Η ΔΥΣΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΚΑΙ Η ΕΥΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΦΟΡΕΑ



Του Σήφη Φανουράκη

                                          «Αυτοί που επιλέγουν το μικρότερο κακό,
                                              ξεχνούν  πολύ γρήγορα ότι επιλέγουν το κακό»
                                                        (Χ. Άρεντ)

  • Η «εμπειρία του αδύνατου»

Η εμπειρία του αδύνατου θέτει ένα κρίσιμο - τόσο  πολιτικά όσο και θεωρητικά - ερώτημα, για το τι γίνεται όταν ένας πολιτικός στόχος αποδεικνύεται αδύνατος;

Η απάντηση στο ερώτημα είναι σαφής: πρέπει να εγκαταλείψουμε αυτό τον στόχο, και μάλιστα να κάνουμε την αυτοκριτική μας εάν τον ακολουθούμε ακόμα.

Είναι απαραίτητη η ανάλυση των αιτιών της «ήττας των ψευδαισθήσεων»,  κύρια του κόμματος, και της ήττας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κατά την διαπραγμάτευση του Ιούλη 2015.

Η ανάλυση σαφώς θα πρέπει να συμπεριλάβει πλέον και τη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, γνωρίζοντας ότι, η πάλη ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις που διεξάγεται στην κοινωνία καθρεπτίζεται και μέσα στο κόμμα· μια πάλη με τη μορφή ενός διαρκούς ιδεολογικού και πολιτικού αγώνα, υπό την επίδραση της ταξικών συγκρούσεων.
    
Είναι σαφές ότι, η αριστερή ταυτότητα ενός κόμματος κρίνεται  καθημερινά σε ζητήματα διαχείρισης κάθε είδους εξουσίας και ιδιαίτερα, της στελέχωσης του κρατικού μηχανισμού. Όταν  ένα κόμμα της Αριστεράς, αναπαράγει τα χαρακτηριστικά της αστικής διακυβέρνησης στην καθημερινή του πολιτική δράση, τότε είναι απλά μια κυβέρνηση με εμμονή σε λογικές και «στρατηγικές της διαχείρισης»· ουσιαστικά μετατρέπεται σε «σταθεροποιητικό» παράγοντα του πολιτικού συστήματος.

Μετά το πρώτο συνέδριο του 2013 μέχρι σήμερα η επικρατούσα εσωκομματική κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ, ήταν απογοητευτική και χαρακτηρίστηκε από φαινόμενα κομματικής «φεουδαρχίας» με κύρια χαραχτηριστικά, τη μη συμμετοχή των μελών του στην λήψη κρίσιμων αποφάσεων, την αδρανοποίηση των Ο.Μ. και τη μετατροπή τους σε εκλογικό εργαλείο για την ανάδειξη και εγκαθίδρυση μιας κομματικής γραφειοκρατίας· μιας γραφειοκρατίας κυρίαρχης επί της εσωκομματικής ιδεολιγικοπολιτικής διαπάλης, που «διαχείμαζε» κυριολεκτικά  στον κομματικό αλλά και στον κρατικό μηχανισμό.

Η ταυτότητά του κόμματος ήταν κύρια αρχηγοκεντρική, «προεδρική»· δεν ήταν συλλογική και χαρακτηριζόταν από στοιχεία μικροαστικού «φατριασμού», με επιμέρους μηχανισμούς και με πρόσωπα που είχαν και προσωπικές στρατηγικές και μικρές ή μεγάλες εξουσίες, με μηχανισμούς και όργανα ελεγχόμενα.

H πολιτική διαπάλη εντός του κόμματος είχε σταδιακά αποκτήσει μικροαστικά χαρακτηριστικά, όπου κυριάρχησαν και κυριαρχούν νοοτροπίες κατάληψης «καρεκλών» και θέσεων, μετατρέποντας σταδιακά το κόμμα, σε κόμμα κυβερνητικής εξουσίας και πελατειακών σχέσεων, με γραφειοκρατική δομή· ένα κόμμα με στελέχη μικροαστικής «ενόρασης», που αναλάμβανε την περιφρούρηση της κομματικής «τάξης» αλλά και του προσωπικού βολέματος· ένα κόμμα με στελέχη πιστά στον «ηγέτη», χωρίς ιδέες, χωρίς πολιτικό πάθος, με χαμηλό επίπεδο κομματικής μόρφωσης, αλλά με  γραφειοκρατικό ναρκισσισμό.

Σχεδόν σε όλα τα όργανα κυριαρχούν ακόμη και σήμερα τα στελέχη με συγκεκριμένες κοινωνικές και ταξικές αναφορές, κυρίως στα μεσαία στρώματα με κάποιες προσθήκες από άλλους πολιτικούς χώρους (κύρια το ΠΑΣΟΚ).

Άλλωστε, σύμφωνα με τις μετεκλογικές έρευνες του Σεπτέμβρη του 2015 προκύπτει ότι, η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ ενισχύθηκε στα μεσαία στρώματα κατά 16% και στα αστικά κατά 9,5%, ενώ διατήρησε  την ισχύ του κατά 46%  στα κατώτερα στρώματα.

Ωστόσο, η σύνθεση του στελεχικού δυναμικού παρέμεινε μικροαστική και μεσοαστική, γεγονός που καθιστούσε δύσκολη την επαφή με τα λαϊκά στρώματα.
Η σταδιακή καταστρατήγηση  των θέσεων των συνεδρίων του κόμματος και η «πτώση» του οποιουδήποτε ριζοσπαστικού στοιχείου στη φυσιογνωμία του, αποτελεί και σήμερα την ύστατη μαρτυρία, ότι ταλαντεύεται ανάμεσα σε «θετικούς» στόχους για να αμβλύνει τις επιπτώσεις του τρίτου μνημονίου και ταυτόχρονα αποτελεί «ηθελημένα» την ενδοσκόπηση της μικροαστικής ενόρασης σοσιαλδημοκρατικής «κοπής», η οποία σήμερα τείνει να είναι και η μοναδική ταυτότητά του.

Είναι σαφές ότι ένα τέτοιο κόμμα οδηγήθηκε σταδιακά και μεθοδικά σε «ενσωμάτωση», με την κρίση ηθικών αξιών και την απεμπόληση  του ηθικού πλεονεκτήματος  της Αριστεράς, το οποίο και μετέτρεψε σε «μικροαστικό έπος».
Ως κόμμα ριζοσπαστικής αριστεράς ντύθηκε το ένδυμα του «ρεαλισμού» εφαρμόζοντας πολιτικές που είχαν ως αποτέλεσμα, τη μετάλλαξή του σχεδίου του, από ριζοσπαστικό σε ένα σχέδιο γνώριμο στο σοσιαλφιλελευθερισμό  της δεκαετίας του ΄80, που «μόλυνε» την ευρωπαϊκή αριστερά. Παγιδεύτηκε στην ρητορική περί κυβερνητικής «υπευθυνότητας», υιοθετώντας τον ρεαλισμό των σκληρών μεταρρυθμίσεων, χωρίς τελικά να επιτύχει την ενίσχυση των κοινωνικών δυνάμεων που είναι ικανές να ενεργοποιούν και να ενσωματώνουν μια τέτοια «συστημική» αλλαγή. 

Προώθησε ως εναλλακτικό σχέδιο, την αντικατάσταση των προγραμμάτων λιτότητας με ένα σχέδιο «ανάπτυξης» στα πλαίσια της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» του Ελληνικού καπιταλισμού, ως πολιτικό αφήγημα.
Ωστόσο, ένας τέτοιος «σχεδιασμός» ως ιδεολογία ενός κοινωνικού προγράμματος ανατράπηκε από την ίδια την πεμπτουσία του προγράμματος και μεταμορφώθηκε σε ενεργό ιδεολογικό μηχανισμό «ανάπτυξης».


Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα εξουσίας και ως κυβέρνηση εξέφρασε ένα ευρύτατο και ετερόκλητο κοινωνικό και ταξικό «πλήθος»· ένα κοινωνικό «πλήθος», των φτωχών και εξαθλιωμένων στρωμάτων αλλά και μιας επιχειρηματικής «κάστας», η οποία ψάχνει την πολιτική και οικονομική της επιβίωση· μια «κάστα» που διαμόρφωσε την πολιτική πραγματικότητα της Μεταπολίτευσης, με την ενσωμάτωση των μικρομεσαίων στρωμάτων μέσω παράπλευρων μηχανισμών διαφθοράς και διαπλοκής, μέσω μιας ατέλειωτης δια-πλοκής παροχών, προγραμμάτων, διορισμών και δόμησε ένα «βαθύ» κομματικό κράτος.

Η «συνύπαρξη» αυτών των στρωμάτων ήταν ουσιαστικά αδύνατη, με ανύπαρκτα πεδία σύγκλησης και υπαρκτές αντιθέσεις, όπου «ηγεμόνευσε» η παλιά επιχειρηματική «κάστα».

Η διαχείριση αυτής της «αδύνατης σύγκλησης», ουσιαστικά καθόρισε και την ιδεολογικοπολιτική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση χωρίς πολιτική ηγεμονία και χωρίς κοινές  ιδέες και αξίες ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα και τα «συμφέροντα»· χωρίς ηθική και ιδεολογική ηγεμονία.

  • Ο κύκλος που έκλεισε
Ένας πολιτικός κύκλος έκλεισε με τις εκλογές της 7ης Ιούλη 2019, με κύριο χαραχτηριστικό,  τη μείωση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ και την «μεταστροφή» του σε κύριο πόλο της ευρύτερης Κεντροαριστεράς και την ταυτόχρονη «επάνοδο» της Δεξιάς.
Στις νικηφόρες εκλογές του 2015 το ίδιο κόμμα κατάφερε να εκφράσει την ριζοσπαστικοποίηση τμημάτων της Ελληνικής κοινωνίας, τα οποία κατά την περίοδο 2011-12 άρχισαν να βιώνουν τα αποτελέσματα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 2008. Οι κυρίαρχες τάξεις με το νεοφιλελεύθερο «κανόνα», φόρτωσαν τα βάρη της κρίσης στους εργαζόμενους ενώ η ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων (εργαζομένων, μικρομεσαίων και αυτοαπασχολούμενων) αμφισβήτησε έντονα το δικομματικό σύστημα αντιπροσώπευσης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ.
Στις εκλογές του Μαΐου  2012 ο ΣΥΡΙΖΑ «υιοθέτησε» τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό, συμμετέχοντας με α-πορία στα «κινήματα των πλατειών». Μάλιστα μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2012, ως αξιωματική αντιπολίτευση πλέον, αναπτύσσει μια «ρητορική» ικανοποίηση των αιτημάτων των κινημάτων, προβάλλοντας την «παραγωγική ανασυγκρότηση» του Ελληνικού καπιταλισμού, ως πολιτικό αφήγημα.
Εσωκομματικά υπήρξε εξισορρόπηση, μετά το 1ο συνέδριο το 2013, με το Αριστερό Ρεύμα ως «θεσμοθετημένη» εσωκομματική αντιπολίτευση και αργότερα την ομάδα των 53 ως δημιουργική αντιπολίτευση, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως αριστερό «άλλοθι». Άλλωστε και το Αριστερό Ρεύμα δεν άσκησε αντιπαράθεση με την ουσία της στρατηγικής της «παραγωγικής ανασυγκρότησης»· αντιπαρατέθηκε μόνο ως προς το νόμισμα θα γινόταν αυτή η ανασυγκρότηση.
Σταδιακά μέχρι τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ κεφαλαιοποίησε τη δράση των κινημάτων σε εκλογικά ποσοστά. Η προοπτική της ανατροπής περιορίστηκε στο αφήγημα της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» του Ελληνικού καπιταλισμού, με την παράλληλη αντιμετώπιση της «ανθρωπιστικής κρίσης».
Μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου,  ορίστηκε ως βασικός «διαπραγματευτής» της πρώτης κυβέρνησης της Αριστεράς, ο Υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης. Επιλέχθηκε ακριβώς για να εκφράσει τη «μεταστροφή» της  στρατηγικής του κόμματος, από την αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των εργαζομένων, στην «παραγωγική ανασυγκρότηση» του Ελληνικού καπιταλισμού. Ήταν ο κατάλληλος (και τυπικά ως μη μέλος) που μπορούσε να εκφράσει αυτή τη μετάλλαξη, με «τεχνάσματα» απόκρυψης τύπου, «συμφωνούμε με το 70% των μεταρρυθμίσεων ή δεσμεύσεων» του Μνημονίου (το καλό μνημόνιο). Υπέγραψε τη Συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου 2015, προοίμιο του νέου μνημονίου και αποδέχτηκε την συνέχιση της χρηματοδότησης με βάση το τότε 2ο μνημόνιο μετά από αξιολόγηση από τους «θεσμούς».

Τα κινήματα «καθηλωμένα» για ένα εξάμηνο κινητοποιήθηκαν στο Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, με τις τράπεζες κλειστές, τους ευρωπαϊκούς εκβιασμούς και την εχθρική προπαγάνδα των ΜΜΕ, με αποτέλεσμα το ΟΧΙ του 61,3%, το οποίο «μετατράπηκε» στο γνωστό 3ο μνημόνιο, το οποίο προπαγανδίστηκε ως ηρωική ήττα και «άνιση μάχη» με τους δανειστές, δικαιολογώντας το επιχείρημα του «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» (TINA).

Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ νομιμοποίησε το «μονόδρομο» της λιτότητας, επιτυγχάνοντας την απρόσκοπτη συνέχιση του προγράμματος  που δεν μπορούσε να επιτύχει η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ.

Πάντως φάνηκε ότι, η πραγματική ήττα δεν είναι όταν χάνεις, αλλά όταν χάνεις την πεποίθηση ότι μπορείς να νικήσεις. Εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πίστευε ότι θα γίνει αποδεκτό το πρόγραμμά του από τους δανειστές.
Διαχειρίστηκε μνημονιακές πολιτικές για τέσσερα χρόνια. Όμως στο τέλος ηττήθηκε στις εκλογές της 7ης Ιουλίου και αποδοκιμάστηκε ακόμα και από κοινωνικά στρώματα που το έφεραν στην κυβέρνηση.


Η ριζοσπαστικότητά του «μεταλλάχτηκε» γρήγορα και φάνηκε ότι, δεν ήταν παρά μια εκδοχή της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς· μια αριστερή κυβέρνηση που δεν έπεισε για την διαφορετικότητα του «σταθεροποιητικού» προγράμματός της· ούτε βέβαια πέτυχε να «εκτοπίσει» το ΠΑΣΟΚ από το κεντροαριστερό «στερέωμα»· ούτε βέβαια και ο «αφηγητής του καλού 70% μνημονίου» μπόρεσε να εμφανιστεί ως η αριστερή «εναλλακτική». Απλώς έγινε κοινοβουλευτικό κόμμα, με κύριο αφήγημα την «ρεαλιστική ανυπακοή», στα πλαίσια πάντα της γνωστής «δημιουργικής ασάφειας».

Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές και με ποσοστό 31,5%, προτάσσεται πλέον, ως ο «βασικός» πόλος της κεντροαριστεράς ή της ευρύτερης προοδευτικής συμμαχίας.
Παράλληλα επιχειρεί να αμβλύνει τον «νέο» χαρακτήρα του ως κόμμα «αρχηγικό», με χαλαρούς δεσμούς με τους ψηφοφόρους του, τα συνδικάτα και τις τοπικές κοινωνίες, ενώ θα προσπαθήσει να τροφοδοτήσει τον κομματικό μηχανισμό από τη δεξαμενή των ψηφοφόρων του, ενεργοποιώντας τις δυνατότητες «επαφής» με τους θεσμούς εκπροσώπησης και την εμπειρία  που του δίνει η κυβερνητική του θητεία.
  • Η δυστοπία
Η ήττα αρχίζει να δημιουργεί, ένα παράξενο είδος συναγωνιστών και συντρόφων που ψάχνουν να γαντζωθούν στο νέο αφήγημα, «να τα αλλάξουμε όλα». Αυτή η δυστοπία του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ όλοι σχεδόν επιζητούν, πάση θυσία να την καταστρέψουν.
Αυτό καθαυτό το φαινόμενο αποτελεί μια «καταστροφή» κάθε έννοιας κομματικής τάξης που προκαλεί πανικό και μας εμποδίζει να αξιολογήσουμε ψύχραιμα την ήττα.

Είναι σαφές ότι οι συνθήκες που γέννησαν το «πνεύμα» της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπάρχουν πια. Αυτό το κόμμα που κυβέρνησε για μια πλήρη τετραετία προκαθόρισε το πεπρωμένο του όταν υπέγραψε και εφάρμοσε μνημονιακές πολιτικές, ανεξάρτητα αν το ίδιο δημιούργησε τις συνθήκες του «αναπόφευκτου» τρίτου μνημονίου. Κι΄αν σήμερα έχει ξεσπάσει μια αδυσώπητη θεωρητική γκρίνια, είναι γιατί οι φίλοι και μέλη του δεν μπορούν να έχουν καμία πίστη στις γραφειοκρατικές δομές, που δια-καθορίζουν την λειτουργία του και τις δημοκρατικές διαδικασίες.


Ωστόσο χρειάζεται προσοχή γιατί, το κατεστημένο αγριεύει όταν «μερικοί» από τους ηττημένους είναι έτοιμοι να απεμπολήσουν την ταυτότητά τους αποδεχόμενοι ότι, «κάναμε σε όλα λάθος», γιατί ουσιαστικά αποδέχονται ότι οι σημερινοί «νικητές» - το κατεστημένο, έχει δίκιο. Αυτή δε η δυστοπία που επικρατεί σε όλο το φάσμα της προοδευτικής «παράταξης» αποτελεί την ύστατη μαρτυρία μιας διφορούμενης αριστερής σκέψης, όπου η αβεβαιότητα για το τι κάνουμε και η προσποίηση ότι συνεχίζουμε όπως πριν επιφέρουν καταστροφικά αποτελέσματα.
  • Η ουτοπία
Το «άλλαξέ τα όλα» αποτελεί μια ουτοπία· μία φανταστική  πολιτική κοινωνία που θα διαθέτει ένα φαινομενικά τέλειο κομματικό σύστημα.  

Ας θυμηθούμε εκείνο το κυνικό που λέει ο νεαρός αριστοκράτης Τανκρέντι στον θείο του, πρίγκιπα της Σαλίνα(Σικελία),  στον «Γατόπαρδο» του Βισκόντι : «Εάν θέλουμε να παραμείνουν όλα ως έχουν, πρέπει όλα να αλλάξουν».

Ο νεαρός υπονοούσε, ότι δεν θα άφηνε εύκολα τον πλούτο και την εξουσία. Έτσι ελίχθηκε, συμμάχησε  με την ανερχόμενη τάξη πραγμάτων και μ' ένα γάμο και θα εξασφαλίσει κατ' αρχάς την οικονομική συνέχεια. Μετά οι αριστοκράτες θα έχουν τον χρόνο να συνεχίσουν στην επόμενη φάση της Ιστορίας, αποβιώνοντας στο «αστικό χείμαρρο».  Αυτή δε η σκηνή του «ιστορικού παρασκηνίου» εκφράζει τη μετατόπιση της άρχουσας ελίτ. Ακριβώς έτσι θα φτιάξει και τον δική της σκηνή η γραφειοκρατική ελίτ, άθικτη από τον «προοδευτικό χείμαρρο» της επιζητούμενης κομματικής «μεταστροφής», η οποία βέβαια θα παραμείνει μια ουτοπία ή θα εμπεριέχει μια νέα κομματική δυστοπία


  • η ευτοπία

Το ζητούμενο αυτή την περίοδο μετά από την ήττα είναι να υπάρξει, μια επιθυμητή ιδανική κομματική κοινωνία, ως εφικτός στόχος για έναν διαφορετικό τρόπο πολιτικής οργάνωσης ενός ευρύτερου «πλήθους» που θα μετατρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ, σε μια λεγόμενη «πληθυντική αριστερά». Άλλωστε, όπως φαίνεται από τις μετεκλογικές έρευνες, «όσοι δεν ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές, αλλά τον ψήφισαν στις βουλευτικές έχουν μία συσπείρωση που φτάνει στο 50%, για τους ανθρώπους άνω των 45 ετών, ενώ στους κάτω των 45, αυτή η ιδεολογική εγγύτητα είναι κάτω από 30%» και μόνο στους ανθρώπους μεγάλης ηλικίας υπερβαίνει το 70%». Άρα είναι αναγκαία η κομματική ευτοπία που θα βοηθήσει στην κοινωνική αποδοχή και στην «συλλογική δεδηλωμένη».

Υ.Γ. : Ο ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2004 – 2015 ήταν μια «πληθυντική αριστερά», δεδομένου ότι συμμετείχαν πολλές κομματικές και κινηματικές οργανώσεις, που εξέφραζαν σχεδόν όλο το πολιτικοϊδεολογικό φάσμα, από την σοσιαλιστική συνιστώσα μέχρι επαναστατική τροτσκιστική συνιστώσα. Άρα θα επαναλάβουμε το ίδιο εγχείρημα; Ποιες θα είναι οι διαφορές; Πως αλήθεια θα επιτευχθεί η ζητούμενη ευτοπία; Η ουτοπία πάντως του εγχειρήματος είναι υπαρκτή.
                                                           
Ο Σήφης  Φανουράκης είναι αρχιτέκτονας