Του Αλέξανδρου Μαυρικάκη
«Χαρά σ΄ εκείνον που ξέρει να τον γυρίζει, τον κόσμο αυτόν»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Ο ξεπεσμένος δερβίσης»
Η ιστορία μάλλον θα τους αγνοήσει. Δεν έκαναν κάποια
ηρωϊκή πράξη, δεν προήγαγαν την επιστήμη και τις τέχνες, δεν διέπρεψαν ως
επιχειρηματίες ή ως πολιτικοί παράγοντες. Ήταν όμως ήρωες της βιοπάλης, προήγαγαν
την ευπρέπεια και το ήθος και δίδαξαν αλληλεγγύη βοηθώντας από το υστέρημά τους όσους είχαν
ανάγκη. Η σημαντικότητα του ασήμαντου για την ιστορία βίου τους, δίδαξε
αξιοπρέπεια και άφησε μια γλυκιά ανάμνηση για τα χρόνια που «η ζωή ήταν
αλλιώς».
* * *
Η Αδελίνα Γκιτάρ, γνωστότερη ως μαντάμ Ορτάνς (Ορτανσία) (1863 – 2 Μαΐου1938) ήταν Γαλλίδα ιερόδουλη, η οποία μάς έγινε γνωστή όταν, στις αρχές του εικοστού αιώνα, εγκαταστάθηκε
στην Κρήτη (1898) μαζί με άλλες κοπέλες για να
προσφέρει τις υπηρεσίες της στους άνδρες των Μεγάλων Δυνάμεων. Μάς έγινε επίσης
γνωστή στη μυθιστορηματική της εκδοχή μέσα από το μυθιστόρημα του Νίκου
Καζαντζάκη «Ο βίος και η πολιτεία του
Αλέξη Ζορμπά». Ήταν η εποχή που
κυοφορούταν, με πολλή βία και αίμα, η απελευθέρωση της Κρήτης.
Το 1897 ανατέθηκε στον Φελίτσε Ναπολεόνε Κανεβάρο από τις Μεγάλες Δυνάμεις
(Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και Ιταλία) η αρχηγία του
ενωμένου στόλου προκειμένου να δοθεί αυτονομία
στο νησί. Τον Μάρτιο του 1997 κατέλαβαν το νησί και το διαίρεσαν σε
ζώνες κατοχής. Οι μάχες μεταξύ Κρητών και Τούρκων συνεχίστηκαν με αγριότητα. Στις
2 Νοεμβρίου 1898 οι τούρκοι στρατιώτες
εγκατέλειψαν οριστικά τη Κρήτη και το
Δεκέμβριο του 1898 αποβιβάστηκε στη Σούδα ο πρίγκιπας Γεώργιος ως ύπατος
αρμοστής. Μετά την επανάσταση του
Θερίσου το 1905, η Ορτάνς έφυγε για το Ηράκλειο και μετά για την Σητεία όπου άνοιξε καφωδείο αλλά, λίγο καιρό
αργότερα, μετακόμισε στον Άγιο Νικόλαο ανοίγοντας και πάλι ένα καφωδείο στην
προκυμαία της πόλης. Αργότερα το 1916 μετακόμισε στην Ιεράπετρα με τον σύζυγό
της (παντρεύτηκε στη Σητεία ή στον Άγιο Νικόλαο) και άνοιξαν μαγαζί στη Μεσοκαστελιά. Μετά τον χωρισμό της
και με τον τίτλο της άμισθης υποπρόξενου
της Γαλλίας, η Ορτάνς άνοιξε εστιατόριο. Η Αδελίνα Γκιτάρ, η μαντάμ Ορτάνς που έζησε την απελευθέρωση
της Κρήτης, άφησε το μάταιο κόσμο το 1938, λίγο πριν τον δεύτερο
μεγάλο πόλεμο.
«Ήταν μια αγία η μαντάμ Ορτάνς, είχε πει ο
παπά Μανώλης Τζοβαλάκης. Δεν ξέρω αν αμάρτησε στα νιάτα της, εξάλλου
ποιός είναι ο αναμάρτητος, αλλά ορκίζομαι στο σταυρό που κρατώ και στη
λειτουργία που κάνω ότι έζησε στα στερνά της σαν αγία και πέθανε σαν αγία
κάνοντας χιλιάδες καλοσύνες και βοηθώντας από το υστέρημά της τους συνανθρώπους
της…»
* * *
Ο Σαλή Χελιδονάκης, αν δεν γνώρισε την Ορτάνς στα
Χανιά, σίγουρα θα άκουσε να μιλάνε γι αυτήν. Ο Σαλή, ο μαύρος βαρκάρης των Χανίων, ήταν απόγονος μαύρων εργατών, γνωστών ως «χαλικούτηδων», από την εποχή της Αιγυπτιοκρατίας
στην Κρήτη (1830-1840). Το «χαλικούτης» προέρχεται από το αφρικανικό «Χαλ
Ιλ Κούτι», δηλαδή «άφησε κάτω το κιβώτιο», φράση συνηθισμένη ανάμεσα στους
αφρικανούς αχθοφόρους. Υπάρχει και η άποψη πως
δεν ήταν «χαλικούτης» αλλά απόγονος
μαύρων δούλων που είχαν φέρει οι Άραβες δουλέμποροι στο νησί. Σήμερα θα τους λέγαμε οικονομικούς
μετανάστες. Ο Σαλή δε θέλησε να εγκαταλείψει τα
Χανιά κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922. Έγινε γνωστός στην χανιώτικη
κοινωνία από το επάγγελμα του βαρκάρη και τη μεταφορά επιβατών
και αποσκευών από τα πλοία της γραμμής στην αποβάθρα. Κυρίως έγινε γνωστός για την
εργατικότητα, την εγκαρδιότητα και την καλοψυχία του, το χαμόγελό του, την
γενναιοδωρία του και την αλληλεγγύη που έδειχνε, φτωχός ό ίδιος, στους φτωχούς και ανήμπορους. Λέγεται πως κάποτε
που κέρδισε τον πρώτο λαχνό του λαχείου
προίκισε 2 ορφανές κοπέλες.
Πέθανε στις 29 Φεβρουαρίου 1967.
* * *
Ο Άβελ Σεστάκ ήρθε στο
Ηράκλειο από την μακρινή Αμερική. Γεννήθηκε στην Αργεντινή από Γάλλους μετανάστες,
στις 25 Αυγούστου του 1918, το ίδιο έτος που τελείωσε ο πρώτος παγκόσμιος
πόλεμος με ήττα της Γερμανίας και των συμμάχων
της. Ο Άβελ ήταν ένας γίγαντας με χρυσή καρδιά που η γνωριμία του με την
κυρία Κατερίνα, την μέλλουσα γυναίκα του,
τον έφερε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν ο ήρωας όλων των παιδιών της πόλης, ό
ήρωας που νικούσε όλους τους αντιπάλους του στους λαϊκούς αγώνες πάλης, που
διεξαγόταν στο γήπεδο του ΟΦΗ, στην Όαση και στο Μαρτινέγκο. Αντιπάλους είχε τον Λαμπράκη, τον Παπαλαζάρου, τον Πρίμο
Καρνέρα, τον Ζιγκουλίνωφ, τον Ινδό μασκοφόρο, τον Καρπόζηλο αλλά και τον
Γιώργο Τρομάρα, με διαιτητή συνήθως τον Κώστα Ρουμελιώτη (που διατηρούσε
κατάστημα στην Πλατιά Στράτα).
Οι
χώροι που πάλευε τη δεκαετία του ΄60 ο πολύφημος αυτός γίγαντας, γέμιζαν κόσμο, ιδίως παιδιά, που μετά τη λήξη του
αγώνα και με νικητή βέβαια πάντα τον Άβελ, έκαναν αναλύσεις με ύφους ειδικού, σχολίαζαν εκστασιασμένα τα
«αεροπλανικά» κόλπα και ενίοτε τα εφάρμοζαν στις αλάνες και στις γειτονιές. Ο
γίγαντας αυτός βοηθούσε όποιο φίλο είχε
ανάγκη, πήγαινε με φίλους του στην αγροτική του περιουσία, χαιρετούσε όποιον
περνούσε έξω από το σπίτι του και έβγαινε με τα δυο μικρά του παιδιά βόλτα στις
Τρείς Καμάρες. Η αγάπη του για την χώρα
που ζούσε και θεωρούσε πατρίδα του φάνηκε όταν το 1974 ζήτησε να
επιστρατευτεί αλλά το αίτημά του απορρίφτηκε.
Την
Κυριακή στις 15 Ιανουαρίου 1995 η καρδιά του γίγαντα Άβελ σταμάτησε να χτυπάει.
Μαζί της σταμάτησε και η καρδιά μιας άλλης εποχής.
* * *
Στους
αγώνες πάλης του Άβελ σύχναζε ενίοτε και ο Μανώλης, πιο γνωστός, λόγω του σωματικού όγκου, της μεγάλης
δύναμης και της βροντερής φωνής ως
Μανώλας. Ο Μανώλης Μ. ή Μανώλας, καταγόταν από την Κίσσαμο Χανίων και κάποιο
ατυχές γεγονός, όπως λέγανε, τον ανάγκασε να φύγει και να έρθει στο Ηράκλειο κάνοντας τον αχθοφόρο.
Περνοδιάβαινε
την Πλατιά Στράτα, τον μεγάλο τότε εμπορικό δρόμο του Ηρακλείου, κουβαλούσε με το καρότσι του εμπορεύματα, μετέφερε
δέματα στα πρακτορεία και ξεκουραζόταν καθισμένος στο καρότσι στην πλατεία
Κορνάρου. Ο εμβληματικός αυτός βιοπαλαιστής ήταν φανατικός
κινηματογραφόφιλος, σύχναζε στη «μικρή βουλή» (εστιατόριο Κνωσός), μάζευε
χρήματα και ταξίδευε (όπως λέγανε) στο εξωτερικό και ήταν αιμοδότης. Κάποτε
εκνευρίστηκε όταν αχθοφόρος του Πειραιά δεν γνώριζε ποιος ήταν
ο πρόεδρος του σωματείου του, δείχνοντας έτσι πως είχε συνείδηση εργάτη.
Έφυγε στα τέλη της δεκαετίας του ΄80, ήσυχα
όπως έζησε και πήγε στον Παράδεισο.
* * *
Σε
εκείνο τον Παράδεισο που δεν γίνονται διακρίσεις σε θρησκείες, σε οικονομικούς
μετανάστες, σε πρόσφυγες, σε μαύρους και σε λευκούς, σε πόρνες και σε νοικοκυρές.
Στον Παράδεισο των βιοπαλαιστών, των αμαρτωλών αγίων, των φτωχών διαβόλων, των
πλανόδιων και πλανόβιων του κόσμου. Εκεί βρήκε ο Μανώλας τον Σαλή, την Ορτάνς και τον Άβελ να συζητάνε και
να μιλάνε για τη ζωή τους.
Ο Άβελ
εξιστορούσε την πορεία του ως πυγμάχου στην Αμερική. «Λέγανε
πως ήμουνα πολύ δυνατός ... πάλεψα και δεν με νίκησε κανένας… όμως πιο δυνατός
κι από εμένα υπήρξε ο έρωτας που με πήρε από την Αμερική και με έφερε στη
Κρήτη… έπαιξα και σε μια ταινία που με ήθελαν για τη δύναμή μου…».
«Την είδα», είπε ο Μανώλας με την βροντερή φωνή του. «Ξέρεις
πως μου άρεσε ο κινηματογράφος… ταξίδευα βλέποντας τις ταινίες … ζούσα μια άλλη
ζωή μέσα στην σκοτεινή αίθουσα…».
Ο Σαλή,
με το γλυκό του χαμόγελο, εξηγούσε γιατί δεν θέλησε να φύγει από τα Χανιά το
1922 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. «Αισθανόμουν
τα Χανιά ως
πατρίδα μου… εξάλλου όπου και να πήγαινα βαρκάρης θα ήμουνα… ας μείνω
λοιπόν εδώ, είπα, με ανθρώπους που αγαπάω και με αγαπούν….».
Η
μαντάμ Ορτάνς καλοχτενισμένη και στολισμένη,
κοίταξε τον Σαλή και χαμογέλασε.
«Τα Χανιά λοιπόν…», είπε πολύ σιγά.
Δεν
είπε τίποτα άλλο. Κοίταξε κάπου μακριά σα να περίμενε κάτι. Περίμενε τον Ιταλό Ναύαρχο Κανεβάρο. Όλοι ήξεραν πως αν και γνώρισε πολλούς άντρες,
αυτός παρέμεινε ο μεγάλος έρωτας της ζωής της.
* * *
Πηγές:
Βικιπαιδεια
Νέα Κρήτη, Χανιώτικα Νέα, Αγώνας της Κρήτης, ikriti,
Kriti24.gr, zarpanews.gr
Δετοράκη
Ιστορία της Κρήτης,
Καζαντζάκη Αλέξης Ζορμπάς,
Πρεβελάκη Χρονικό μιας Πολιτείας
Πιτυκάκη Το γλωσσικό ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης
Γ. Μαρκόπουλου Γεράπετρος και Γεραπετρίτες