Του Σήφη Φανουράκη
- Ο ουτοπικός σχεδιασμός του μοντέρνου
Στις αρχές του 20ού αιώνα κυριάρχησε η πίστη στην τεχνολογία η οποία εμφανίστηκε, ως η κύρια δύναμη για την
προώθηση των οραματισμών και προγραμμάτων κοινωνικής αλλαγής, με την αξιοποίηση
της τεχνολογίας.

Οι ουτοπικές προτάσεις του «προγράμματος»
χαρακτηρίζονταν από την επιμονή ότι: το μέλλον θα 'πρεπε να αποτελέσει προϊόν επιστημονικού
σχεδιασμού και προγραμματισμού, ο οποίος θα
επεδίωκε τη λύση των προβλημάτων από τους τεχνικούς και
τους οικονομολόγους.
Το «πρόγραμμα» και το «σχέδιο» προωθήθηκε, ως
η νέα ελπίδα και θεραπεία όσων προβλημάτων συσσώρευσε ο πόλεμος.
Άλλωστε μετά το 1929, προωθήθηκε η κρατική παρέμβαση και ο «σχεδιασμός», ως οργανικό
στοιχείο της παραγωγής και της διεύθυνσης της κοινωνίας.
Κατά συνέπεια, οι ουτοπίες υλοποιήθηκαν αλλά
στερήθηκαν ολότελα την προοπτική ενός νέου διαφορετικού τρόπου ζωής και
σταδιακά οδηγήθηκαν στην απονέκρωση.
Το όραμα μιας νέας ζωής εναγκαλίστηκε το «σχέδιο
και την τεχνολογία» και ακυρώθηκε, ή στην καλύτερη περίπτωση «πνίγηκε» στις
παραχωρήσεις του κράτους πρόνοιας. Και στις δύο περιπτώσεις όμως, η εξάρτηση
της ουτοπίας από τον κρατισμό, είχε σαν αποτέλεσμα : το «διαφορετικό» να παραμείνει όνειρο, ή να μεταλλαχθεί
στα πλαίσια μιας μεταρρυθμιστικής λογικής.

Άλλωστε είναι γνωστό ότι, τα πολεοδομικά
σχέδια αποτυπώνουν την «εφικτή αρμονία»
ανάμεσα στο Γενικό και το Μερικό Συμφέρον. Και βέβαια αυτά τα δυο Συμφέροντα
(δημόσιο και ιδιωτικό ) νοούνται πάντα,
ως φαινόμενα αντιθετικά που δεν επιδέχονται μεσολαβήσεις, ενώ οι πιο σημαντικές
δυνάμεις που επιδρούν σε αυτά τα σχέδια, είναι πρώτιστα οι οικονομικές
δυνάμεις. Η δε μελέτη της δράσης τους μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα κατά την
εφαρμογή τους στη δομή της σημερινής πόλης.
Αυτή η εφαρμογή εκδηλώνεται - κύρια - μέσα από
την εκμετάλλευση που αποτελεί ένα μέρος του μηχανισμού και των μεθόδων με τις
οποίες μεγάλωσαν και μεγαλώνουν οι πόλεις. Και όπως είναι φυσικό η πόλη βρέθηκε
και βρίσκεται σε καμπή, όταν το δικαίωμα στην ιδιοκτησίας της αστικής γης
εκδηλώνεται φανερά υπέρ της δημιουργίας
νέων κατασκευών και οι ιδιοκτησίες αποκτούν τη δυνατότητα να αυξήσουν την αξία
της αστικής γης, με τις «ποσοτικές ανακαλύψεις» του Μοντερνισμού ο οποίος
θεωρούσε ότι, η δομή της πόλης, ως φυσική και λειτουργική ενότητα, αποτελούσε
φορέα νέων αξιών και η πραγματική της διάσταση θα βρισκόταν ακριβώς μέσα στο
φυσικό περιβάλλον, του οποίου τη μορφή θα αναλάμβανε να διοργανώσει η «τεχνολογία».
- H «αδύναμη σκέψη» (1)
Οι μύθοι του «τέλους της ιστορίας» και των συγκρούσεων κατρακύλησαν από την ίδια την πραγματικότητα στη μετανεωτερικότητα, όπου θεοποιήθηκε η αξία του θραύσματος σε αντίθεση με το σύνολο, και η επιβολή της εικονικής πραγματικότητας. Ο καπιταλισμός αποκαλύπτει τώρα την αποτυχία μιας ολόκληρης γενιάς διανοουμένων, η οποία ύμνησε την πολυπλοκότητα της εικονικής πραγματικότητας, με γενικεύσεις και μεταφυσικούς «διαλόγους» με το Κεφάλαιο. Άλλωστε, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και μετά το θρίαμβο της μεταφορντικής οικονομίας των νέων τεχνολογιών και της πληροφορικής, ήταν εύκολο να αποδειχθεί ότι, η διανόηση κατέστη πλέον αδύναμη και εδραιώθηκε σταδιακά «η αδύναμη σκέψη»: μια συγκεκριμένη μορφή σκέψης που χαρακτηρίζεται από μια βαθιά επανεξέταση όλων των εννοιών που υπηρέτησαν ως στηρίγματα το δυτικό πολιτισμό, την «ισχυρή σκέψη». (2)
Σύμφωνα δε με αυτή τη θεώρηση, οι παραδοσιακές αξίες δεν υπάρχουν πλέον εξαιτίας συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών και γι αυτό το λόγο αμφισβητείται η αλήθεια που πρεσβεύουν.
Ουσιαστικά, η «αδύναμη σκέψη» αποτελεί το
τέλος του μοντερνισμού, από τον Καρτέσιο μέχρι το Νίτσε, ο οποίος κυριαρχείται
από την «ισχυρή σκέψη» της ανθρώπινης προόδου.

Από την άλλη, η επανάσταση των νέων τεχνολογιών και της πληροφορικής, στη μεταφορντική οικονομία, κινητοποιεί
μαζικά, πνευματικές μετανεωτερικές δυνάμεις σε μια διεπιστημονική «πανστρατιά»
με αποτέλεσμα: η αποδοχή από τη
διανόηση -κυρίως την ακαδημαϊκή - του μύθου της δύναμης της μαζικής επικοινωνίας, να ενισχύει τις ιστορικές και
κοινωνικές επιπτώσεις επί της ανάπτυξης της διανοητικής εργασίας. Και έτσι υποδουλώνεται
σε προγράμματα και εντολές καθώς και στην «αυτοκρατορία» της πληροφορικής. Δεν είναι δε τυχαία η παραγωγή νέων
εργαζομένων της γνώσης που έχει οδηγήσει σε μια πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση, με
την υποστήριξη και τον ενθουσιασμό μεγάλου μέρους των
πανεπιστημιακών οι οποίοι αφαίρεσαν από τις ανθρωπιστικές επιστήμες οποιοδήποτε βάθος με αποτέλεσμα, να δημιουργηθούν «αδύναμα μυαλά»
με συνονθύλευμα ιδεών μεν αλλά με « χαλαρή θέληση» και ανίκανα
να ανταποκριθούν κριτικά στο
διάλογο με την τεχνολογία των πληροφοριών.
- Πρωτοπορία – Κουλτούρα - Τέχνη
Μετά την εποχή των «εφήμερων
φρονημάτων» και της ρευστότητας ίσως είναι η ώρα επιστροφής στην ενίσχυση του ρόλου της
σύνθεσης με στόχο, να γίνει όλο και πιο συνθετική
η ικανότητα της οικονομίας και της πολιτικής για να διεισδύσει σε κάθε τομέα της
ζωής και να αντικαταστήσει τη διαμεσολαβητική ποσοτική σχέση του χρήματος, με εντάσεις και ταξικές συγκρούσεις που προκαλούν «ρωγμές», μέσα από τις
οποίες θα μπορούσε να ξεπηδήσει μια «πρωτοπορία» και η οποία θα μπορούσε να
έχει ως ιστορικό ρόλο : την τεχνική
καταστροφή της κουλτούρας, δηλαδή, την καταστροφή όλων των αξιών και των
εννοιών της κοινωνίας στην οποία ζούμε, χωρίς την αντικατάστασή τους με άλλες
καινούργιες. Κάθε φορά όμως, που έγινε μια τέτοια απόπειρα, η κουλτούρα της
αστικής τάξης κατόρθωσε να οδηγήσει την καταστροφή της κουλτούρας, σε μια άλλη
κουλτούρα.

Η απελευθερωτική διεργασία θα μπορούσε
να συντελείται καθώς θα επιχειρείται η καταστροφή των πολιτιστικών και ηθικών
δομών, η οποία θα έχει σαν στόχο, την απομάκρυνση των διαφραγμάτων που
εμποδίζουν την άμεση γνώση της πραγματικότητας. Από αυτή την άποψη, η «πρωτοπορία» θα επιτελεί
ένα έργο «έμμεσα» πολιτικό, που θα μεταβάλλει την ατομική και συλλογική ανατρεπτική
τάση.
Για να επιτευχθεί η «καταστροφή της
κουλτούρας» είναι απαραίτητη η μεταβολή της «κοινωνικής χρήσης» της κουλτούρας
(παιδεία, αισθητική, τέχνη). Για παράδειγμα στο χώρο της Τέχνης η «πρωτοπορία»
όταν θα διαπιστώνει ότι, η κοινωνία δεν λειτουργεί θα πρέπει να δημιουργεί τις
συνθήκες ώστε, η τέχνη να μεταβάλλει
την κοινωνική κατάσταση, ενώ όταν θα διαπιστώνει ότι η τέχνη δεν λειτουργεί, να
είναι η κοινωνία που θα επανα-κινητοποιεί την τέχνη. Έτσι στην πρώτη περίπτωση,
η τέχνη θα προτείνεται ως κοινωνικό
πρότυπο, ενώ στη δεύτερη θα μεταβάλλεται η κοινωνική χρήση της τέχνης, η
οποία δεν θα αναπαριστάνει πια την πραγματικότητα, αλλά θα συμπίπτει απόλυτα
μαζί της.
Υποσημ. :
(1),
(2) : - Η Αδύναμη σκέψη (1983 - G Vattimo
& P.A. Rovatti)
Ο Σήφης Φανουράκης είναι αρχιτέκτονας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται αυτοί που γράφουν στα σχόλια να γράφουν το ονοματεπώνυμό τους.
Υβριστικά εκτός θέματος και ανώνυμα μηνύματα - σχόλια θα διαγράφονται.
Μη χρησιμοποιείτε greeklish.
Επιλέγουμε Ανώνυμος από τα παρακάτω.