Της Ευγενίας Περυσινάκη
Ο ιστότοπος "ΡΩΓΜΕΣ" χώρος ιδεών, διαλόγου και δράσης, παρουσίασε το βιβλίο του Δημήτρη Μπελαντή "Ο Στάλιν στην Κολιμά" στους χώρους του βιβλιοπωλείου "Αναλόγιο". Δημοσιεύουμε σήμερα την εισήγηση της Ευγενίας Περισυνάκη για το βιβλίο.
"ΡΩΓΜΕΣ"
Το βιβλίο του Δημήτρη
Μπελαντή, Ο Στάλιν στην Κολιμά, των εκδόσεων Τόπος αποτελεί ένα εκτενές
μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας, 460 σελίδων, συμπεριλαμβανομένων του
προλόγου, των σημειώσεων και της βιβλιογραφίας.
Στο εξώφυλλο του βιβλίου εικονίζεται σε προφίλ, το πρόσωπο του Στάλιν, με ενδυμασία που παραπέμπει σε βαρύ χειμώνα. Το ζωντανό βλέμμα του και το ελαφρύ μειδίαμα προϊδεάζουν τον αναγνώστη, πριν καν ανοίξει το βιβλίο ότι πρόκειται για στιγμιότυπο που αποτυπώνει την αντίδραση του μεγάλου ηγέτη σε μια ευνοϊκή για κείνον συγκυρία.
Στο εξώφυλλο του βιβλίου εικονίζεται σε προφίλ, το πρόσωπο του Στάλιν, με ενδυμασία που παραπέμπει σε βαρύ χειμώνα. Το ζωντανό βλέμμα του και το ελαφρύ μειδίαμα προϊδεάζουν τον αναγνώστη, πριν καν ανοίξει το βιβλίο ότι πρόκειται για στιγμιότυπο που αποτυπώνει την αντίδραση του μεγάλου ηγέτη σε μια ευνοϊκή για κείνον συγκυρία.
Ως προς τη δομή του, το έργο χωρίζεται σε δύο
εκτενή μέρη που φέρουν λατινικούς τίτλους, οι οποίοι συνοδεύονται από μετάφραση
στα Νέα Ελληνικά. Στο πρώτο, Te Deum Stalin ( Εσένα τον Θεό Στάλιν), τον τίτλο
συνοδεύουν: α) ένα απόσπασμα από τα ζητήματα Λενινισμού του Στάλιν:
Το
κόμμα οφείλει να αφουγκράζεται με προσοχή τη φωνή των μαζών, οφείλει να
παρακολουθεί με προσοχή το επαναστατικό ένστικτο των μαζών, ελέγχοντας με αυτή
την ορθότητα της πολιτικής του, οφείλει. συνεπώς , όχι μόνο να διδάσκει μα και
να διδάσκεται από τις μάζες.
και β) μια ρήση του
Στάλιν που συμπυκνώνει τη στάση του
απέναντι στην αντιπολιτευτική πολιτική της Διεθνούς που εκφράστηκε μέσω
του Ιταλού κομμουνιστή ηγέτη
Αμαντέο Μπορντίγκα: Ο Θεός να σε συγχωρήσει,
σύντροφε.
Το δεύτερο μέρος
τιτλοφορείται: Dies Irae (ημέρα της οργής) προδιαθέτοντας για έναν σκληρό και αδυσώπητο αγώνα για
επικράτηση.
Το καθένα από τα παραπάνω μέρη υποδιαιρείται σε μικρές ενότητες
που αντί τίτλου φέρουν ακριβή προσδιορισμό, του
χώρου και του χρόνου, στον οποίο εκτυλίσσονται τα περιγραφόμενα γεγονότα, ενώ αναφέρονται
και τα δρώντα πρόσωπα.
Ο Χρόνος λειτουργεί πολυεπίπεδα και καθώς πραγματώνεται σε δύο
διαφορετικά σύμπαντα: α) το παρόν σύμπαν, το οποίο συμπίπτει με το χωροχρόνο
της πραγματικής ιστορίας και β) εκείνο του σύμπαντος της αφήγησης. Τα δύο αυτά
σύμπαντα καταφέρνουν να συνυπάρξουν αρμονικά, χάρη στην ευρηματική έμπνευση του
συγγραφέα να παρουσιάσει την δική του εναλλακτική ιστορία της Σοβιετική
Ένωσης, μετά τον εμφύλιο, χρησιμοποιώντας δομικά υλικά του παρόντος
σύμπαντος, δηλαδή της ιστορικής πραγματικότητας. Μάλιστα , καθώς η εκδοχή του
είναι εξαιρετικά αληθοφανής, πολύ συχνά ο συγγραφέας παρεμβαίνει στην αφήγηση,
διευκρινίζοντας ποια από τα στοιχεία ανήκουν στο δικό μας σύμπαν και ποια στη
μυθιστορηματική διάσταση.
Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ένας στόχος διπλός:
Αφενός μεν του δίνεται η ευκαιρία να κάνει τον αναγνώστη κοινωνό της
ευρυμάθειάς του, που εκτείνεται σε
πλήθος τομέων και επιστημών, αφετέρου δε, μέσω της ενσυναίσθησης πραγματώνεται η εμβάθυνση στα στοιχεία της ιστορίας,
τα οποία ο συγγραφέας επιθυμεί να τονίσει ενώ παράλληλα υπό το πρίσμα μιας εναλλακτικής
εκδοχής, καλλιεργείται έντονος ο προβληματισμός για τις δυνατότητες στο
ιστορικό γίγνεσθαι της συγκεκριμένης περιόδου.
Συγχρόνως επιτυγχάνεται επί της ουσίας η συναισθηματική ταύτιση του αναγνώστη με
τους συμμετέχοντες, καθώς και η κατανόηση των βαθύτερων κινήτρων και
παρορμήσεων τους, στο πλαίσιο συγκεκριμένων συνθηκών και συγκυριών. Η ενσυναίσθηση στο χώρο της ιστορίας
αποτελεί πρωτεύοντα στόχο της σύγχρονης εκπαίδευσης και δια βίου μάθησης, στην
ευόδωση του οποίου συνεπίκουρος αποτελεσματικός
παρίσταται η λογοτεχνία. Στο
πλαίσιο αυτό, το μυθιστόρημα του Δημήτρη Μπελαντή καταφέρνει σε ένα πολύ μεγάλο
βαθμό να κινητοποιήσει συναισθηματικά τον αναγνώστη.
Οι περιγραφές τόσο των κλειστών όσο και των ανοιχτών χώρων είναι τόσο ζωντανές που νιώθει κανείς ότι βρίσκεται εκεί δίπλα στους μεγάλους ηγέτες , βιώνοντας τα γεγονότα, ενώ πίνει κι ο ίδιος ένα ποτήρι βότκα ή ένα φλιτζάνι ζεστό τσάι, από το σαμοβάρι. Άλλοτε πάλι νιώθει να τον διαπερνά ο τρόμος όταν ξεσπά η οργή τους απέναντι στους αντιπάλους τους, συναισθανόμενος τον έλεο για το τραγικά προδιαγεγραμμένο τέλος τους. Τίτλοι και αποσπάσματα βιβλίων, ιστορικά ντοκουμέντα και δημοσιεύματα παρελαύνουν μπροστά από τα μάτια του. Όλες οι θεωρίες περί κομμουνισμού αποτυπώνονται και συμπυκνώνονται με σοφά επιλεγμένα χωρία από διάσημα βιβλία. Εισηγήσεις και ντοκουμέντα αναβιώνουν και φωτίζουν όλες τις αντικρουόμενες πλευρές και θεωρίες. Μάλιστα ο συγγραφέας συμπεριλαμβάνει στο έργο του ρητορικούς λόγους, πολύ συχνά δε και αγώνες λόγων, αξιοποιώντας έτσι το τάλαντό του και στη ρητορική τέχνη. Κατασκευάζονται αντικρουόμενες τοποθετήσεις που συχνά συνοδεύονται από δευτερολογίες και όλα αυτά κατά το εικός και το αναγκαίον, φωτίζοντας με τον πιο άμεσο τρόπο την προσωπικότητα και τις θέσεις των ομιλητών:
Η γνώμη του Τρότσκι για τη γραφειοκρατία: στο χω πει πολλές φορές
σύντροφε Ράντεκ. Θα στο ξαναπώ: η γραφειοκρατία είναι μία κοινωνική δύναμη ένα
παρασιτικό καρκίνωμα ένα καρκίνωμα που και τώρα, τη στιγμή που σου μιλώ, τρώγει
πειναλέα τη σάρκα και τα γάγγλια του εργατικού μας κράτους. Μόνο συγκυριακά
προσωποποιείται δεν είναι το καθεστώς του Στάλιν αυτό που τελικά μπορέσαμε να
αποτρέψουμε. Απλώς χρόνο αγοράσαμε Ράντεκ. Είσαι ευφυής και με εννοείς έτσι δεν
είναι; Δεν φτάνει πρέπει να «ετοιμάσουμε μία νέα επανάσταση μέσα στην
επανάσταση» όπως εκείνο το ωραίο βιβλιαράκι που έγραψε ο νεαρός Γάλλος
σύντροφός μας Ρεζίς Ντεμπρέ.
Ο Ράντεκ τον κοίταξε με
ένα βλέμμα που ένωνε το σεβασμό και τη φιλία με τη λεπτή διανοουμενίστικη
ειρωνεία. Ώρες-ώρες νομίζεις ότι ο Ράντεκ δεν ήταν άνθρωπος κανονικός αλλά μία
έξυπνη μηχανή με τεχνητή σάρκα. Ένας γραμματέας ουσιαστικά «μηχανικός», «
κατασκευασμένος» artificial. Εξωγήινος. Οι πραγματικές του σκέψεις ήταν μονίμως
αδιόρατες…
Ο αντίλογος Ράντεκ: Αγαπητέ μου Λεβ, και
βέβαια έχεις δίκιο η γραφειοκρατία δεν είναι πρόσωπα είναι μία δομημένη
κοινωνική τάση. Από ένα σημείο και πέρα είναι και μία κοινωνική τάξη, κάτι που
υποστήριξα προσωπικά σε αντίθεση με όσα εσύ λες στην τελευταία Κεντρική
Επιτροπή. Ναι η γραφειοκρατία είναι δυνάμει κοινωνική τάξη. Μπορεί να
ξαναβλαστήσει μέσα στον ίδιο τον Τρότσκιστοραντεκισμό ως τάση ή τάξη. Μπορεί να
δούμε οι δικοί μας να μας κρεμάνε από τα τσιγκέλια και να αποκαθιστούν πλήρως
τη γραφειοκρατία με ή χωρίς τον Στάλιν. Όμως αυτή είναι και η διαλεκτική της
διαρκούς Επανάστασης. Σου οφείλουμε τόσα για την κατανόηση της «διαρκούς
Επανάστασης». Αυτό που κυρίως σου οφείλουμε είναι το γεγονός ότι όχι μόνο
μπορεί να εξελιχθεί ταχύρρυθμα η αστική στη σοσιαλιστική επανάσταση αλλά και
παραπέρα η σοσιαλιστική νίκη μπορεί να εξελιχθεί αντιφατικά σε γραφειοκρατική
αντεπανάσταση. Όμως τι θες να κάνουμε; Άνθρωποι καθημερινοί είμαστε
μασκαρεμένοι σε εκλεκτούς ηγέτες. Τα όριά μας είναι ιστορικά και ανθρώπινα. Η
επανάσταση δεν νίκησε στη Δύση ακόμη ούτε καν στην Ανατολή. Το πιθανότερο είναι
ότι δεν θα ξαναγυρίσει πριν από τον επόμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Συνήθως οι
άνθρωποι επαναστατούν μέσα από τις άθλιες συνθήκες των σφαγείων των μεγάλων
πολέμων. Προσώρας κάνουμε ότι μπορούμε. Βοηθήσαμε κάθε σοβαρή επαναστατική
έκρηξη συχνά χωρίς την κατάλληλη κοινωνική προετοιμασία. Δουλέψαμε στη Δύση το ενιαίο μέτωπο χωρίς
σπουδαία αποτελέσματα. Αποτύχαμε στην Γερμανία αλλά ευτυχώς απέτυχε και ο
Χίτλερ. Ανακόψαμε στο σπίτι μας μέσα το Στάλιν που ήταν η επιθετικότερη μορφή
του καρκίνου. Αλλά κρατάμε θα μου πεις μέσα στη δομή του κράτους τα αποπαίδια
του τους Γιέζοφ και Μπέρια, τις
μεταστάσεις του Στάλιν. Έχεις σκεφτεί γιατί το κάνουμε Λεβ;
Στο ίδιο πλαίσιο λειτουργούν και τα δημοσιεύματα που κατασκευάζει
για την αποτύπωση των γεγονότων μέσω ανταποκρίσεων των σοβιετικών εφημερίδων (Πράβντα, Ισβάστια, Λιτερνατουρνάγια Γκαζέτα,
Πρακτορείο ΤΑΣΣ).
Θαυμασμό προκαλεί ακόμη η
βαθιά γνώση του συγγραφέα για τα οπλικά
συστηματα της εποχής (με ορισμένους αναχρονισμούς) και τον τρόπο με τον οποίο
αυτά λειτουργούν, με έμφαση στην
ασύλληπτη για την εποχή υπερτεχνολογία της Σοβιετικής ένωσης, για την επίταση
της οποίας επιστρατεύονται ακόμη και στοιχεία της επιστημονικής φαντασίας.
Ως εναρκτήρια ημερομηνία
επιλέγεται η Πρωτοχρονιά του 1936. Οι σαράντα τέσσερις ημέρες που ακολούθησαν
παρακολουθούνται μία προς μία και προβάλλουν γεγονότα που εξελίσσονται με τρόπο
εξαιρετικά γρήγορο, δημιουργώντας ραγδαίες ανατροπές και διχασμό (οικείο βίωμα
στην απανταχού αριστερά) στο Σοβιετικό λαό.
Ο χώρος που επιλέγεται
από το συγγραφέα να συμπεριληφθεί και στον τίτλο είναι το στρατόπεδο της
Κολιμά, η οποία λειτουργικά αποτελεί
κεντρικό σημείο αναφοράς, αν και το μυθιστόρημα κινείται παράλληλα σε
πλήθος άλλων τόπων (Μόσχα Κρεμλίνο, κτήριο της Λουμπιάνκα, οίκος των
συνδικάτων, κεντρική διοίκηση της ΝΚWD, αριστοκρατική μονοκατοικία στη
Βαρσοβία, Αρχάγγελος, λιμάνι στη βόρεια Παγωμένη θάλασσα, Ουκρανία, κοντά στο
Χάρκοβο, περιοχή Μαγκατάν). Με την ευρηματική υποδιαίρεσή του έργου σε
μικρότερα κεφάλαια ο συγγραφέας
καταφέρνει να δώσει την παράλληλη δράση σε όλους τους ζωτικής σημασίας χώρους, όπου κινούνται τα
νήματα των εξελίξεων.
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση
ενός παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος μπορεί να διαβάσει και να μεταφέρει ακόμη
και τις πιο μύχιες σκέψεις των ηρώων του, βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση.
Ομοίως και το είδος της επαναληπτικής
αφήγησης, δηλαδή γεγονότα που
συνέβησαν μία φορά επαναλαμβάνονται αφηγηματικά από περισσότερα πρόσωπα της
ιστορίας με διαφοροποιήσεις ως προς εστίαση. Τα γεγονότα, με τον τρόπο αυτό
φωτίζονται ολόπλευρα, με επίκεντρο τους δραματικούς χαρακτήρες, οι οποίοι με
τις παράλληλες ενέργειες και ρήσεις τους λειτουργούν ως ήρωες ενός
δράματος, όπου ανάλογα με τις επιλογές
τους αποδεικνύονται συνετοί, ανόητοι ή τραγικά πρόσωπα υποταγμένα στη μοίρα
τους στο πλαίσιο μιας εξαιρετικά δύσκολης ιστορικής συγκυρίας.
Τι ήταν όμως η Κολιμά;
Η περιοχή βρίσκεται στη ρωσική Βόρεια Άπω Ανατολή, στον Αρκτικό Κύκλο,
στις ακτές του Ειρηνικού. Εκεί βρέθηκε χρυσός και άλλα πολύτιμα στοιχεία, γι’
αυτό και οι σοβιετικές αρχές δημιούργησαν τα προαναφερθέντα στρατόπεδα εργασίας, ώστε να εξορύσσεται ο
χρυσός ανέξοδα, από τους πολιτικούς κρατούμενους. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του
Βαρλάμ Σαλάμοφ «στην Κολιμά ο χειμώνας
διαρκεί δώδεκα μήνες, πρόκειται για τόπο ανθρωποφαγικό, στερημένο από κάθε
ανθρώπινο αίσθημα, κολαστήριο που ξεπερνάει την ανθρώπινη φαντασία». Ο
Βαρλάμ Σαλάμοφ που έζησε το κολαστήριο της Κολιμά μαρτυρεί ότι εκεί κατάλαβε
πως «ο άνθρωπος γίνεται κτήνος μετά από
τρεις εβδομάδες σε συνθήκες σκληρής χειρονακτικής εργασίας, παγωνιάς, πείνας
και ξυλοδαρμών».
Με ανάλογη ενάργεια μεταφέρεται η εικόνα του στρατοπέδου στο
Μυθιστόρημα του Μπελαντή:
Γαμώτο, Γιόζεφ.
Ταξιδεύουμε τέσσερα μερόνυχτα τώρα. Πού πάμε; Στην Κολιμά Γκριγκόρι. Ξέρεις
καλά τι είναι. Δεν είναι τόπος παραθερισμού, είναι τόπος να ψοφήσεις. (…) Ποια
είναι η δική μας μοίρα σε αυτό το απίστευτο ψυγείο που μας πάνε; Αν
επιβιώσουμε, επιβιώσαμε.
«Το γκουλάγκ δεν είναι
απλώς ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης καταναγκαστικής εργασίας. Είναι ένα σύστημα
στρατοπέδων, ένας αστερισμός, ένα αρχιπέλαγος μία αλυσίδα σκοτεινών σημείων στη
Σοβιετική ενδοχώρα. Το γκουλάγκ δεν έχει καμία αναγκαστική σχέση με τον
μαρξιστικό σοσιαλισμό ή τη μετάβαση στον μαρξιστικό κομμουνισμό γενικότερα.
Υπήρξε προϊόν συγκεκριμένων συνθηκών της πάλης των τάξεων που αφορούσαν τον εμφύλιο πόλεμο στη Ρωσία το
1918 έως 1921, της ήττας της Επανάστασης στη Δύση την ίδια περίοδο και της
ρωσικής απομόνωσης, της πορείας γραφειοκρατικοποίησης και αντιδημοκρατικής
μετατόπισης της ρωσικής Επανάστασης.
Το γκουλάγκ συγκεντρώνει διαφωνούντες πολιτικούς κρατούμενους, ιδίως αντιπολιτευόμενους μπολσεβίκους αλλά και αναρχικούς και Λευκούς. Είναι ο χώρος της αναγκαστικής εργασίας».
Το γκουλάγκ συγκεντρώνει διαφωνούντες πολιτικούς κρατούμενους, ιδίως αντιπολιτευόμενους μπολσεβίκους αλλά και αναρχικούς και Λευκούς. Είναι ο χώρος της αναγκαστικής εργασίας».
Μια από τις μεγαλύτερες
αρετές του μυθιστορήματος είναι ο
τρόπος παρουσίασης των ηρώων. Οι ήρωες του Μπελαντή είναι
εντελώς διάφανοι. Η ψυχογράφηση τους δικαιολογεί απόλυτα τους προβληματισμούς
τους και τον τρόπο αντίδρασης τους, που
απορρέει από βαθιά σκέψη και εκτίμηση των δυνατοτήτων, πάντα με γνώμονα τις
υφιστάμενες συνθήκες. Προβάλλουν έτσι οι αντιδράσεις τους αληθοφανείς χωρίς ωραιοποιήσεις και περιττούς
συναισθηματισμούς. Οι ήρωες ξεγυμνώνονται, καθώς αγωνίζονται να λειτουργήσουν σε μια κοινωνία εξαιρετικά σκληρή, σε μια
ιστορική συγκυρία, όπου η βία και οι «ρευστοποιήσεις» των αντιφρονούντων αποτελούν πρακτικές σχεδόν
αναπόφευκτες. Στο πλαίσιο αυτό ιχνογραφείται η προσωπογραφία του Στάλιν που σε
αντίθεση με την ευνοϊκή για αυτόν συγκυρία της εύκολης επικράτησης στο κανονικό
σύμπαν, στο σύμπαν της ιστορικής εκδοχής του συγγραφέα, χρειάζεται να
αγωνιστεί, να επιδείξει στο έπακρο την πυγμή και τον ηγετικό δυναμισμό του,
προκειμένου να αναδειχθεί για μια ακόμη φορά νικητής.
Παράλληλα, ο συγγραφέας δεν παραμελεί την αποτύπωση του αντίκτυπου των
τεκταινομένων στο λαό, καθώς πλάι στους μεγάλους κομμουνιστές ηγέτες που κινούν
τα νήματα παρουσιάζονται τα βιώματα και η αντίδραση απλών ανθρώπων.
Οι σκέψεις του Μπούνιν
(φανταστικός ήρωας): «Οι κυβερνήσεις και τα
Πολιτικά Γραφεία πάνε και έρχονται, το κόμμα αλλάζει ηγεσίες και πολιτικές. Και
η δική μας η ζωή σε τι αλλάζει; Συχνά σε τίποτε. Και να φανταστείς ότι η Μεγάλη
Επανάσταση του 1917 ακριβώς για αυτό υποτίθεται ότι έγινε. Για να αλλάξει η
καθημερινή μας ζωή. Που υποτίθεται έγινε «πιο χαρούμενη» όπως είχε πει πριν από
χρόνια ο σύντροφος Ράντεκ. (…) Μόνο
κνούτο και φυλακή. Μόνο καταπίεση και φτηνή δογματική κατήχηση. Κι έπειτα όλες
αυτές οι ομάδες, οι φράξιες στο Κόμμα, οι ηγέτες. Μας λένε ότι είμαστε
Δημοκρατία και όμως εμείς οι απλοί άνθρωποι δεν αποφασίζουμε για τίποτε. Μας
λένε ότι είμαστε η χώρα των σοβιέτ και όμως οι άνθρωποι των σοβιέτ βγαίνουν
όλοι από τις λίστες του Κόμματος, δεν εκλέγονται πραγματικά. Υπάλληλοι του
Κράτους είναι και αυτοί που βγάζουν ένα μισθό για να το παίζουν δημοκρατική
βιτρίνα του κόμματος. Λες και δεν το ξέρουμε στο κολχόζ να μπαίνει ο κομισάριος
και όλοι σούζα. Στην ύπαιθρο παντού κυριαρχία των τσεκιστών. Και τώρα που
έσπασε το απόστημα κανείς δεν μιλά για το ξαναζωντάνεμα των σοβιέτ, για τη
δημοκρατία των απλών ανθρώπων. Ο Ράντεκ το ′σκασε στη Δύση, ο Τρότσκι φαγώθηκε,
ο Στάλιν και ο Μπέρια ονομάζουν ο καθένας την προσωπική εξουσία του και την
εξουσία των μηχανισμών του « σοσιαλισμό». Σε τι είναι καλύτερος αυτός ο
σοσιαλισμός από τον καπιταλισμό και τη Δύση; Εννοώ στην καθημερινή ζωή των
απλών ανθρώπων, εμένα του ρεμάλι για παράδειγμα ή άλλων αντίστοιχων ρεμαλιών σε
όλη τη χώρα».
Το περιεχόμενο θα το διατρέξω σύντομα, γιατί είναι τόσο το πλήθος
των πληροφοριών, ώστε η επιλογή είναι δύσκολη.
Ως προς το πρώτο μέρος
Te Deum
Stalin: Ήδη από τον τίτλο του πρώτου μέρους δίδεται η
διάσταση ενός ηγέτη που αναδείχτηκε μέγας, όπως και ο Στάλιν. Ένας έκπτωτος θεός, στο παγερό και αφιλόξενο για τον άνθρωπο
περιβάλλον της Σιβηρίας, ως άλλος Θεός, διωκόμενος, στην έναρξη του
μυθιστορήματος, πολιτικός κρατούμενος, κατευοδώνει τους νεκρούς
στο τρένο για την Κολιμά (η
παρουσία εκκλησιαστικών αποσπασμάτων από την Καινή Διαθήκη στο σημείο αυτό δεν
είναι ίσως τυχαία).
Τα γεγονότα που έχουν προηγηθεί του δραματικού παρόντος
προσεγγίζονται μέσα από πολιτικές αναλύσεις και τοποθετήσεις των δρώντων
προσώπων: Μετά το θάνατο του Λένιν, στη
δεκαετία του 1920 ο Στάλιν τον διαδέχεται, αλλά μόνο για δυο χρόνια:
«Το 1924 ήταν συνολικά
χρόνια θριάμβου για τον Στάλιν. Η
αντιπολίτευση καταγγέλθηκε, οι θέσεις της για την εκβιομηχάνιση και την αγροτιά
σφυροκοπήθηκαν, οι απόψεις του Τρότσκι για τη διαλεκτική Εθνικής οικοδόμησης
και Διεθνούς επανάστασης άρχισαν να δέχονται σοβαρά πυρά στα πρώτα κείμενα του
Γιόζεφ από αυτά που αργότερα θα ονομάζονταν «οι βάσεις του λενινισμού». Ήδη η ήττα της γερμανικής επανάστασης είχε
αποδείξει ότι η ΕΣΣΔ έπρεπε να προχωρήσει
για αρκετό καιρό αποφασιστικά στην Εθνική σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Κυριάρχησαν, λοιπόν, οι απόψεις που αργότερα θα χαρακτηρίζονταν μετά τη
«στροφή» των Χριστουγέννων του 1924 ως εθνοαπομονωτικές και ουσιαστικά
σόσιαλπατριωτικές. Το 13ο συνέδριο (Μάιος 1924)
ήταν συνέδριο Νίκης και ενότητας του κόμματος.
Παγιώθηκε η Τριανδρία Στάλιν Ζινόβιεφ Κάμενεφ και η αντιπολίτευση των
τροτσκιστών έφτασε σε τέτοια επίπεδα ασημαντότητας που δεν εξέλεξε ούτε έναν
αντιπρόσωπο στο συνέδριο. Ο Τρότσκι ήταν
ένας ηττημένος και απελπισμένος άνθρωπος ο σταλινισμός η τάση προς τη
γραφειοκρατική αντεπανάσταση είχε φανεί να θριαμβεύει. Εκλέχτηκε μία κεντρική
επιτροπή απόλυτα ελεγχόμενη από την Τριανδρία και στο πολιτικό γραφείο
εκλέχτηκαν: ο Στάλιν, ο Ζηνόβιεφ, ο Κάμενεφ, ο Μπουχάριν, ο Ρίκοφ, ο Τόμσκι και ο Τρότσκι . Ο τελευταίος πρακτικά ήταν
μόνος του».
Το σημείο αυτό αποτελεί ένα σημείο τομή για το μυθιστόρημα. Στη
σημείωση 24 που το συνοδεύει, ο συγγραφέας παρατηρεί:
Ως εδώ
τα γεγονότα περιγράφονται όπως ακριβώς συνέβησαν στην πραγματική ιστορία. Όμως
από τα Χριστούγεννα του 1924, από τη
φανταστική συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου, όπως θα φανεί, υπάρχει μια
ιστορική διακλάδωση που δημιουργεί ένα άλλο σύμπαν, αυτό της αφήγησης.
Οι Ράντεκ και Τρότσκι, οι
οποίοι δυνητικά θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν επικρατήσει ανατρέπουν τον
Στάλιν και τον εκτοπίζουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, με καταληκτικό προορισμό
την Κολιμά. Εκεί προετοιμάζεται η εξέγερση των σταλινικών, η οποία τελικά
ευοδώνεται. Παράλληλα, στη Μόσχα, ο Ράντεκ ανατρέπεται και δραπετεύει στο
εξωτερικό, ενώ ο Τρότσκι «ρευστοποιείται», με το ίδιο μάλιστα φονικό όπλο που
δολοφονήθηκε στο πραγματικό σύμπαν στο Μεξικό,
(μια ορειβατική αξίνα). Επικεφαλής αναλαμβάνει ο τσεκίστας Μπέρια (ο
οποίος στην αληθινή ζωή ήταν το δεξί χέρι του Στάλιν).
Έτσι αρχίζει ένας δεύτερος εμφύλιος πόλεμος. Η
Σοβιετική Ένωση διασπάται σε Δυτική, με πρωτεύουσα τη Μόσχα και ηγέτη τον
Μπέρια και την Ανατολική, με πρωτεύουσα το Γιακούτσκ και ηγέτη τον Στάλιν.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, Dies Irae η δράση εξελίσσεται πιο γοργά, ενώ εμφατικά και
επαναλαμβανόμενα διατυπώνονται τα διλήμματα που γεννά η κατασκευή και η χρήση
των υπερόπλων (που δε θα σας αποκαλύψω πώς αναπτύχτηκαν, γιατί είναι ένα από τα
ωραιότερα επινοήματα του βιβλίου).
Κομβικό ρόλο κατέχει ο Άλμπερτ Αϊνστάιν και ο Βέρνερ φον Μπράουν που
εργάζονται στη μυστική βάση του
Μαγκαντάν (η οποία βρίσκεται υπό την ηγεσία της Τσεκά και όχι του κόμματος ή
της κυβέρνησης). Ο Μπέρια ανατρέπεται από τον Μολότοφ, ενώ ο Ράντεκ στηρίζει
κριτικά τον Στάλιν. Το μεγάλο διακύβευμα είναι η απόκτηση των πυρηνικών βομβών
και των κωδικών τους. Όποιος τα κατέχει και αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι
στην ιστορία να τα χρησιμοποιήσει θα γίνει ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Κεντρική βάση του Μαγκατάν, κελί απομόνωσης 6ος
όροφος Πέμπτη 13.02.1936.
«Ο
Albert Einstein γνώριζε για πρώτη φορά στη ζωή του τη φυλακή και την απομόνωση.
Ένιωθε οργή, γιατί δεν είχε βλάψει κανέναν ακόμη. Ένιωθε οργή για αυτόν τον
τύπο που θα εξελισσόταν κατά τη γνώμη του σε τύραννο για τη Σοβιετική Ένωση,
που θα εφάρμοζε αυταρχικές μεθόδους τρόμου και καταστολής απέναντι στις οποίες
η υπαρκτή καταστολή και κρατική τρομοκρατία των Τρότσκι και Ράντεκ θα ωχριούσε.
Ο Στάλιν φαινόταν να είναι φρικτά αντισημίτης. Όσο κι αν το έκρυβε. Ξεχνώντας
τον ρόλο που έπαιζε η μεσσιανική πτέρυγα των Εβραίων για τη ρωσική, την
αποτυχημένη γερμανική αλλά και τη διεθνή σοσιαλιστική επανάσταση. Τι κόπανος!
Μέσα στο κελί απομόνωσης είχαν στήσει μία στοιχειώδη μονάδα συστηματικής
παρακολούθησης από τρεις γιατρούς, δύο νοσοκόμους, έναν οπλισμένο φρουρό μέσα
και πολλούς απέξω. Του απαγορευόταν αυστηρά να βγει από το κελί, ακόμη και αν
ένιωθε καλύτερα. Του απαγορευόταν αυστηρά να πάει μόνος του στη χωριστή
τουαλέτα έξω από το κελί. Ντροπιασμένος
έμπαινε στο κουβούκλιο της τουαλέτας μαζί με τον σκοπό - ακόμη και για να αφοδεύσει. Ήξερε όμως καλά ότι παρά τις λίγες ώρες ζωής
που του απέμεναν η εκδίκηση θα ήταν δική του. Είχε στα χέρια του το σφυρί της
γερμανικής μυθολογίας που θα τσάκιζε την αυτοκρατορία του Στάλιν. Και ήδη το
είχε εξαπολύσει εναντίον του.
Ο Einstein στράφηκε στο νοσοκόμο και του
ζήτησε ένα ποτήρι καθαρό νερό. Χαμογέλασε σκεπτόμενους ότι όλοι όσοι τον
φύλαγαν σε λίγες ώρες θα αντιμετώπιζαν εξίσου με αυτόν αν όχι πολύ χειρότερα
την οργή του Στάλιν».
Τη
συγκλονιστική συνέχεια που δίνεται με ρυθμό δράσης καταιγιστικό θα έχετε τη
δυνατότητα να την απολαύσετε διαβάζοντας το βιβλίο. Κλείνοντας, θα ήθελα να
παρατηρήσω ότι το έργο, πέρα από το εύρος των πληροφοριών που καλά αφομοιωμένες
από τον ίδιο το συγγραφέα δίνονται απλόχερα στον αναγνώστη, είναι διαποτισμένο
με συστηματικά ερωτήματα που απορρέουν από την πολύπλευρη οπτική που δίνει στα
γεγονότα τόσο της εναλλακτικής ιστορικής εκδοχής του βιβλίου όσο και της
πραγματικής που υπαινικτικά πάντοτε είναι παρούσα, ανοίγοντας παράλληλα το
δρόμο στον αναγνώστη να θέσει στον εαυτό του τα δικά του ερωτήματα σχετικά με
την κληρονομιά του Μαρξισμού ως δυνατότητα και ως εφαρμογή - σε ένα πρώτο
επίπεδο στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο - και ευρύτερα στη θέση που πρακτικά
ενδεχομένως αυτή θα μπορούσε να λάβει στη σύγχρονη εποχή. Για το λόγο αυτό θα
ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να διαβαστεί όχι μόνο από μεγαλύτερους αριστερούς ή
μη αλλά και από νεότερους αναγνώστες.
Η Περυσινάκη Ευγενία είναι φιλόλογος, δρ. Πανεπιστημίου Κρήτης