ιδεολογική διάρρηξη της μεσαίας τάξης». «Αυτές οι τοποθετήσεις είχαν ως αποτέλεσμα μετά την κρίση την υιοθέτηση πολιτικών που αμφισβήτησαν το γενικό πλαίσιο αναπαραγωγής της μεσαίας τάξης και εμφανίστηκαν ως η μόνη λύση για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση. Πρόκειται για δέσμη μεταρρυθμίσεων που επιχείρησαν να αλλάξουν με δομικό τρόπο και σε όλους τους τομείς το αναπτυξιακό παράδειγμα των τελευταίων δεκαετιών στη χώρα, μετασχηματίζοντας κατά συνέπεια τη δομή της ελληνικής κοινωνίας».
    
Το βιβλίο ουσιαστικά καταδεικνύει πως τα τρία μνημόνια επιχείρησαν να μετατρέψουν τις νεοφιλελεύθερες θεάσεις για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, όπως αυτές αναδύθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, σε εμπράγματες πολιτικές. Τα αποτελέσματα των πολιτικών που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο των μνημονίων είναι, σύμφωνα με τα ενδιαφέροντα στοιχεία που παρατίθενται στο βιβλίο:

Α. Η παραδοσιακή μεσαία τάξη (δηλαδή κυρίως οι μικροί επιχειρηματίες και τμήμα των αυτοαπασχολούμενων) έχασε περίπου το ¼ του δυναμικού της καθώς έκλεισαν 180.000 μικρές επιχειρήσεις.

Β. Η νέα μεσαία τάξη (δηλαδή οι υψηλόμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι, οι managers κ.λπ.) από την άλλη πλευρά συμπιέζεται από α) τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, β) της αδυναμία εξόφλησης των κόκκινων δανείων,  και γ) την υψηλή φορολογία και δ) τα περιορισμένα έσοδα.
            
Όπως όμως διαφαίνεται, παρά τη βιαιότητα της οικονομικής προσαρμογής, η μεσαία τάξη, παρότι συρρικνώνεται αποφασιστικά, παρουσιάζει μια ‘ιδιότυπη’ ή ‘ευρηματική’ ανθεκτικότητα, όπως την ονομάζει η συγγραφέας, η οποία μοιάζει να τροφοδοτείται από τα ιστορικά γνωρίσματα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού τα οποία ήταν φιλικά προς την αναπαραγωγή των μεσαίων στρωμάτων. Οφείλεται όμως και σε κάτι άλλο. Η στερεοτυπική αντιμετώπιση της μικρής επιχειρηματικότητας ως αντιπαραγωγικής και μη ανταγωνιστικής και του μικρομεσαίου επιχειρηματία ως φοροφυγάδα αποκρύπτει κάποια άλλα συγκριτικά πλεονεκτήματα των μικρών επιχειρήσεων όπως «το χαμηλό κόστος εργασίας, η μείωση του απαιτούμενου κεφαλαίου εκκίνησης, η ιδιαίτερη και ασυνήθιστη ευελιξία, η ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων τη σχετική ανεξαρτησία από τις μόνιμες και σταθερές χρηματοδοτικές πηγές κ.λπ.», στοιχεία που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανθεκτικότητα που επέδειξαν αυτές οι επιχειρήσεις στη διάρκεια της κρίσης παρά τα συντριπτικά πλήγματα που δέχτηκαν. Στο πλαίσιο αυτό, η ανθεκτικότητα της μεσαίας τάξης αποδεικνύει και τον αναποτελεσματικό χαρακτήρα των μνημονιακών πολιτικών οι οποίες διαμορφώθηκαν στη βάση μιας α-ιστορικής λογικής.

Πριν κλείσω θα ήθελα να κάνω τρεις επισημάνσεις:

  1. Χρειάζεται προσοχή έτσι ώστε η επιστημονική ανασκευή της όποιας μυθοπλασίας ή δαιμονοποίησης να μην καταλήγει στην παγίδα της εξιδανίκευσης. Δεν είναι όλα καλά και ωραία με τη μεσαία τάξη στην Ελλάδα και το γνωρίζουμε όλοι αυτό. Αν πάρουμε το παράδειγμα της φοροδιαφυγής, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρχε και υπάρχει εκτεταμένη φοροδιαφυγή από τμήματα της μικροαστικής τάξης όπως είναι οι αυτοαπασχολούμενοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, ασχέτως αν το ειδικό βάρος αυτής της φοροδιαφυγής είναι μικρότερο από την φοροδιαφυγή του μεγάλου κεφαλαίου για παράδειγμα. Στο πλαίσιο μιας ισορροπημένης ανάλυσης αυτό θα έπρεπε ίσως να έχει αναδειχθεί περισσότερο. Αντίστοιχα και με τη σχέση μεγέθους και παραγωγικότητας η οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι ευνοϊκή για τις μικρές επιχειρήσεις.
  2. Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με τα προβλήματα του ορισμού της μεσαίας τάξης που χρησιμοποιεί η συγγραφέας που ανέφερα παραπάνω και, τέλος,
  3.  Η ανθεκτικότητα που επιδεικνύει τη μεσαία τάξη, η ανάδειξη της οποίας αποτελεί και την κύρια καινοτομία του παρόντος τόμου, δε αναιρεί σε καμία περίπτωση το γεγονός ότι δέχτηκε καίρια πλήγματα από τις πολιτικές των μνημονίων.
     
«Παρά ταύτα», όπως το θέτει η συγγραφέας, «η ανθεκτικότητα της μεσαίας τάξης καταδεικνύει την κεντρικότητα της θέσης της στην ελληνική κοινωνική δομή, γεγονός που, όπως γνωρίζουμε, έχει πολύ σημαντικές οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές επιπτώσεις» (212).

Η ΜΕΣΑΙΑ ΤΑΞΗ ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ



Ο ιστότοπος "ΡΩΓΜΕΣ", παρουσίασε στο κοινό, στις 09 Νοεμβρίου 2018, στον κοινωνικό χώρο των ιδρυμάτων Καλοκαιρινού την ταινία του Ραμίν Μπαχρανί "99 σπίτια" . Η ταινία πραγματεύεται τη δραματική κατάπτωση της μεσαίας τάξης στις ΗΠΑ την εποχή της κρίσης. 

Η ταινία επιλέχτηκε ως προπομπός της παρουσίασης του βιβλίου της Βάλιας Αρανίτου και της συζήτησης για τη μεσαία τάξη στην Ελλάδα την εποχή των μνημονίων, που θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 15 Νοεμβρίου στις 6.30 μ.μ. στην αίθουσα Καστελλάκη του Εμπορικού Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ηρακλείου.


Δίχως να ισχυριζόμαστε ότι η εικόνα της κρίσης στις ΗΠΑ και αυτής στην Ελλάδα είναι ταυτόσημες, εντούτοις παρουσιάζουν ανάλογα χαρακτηριστικά, ως αποτέλεσμα μιας φούσκας, την οποία καλούνται να πληρώσουν οι πολλοί, ενώ αυτοί που τη δημιούργησαν κερδίζουν ακόμα περισσότερο, αφού επενδύουν ξανά και ξανά πάνω στο καταστροφικό δημιούργημά τους. 

Δεν είναι η παραγωγική οικονομική δραστηριότητα πάνω στην οποία εκτυλίσσεται η κρίση, αλλά η σπέκουλα σε όλες της τις μορφές και δράσεις, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της παραγωγικής οικονομικής δραστηριότητας και της βίαιης μεταφοράς πλούτου και εξουσίας στους έχοντες και κατέχοντες. 

Στην Ελλάδα της κρίσης, υπήρξαν άλλες θεσμικές προβλέψεις, άλλα αντανακλαστικά του πολιτικού συστήματος, άλλη διάρθρωση των ταξικών και πολιτισμικών συνισταμένων, διαφορετικοί κοινωνικοί δεσμοί  και ως αποτέλεσμα αυτών, διαφορετική εξέλιξη. 

Έχει σταματήσει όμως αυτή η διαδικασία βύθισης στο τέλος του δρόμου των μνημονίων; Έχει αποφευχθεί το σενάριο της ολικής καταστροφής; Πόσο ανθεκτική βγαίνει η ελληνική κοινωνία και η μεσαία τάξη στην πορεία υλοποίησης της στρατηγικής του πιο αδηφάγου καπιταλισμού και της έντασης των ανισοτήτων βορρά νότου στην Ευρώπη;  

Σας περιμένουμε στην παρουσίαση του βιβλίου για να συζητήσουμε για όλα αυτά και για πολλά άλλα.

"ΡΩΓΜΕΣ"


Παρακάτω η παρουσίαση-ανάλυση της ταινίας: 


Του Νίκου Πρινιωτάκη



Η ταινία του Ramin Bahrani “99 Σπίτια”  γυρισμένη το 2014 αναφέρεται στ’ απόνερα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 της οποίας τα αποτελέσματα φτάνουν μέχρι σήμερα. 

Είναι μια ταινία για την κρίση. Όχι τόσο στο γιατί και στα αίτια της, κάτι που σίγουρα οφείλουμε να μην ξεχνάμε, αλλά στις κοινωνικές επιπτώσεις της. Πως καταφέρνουν να επιζήσουν οι άνθρωποι σε μια τέτοια περίοδο βιβλικών ανακατατάξεων όπου κάθε κοινωνική και οικογενειακή σταθερά απλά παύει πλέον να υφίσταται; Μέχρι ποιου σημείου φτάνει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια; Ποια είναι τα όρια μεταξύ επιβίωσης και εκμετάλλευσης; Πόσο δύσκολο είναι να αντισταθείς στην απληστία εκμεταλλευόμενος τη δυστυχία του άλλου;

Ως γνωστόν οι περισσότερες οικονομικές κρίσεις πυροδοτούνται από τη δημιουργία μιας φούσκας στην αγορά των ακινήτων όπου βρίσκουν καταφύγιο πλεονάζοντα κεφάλαια. Αυτή η κούρσα τιμών στη φάση ανόδου του οικονομικού κύκλου με τις πληθωριστικές αποτιμήσεις έγγειων στοιχείων σε συνδυασμό με την ανθρώπινη απληστία και ανοησία οδήγησαν σε μια πιστωτική επέκταση άνευ προηγουμένου. Ότι ανεβαίνει όμως, κατεβαίνει και ότι γυρίζει σταματά.

Τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου, τα γνωστά σε όλους μας SubrimeLoans, αποτέλεσαν έναν τύπο στεγαστικών δανείων που δίνονταν κύρια σε δανειζόμενους χαμηλού εισοδηματικού προφίλ αλλά και σε όσους δεν πληρούσαν μια σειρά δευτερευόντων κριτηρίων [κύρια σε αλλοδαπούς και ελευθεροεπαγγελματίες]. Οι τράπεζες τους δάνειζαν γιατί η αξία της υποθήκης (το σπίτι δηλαδή) αυξανόταν και στην περίπτωση πτώχευσης η ρευστοποίηση της θα κάλυπτε το κεφάλαιο.

Λόγω του ανταγωνισμού και της συνεχούς ανόδου τιμής των ακινήτων, ο δανεισμός επεκτεινόταν  σε όλο και περισσότερους χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας πελάτες. Οι τιτλοποιήσεις αυτών των δανείων σε CDOs [CollateralDebtObligations] κατάφεραν να διαχυθούν σε μεριδιούχους σε ολόκληρο τον κόσμο. Όσο οι τιμές των ακινήτων διατηρούσαν την αξία τους το πρόβλημα κρυβόταν κάτω από το χαλί. Όταν οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να πέφτουν το μέγεθος του προβλήματος βγήκε στην επιφάνεια. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο όταν τα Hedge Funds άρχισαν να λειτουργούν με μόχλευση. Δανείζονταν δηλαδή έναντι των τίτλων που κατείχαν προκειμένου να επενδύσουν σε νέες εκδόσεις και πάει λέγοντας.

Με το ξέσπασμα της κρίσης για να μπορέσουν οι τράπεζες να συνεχίσουν την κερδοφόρα κούρσα τους  αλλά και για να μειώσουν τον βαθμό έκθεσης τους στα τοξικά απόβλητα των στεγαστικών, συγκέντρωναν τα δάνεια και τα πουλούσαν σε εταιρείες με αποκλειστικό σκοπό την αγορά αυτών των περιουσιακών στοιχείων.

Στη βάση όλων των παραπάνω βρίσκεται ο νόμος της πτωτικής τάσης του κέρδους λόγω υπερ-επένδυσης και έκθεσης του κεφαλαίου. Δευτερεύουσες αιτίες θα μπορούσαν να αποτελούν ή έλλειψη ελέγχων στο τραπεζικό σύστημα, η διόγκωση των δανείων κλπ.

Μεταξύ 2008-11 έγιναν πάνω από 4 εκ. εξώσεις και η ανεργία διπλασιάστηκε φτάνοντας τα 15 εκ. Όπως κάθε κρίση θα έβρισκε τη λύση της με την καταστροφή των μη ανταγωνιστικών κεφαλαίων, πτωχεύσεις μεγάλων εταιρειών που απορροφήθηκαν ή ενσωματώθηκαν από ακόμα μεγαλύτερους ομίλους. Το μάρμαρο όπως πάντα θα το πλήρωναν οι συνήθεις ύποπτοι: οι φορολογούμενοι. Οι φοροαπαλλαγές, τα άτοκα δάνεια στις επιχειρήσεις (με τη μορφή της ποσοτικής χαλάρωσης), οι αγορές ενεργητικού των τραπεζών από το αμερικανικό δημόσιο, που είχαν κατ’ ουσία πλήρως απαξιωθεί την περίοδο εκδήλωσης της κρίσης είχαν σαν τελικό αποτέλεσμα την εκτίναξη του δημόσιου χρέους από τα 5 τρις το 2008 στα 16 τρις σήμερα!

Έχοντας τα παραπάνω στο μυαλό μας η ταινία μας εισάγει σε ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο της όλης εξέλιξης. Παρακολουθούμε τη δημιουργία μιας παράλληλης οικονομίας πάνω από την πραγματική, που σαν γύπας τρέφεται από την κατάρρευση και τα υπολείμματα της. Πίσω απ’ όλα αυτά βέβαια, κρύβονται άνθρωποι με σάρκα και οστά οι ζωές των οποίων ποδοπατούνται και πετιούνται στην άβυσσο.

Τα ακίνητα αλλάζουν χέρια και το χρήμα ρέει όχι όμως για τους ιδιοκτήτες των σπιτιών. Η αστυνομία δεν παρακολουθεί απλώς αλλά παρεμβαίνει ως διαμεσολαβητής και εκτελεστής των δικαστικών αποφάσεων. Αποτελεί τον εκτελεστικό βραχίονα των τραπεζών και των λοιπών επενδυτικών οχημάτων που συνωθούνται για να βάλουν χέρι στις περιουσίες των ανύποπτων δανειοληπτών και μετά να πάρουν μέρος σε μια νέα αγοραπωλησία με βάση τα νεοαποκτηθέντα assets.

Γινόμαστε μάρτυρες μιας έξωσης σε realtime όπου σε μια στιγμή η ζωή σου βρίσκεται στο δρόμο, μεταξύ αγνώστων ομοιοπαθών. Πρώτα το σοκ να στοιβάξεις τη ζωή σου σ’ ένα φτηνό δωμάτιο μοτέλ και μετά η κατανόηση ότι η ζωή σου από δω και πέρα έχει αλλάξει ριζικά.

Όλα αυτά βρίσκονται σε πλήρη αντίστιξη με τη ζωή των «επώνυμων – ανώνυμων» αρπακτικών. Γι’ αυτούς το σπίτι δεν αποτελεί χώρο στέγασης και εκδίπλωσης των κοινωνικών σχέσεων,είναι απλά χώρος επίδειξης και πλούτου χωρίς συναισθηματικές φορτίσεις και μνήμες. 

Υπάρχει μια συναισθηματική κένωση που στερεί τα άτομα από κάθε νόημα και σκοπό. Μετακομίζουν συνέχεια για να ξεφύγουν από το κυνήγι των κυνηγημένων, αυτών που τους κατέστρεψαν τις ζωές τους. Η επίκληση του νόμου γίνεται για να καλύψει τη στήριξη στις ανομίες τους. Ανομίες πέρα από κάθε ηθικό κώδικα και αξία που στόχο έχει τη συντριβή των πολλών και τη συγκέντρωση πλούτου σε όλο και λιγότερα χέρια.

Στην πορεία το θύμα γίνεται θύτης. Η αλλαγή των ρόλων πραγματοποιείται στο υπόστρωμα δικολαβικών επιχειρημάτων. Το φταίξιμο είναι πάντα προσωπικό η ζημιά κοινωνικοποιημένη. «Λάθος επιλογή» είναι η κρίσιμη φράση. Δεν έχει κανένα νόημα να ψάχνεις για την αλήθεια και το ψέμα σε τέτοιες καταστάσεις. Σωστό – λάθος δυαδική γλώσσα απλά πράγματα. Η επιλογή παραμένει πάντα δικιά σου. Μοντάρω, ξεμοντάρω και ξανά πάλι μοντάρω. Αγοράζω φτηνά και μεταπουλώ ακριβά. Οι διαφορές αστρονομικές. Η κινητικότητα του χρήματος εγγυάται την ψηλή απόδοση. 

Τι κι αν όλα τριγύρω διαλύονται και καταστρέφονται; Ένας νέος κύκλος συσσώρευσης πραγματοποιείται μπροστά στα μάτια μας.

Το όλο σύστημα διαθέτει και άρωμα διαπλοκής, Πως θα μπορούσε άλλωστε να παρακάμπτει διαδικασίες με ένα νομιμοφανή αλλά επί της ουσίας παράνομο τρόπο; This is America! Ένα έθνος που όπως λέει ο μεσίτης Carver στην ταινία, φτιάχτηκε με κερδισμένους, για κερδισμένους, από κερδισμένους!

Τα σπίτια μπορεί να αδειάζουν, οι ψυχές όμως των ανθρώπων εξακολουθούν να τα στοιχειώνουν. Περιφέρονται εντός τους απλά για να μας το θυμίζουν, να μην το ξεχνάμε ποτέ. Το τίμημα της «επιτυχίας» είναι η μοναξιά. Ο Nash μένει μόνος.

 Όσο απύθμενη και ατελεύτητη και αν είναι η απληστία αδυνατεί να γεμίσει με τις κιτσάτες άνευ χαρακτήρος μεγαλεπαύλεις από τη στιγμή που η αρχετυπική έννοια της «εστίας» ως χώρου συναισθηματικής και ψυχολογικής φόρτισης παύει να ισχύει.
 
Ταινία γυρισμένη με σχεδόν ντοκυμενταρίστικο τρόπο, με ρυθμό και πειστικές ερμηνείες πάνω σ’ ένα θέμα που σου σφίγγει το στομάχι και σε κρατά σε αγωνία μέχρι το τέλος.


Ο Νίκος Πρινιωτάκης είναι ιστορικός - πολιτικός επιστήμονας