Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ "ΕΜΠΕΙΡΙΑ" ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ


Του Σήφη Φανουράκη


  • Η προσήλωση

Η Ευρωπαϊκή Ένωση συγκροτείται από μία πολυκρατική πολιτική οντότητα  των συμβιβασμών, των συμμαχιών και των μεταρρυθμίσεων. Απαιτεί μια διαρκή διαπραγμάτευση τεχνοκρατικών  ελιγμών και λύσεων. 

Aφού η Ευρωπαϊκή Αριστερά έχει επιλέξει να δρα σ' αυτό το ευρωπαϊκό πεδίο, τότε θα πρέπει να  επανακαθορίσει  και  να προσαρμόσει την τακτική της, επιλέγοντας την στρατηγική των μεταρρυθμίσεων, στα πλαίσια της ευρωπαϊκής «προσήλωσης».

Είναι δε προφανές ότι, θα πρέπει να αναμετρηθεί  με αυτό  το «οικοδόμημα» μόνο μέσα από συμμαχίες με άλλες συγγενείς πολιτικά δυνάμεις και μέσα στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων. Είναι γνωστό άλλωστε, ότι το ευρωπαϊκό πεδίο χαρακτηρίζεται από μεταρρυθμίσεις και ακριβώς εδώ προσφέρεται η Γκραμσιανή στρατηγική, του «πολέμου θέσεων» και όχι η Λενινιστική, του «πολέμου κινήσεων».
   
Πάντως η Αριστερά, είτε επιλέξει το ευρωπαϊκό αφήγημα είτε επιλέξει το αντιευρωπαϊκό μέτωπο (την έξοδο από την Ε.Ε.), τότε θα πρέπει να είναι έτοιμη να  υποστεί τις συνέπειες της επιλογής της. Βέβαια δεν μπορεί από τη μια να επιλέγει την «έξοδο» από την ευρωπαϊκή  δομή, υιοθετώντας την επιστροφή στο έθνος–κράτος, και από την άλλη να επιζητεί την κοινή δράση  με το ευρωπαϊκό προλεταριάτο που έχει επιλέξει στην πλειονότητά του, την  κοινή δράση του σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

  • Το  ευρωπαϊκό οικοδόμημα και η Ευρωπαϊκή Αριστερά.

Η στρατηγική της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», δυσκολεύει γενικά την Ευρωπαϊκή Αριστερά και διευρύνει  τις αντιθέσεις ιδιαίτερα στην ριζοσπαστική Αριστερά, η οποία ταλαντεύεται ανάμεσα σε δυο λογικές: την υιοθέτηση της Ευρώπης του «μεταρρυθμισμού», ή την υιοθέτηση της «εθνικής αναδίπλωσης» και  της τελικής εξόδου από το ευρώ ή την Ε.Ε.

Από τη μια, η υιοθέτηση της ευρωπαϊκής «ενωτικής» στρατηγικής  αμφισβητεί, εν μέρει, την «αριστερή ταυτότητα» και ταυτίζεται με την σοσιαλδημοκρατία: θεωρεί ότι το εργατικό κίνημα και τα κινήματα πολιτών πιστεύουν σε μια  Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα προσφέρει περισσότερο χώρο για τους λαϊκούς αγώνες με τελικό στόχο, την ανατροπή της υπάρχουσας πολιτικής της λιτότητας και τη χειραφέτηση του ευρωπαϊκού  Νότου. Από την άλλη, η υιοθέτηση της αντιευρωπαϊκής στρατηγικής αδυνατεί να πείσει για τη λογική της «εξόδου» και την στρατηγική της ρήξης. Ταυτίζεται είτε με τον αριστερισμό είτε με την «εθνική αναδίπλωση». Θεωρεί ότι το ευρώ  αποτελεί την αντανάκλαση των προσδοκιών της αστικής τάξης και το «εργαλείο» άμυνας απέναντι στην ταξική πάλη. Αντιμετωπίζει το ευρωπαϊκό πεδίο μεγαλύτερο από το εθνικό «έδαφος» και ακατάλληλο πεδίο της ταξικής πάλης και πολιτικής. Επίσης θεωρεί ότι, το ενιαίο νόμισμα αυξάνει το χάσμα μεταξύ των χωρών με αποτέλεσμα να αυξάνει το χάσμα μεταξύ των τάξεων, ικανοποιώντας  τις ανάγκες των ισχυρότερων οικονομιών.

  • Η ψευδαίσθηση της ανατροπής;

Είναι γνωστό ότι, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ  ούτε το Κ.Ε.Α. προωθούν  «σχέδιο εξόδου» από την ευρωζώνη. Αντίθετα, εμμένουν δογματικά στην ευρωπαϊκή «προσήλωση» και στην Γραμσιανή λογική του «πολέμου θέσεων». Τα προγράμματά τους διαπνέονται από την σοσιαλδημοκρατική «αφήγηση» για την ιδρυτική φύση της Ε.Ε., ως οικονομική καπιταλιστική ένωση για τη διασφάλιση της ειρήνης μεταξύ των λαών της Ευρώπης.

Άλλωστε, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το Κ.Ε.Α. από τη μια αποδέχονται την έλλειψη της νομισματικής  κυριαρχίας των χωρών (υιοθετώντας το ευρώ), ενώ από την άλλη αντιδρούν  στην κρίση χρέους της ευρωζώνης και στις πολιτικές λιτότητας, ιδιαίτερα στις χώρες του Νότου.

Προβάλλουν δε ως εναλλακτικό σχέδιο, την εγκατάλειψη των προγραμμάτων λιτότητας και την αντικατάστασή τους με ένα «σχέδιο ανάπτυξης», στα πλαίσια της υπάρχουσας οικονομικής δομής και οργάνωσης της κοινωνίας. Και σίγουρα γνωρίζουν την τεράστια δυσκολία αλλαγής της σημερινής ευρωπαϊκής δομής, χωρίς την συμμετοχή των μαζών.

Είναι σαφές ότι, αν δεν προτείνουν σταδιακά πολιτικές ικανές να κινητοποιούν τις μάζες, το σχέδιό τους θα παραμείνει ως μια ψευδαίσθηση της ανατροπής.

Όμως την στιγμή που αναγνωρίζουν την κρίσιμη σημασία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και τη μελλοντική νίκη άλλων ευρωπαϊκών κομμάτων, οφείλουν να αναζητήσουν «την εμπειρία των μαζών και των ευρωπαϊκών κινημάτων», συσσωρεύοντας σταδιακά δυνάμεις με στόχο : την ανατροπή των πολιτικών λιτότητας και την αντικατάστασή τους, με πολιτικές ανάπτυξης και οικονομικής σύγκλισης,  πάνω σε ένα «άλλο» κοινωνικό και οικονομικό σχέδιο. 

Στον ορίζοντα παρατεταμένων κοινωνικών και πολιτικών αγώνων που στηρίζει το Κόμμα της Ευρωπαϊκής  Αριστεράς, φαίνεται να διαγράφεται μόνο η «επείγουσα διάσωση» του λεγόμενου πνεύματος του ευρωπαϊσμού. Έτσι κι αλλιώς, η υπέρβαση του καπιταλισμού είναι εξ ορισμού πέρα από τις δυνατότητες μιας μεμονωμένης κυβέρνησης, είτε στην Ελλάδα είτε αλλού, τουλάχιστον για τώρα.

Το πρόβλημα της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη δεν είναι οικονομικό, αλλά πολιτικό. Το ευρώ, όπως υποστηρίζει ο Ιταλός φιλόσοφος Ν. Fusaro, «δεν είναι απλά ένα νόμισμα. Είναι ένα πολιτικό σχέδιο. Είναι ένα κοινωνικό πρόγραμμα που μεταμορφώνεται σε ενεργό ιδεολογικό μηχανισμό». 
Επιπλέον το ευρώ συνέβαλε στην αποσύνθεση της ηγεμονίας της πολιτικής πάνω στην οικονομία και ευνόησε την κατάληψη της εξουσίας από τους οικονομολόγους τους λεγόμενους «ειδικούς χωρίς πνεύμα». Άλλωστε η Ευρώπη σήμερα έχει ενωθεί πάνω στα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στην οποία πραγματώνεται μέσω της σιωπηρής «βίας της οικονομίας».

  
Είναι σαφές ότι, μια τέτοια κατάσταση δεν μπορεί να ανατραπεί  έστω και από έναν «έντιμο συμβιβασμό» του ΣΥΡΙΖΑ, διότι, σ" αυτήν την περίπτωση: θα επικυρωθεί η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ και θα βοηθήσει τα άλλα ευρωπαϊκά κόμματα που προωθούν την ίδια στρατηγική, με αποτέλεσμα να ηττηθούν οι εφαρμοζόμενες  πολιτικές λιτότητας σε μια Ευρώπη που ηγεμονεύεται, κύρια από τη Γερμανία.

Κατά συνέπεια εδώ και χρόνια οι ευρωπαίοι «εταίροι» εγκατέλειψαν το κριτήριο της ορθολογικότητας. Καθοδηγούνται μόνο από την ιδεολογία και την πολιτική αλαζονεία της «επιβολής» μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης με ενιαίο νόμισμα, ως εργαλείο ταξικής επιβολής και ανισοτήτων μεταξύ Νότου και Βορρά. Θέλουν να επιβάλουν ένα «πολιτικό μοντέλο»  εμμένοντας στο δόγμα των περικοπών και της λιτότητας.

Πάντως η Ευρωπαϊκή Αριστερά βρίσκεται σε δυσμενή θέση, αλλά δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι, προκαθόρισε το πεπρωμένο της όποτε έγινε φορέας «ιδανικών εξορθολογισμού»  με τα οποία, οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι νέοι, δεν είχαν καμία σχέση ή σχετίζονταν μόνο σε μία σοσιαλδημοκρατική  μεταρρυθμιστική προοπτική.

Και βέβαια αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση «παρακολουθεί» απλώς τον ανερχόμενο «Τούρκικο επεκτατισμό». Τα περί «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης» παραμένουν ψευδαισθήσεις. Άλλωστε το μόνο που την ενδιαφέρει, ως οικονομική ένωση, είναι: Τα ενεργειακά κοιτάσματα της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου.

Πάντως, αν ζούσε ο Μπέχτ πάλι θα απαντούσε σε κάποιους κυβερνητικούς λεονταρισμούς με στολή «παραλλαγής»:
  
«Μιλάνε για καιρούς δοξασμένους, και πάλι
(Άννα, μην κλαις)
Θα γυρέψουμε βερεσέ απ' το μπακάλη.
Μιλάνε για του έθνους, ξανά, την τιμή
(Άννα, μην κλαις)
Στο ντουλάπι δεν έχει ψίχα ψωμί…»



Ο Σήφης Φανουράκης  είναι αρχιτέκτονας

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ: ΗΘΙΚΑ ΣΚΑΝΔΑΛΑ Ή ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ;


Του Αντώνη Βασιλείου

Τα μεγάλα θέματα που άνοιξαν πρόσφατα, Μακεδονικό, Novartis ελληνοτουρκικά, έχουν τέτοια δυναμική που από μόνα τους είναι σε θέση να αλλάξουν την ροή των πολιτικών εξελίξεων να καταδείξουν τις διαφορές ή καλύτερα τα χάσματα, ανάμεσα στην ακροδεξιά λογική, την κεντροδεξιά, την λογική της ριζοσπαστικής Αριστεράς αλλά και την λογική της αναχωρητικής Αριστεράς. 
Η διαχείριση αυτών των ζητημάτων από την κυβέρνηση, έχει ήδη προσθέσει πόντους στο συρρικνωμένο από τα μνημόνια μπόι της, και δημιουργεί μια νέα κατάσταση, όπου όλα τα ενδεχόμενα μέχρι τις επόμενες εκλογές είναι ανοικτά. Δίνεται η δυνατότητα στον ΣΥΡΙΖΑ, να ξανακερδίσει τις εκλογές, αλλά και να αναδείξει την αριστερή του φυσιογνωμία, ή ακόμη να ξανακερδίσει κοινωνικές συμμαχίες που αδυνάτισαν από το τρίτο μνημόνιο, αλλά και την λάθος (δυστυχώς σε αρκετές περιπτώσεις) διαχείριση της καθημερινότητας όπως πρόσφατα με τις απολύσεις στο Κόκκινο. 
Ειδικότερα όμως στο θέμα Novartis, η Αριστερά για πρώτη φορά πρέπει να τοποθετηθεί σε ένα θέμα ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Επιτρέπεται να συμμαχήσει με την μία πλευρά (ΗΠΑ , FBI) εναντίον της άλλης (Novartis Γερμανικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα); Μπορεί μέσα από αυτή την σύγκρουση γιγάντων να βάλλει την δική της σφραγίδα, ή κινδυνεύει να ποδοπατηθεί και πρέπει να αποφύγει το πικρό ποτήρι; 


Κατά την γνώμη μου μπορεί και ναι πρέπει να παρέμβει. Η αποφυγή είναι χαρακτηριστικό της αναχωρητικής και δογματικής Αριστεράς, και φυσικά αυτό δεν είναι επιλογή, όσων όπως εμείς βρισκόμαστε σε αυτόν τον χώρο. Δεν θα είμαστε ριζοσπαστική Αριστερά, αν περιοριστούμε στην καταγγελία των σκανδάλων, αν πούμε ότι δεν μας ενδιαφέρει το θέμα διότι αφορά μονοπωλιακούς ανταγωνισμούς και πάμε σπίτι μας, περιμένοντας να «ωριμάσουν οι συνθήκες» για να έρθει η λαϊκή κυριαρχία όπου αυτά, ως δια μαγείας  θα ξεπεραστούν. Αντίθετα πρέπει να οικοδομήσουμε ένα κόμμα, που είναι σε θέση να αναδεικνύει όλες τις πτυχές αυτού του προβλήματος. Να αποφεύγει τους σκοπέλους του ηθικού δήθεν πλεονεκτήματος, να μην το ανάγει ή το υποβιβάζει σε νομικό θέμα σκανδάλου, αλλά να μπαίνει στο βάθος της πολιτικής του ουσίας και να το αξιοποιεί, αλλάζοντας τους συσχετισμούς δύναμης προς όφελος της εργασίας.
Το θέμα λοιπόν δεν περιορίζεται απλώς στο ερώτημα αν το φάρμακο είναι κοινωνικό αγαθό ή εμπόρευμα. Ο καπιταλισμός το αντιμετωπίζει ως εμπόρευμα και επειδή ζούμε για κάποιους αιώνες σε αυτόν τον κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, αυτό κυριαρχεί και δεν μεταβάλλεται εύκολα. Εδώ όμως δεν πρόκειται γι' αυτό. Ούτε είναι πρόβλημα που δημιούργησε η συσσώρευση του κεφαλαίου και ο ελεύθερος ανταγωνισμός. Πράγματι η Novartis είναι μια πολύ σοβαρή εταιρεία με ποιοτικά φάρμακα, που επενδύει σημαντικά ποσά στην έρευνα, αλλά και στην προώθηση των προϊόντων της. Εδώ λοιπόν είμαστε μπροστά στο ανοικτό βιβλίο της ουσίας του νεοφιλελευθερισμού και των μηχανισμών αναπαραγωγής του, το θέμα  αποκαλύπτει ανάγλυφα τις αντιφάσεις του και την δομική του κρίση. Η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην ισότητα την αλληλεγγύη και την δικαιοσύνη, (άρα φάρμακο = κοινωνικό αγαθό) και στην οικονομική και αναπτυξιακή αποτελεσματικότητα (άρα φάρμακο = μέσο υψηλής «προστιθέμενης πολιτικά» αξίας άρα μέσο υψηλής κερδοφορίας και συσσώρευσης) είναι δυνατή; Μήπως αυτά δεν αναμιγνύονται όπως το νερό με το λάδι; Μήπως υπάρχει ένα άλλο πεδίο όπου η κοινωνική αξία του φαρμάκου και η εμπορική του αξία δεν είναι αμοιβαία αποκλειόμενες; Μήπως στον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού, η εμπορική αξία όπως διαμορφώνεται από τον νόμο της αξίας και της προσφοράς ζήτησης, δεν είναι σε απόλυτη ρήξη με την κοινωνική αξία, και μπορεί να θεωρηθεί με προϋποθέσεις υγιούς συστήματος υγείας ως κοινωνικό αγαθό; Τέτοια ερωτήματα η ριζοσπαστική Αριστερά πρέπει να τα απαντήσει.
Ο νεοφιλελευθερισμός, υποτίθεται αντίθετος με το κράτος και τον κρατισμό, επιδιώκει κρατικές παρεμβάσεις και διακρατικές συνδρομές και συμφωνίες, ώστε να εξασφαλίσει "πολιτικά προστιθέμενη υπεραξία" για τα εμπορεύματά του. Ο νόμος της αξίας και της προσφοράς ζήτησης, δεν είναι ικανοί πλέον να εξασφαλίσουν την αναπαραγωγή του κεφαλαίου και την υψηλή κερδοφορία. Επιστρατεύονται λοιπόν πολιτικά μέσα για να εξασφαλίσουν  μια ιδιότυπη "πρωταρχική συσσώρευση επικυριαρχίας", και αναδιανομή της παγκόσμια παραγόμενης υπεραξίας υπέρ συγκεκριμένων εταιρειών.  Βλέπουμε λοιπόν πως αλλάζει η φύση του καπιταλισμού και από τον ελεύθερο ανταγωνισμό περνάμε στην μεροληπτική επέμβαση υπέρ συγκεκριμένων εταιρειών. Η διασφάλιση της υψηλής κερδοφορίας και ο εκμηδενισμός του ρίσκου απαιτούν κρατική παρέμβαση και διεθνείς συμφωνίες, ώστε τα κέρδη να είναι για τις εταιρείες και τα ρίσκα για τους λαούς ή τις κυβερνήσεις που με την σειρά τους θα τα φορτώσουν στους λαούς. Αυτό όμως σημαίνει αύξηση του κρατικού χρέους άρα παρέμβαση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού και θεσμικά οργανωμένου κεφαλαίου κλπ. Αν η υπόθεση φάρμακο χρέωσε το ελληνικό δημόσιο με 25 δις περίπου (εδώ υπάρχει και η επιφύλαξη ότι ένα σημαντικό μέρος από αυτά ήταν αναγκαίο για τους ασθενείς), μαζί με τις στρατιωτικές δαπάνες και την αδιαφορία για εξορθολογισμό του φορολογικού συστήματος ήταν η αιτία που μας οδήγησαν στα μνημόνια. Δηλαδή το πρόβλημα που δημιούργησε το ίδιο το σύστημα, απαιτεί ακόμη πιο ολοκληρωτική εκμετάλλευση της εργασίας κλπ. Απόλυτο αδιέξοδο λοιπόν και δεν μπορεί αυτό να είναι το μέλλον της ανθρωπότητας.


Ώστε λοιπόν ο νεοφιλελευθερισμός μας επιφυλάσσει αυτό το μέλλον. Συνέχεια στα κέρδη στις εταιρείες και διαρκή υποβάθμιση των μισθών και του βιοτικού επιπέδου για την εργασία.  Αυτό είναι πολιτικό συμπέρασμα από την ανάλυση που προηγήθηκε. Δανείζομαι τώρα κάτι από πρόσφατο άρθρο του Κύρκου Δοξιάδη. Στην εισαγωγή λέει "στο σκάνδαλο Novartis, δεν μπορεί η κυβέρνηση να εισέλθει στη διαμάχη με την αξιωματική αντιπολίτευση και τις όποιες άλλες αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις με σημαία τη δική της ηθική και αντιδιαστέλλοντάς την στην ηθική του οικονομικοπολιτικού κατεστημένου" για να καταλήξει στο "Ο μόνος σύμμαχος της Αριστεράς στις δύσκολες καταστάσεις είναι ο αυτονόητος: οι λαϊκές τάξεις, τις οποίες φιλοδοξεί να εκφράζει. Ίσως θα άξιζε τον κόπο, λοιπόν, να απευθυνθεί προς αυτές, όχι εστιάζοντας σε ένοχα πρόσωπα, αλλά εξηγώντας πως όντως η διαφθορά είναι αναπόσπαστο μέρος του συστήματος που προσπαθεί να ελέγξει και προοπτικά να ανατρέψει. 

Είπαμε, στη σφαίρα της πρακτικής προέχει η ιδεολογία -αλλά ας μην ξεχνάμε και τη θεωρία". Αυτό λοιπόν πρέπει να αποφύγουμε.
Αν μιλήσουμε για ένοχα πρόσωπα και ανάγουμε το ζήτημα στην σφαίρα της ανηθικότητας του Άδωνη π.χ. τότε ακολουθούμε τον δρόμο της ακροδεξιάς.  Το σύστημα δεν ευθύνεται για τίποτα, η ευθύνη είναι προσωπική άρα αν εξοντώσουμε ηθικά και πολιτικά τον Άδωνη καθαρίσαμε. Αν αντιπαραθέτουμε το θέμα ηθικά, η δική μας ηθική σε αντίθεση με την δική τους τότε διολισθαίνουμε προς την δεξιά. Το αστικό σύστημα έχει την δική του ηθική, που πηγάζει την προστασία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και εμείς την δική μας ηθική που νοιάζεται για την διασφάλιση των δημοσίων αγαθών. Όπως είναι ηθικό για μας να υπερασπιζόμαστε κοινωνικές αξίες, το ίδιο είναι ηθικό για την δεξιά να υπερασπίζεται το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία και την ιδιωτικότητα. Πάλι όμως δεν μιλάμε για το σύστημα, που παρεμβαίνει και εξαφανίζει την ιδιωτικότητα, μετατρέποντάς την σε ιεραρχία που πηγάζει από την πολιτική και οικονομική ισχύ.  Αν μιλήσουμε απλώς για διαπλοκή και αντιπαραθέσουμε ζητήματα κράτους δικαίου, τότε γινόμαστε κέντρο, αναπράγουμε το σύστημα αξιών χωρίς να αμφισβητούμε τους τους πολιτικούς όρους αναπαραγωγής του συστήματος. Αν απλώς αγνοήσουμε το πρόβλημα και αρκεστούμε σε μια καταγγελία γινόμαστε αναχωρητική αριστερά που περιμένει το σύστημα να πέσει από τις δικές του αντιφάσεις.
Ριζοσπαστική Αριστερά είμαστε αν μιλάμε για την πολιτική ουσία του θέματος, που οδηγούν όλα αυτά, ποιος ιδιοποιείται τα κέρδη και ποιος πληρώνει τα σπασμένα, και τι δυνατότητες πρόσκαιρων ή μακροχρόνιων συμμαχιών σου δίνουν οι τοποθετήσεις των εμπλεκόμενων κοινωνικών τάξεων ή ομάδων αλλά και πολιτικών και κοινωνικών φορέων. Για μας το ζήτημα της οικοδόμησης του μετώπου των δυνάμεων που αποδομεί βαθμιαία ή ανατρέπει το υπάρχον σύστημα, είναι θέμα της καθημερινότητας και της επικαιρότητας αλλά ταυτόχρονα και διαχρονικό.  Η απάντηση δεν είναι θεωρητική, ούτε προβλέψιμη αλλά πρέπει να διαθέτεις εκείνον το φορέα (κόμμα) που είναι σε θέση, να αισθάνεται τις κοινωνικές και πολιτικές προσλαμβάνουσες, να τις αναλύει, να τις μετατρέπει σε πρόγραμμα και πρόταση και να εμπνέει και να ενεργοποιεί δυνάμεις, ή να τοποθετείται στο πλευρό τους. 
Ε λοιπόν ας το φτιάξουμε αυτό το κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο πόλος γυρω από τον οποίο πρέπει να φτιαχτεί αυτό, αλλά σίγουρα δεν έχει γίνει αυτό που απαιτούν οι περιστάσεις. Δεν υπάρχει όμως κάτι άλλο πέρα από αυτόν που να μπορεί δυνητικά να μετεξελιχτεί σε πρότυπο κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτό το πρότυπο κόμμα είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη της ύπαρξης της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Δεν συνεχίζω άλλο σ' αυτό γιατί  απάντηση πρέπει να είναι συλλογική και όχι ατομική. Πάντως ένα είναι σίγουρο. Η υπόθεση Novartis μας δίνει την ευκαιρία να ξαναθέσουμε πολιτικά ζητήματα, όπως μόνο η ριζοσπαστική Αριστερά μπορεί και να αναπληρώσουμε χαμένο έδαφος.


ΣΚΑΝΔΑΛΟ NOVARTIS: ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ! ΤΑ ΜΑΘΑΤΕ;


Του Φίλιππου Βαμβουκάκη 


Στην ελληνική πολιτική σκηνή, περισσεύουν οι θιασώτες της επίδοσης και των «αποτελεσμάτων»: φυσικά μόνο όταν πρόκειται για τους άλλους… Όταν πρόκειται για τους ίδιους παθαίνουν αλλεργία και μόνο στο άκουσμα των λέξεων καταγραφή, απόδειξη, έλεγχος, δίκαιη αξιολόγηση.

Αφού πρώτα -είτε ασκώντας εξουσία, είτε ηγεμονεύοντας και καθοδηγώντας τους μηχανισμούς ιδεολογικής προπαγάνδας- απαξιώσουν και συκοφαντήσουν ως δομές και ως έννοιες τα δημόσια κοινωνικά αγαθά, τη συλλογικότητα ως αντίληψη και τον κόσμο των κοινών στις συνειδήσεις των ανθρώπων, απαιτούν μετά, πάραυτα να αξιολογηθούν, «για να μειωθεί το κόστος» και να ανοίξουν «δουλειές» στον ιδιωτικό τομέα! Δουλειές κακοπληρωμένες, μη παραγωγικές, με εξασφαλισμένη πελατεία και σχεδόν μηδενικό επιχειρηματικό ρίσκο για τους φίλους χορηγούς…

Τα παλιό πολιτικό κατεστημένο εμφανίζεται διαχρονικά ως θαυμαστής και υπηρέτης των ειδώλων του: μιας ανεξέλεγκτης, υπεράνω θεσμών «αφρόκρεμας», που «δικαιούται δια να ομιλεί» και… δια να πλουτίζει βεβαίως. Οι υπόλοιποι κατατάσσονται στους «παρακατιανούς», που είναι γεννημένοι να υπακούουν, να πληρώνουν, να υπομένουν και να μην ασχολούνται. Αυτή άλλωστε δεν είναι η κατά Κυριάκον «φυσική ροή» της ζωής του ανθρώπου;

Όπως δείχνουν όμως τα στοιχεία και τα αποτελέσματα,  τα πραγματικά δεδομένα της άσκησης της εξουσίας από τους «Αρίστους», Πατριώτες, Ευεργέτες του Έθνους των Ελλήνων, έφερε καταστροφικά αποτελέσματα για τη χώρα και το λαό σε όλα τα επίπεδα. Γιατί άραγε;

Μήπως διαχρονικά οι «πατριώτες» αυτοί δεν ήταν και τόσο προσηλωμένοι στο συμφέρον της πατρίδας, αλλά αγωνίζονταν μόνον «περί πάρτης»;



Η μπόχα των υπαρκτών σκανδάλων, με κόστος δισεκατομμύρια για τον ελληνικό λαό, καθώς και διεθνούς ανυποληψίας και αυστηρής επιτροπείας για τη χώρα δεν μπορεί πια να κρυφτεί… Αδιάσειστα στοιχεία καταφθάνουν τόσο από εξωτικούς προορισμούς, όσο και από τον πάλαι ποτέ ισχυρότατο υπερατλαντικό σύμμαχο του συστήματος, τις ΗΠΑ…Τόση «συνομωσία» και «σκευωρία» δε μπορεί πλέον να καταναλώσει ούτε ο πιο νοσηρός εγκέφαλος… Τα αδικαιολόγητα δε μπορούν να δικαιολογηθούν με λεκτικές ακροβασίες και νομικίστικα τερτίπια, ούτε γίνεται να κρυφτούν από τους συνοδοιπόρους, καλοταϊσμένους κονδυλοφόρους των ΜΜΕ.


Ότι και να γίνει, όσο και να καταβάλλονται αγωνιώδεις προσπάθειες να μην αποκαλυφθούν οι ένοχοι και το μέγεθος της διασπάθισης δημόσιου χρήματος, της σπατάλης και του παράνομου πλουτισμού, πάνω στην «καμπούρα» του ελληνικού λαού, το πράγμα δεν μπορεί πια να μείνει κρυφό… Η χύτρα έχει πλέον αρχίσει όχι μόνο να βγάζει ατμούς, αλλά και να σφυρίζει!

Σαν το μίτο της Αριάδνης στον σύγχρονο πολυδαίδαλο λαβύρινθο της διαπλοκής, ξετυλίγεται το κουβάρι των σκανδάλων, που σηματοδοτεί την καταστροφή της χώρας: Κοσκωτάς, χρηματιστήριο, ολυμπιακοί αγώνες, δομημένα ομόλογα, εξοπλιστικά, Siemens, εκτεταμένη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή, βιομηχανία διορισμών, ιδιωτικοποίηση δημόσιου χρήματος-κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, panama papers, paradise papers, ΚΕΕΛΠΝΟ, φαρμακοβιομηχανία μιζών…

Η χώρα είναι γεμάτη από υποκριτές υπερπατριώτες και εθνολάτρες του ιδιωτικού και φατριακού συμφέροντος, που προσιδιάζει σε μαφία. Το πολιτικό προσωπικό που διαχειρίστηκε τις τύχες της χώρας έχει τεράστιες πολιτικές ευθύνες. Μένει η δικαιοσύνη να αποφανθεί και για τις ποινικές. 

Το κατάντημα μιας χρεοκοπημένης στην ουσία χώρας, απαξιωμένης και λεηλατημένης αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα των «ανοσιουργημάτων» του παλιού πολιτικού προσωπικού και όσων το ανέχτηκαν. Τελεία! Το ελάχιστο που περιμένει ο ελληνικός λαός, είναι σεβασμός, συστολή, αυτοκριτική και συγνώμη! Όποιες και να είναι οι νομικές διαστάσεις και τα αποτελέσματά τους, δε μπορεί να διαγραφεί η πορεία που έφερε τη χώρα ως εδώ. Ότι και να σκαρφιστεί το πολυδαίδαλο πολιτικοοικονομικό και μιντιακό σύμπλεγμα συμφερόντων, οι μάσκες του βασιλιά καρνάβαλου έχουν πέσει και το θέαμα είναι οικτρό…

Τώρα έχει η δικαιοσύνη και ο λαός το λόγο. Η δικαιοσύνη, που βρίσκει μια μοναδική ευκαιρία να προστατέψει το δημόσιο συμφέρον και τον εαυτό της από τον εναγκαλισμό του «συστήματος», τιμωρώντας αυστηρά τους επίορκους, και ο λαός, ο οποίος μετά από οχτώ χρόνια αιματηρών περικοπών και προσβολής της αξιοπρέπειάς του, μπορεί να πάρει πραγματικά την υπόθεση στα χέρια του και να μην αφήσει να τον χειραγωγήσει ο συρφετός των ψιθύρων, της παραπολιτικής και του κουτσομπολιού. Να μην ξεγελαστεί από τις πολλαπλές μεταμφιέσεις και τις αποπροσανατολιστικές κραυγές των υπευθύνων γι’ αυτήν την κατάντια.

Να γίνει συνείδηση, ότι ο πατριωτισμός δεν εξαντλείται στις ανώδυνες «Μακεδονομαχίες», αλλά, ότι στη σύγχρονη εποχή κατακτάται μέσα από την απαίτηση για δικαιοκρατία, δημοκρατία, ισονομία και σεβασμό στους θεσμούς της πολιτείας.

Να βγουν μπροστά οι συλλογικοί φορείς εκπροσώπησης των εργαζομένων, τα πολιτικά κόμματα, οι επαγγελματικές ενώσεις, τα επιμελητήρια, οι κάθε είδους πολιτιστικοί φορείς, τα κινήματα των ενεργών πολιτών, η εκκλησία και να απαιτήσουν απονομή ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ και απόδοση στον ελληνικό λαό της κλεμμένης περιουσίας του.

Να υποχρεωθούν εταιρείες τύπου NOVARTIS να επωμιστούν άμεσα το κόστος του κοινωνικού κράτους που βοήθησαν να συρρικνωθεί.  Να επωμιστούν για πολλά χρόνια τη λειτουργία νοσοκομείων, σχολείων, δομών κοινωνικής φροντίδας, πρόνοιας κτλ.

Όχι η μείωση των φόρων, αλλά η είσπραξή τους και η δίκαιη κατανομή τους πρέπει να αποτελεί σήμερα την απαίτηση του λαού και των συνδικαλιστικών, πολιτικών και επαγγελματικών οργανώσεών του.     

Δεν μπορεί να πληρώνουν τα σπασμένα πάντα οι ίδιοι! Το μαζί τα φάγαμε έχει καταρρεύσει με πάταγο! Η έξοδος από τα μνημόνια και την ασφυκτική επιτροπεία είναι ανάγκη να σηματοδοτήσει μια συνολική αλλαγή σελίδας στα «ήθη» και τα «έθιμα» ενός συστήματος άσκησης και νομής εξουσίας, που έθετε τις ενεργές, παραγωγικές κοινωνικές δυνάμεις και τους συνειδητοποιημένους πολίτες στο περιθώριο. Εκεί θα κριθούν προθέσεις, θέσεις, κυβερνήσεις, πολιτικές καριέρες και η αριστερά του σήμερα.


NOVARTIS: Η "ΙΣΤΟΡΙΚΕΥΣΗ" ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΚΑΙ Η "ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ" ΤΗΣ ΣΚΕΥΩΡΙΑΣ


Του Σήφη Φανουράκη



Το σκάνδαλο Νovartis, εκτός των άλλων, μας δείχνει ότι, τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης αδυνατούν πλέον να διαμορφώσουν μια ορθολογική κοινή γνώμη και χρησιμοποιούν πλέον ενδορρηκτικές μαφιόζικες μεθοδολογίες. Παλαιότερα βέβαια,  μέσα από μια οργανωμένη «άσκηση» της κριτικής,  προώθησαν την «κοινωνικοποίηση της σκέψης», συμμετέχοντας πάντα στη δημιουργία μιας ιδιάζουσας κοινωνικής κουλτούρας.

Η επικοινωνία σήμερα, μέσα από τον Τύπο και τα άλλα Μέσα Ενημέρωσης, αδυνατεί να ανταποκριθεί  στο ρόλο της· οι δημοσιογράφοι βέβαια διακηρύττουν από το δέκατο όγδοο αιώνα, ότι έχουν ένα και μοναδικό σκοπό : να φανερώνουν την αλήθεια.

Ουσιαστικά όμως πλάθουν μύθους και πλαστές συμφωνίες με μια πλαστή κοινωνία που θεωρεί πραγματικό, μόνο ό,τι η ίδια βλέπει και αληθινό, μόνο ό,τι αυτή κατανοεί και εγκρίνει.

Για παράδειγμα σε συνέντευξη στο ΣΚΑΙ το 2017 του Σημίτη, οι δύο «έγκριτοι» δημοσιογράφοι προσπάθησαν να εγκλωβίσουν  τον τηλεθεατή στην προσωπική τους αφωνία και στην προσωπική ερμηνεία του Σημίτη, τον οποίο αφού εξάγνισαν  καλλιέργησαν επιμελημένα το νεοφιλελεύθερο κεντροδεξιό μέτωπο.

Ουσιαστικά ιστορίκευσαν τη διαφθορά, ως «κοινωνικό» φαινόμενο και ταυτόχρονα έστησαν το παιχνίδι της «διακόσμησής της» με κύριο στόχο, τη «διαπαιδαγώγηση» του αναγνώστη ή του τηλεθεατή για να μπορέσουν τελικά να τον χειραγωγήσουν, ώστε να αποδεχτεί κατ΄αρχήν, το πλήρες ξέπλυμα του Σημιτισμού και την προπαγάνδιση του μετώπου, αντι-ΣΥΡΙΖΑ.

Παρακολουθώντας την αντίδραση των ΜΜΕ για το πρόσφατο σκάνδαλο Novartis είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι,    με τέτοιες μεθόδους πλέον, η δημοσιογραφία αξιώνει να διαμορφώνει την κοινή γνώμη και να μετατρέπει τους αναγνώστες ή τηλεθεατές, από σκεπτόμενα άτομα σε άκριτους δέκτες και μεταδότες μιας κυρίαρχης άποψης.

Είναι προφανές ότι, συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι με άλλοθι το «μύθο της αντικειμενικότητας», φαίνονται να εκπροσωπούν το πιο φοβισμένο από τη μια, και το πιο ευάλωτο από την άλλη, τμήμα της κοινωνίας που αναλαμβάνει εργολαβικά να διαμορφώσει μια συλλογική συνείδηση «της υποταγής», και βέβαια με το αζημίωτο, αφού εμφανίζονται και οι ίδιοι εμπλεκόμενοι· εκφράζουν την αντι-νόηση που θολώνει τις καταστάσεις και διαστρέφει την πραγματικότητα, για να μην σκεφτόμαστε καθαρά και να μας ελέγχουν ευκολότερα.


Από την αντίδραση των «εμπλεκομένων» πολιτικών προσώπων φαίνεται ότι οι «νοικοκυραίοι» τρόμαξαν· επιστρατεύουν όλες τις εκφράσεις του παλιού κομματικού συστήματος· έχουν εφεύρει το παραμύθι της «σκευωρίας· απειλούν δικαστές, μάρτυρες και όποιον θεωρούν ότι απειλεί την «εικόνα» τους· επιστρατεύουν δημοσιογράφους «ακριβοπληρωμένους» επαναφέροντας ψεύτικα διλήμματα, και αναγορεύονται σε «θεματοφύλακες» του παλιού σάπιου πολιτικού συστήματος.

Μάλιστα, τόσα χρόνια η παράταξή τους (Ν.Δ. –ΠΑΣΟΚ ) διέλυε τη χώρα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, ενώ οι ίδιοι «βολεύτηκαν» φοροδιαφεύγοντες. Οι «μικρομεσαίοι» του ΠΑΣΟΚ ή οι «νοικοκυραίοι» της Ν.Δ. τόσα χρόνια διέλυαν ότι παραγωγικό είχε η χώρα και ζούσαν σε συνεχή «ασυλία» σε βάρος των υπολοίπων. Τόσα χρόνια μετέφεραν τον παράνομο «πλούτο» τους εκτός Ελλάδας, εμπλεκόμενοι σε σκάνδαλα.

Τώρα έχουν τρομάξει γιατί, για λίγο, έχουν βρεθεί έξω από την διακυβέρνηση. Μετά την αποτυχία επανόδου τον Σεπτέμβρη του 15, με την συμμαχία του «μένουμε Ευρώπη», χτίζουν το νέο μέτωπο νεοφιλελευθερισμού, «επιστρατεύοντας» το ομοίωμα της εξουσίας του τύπου και της δημοσιογραφίας.  

Aυτή η δημοσιογραφία που αυτές τις μέρες απολαμβάνουμε από τα ιδιωτικά κανάλια, συρρικνώνεται σε «μαφίες»· χάνει την τελεσφορία της και παρακμάζει σε «διακόσμηση», ενώ διαπλάθει μια κοινωνία που έχει μεταμορφωθεί σε μάζα ασυνάρτητη. Μάλιστα αυτή η δημοσιογραφία, μετατρέπεται σε μια νέα «διακοσμητική» εξουσία, που περιφρουρεί τα δικά της συμφέροντα, αλλά προωθεί και τα οικονομικά συμφέροντα της εξουσίας των ΜΜΕ και των οικονομικών δυνάμεων που αυτά εκφράζουν.

Αυτό που τελικά προσπαθούν να επιβάλουν, είναι μια ουτοπιστική διακοσμητική κουλτούρα σε μια ενδορρηκτική μαφιόζικη κοινωνία.



O Σήφης  Φανουράκης είναι αρχιτέκτονας

Η ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΠΕΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ


Του Μαυροζαχαράκη Εμμανουήλ

Η οικονομική κρίση συμπορεύτηκε με έναν ευφάνταστο δημόσιο λόγο, γεμάτο ανυπόστατες υποθέσεις και μυθοπλασίες όπως η  εικασία ότι σήμανε το τέλος του νεοφιλελευθερισμού ως κυρίαρχης ιδεολογίας. Ειδικότερα στο αριστερό ιδεολογικό τοπίο, επικράτησε μια οπτική που θεωρεί τον νεοφιλελευθερισμό νεκρό  αλλά ακόμα κυρίαρχο, με την έννοια ότι οι ιδέες του έχουν εξαντληθεί ωστόσο εξακολουθεί να δημιουργεί καταστροφές εν μορφή ενός ζωντανού νεκρού (Hardt, 2010), επειδή δεν υπάρχει εναλλακτική αφήγηση (Harvey, 2010).  

Η συγκεκριμένη  θέση δεν θα  στερείτο  πραγματολογικής  βάσης, εάν δεν της έλειπε το στοιχείο μιας διαφοροποιημένης λογικής, μακριά από  γενικεύσεις, αφορισμούς και  αποκλειστικά ιδεολογικές επισημάνσεις. Η διαφοροποίηση έγκειται στο γεγονός ότι  ο νεοφιλελευθερισμός δεν απέτυχε με πολιτικούς όρους αλλά με οικονομικούς, με την έννοια ότι δεν απέφερε τα αναμενόμενα οικονομικά αποτελέσματα τόσο δομικής φύσεως όσο και αριθμητικής. Με άλλα λόγια ο φιλελευθερισμός της αγοράς είχε περισσότερο από τριάντα χρόνια στη διάθεσή ώστε να ανταποκριθεί στην υπόσχεση μιας επιστημονικής οικονομικής θεωρίας η οποία θα καθιστούσε ισχυρότερη και σταθερότερη την οικονομική ανάπτυξη, θα προσέφερε μεγαλύτερες ευκαιρίες για οικονομική κινητικότητα, θα εξουδετέρωνε την ανεργία  και γενικότερα θα δημιουργούσε όλες τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την επίτευξη της ευημερίας. Εντούτοις, σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, ο φιλελευθερισμός της αγοράς απέτυχε  οικτρά απέναντι σε όλα αυτά που κήρυττε. Όσες δε αναπτυσσόμενες χώρες έχουν σημειώσει οικονομική ανάπτυξη, όπως η Κίνα, το έχουν κάνει ακριβώς επειδή δεν ακολούθησαν τις προσταγές του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή της μη παρέμβασης του κράτους στην λειτουργία της αγοράς (Rodrik, 2011; 2012; Quiggin, 2011).                                                                                                                                     
Ενίοτε άλλωστε η αλαζονική και ή τουλάχιστον υπεραισιόδοξη προβολή της ιδεολογίας της αγοράς, εκ μέρους των νεοφιλελεύθερων στοχαστών,  ήταν ταυτόχρονα  ανιστόρητη, υπό την έννοια ότι δεν λάμβανε υπόψη ότι στα διακόσια χρόνια της κοινωνικής ιστορίας του καπιταλισμού η εμφάνιση κρίσεων, κοινωνικών αγώνων και πολέμων, υπήρξε συχνό φαινόμενο. Επομένως, η καλλιεργούμενη προσδοκία από τα νεοφιλελεύθερα εργαστήρια σκέψης ότι η απελευθέρωση των αγορών σε διεθνή κλίμακα θα έφερνε την λύτρωση, κατέστη αμφίβολη (Beck, 2009). 
Εντούτοις, παρά την οικονομική αποτυχία ως θεωρίας, οι κεντρικές θέσεις του νεοφιλελευθερισμού παραμένουν κυρίαρχες στο πολιτικό προσκήνιο. Η πολιτική ανθεκτικότητα της θεωρίας ανάγεται από ορισμένους θεωρητικούς, όπως o Rüstow (2001), στην υπερβατική της θεμελίωση πέραν κάθε επιστήμης, ως θρησκευτική διδαχή σωτηρίας, η οποία δεν υπερασπίζεται τα επιχειρήματα της με επιστημονικό τρόπο αλλά τα εκπροσωπεί αποδεικτικά ως ιερές αρχές. Κατά τον Rüstowo νεοφιλελευθερισμός είναι μια οικονομική θεολογία η οποία εκπροσωπεί μια ζητούμενη από τον θεό τάξη πραγμάτων στην οικονομία και στην κοινωνία, στην οποία το αόρατο χέρι της αγοράς φροντίζει ώστε οι αποκλίνουσες μεταξύ τους δυνάμεις να επανέρχονται συνεχώς σε μια σχέση αρμονίας, αρκεί ο άνθρωπος να μην παρεμβαίνει σε αυτή την διαδικασία με μεθόδους όπως η κρατική παρέμβαση» (Rüstow, 2001: 91). Υπό αυτή την οπτική, ο νεοφιλελευθερισμός είναι η εκκοσμίκευση μιας ανορθολογικής θεολογικής-στωικής αντίληψης περί αρμονίας.      
Το κυρίαρχο λάθος της αντίληψης αυτής είναι, κατά τον συγγραφέα, η πίστη σε μια φυσική, αυτόματα εκπληρούμενη τάξη του κόσμου και κατά συνέπεια, η άρνηση ορίων ισχύος της θεωρίας (Rüstow, 2001: 59). Όπως συγκεκριμένα σημειώνει ο Rüstow (2001: 90), «στην  πραγματικότητα ο ανταγωνισμός ως τέτοιος, δεν καθιστά το άτομο ηθικό, ούτε ενσωματώνει την κοινωνία, από την στιγμή που απευθύνεται στο ατομικό όφελος ως κινητήρια δύναμη». Για τον λόγο αυτό, m«απαιτείται η υποταγή του οικονομικού ανταγωνισμού και της οικονομίας γενικότερα κάτω από την ομπρέλα της πολιτικής, ώστε να υπηρετούν την κοινωνία» (Rüstow, 2001: 142). Στο ίδιο μοτίβο, ο Rodrik (2011; 2012) σημειώνει ότι παρά τις ενστάσεις που εκφράζουν οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι όσον αφορά τις λειτουργίες του κράτους, οι επιτυχημένες οικονομικές πολιτικές πάντα στηρίζονταν στο κράτος για να προωθήσουν την ανάπτυξη και να επιταχύνουν τις διαρθρωτικές αλλαγές. Ειδικότερα, όπως διαφαίνεται, κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης οι εθνικές κυβερνήσεις ήταν αυτές που διέσωσαν τράπεζες, τόνωσαν τις χρηματοπιστωτικές αγορές, διέσωσαν μεγάλες επιχειρήσεις και παρείχαν ένα κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας (Rodrik, 2012).                                                                      
 Όπως αποδεικνύουν έρευνες  τoυ Legatum Institute (Alfaiate,etal. 2014),  κράτη όπως η Νέα Ζηλανδία, η Νορβηγία, η Σουηδία, η Δανία, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Φινλανδία, που διαθέτουν έναν σχετικά υψηλό ρυθμιστικό ρόλο του κράτους και είναι σε θέση να προσφέρουν ένα υψηλό επίπεδο κοινωνικής πρόνοιας, εκπαίδευσης και ατομικών ελευθεριών αλλά και να εντάξουν στην πραγματική οικονομία μετανάστες και μειονότητες, εμφανίζουν τους καλύτερους οικονομικούς δείκτες για την περίοδο 2009-2014. Κατά συνέπεια, η κοινωνική συνοχή επιφέρει θετικές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία.Oι περισσότερες εμπειρικές έρευνες αναδεικνύουν ότι ευημερία και εισοδηματική ασφάλεια συνδέονται με ένα ολόκληρο θεσμικό πλέγμα, συμπεριλαμβανομένων ποικίλων νομικών και ρυθμιστικών προσεγγίσεων που απορρέουν από τον βαθμό κρατικής επιρροής στην οικονομία (Rodrik,2004; Zattler, 2004: 19-25).      
Αυτό ισχύει εξίσου για τις ανεπτυγμένες οικονομίες όπως και για τις αναδυόμενες. Ειδικότερα, παλαιότερες έρευνες του ΔΝΤ (IΜF, 2003), της Παγκόσμιας Τράπεζας (Word Bank, 2002) και αρκετών έγκριτων επιστημόνων (Halland Jones, 1999; Acemoglu, Johnson and Robinson, 2001;Rodrik, Subramanian and Trebbi, 2002),επισημαίνουν την μεγάλη σημασία που διαδραματίζει ο θεσμικός ρόλος του κράτους για την οικονομική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη ενός σταθερού και αξιόπιστου θεσμικού πλαισίου σε εθνικό επίπεδο διευκολύνει την απρόσκοπτη λειτουργία και της κοινωνίας και αποτρέπει συνθήκες πολιτικοοικονομικής και κοινωνικής αστάθειας ή χάους, που συνήθως χαρακτηρίζουν κράτη αδύναμα, ασταθή και με χαμηλούς δείκτες αποτελεσματικότητας (Fukuyama, 2004; Zattler, 2004).                                                                                                              
Σε οικονομικό και δημοσιονομικό επίπεδο οι οικονομίες της αγοράς χρειάζονται ισχυρούς κρατικούς θεσμούς για την μακροοικονομική και δημοσιονομική σταθερότητα  καθώς και για την νομική ασφάλεια των συναλλαγών, την ομαλή λειτουργία της αγοράς και την κοινωνική συνοχή. Ο ρόλος ενός αξιόπιστου κρατικού θεσμικού πλαισίου για την ανάπτυξη των γενικών όρων επένδυσης και ανάπτυξης εν μέσω κατάλληλων κινήτρων και κανόνων που παράγουν εμπιστοσύνη, ασφάλεια συναλλαγών και αποτελεσματικότητα, είναι καθοριστικός. Στο πλαίσιο αυτό είναι εμφανώς απαραίτητος ο ρόλος του κράτους ως προς την κατάλληλη ρύθμιση της αγοράς αγαθών, της αγοράς εργασίας και των χρηματιστικών αγορών.                                                                                    
Εντούτοις, η επέλαση της νεοφιλελεύθερης αντίληψης από την δεκαετία του 1980 και έπειτα, σε συνδυασμό με τον σοσιαλδημοκρατικό συμβιβασμό του τρίτου δρόμου, απέτρεψαν την ανάπτυξη ενός κατάλληλου θεσμικού πλαισίου (Institution Building) τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο για την κατάλληλη πολιτική ρύθμιση της οικονομίας. Τουναντίον, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις επικεντρώθηκαν στην ιδιωτικοποίηση δημοσίων αγαθών, στην απορρύθμιση και στην απελευθέρωση των αγορών. Η οικονομική πολιτική εκείνης της εποχής εκφράστηκε με τον όρο «συναίνεση της Ουάσιγκτον» (Washington Consensus).  Στην ουσία επρόκειτο για μια ατζέντα δέκα σημείων που αναπτύχθηκε από τον οικονομολόγο JohnWilliamson (1990)  προορισμένη για χώρες της Λατινικής Αμερικής κυρίως για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης και την υποτιθέμενη τόνωση της ανάπτυξης (Zattler, 2004: 19-21,  26-30). Τα προτεινόμενα μέτρα εστίαζαν στον περιορισμό της δραστηριότητας του κράτους στην οικονομία, στην δημοσιονομική πειθαρχία, στο άνοιγμα των αγορών για το εμπόριο και τις άμεσες ξένες επενδύσεις, στην αναδιάρθρωση των κρατικών δαπανών, στην απελευθέρωση της πολιτικής επιτοκίων, στην απελευθέρωση του εμπορίου, στην απορρύθμιση των αγορών, στην εντατικοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων, στην μεταρρύθμιση της φορολογίας, στην αύξηση της νομισματικής ανταγωνιστικότητας και στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.                                                                                                                           

 Παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ατζέντα προοριζόταν αρχικώς για της χώρες της Λατινικής Αμερικής σύντομα απέκτησε τον χαρακτήρα ενός γενικευμένου προτύπου εφαρμογής για διεθνείς θεσμούς όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα καθώς και για τις κυβερνήσεις Reagan στην Αμερική και Thatcher/Blair στην Μ. Βρετανία. Επειδή η ατζέντα είχε επιρροές από τον οικονομικό φιλελευθερισμό και έθετε το κέντρο βάρους στην απορρύθμιση, την ιδιωτικοποίηση και την απελευθέρωση των αγορών, ονομάστηκε νεοφιλελεύθερη. Μόλις λίγα χρόνια μετά τις πρώτες εφαρμογές της, η νεοφιλελεύθερη ατζέντα συνάντησε δριμεία κριτική λόγω του γεγονότος ότι οι χώρες στις οποίες εφαρμόστηκε (Μεξικό, Αργεντινή, Βραζιλία, χώρες της Ασίας) αντί να απαλλαγούν από το δημόσιο χρέος υπερχρεώθηκαν ακόμα περισσότερο ενώ οι οικονομίες τους κυριολεκτικά κατέρρευσαν. Ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη νεοφιλελεύθερη ατζέντα μπορεί να θεωρηθεί ως ατελής με κυρίαρχη αδυναμία ότι  επιδιώκει μονοδιάστατα την απελευθέρωση και απορρύθμιση των αγορών χωρίς να πλαισιώνει το εν λόγω εγχείρημα με την απαιτούμενη θεσμική ασφάλεια που μόνο το κράτος μπορεί να παρέχει και επομένως, εκθέτει τις χώρες αναφοράς σε έντονους κινδύνους κρίσης. Ταυτοχρόνως με το ρυθμιστικό θεσμικό της κενό η νεοφιλελεύθερη ατζέντα παρουσιάζει και ένα θεσμικό κενό σε κοινωνικό επίπεδο, δεδομένου ότι οι μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς δεν συνδυάζονται με τα απαιτούμενα αντισταθμιστικά κοινωνικά μέτρα, όπως μία ελάχιστη κοινωνική ασφάλεια, μια ευρύτερη κατανομή εισοδήματος, έναν ελάχιστο βαθμό ισότητας ευκαιριών. Ειδικότερα, το κοινωνικό κενό της νεοφιλελεύθερης αφήγησης οδήγησε σε μια διαδικασία απονομιμοποίησης του και στην αναζήτηση εναλλακτικών. Οι λόγοι της αποτυχίας της συναίνεσης της Ουάσιγκτον επιβεβαιώνονται,  όπως προαναφέρθηκε, σε πλειάδα νεότερων ερευνών που εξετάζουν την σημασία του κράτους και του θεσμικού πλαισίου για την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της οικονομίας.                                                                   
Συγκεκριμένα, οι Hall και Jones (1999) διαπιστώνουν μια θετική συσχέτιση μεταξύ του κατά κεφαλήν εισοδήματος και της ποιότητας της κοινωνικής υποδομής, η οποία καθορίζεται από τον βαθμό νομικής ασφάλειας, την ποιότητα της γραφειοκρατίας, την επιρρέπεια στην διαφθορά, τον κίνδυνο επενδυτικής απώλειας και επίπεδο απελευθέρωσης της αντίστοιχης οικονομίας.                                                   
Σε κάθε περίπτωση δεν επαληθεύονται οι οικονομικές υποθέσεις του νεοφιλελευθερισμού(Quiggin, 2011), όπως αυτή που διατεινόταν ότι η περίοδος ασύγκριτης μακροοικονομικής σταθερότητας θα διαρκούσε  για πάντα. Επίσης δεν επαληθεύτηκε τόσο η υπόθεση των αποδοτικών αγορών, δηλαδή η θεώρηση ότι οι τιμές που καθορίζονται από τις χρηματοοικονομικές αγορές αποτελούν την ορθότερη αξιολόγηση των επενδυτικών αξιών, όσο και η υπόθεση της αναγωγής της ατομικής οικονομικής συμπεριφοράς ως ορθολογικό κριτήριο μακροοικονομικής πολιτικής. Επίσης, δεν φαίνεται να διαθέτουν την απαιτούμενη εγκυρότητα οι νεοφιλελεύθερες ιδέες ότι οι πολιτικές αναβάθμισης των εύπορων θα οδηγήσουν στην αναβάθμιση και τους κοινωνικά αδύναμους και ότι οι κρατικές λειτουργίες και πρωτοβουλίες μπορούν να είναι περισσότερο αποτελεσματικές εφόσον ιδιωτικοποιηθούν.

Ο Μαυροζαχαράκης Εμμανουήλ είναι πολιτικός επιστήμονας- κοινωνιολόγος

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Acemoglu, D., Johnson,S., Robinson, J.A. (2001),ΤheColonialOrigins of Comparative Development: An Empirical Investigation”, American Economic Review, 91,2001, 1369-1401.

Alfaiate, J., Bottini, N.,  Clarke, S. etal.(eds. 2014),2014 Legatum Prosperity Index, London: Legatum Institute

Beck,U. (2009),„Eine quasi revolutionäre Situation“, Der Soziologe Ulrich Beck über die Wut in der Krise, die neoliberale Irrlehre, Gesine Schwan, Angela Merkel und das Versagen der Eliten.http://www.schimmeck.de/Texte/beck.htm

Fukuyama, F. (2004),Staaten bauen,Berlin: Propyläen.
Hall, R. E. andJones, C.I. (1999),“Why do some countries produce so much output per worker than others?”The Quarter y  Journal of Economics 114, 456, 83-116
Hardt, M. (2010),Wir müssen verstehen, wer der Feind ist, Der Spiegel.http://www.spiege.l.de/kultur/gesellschaft/0,1518,685199,00.html(11.04.2017)

Harvey, D.(2010),The Enigma of Capital and the Crises of Capitalism, London

Quiggin, J. (2011),Zombie Economics: How Dead Ideas Walk Among Us, Princeton, University Press (US paperback edition)
Rodrik, D. (2011),The Globalization Paradox: Democracy and the Future of the World Economy,New York: Norton,
Rodrik, D. (2012), Who needs the Nation State ?,Centre for Economic Policy Research (CEPR), Discussion Paper No. 9040,London
Rodrik, D., Subramanian, A., Trebbi, F. (2002),Institutions Rule: The Primacy of Institutions over Geography and Integration in Economic Development,Kennedy School of Government, Harvard University, October
Rüstow,A. (2001),Das Versagen des Wirtschaftsliberalismus,Marburg: Metropois-Verlag
Williamson, J. (1990),“What Washington means by Policy Reform”, In: Williamson,J. Latin American Adjustment: How Much Has Happened? ,Washington: Institute for International Economics.
World Bank (2002), Building Institutions for Markets, World Development Report, Oxford University Press
Zattler, J. (Ed.) (2004),  Post-Washington-Consensus– Einige Überlegungen. Ein Diskussionspapier des BMZ. Herausgegeben vom Bundesministerium für wirtschaftliche Zusammenarbeit und Entwicklung. Referat für Entwicklungspolitische Informations- und Bildungsarbeit. Bonn


ΑΡΙΣΤΕΡΟΙ ΔΙΑΝOΟΥΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣ


Του Σήφη  Φανουράκη



Μεταξύ των «αριστερών διανοουμένων», συμπεριλαμβανομένων των οικονομολόγων, μπορούμε να αναγνωρίσουμε δύο κυρίαρχες θέσεις σχετικά με την κρίση της ζώνης του ευρώ.

Από τη μια, κάποιοι από αυτούς πιστεύουν ότι, μια έκρηξη της ζώνης του ευρώ θα οδηγήσει σε οικονομική καταστροφή και σύγκρουση των λαών της Ευρώπης. Και το επιχείρημά τους βέβαια είναι ότι : η οικονομική και νομισματική ένωση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη διασφάλιση της ειρήνης μεταξύ των λαών της Ευρώπης.

Από την άλλη το επιχείρημά τους, ότι η οικονομική και νομισματική ένωση - και γενικότερα το ελεύθερο εμπόριο - θα εξασφαλίσει την ειρήνη μεταξύ των εθνών, δεν είναι επαρκές και  ιστορικά στοιχειοθετημένο, δεδομένου ότι στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου υπήρχε πλήρης ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και υπήρχε ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών σε ποσοστά, σχεδόν όσο και του ευρώ σήμερα.

Οι διανοούμενοι - ιδιαίτερα της Αριστεράς - που υπερασπίζονται  τη ζώνη του ευρώ, θα πρέπει να έχουν πειστικά επιχειρήματα για την υποστήριξη των θέσεών τους. Ειδικότερα, θα πρέπει να εξηγήσουν αν πιστεύουν ότι, για να παραμείνει ένα κράτος στην ευρωζώνη θα πρέπει να προσαρμοστεί σε κάθε πιθανή διαφορά μεταξύ των επιτοκίων και των ρυθμών ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ.

Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός, ότι στη δεκαετία του τριάντα αποδείχτηκαν μάταιες οι προσπάθειες  για την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους, που δημιούργησε τις υλικές προϋποθέσεις για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.

Στο «αρχιπέλαγος» των διανοουμένων και οικονομολόγων  της αριστεράς, υπάρχει επίσης η θέση ότι: μία έξοδος από τη ζώνη του ευρώ θα μπορούσε να αντλήσει πολλά περισσότερα πλεονεκτήματα από μειονεκτήματα και το επιχείρημα αυτό συνήθως υποστηρίζεται σε μερικές περιφερειακές χώρες της Ένωσης.
























Υπάρχουν, ωστόσο διάφορες πτυχές σε αυτή τη θέση και θα πρέπει να αποσαφηνιστούν καλύτερα:
Πρώτον, η μετάβαση από ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών σε ένα σύστημα ευέλικτων συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι συνήθως αναμενόμενη και ακολουθείται από μαζική φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Έτσι μια ομαλή διαχείριση της μετάβασης στη συνέχεια απαιτεί την αποκατάσταση των αποτελεσματικών μηχανισμών για την παρακολούθηση της κυκλοφορίας των κεφαλαίων.  

Δεύτερον, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι η έξοδος από το ευρώ θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των ιδίων των μισθών και της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, ακόμη και με την παρουσία μέτριου πληθωρισμού. Εξάλλου δεν πρέπει να αγνοούμε την σχέση του κόστους εργασίας και το σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Το πρόβλημα που τίθεται στη συνέχεια, τουλάχιστον από την άποψη της απασχόλησης, είναι ο προσδιορισμός των κριτηρίων που καθιστούν δυνατή την αποτροπή του βάρους της υποτίμησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας, στους μισθούς.

Όμως, η αναζήτηση συμμαχιών με στόχο την επαναφορά των περιορισμών στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, που επιτρέπει περισσότερο έλεγχο πάνω από τη δυναμική της συναλλαγματικής ισοτιμίας, είναι μία από τις πιθανές επιλογές.

Τρίτον, θα πρέπει να προσδιοριστεί καλύτερα η σχέση της «εξόδου», με την αξία των εθνικών περιουσιακών στοιχείων, τα οποία θα μπορούσαν να μειωθούν περαιτέρω, στο σημείο της δημιουργίας ευνοϊκών συνθηκών για τις ξένες αγορές.

Ωστόσο, ακόμη και οι υποστηρικτές της εξόδου από το ευρώ σε συνθήκες ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και των εμπορευμάτων, φαίνεται να υποτιμά τις αρνητικές συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής.

Επομένως, μια «άλλη» επιλογή, θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής : αν απορριφθεί το ενιαίο νόμισμα, είναι σαφές ότι οι περιφερειακές χώρες της Ένωσης μπορούν να συμφωνήσουν να διαλυθεί και η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά.

Ωστόσο τα τελευταία χρόνια, το εργατικό κίνημα και τα κινήματα πολιτών θεωρούν ότι, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα προσφέρει περισσότερο χώρο για τους λαϊκούς αγώνες, και κατά συνέπεια, για μια προοδευτική πολιτική.

Υπάρχει βέβαια, η επιλογή του «νεο-προστατευτισμού» η οποία είναι ίσως το τελευταίο χαρτί που οι περιφερειακές χώρες θα μπορούσαν αξιόπιστα να παίξουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για να πείσουν τη Γερμανία ότι η κρίση είναι πιθανό  να κοστίσει ακριβά στις ισχυρότερες χώρες.

Πάντως, η μόνη προοπτική που αποτελεί πραγματικό φόβο είναι ότι : η κρίση του ευρώ θέτει υπό αμφισβήτηση ακόμη και την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, όπου επικρατεί η διαδικασία συγκεντροποίησης των κεφαλαίων και της «περιθωριοποίησης» των ευρωπαϊκών περιφερειών.
Η λογική πίσω από αυτές τις επιλογές είναι αποικιακή, η οποία αποσκοπεί στην οικοδόμηση  ενός συστήματος, μιας διπλής αγοράς εργασίας, και της συγκέντρωσης  του πλούτου του Νότου, στα χέρια του Βορρά.

Ο Ευρωπαϊσμός δεν ενώνει πλέον και επικρατεί σταδιακά ένας ιδιόρρυθμος αντιευρωπαϊσμός με μια «θεωρία εξόδου», για την ώρα, από την Ευρωζώνη.

Το τελευταίο διάστημα εδραιώνεται μια γενικευμένη «αντίθεση» στην Ε.Ε., η οποία ονομάζεται ευρωσκεπτικισμός . Είναι μια οριζόντια αντίθεση και αφορά όλους τους χώρους (δεξιά-αριστερά), χωρίς να «αποπροσανατολίζει» και μάλιστα, συμπυκνώνεται στην βασική ιδέα ότι :  οι υφιστάμενοι ευρωπαϊκοί  θεσμοί και οι διαδικασίες δεν επιδέχονται βελτιώσεων ή νέων ρυθμίσεων, επομένως η διέξοδος ευρίσκεται σε μια διαδικασία «ρήξης και ανατροπής» από τον επικρατούντα «γερμανισμό» που αποτελεί πλέον το «όρυγμα» στο οποίο θα ενταφιαστεί το ενιαίο νόμισμα.

Το πιο πιθανό είναι, οι μισθοί να μείνουν εντελώς απροστάτευτοι, σε μια πιθανή αύξηση των τιμών και αναδιανομή ή υπερ-συγκέντρωση του πλούτου και οι   «αστικές τάξεις» θα επισπεύσουν την «εκταφή» του Friedman και τις ευέλικτες συναλλαγματικές ισοτιμίες.

Από την άλλη, η υποτίμηση θα χρησιμοποιηθεί, προκειμένου να υπάρξει «ελκυστικότητα» για τα ξένα κεφάλαια στο κυνήγι εξαγορών.

Όμως, το οικονομικό σύστημα παραμένει το ίδιο, είτε με ευρώ είτε με δραχμή, και  ας μη μας διαφεύγει ότι το ευρώ αποτελεί, εργαλείο καπιταλιστικής  κυριαρχίας και ταξικής σύγκρουσης.
Το να λέμε δε ότι, η Ευρώπη  μπορεί  να « χτιστεί»  μέσα από τους αγώνες, αυτό αποτελεί τη μισή αλήθεια.

Όλοι όσοι αγωνίζονται για μια «άλλη» Ευρώπη, ή κατά της Ευρώπης, χωρίς να θέτουν σε αμφισβήτηση την σημερινή δομή της, είναι πιθανό να επιδίδονται  σε μάταιες ρητορείες και η κριτική τους κινδυνεύει να γίνει  «ηρεμιστικό».

Σε κάθε περίπτωση, η Ε.Ε. μπορεί να  «επανιδρυθεί» από την «ένωση» των κρατών μεταξύ τους, με μηχανισμούς που θα διασφαλίζουν μια σταδιακή οικονομική σύγκλιση, και πάνω απόλα από ένα κοινό κοινωνικό «όραμα» ενός κοινωνικού προγράμματος, που δεν θα μεταμορφώνεται σε ενεργό ιδεολογικό μηχανισμό.



Ο  Σήφης  Φανουράκης  είναι αρχιτέκτονας