Του Δημήτρη Μπέτσου
Μετά την πρόσφατη κινητοποίηση (4/3/2018) της ΟΛΜΕ της ΔΟΕ και
των Ενώσεων των Αναπληρωτών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας έξω από το
υπουργείο Παιδείας με αίτημα τους μαζικούς διορισμούς, επανήλθε στην
επικαιρότητα το ζοφερό εργασιακό περιβάλλον που βιώνουν χιλιάδες αναπληρωτές εκπαιδευτικοί, οι οποίοι ουσιαστικά με προσωπικό και οικονομικό τίμημα στηρίζουν τη
δημόσια παιδεία.
Πάνω από 20.000 αναπληρωτές διορίστηκαν την φετινή χρονιά, όταν οι
τελευταίοι μαζικοί διορισμοί στην εκπαίδευση έγιναν μετά τον γραπτό διαγωνισμό
του 2009, ενώ από τότε έως το 2015 το προσωπικό στη Δευτεροβάθμια μειώθηκε
τουλάχιστον κατά 30%. Εάν θα θέλαμε να περιγράψουμε συνοπτικά το εργασιακό
περιβάλλον των αναπληρωτών εκπαιδευτικών θα αναφέραμε τα εξής:
- Κάθε χρόνο διδάσκουν σε διαφορετικά σχολεία σε όλη την Ελλάδα, με ότι συνεπάγεται αυτό για τη μαθησιακή διαδικασία.
- Αν αρρωστήσουν πάνω από δεκαπέντε μέρες μέσα στη σχολική χρονιά, δεν θα πληρωθούν και δεν θα αναγνωριστούν ως προϋπηρεσία οι μέρες ασθένειας που ξεπέρασαν το δεκαπενθήμερο!
- Δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής στις διαδικασίες εκλογής των διευθυντών…
- Αν απεργήσουν χάνουν εκτός από το ημερομίσθιο, και την ημέρα απεργίας ως ημέρα προϋπηρεσίας.
- Σε πολλές περιπτώσεις τοποθετούνται σε πάνω από δύο σχολικές μονάδες με αποτέλεσμα να είναι υποχρεωμένοι να διδάσκουν σε δύο σχολεία την ίδια μέρα, με ότι αυτό συνεπάγεται για την εκπαιδευτική διαδικασία…
- Είναι υποχρεωμένοι κάθε χρόνο να καταθέτουν εκ νέου μια σειρά από δικαιολογητικά στις διευθύνσεις που διορίζονται, ενώ θα μπορούσε να υπάρχει ένας ψηφιακός φάκελος με όλα τα απαραίτητα έγγραφα του εκπαιδευτικού…
Αν σε όλες αυτές τις θεσμικές “παραφωνίες” προσθέσουμε και τα
πρακτικά ζητήματα που προκύπτουν από τη διαρκή μετακίνηση σε όλη την ελληνική
περιφέρεια -ποιος άραγε μπορεί να ξεχάσει τα ζητήματα στέγασης των
εκπαιδευτικών σε περιοχές με υψηλή τουριστική κίνηση- γίνεται κατανοητό σε
όλους, ότι μιλάμε για εργαζόμενους τουλάχιστον δεύτερης κατηγορίας…
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι άνθρωποι αυτοί εκτός από τη διδασκαλία
είναι επιφορτισμένοι και με άλλες υποχρεώσεις. Επιτηρούν αλλά και διορθώνουν
γραπτά των Πανελλήνιων εξετάσεων, υπογράφουν απολυτήρια Δημοτικού, Γυμνασίου
και Λυκείου, δηλαδή δημόσιους τίτλους πιστοποίησης αποφοίτησης, ενώ πολλές
φορές αναλαμβάνουν και υπεύθυνοι τμημάτων.
Όπως γίνεται αντιληπτό το αίτημα για μαζικούς διορισμούς είναι πιο
ώριμο από ποτέ. Μαζικοί διορισμοί που όχι μόνο θα δικαιώσουν όλους αυτούς τους
ανθρώπους αλλά ταυτόχρονα θα αναβαθμίσουν την ποιότητα των παρεχομένων
υπηρεσιών της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Με δεδομένες τις κυβερνητικές εξαγγελίες
για μόνιμους διορισμούς και τον τερματισμό της επιτήρησης τον Αύγουστο του
2018, που θεωρητικά τουλάχιστον άρει τον περιορισμό στις προσλήψεις, το βασικό
ερώτημα που ανακύπτει είναι πως θα γίνουν αυτοί οι διορισμοί.
Από το 1997 που καταργήθηκε η επετηρίδα και με τη θεσμοθέτηση του
γραπτού διαγωνισμού, που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1998 μέσα σε κλίμα
βίας και τρομοκρατίας, έχουμε μια ποιοτική αλλαγή στον τρόπο πρόσληψης που
συμβαδίζει με γενικότερες μετατοπίσεις στους αξιακούς κώδικες όλης της
κοινωνίας.
Ένα προβληματικό σύστημα
όπως αυτό της επετηρίδας έδωσε τη θέση του σε ένα άλλο σύστημα επιλογής χωρίς
όμως να δίνει ουσιαστική απάντηση στο ζήτημα των διορισμών. Η “λογική” της
προσωπικής επιτυχίας πλέον ηγεμονεύει, ενώ ταυτόχρονα η αποτυχία εξατομικεύεται. Η
συλλογική διεκδίκηση υπονομεύεται στο όνομα της “αξιοκρατίας”. Παράλληλα απαξιώνονται και τα πτυχία των αποφοίτων, αφού το πτυχίο δε θεωρείται επαρκές
προσόν που πιστοποιεί τις γνώσεις κάθε ειδικότητας.
Η ύλη του διαγωνισμού είναι απεριόριστη στο γνωστικό αντικείμενο,
ειδικά για τους απόφοιτους των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών. Αν σε αυτό
προσθέσουμε και το κομμάτι της εξέτασης που διαπραγματεύεται τα ζητήματα της
παιδαγωγικής και της διδασκαλίας του γνωστικού αντικειμένου, όπου σε λίγες ώρες
θα πρέπει κάποιος υποψήφιος να αναπτύξει ερωτήσεις που σχετίζονται με το πως θα
διδάξει μια ενότητα, παραβλέποντας το γεγονός πως η εκπαιδευτική διαδικασία
είναι μια διαδικασία αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον εκπαιδευτικό και τους μαθητές,
όπου χρειάζονται και πολλές άλλες δεξιότητες που είναι ανέφικτο να αποτυπωθούν
σε ένα κείμενο εξετάσεων, γίνεται άμεσα κατανοητό, πως οι εξετάσεις αυτές είναι από
ακαδημαϊκής άποψης αναξιόπιστες.
Με λίγα λόγια είναι αδύνατο να αξιολογηθεί η ικανότητα κάποιου να
διδάξει μέσα από ένα γραπτό διαγωνισμό, που εστιάζει μόνο στην επίδοση του
υποψήφιου στον γραπτό λόγο όταν γνωρίζουμε, ότι η εκπαιδευτική πράξη είναι μια
σύνθετη διαδικασία που απαιτεί ικανότητες, δεξιότητες και γνώσεις, οι οποίες
δεν είναι δυνατόν να ποσοτικοποιηθούν.
Όλα αυτά τα χρόνια βέβαια, και ενώ ο νόμος Αρσένη προέβλεπε ότι
από το 2002 όλες οι προσλήψεις μόνιμων καθηγητών θα γίνονται μέσω ΑΣΕΠ, πολλοί
διορισμοί έγιναν με διάφορους
“περίεργους” τρόπους.
Το βασικό πολιτικό αίτημα λοιπόν πρέπει να είναι
μαζικοί διορισμοί σε συνδυασμό με μια σειρά άλλες ουσιαστικές παρεμβάσεις και
σημαντικές τομές, που θα αναδείξουν τον ακαδημαϊκό χαρακτήρα του σχολείου. Ένα
σχολείο, που τουλάχιστον στο επίπεδο του Λυκείου, λειτουργεί μόνο ως χώρος
προετοιμασίας για τις πανελλήνιες, ακυρώνοντας έτσι στην πράξη οποιαδήποτε άλλη
λειτουργία του.
Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την ποιοτική αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος
πρέπει να έχουν όλοι αυτοί οι εκπαιδευτικοί, που επί χρόνια και κάτω από πολύ
αντίξοες συνθήκες στήριξαν και στηρίζουν το δημόσιο σχολείο.
Ο Δημήτρης Μπέτσος είναι κοινωνιολόγος - εκαπαιδευτικός MSc
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου