Του Δημήτρη Μπέτσου*
Πριν δύο περίπου χρόνια μετά τις
εξαγγελίες της τότε πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας και την
αντικατάσταση των λατινικών από την κοινωνιολογία, ο Άδωνης Γεωργιάδης δήλωσε σε
τηλεοπτικό κανάλι πως “Η κοινωνιολογία είναι ένα μάθημα για να κάνουν τα παιδιά
αριστερά”
(https://www.youtube.com/watch?v=fCSbOpIoHzk&feature=share&fbclid=IwAR0jdJN8QsBoVXNhERf09U31c-_935Nfx2r__gkyJhRX4SehFMjp2rXeIEw.).
Η δήλωση αυτή εκτός του ότι υποδηλώνει
με τον πιο καθάριο τρόπο πως ένας παραδοσιακός ακροδεξιός αντιλαμβάνεται το
ρόλο του σχολείου -ως ένα μηχανισμό κατήχησης των νέων στα ελληνοχριστιανικά
ιδεώδη- προδίδει και βαθιά ιστορική άγνοια.
Η κοινωνιολογία όπως όλοι γνωρίζουμε
είναι μια σχετικά νέα επιστήμη που μετράει δύο αιώνες ζωής. Γεννήθηκε σε μια
εποχή όπου οι κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης, κυρίως η Αγγλία, σαρώνονταν από
τις αλλαγές που προκαλούσαν δύο μεγάλες επαναστάσεις: η Γαλλική (1789) και η
Βιομηχανική. Η ένταση των αλλαγών αυτών επηρέασε βαθύτατα την καθημερινή ζωή
εκατομμυρίων ανθρώπων που βλέπουν τους παραδοσιακούς κοινωνικούς δεσμούς να
καταρρέουν.
Η νέα πραγματικότητα με την μετακίνηση
των αγροτικών πληθυσμών από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα που γιγαντώνονται,
την εισαγωγή των μηχανών στους χώρους εργασίας, τη δημιουργία των μεγάλων
εργοστασίων, την εμφάνιση της εργατικής τάξης, την ανάπτυξη του σιδηροδρόμου που
μειώνει τις αποστάσεις και επιβάλλει μια κοινή αντίληψη του χρόνου. Τίποτα δε μένει ανεπηρέαστο από τις αλλαγές που συντελούνται. Από τη δομή της οικογένειας
μέχρι και τα ήθη των ανθρώπων, τα πάντα αλλάζουν.
Μαζί με τις αλλαγές εμφανίζονται και
νέα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα. Η συμβίωση χιλιάδων
ανθρώπων σε συγκεκριμένες περιοχές των αστικών τοπίων δημιουργεί νέα δεδομένα
για τα κράτη της εποχής. Πρέπει να εξασφαλιστούν στοιχειώδεις ανθρώπινοι όροι
επιβίωσης και αναπαραγωγής των εργατικών στρωμάτων.
Το ζήτημα της κατοικίας γίνεται
κυρίαρχο και λύνεται με συντονισμένες κρατικές παρεμβάσεις, όπως και η
υγειονομική περίθαλψη των στρωμάτων αυτών. Βλέπουμε με άλλα λόγια πως το
πολιτικό προσωπικό θορυβημένο από τις εξελίξεις που δεν ελέγχονταν, προσπάθησαν
να επιλύσουν τα κοινωνικά προβλήματα που προέκυψαν. Ταυτόχρονα πολλοί στοχαστές
προσπαθούν με επιστημονικό τρόπο να ερμηνεύσουν και να κατανοήσουν τα αίτια των
κοινωνικών μετασχηματισμών. Επηρεασμένοι από το θετικιστικό πνεύμα, που είναι
κυρίαρχο εκείνη την εποχή, προσδοκούν να ανακαλύψουν και να διατυπώσουν τους
γενικούς νόμους που διέπουν την ιστορική κίνηση των κοινωνιών. Αυτό είναι με
λίγα λόγια το ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο που γεννήθηκε η κοινωνιολογία και που
βεβαίως το αγνοεί ο Άδωνης Γεωργιάδης.
Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό η
“γέννηση” της κοινωνιολογίας μόνο στην ανατροπή του κοινωνικού συστήματος δεν
προσδοκούσε τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της.
Ας έρθουμε όμως στο σήμερα και να δούμε
γιατί ενοχλεί τόσο η παρουσία της κοινωνιολογίας ως εξεταζόμενο
μάθημα. Θα πρέπει εδώ να υπενθυμίσουμε πως η κοινωνιολογία εισάγεται ως
εξεταζόμενο μάθημα στο σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων που θεσμοθετούνται
στις αρχές της δεκαετίας του ΄80.
Η παρουσία της κοινωνιολογίας στις
πανελλαδικές και οι επαγγελματικές προοπτικές που προέκυψαν για τους απόφοιτους
των νεότευκτων τότε τμημάτων
κοινωνιολογίας στο χώρο της εκπαίδευσης, βοήθησε στην αναβάθμιση ενός επιστημονικού κλάδου που έως τότε ήταν σε εμβρυακή κατάσταση.
«Καλά την έχουνε οι κοινωνιολόγοι, γι' αυτούς οι διαδηλώσεις θεωρούνται πρακτική εξάσκηση!»
Παράλληλα έχουμε μια εκδοτική έκρηξη σε κοινωνιολογικούς τίτλους οι οποίοι φέρνουν σε επαφή το ελληνικό κοινό με βιβλία-σημεία αναφοράς στη κοινωνιολογική σκέψη (βλ. εκδ Gutenberg). Προφανώς το πολιτικό κλίμα εκείνες τις εποχές στην Ελλάδα, και όχι μόνο, ήταν πολύ διαφορετικό. Αν και ο νεοφιλελευθερισμός είχε ξεκινήσει την επέλασή του, υπήρχαν όμως ωστόσο πολλές εστίες κοινωνικής αντίστασης ακόμα.
Το 1993 επί υπουργίας Σουφλιά η
κοινωνιολογία καταργείται από πανελλαδικά εξεταζόμενο μάθημα καθώς
αντικαθίσταται από την Πολιτική Οικονομία. Έκτοτε το μάθημα βρίσκεται μεταξύ
φθοράς και αφθαρσίας έως τη μεταρρύθμιση Γαβρόγλου, που επαναφέρει το μάθημα στις
πανελλαδικές εξετάσεις. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι τα τελευταία χρόνια αναβαθμίστηκε το
σύνολο των κοινωνικών επιστημών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με την εισαγωγή
μιας σειράς μαθημάτων τόσο στο γυμνάσιο όσο και στο λύκειο όπως π.χ. ο σύγχρονος κόσμος, Βασικές Αρχές Κοινωνικών Επιστημών κ.α.
Στην ελληνική εκπαίδευση όμως και
ιδιαίτερα στο λύκειο τα πάντα λειτουργούν με γνώμονα τις εξετάσεις και την
προετοιμασία των παιδιών για αυτές. Η ένταξη ενός μαθήματος στα πανελλαδικά εξεταζόμενα, συνεπάγεται αυτόματα αναβάθμιση του μαθήματος αλλά και της
ειδικότητας που το διδάσκει. Η αντικατάσταση των λατινικών από την κοινωνιολογία
προκάλεσε αρχικά τις αντιδράσεις των φιλολόγων, ενός πολυπληθούς κλάδου με
έντονα συντεχνιακά χαρακτηριστικά. Υποστηρίχθηκαν δε από θεσμικούς φορείς που διέπονται από μια αναχρονιστική αρχαιολατρία.
Εκτός όμως
από αυτά τα “εδραιωμένα” συμφέροντα που ένιωσαν ότι απειλούνται, η αναβάθμιση
της κοινωνιολογίας “τρόμαξε” και τους μαθητές αφού ένα μάθημα που στηρίζονταν
αποκλειστικά στη παπαγαλία, όπως τα λατινικά, έδωσε τη θέση του σε μια επιστήμη, όπου για τη συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών αποτελούσε μια “άγνωστη
ήπειρο”. Είναι επίσης γεγονός πως η κοινωνιολογία “τρόμαξε” και ένα μεγάλο
μέρος της ελληνικής κοινωνίας καθώς πολλές φορές εξετάζει ζητήματα που πάνε
κόντρα στις κυρίαρχες αφηγήσεις, αντιστέκεται σε άκριτες στερεοτυπικές και
εξουσιαστικές αντιλήψεις και φέρνει στο φως βιώματα ομάδων που περιορίζονται
στην παραμεθόριο της κοινωνίας.
Η επαφή των μαθητών με μια επιστήμη, έστω και
μέσω των πανελληνίων εξετάσεων, που θα τους βοηθήσει να κατανοήσουν τη
πολυπλοκότητα των κοινωνικών φαινομένων και γεγονότων προτάσσοντας τον ορθό
λόγο, είναι σίγουρο πως τρομάζει ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.
Η κατάργηση λοιπόν της κοινωνιολογίας
αλλά και η εξαφάνιση των κοινωνικών επιστημών από όλη τη δευτεροβάθμια
εκπαίδευση αποτελεί πρωταρχική πολιτική επιλογή του υπουργείου, με την έννοια πως η αναθεώρηση των ωρολόγιων προγραμμάτων υπάκουε
διαχρονικά σε λογικές διαχείρισης του εκπαιδευτικού προσωπικού και κυρίως στη
προσπάθεια μείωσης των προσλήψεων.
Στην περίπτωση των κοινωνικών επιστημών όμως
το υπουργείο προέταξε, χωρίς να το αναφέρει ρητά βεβαίως, μια βασική πολιτική
θέση της δεξιάς παράταξης για το πως αντιλαμβάνεται το σύγχρονο ελληνικό
σχολείο: καλλιέργεια αναλώσιμων δεξιοτήτων, αρχαιολατρία και προγονοπληξία.
Σε αυτό το "μουχλιασμένο" πλαίσιο δεν “χωράνε” οι κοινωνικές επιστήμες, μάλλον
για να είμαστε πιο ακριβείς οι κοινωνικές επιστήμες αντιμετωπίζονται
ως...εχθρός.
* Ο Δημήτρης Μπέτσος είναι κοινωνιολόγος