Της Κατέ Καζάντη
Μια, σε ώρα αμεριμνησίας, ανάρτηση
στο facebook, από
εκείνες που νομίζεις πως δεν θα τύχουν δεύτερης ματιάς, εξελίχθηκε σε κοινωνικό
πείραμα: επικριτικό σχόλιο για νεαρό Έλληνα επιστήμονα, που διαπρέπει στην
Εσπερία, αναφορικά με τις απολιτίκ τοποθετήσεις του και την περιώνυμη αριστεία,
σήκωσε πλήθος αντιδράσεων. Η ανάρτηση έγινε viral.
Η άποψη πως «η άρνηση του πολιτικού προσήμου στην επιστήμη του, την
καθιστά βαθιά αντιδραστική υπόθεση» καθώς και ο προβληματισμός πως το παραπάνω
«σε κάνει να στοχάζεσαι για τη χρησιμότητα του είδους του στο κοινωνικό σύνολο»,
σήκωσαν θύελλα. Ο σεξισμός στον καταιγισμό των σχολίων, αφού γυναίκα αποτόλμησε
την κριτική, ήταν το ένα σημαντικό, μιας και το «πλύνε πιάτα» υπήρξε μάλλον από
τα επιεικέστερα. Το άλλο, λιγότερο συνηθισμένο, ήταν πως η… τολμητίας
επικρίθηκε και για τις σπουδές της: θεολόγος γαρ, πώς της πέρασε από το νου να
αναμετρηθεί με τον μαθηματικό; Ζήλεια, κόμπλεξ κ.ο.κ., μοναχά τέτοια ταπεινά τα
κίνητρά της, σίγουρα.
Η «φωνή του λαού» υπήρξε
σαφής. Άξιος και άριστος δεν είναι εκείνος που ρίχνει τα μάτια του στην κοινωνία και στο συμφέρον της με ό,τι κι
αν καταπιάνεται, αλλά εκείνος που «στέκει ψηλά» και δεν ανακατώνεται, ούτε ακούει,
δουλεύει μοναχά και αριστεύει. Και ασχολείται, φυσικά, με κείνα που παραδέχεται
η τρέχουσα κουλτούρα. Ομνύοντας σε ένα μοντέλο εκπαίδευσης όπως ορίζεται από
την κυρίαρχη, αμερικανική ως επί το πλείστον, κατεστημένη ιδεολογία, που θέλει
τις ανθρωπιστικές σπουδές στον πάτο της επιστημών. Εκεί όπου ξεπέφτουν όσοι
αδυνατούν να κάνουν ό,τι και οι «ξύπνιοι δουλευταράδες», ενώ η πιθανότητα
κάποιοι να τις επιλέγουν, στην κοινωνική εμπειρία παραμένει ανύπαρκτη.
Ο ύστερος καπιταλισμός
επέβαλε, και διαρκώς επιβάλλει, την εμπορευματοποίηση της παιδείας στο σύνολό της. Από την ώρα που ο
κοινωνικός χαρακτήρας του κράτους καταρρέει, άρα η χρηματοδότηση των
πανεπιστημίων παραδίδεται στη χείρα της αγοράς, ό,τι δεν φέρνει χρήμα, κόβεται.
Οι πολυεθνικές εταιρείες, που, βάσει νεοφιλελεύθερων προταγμάτων, εισχωρούν στα
πανεπιστήμια –συνδιοικώντας ενίοτε- λειτουργούν, εννοείται, στη λογική του
κέρδους. Μας χρειάζονται οι μαθηματικοί, οι επαΐοντες των υπολογιστών, οι
διάφοροι του μάρκετινγκ κ.ο.κ. αλλά, στους μικρόψυχους καιρούς μας, ποιος
νοιάζεται για τους θεολόγους; Τους φιλολόγους, τους φιλόσοφους, τους
κοινωνικούς επιστήμονες;
Ποιος ενδιαφέρεται να ερευνήσει τη θρησκευτικότητα και
την εκμετάλλευσή της, όταν μπορεί να παίζει στα ζάρια τις τύχες των λαών με τις
πολεμικές βιομηχανίες; Και, φυσικά, γιατί οι από πάνω να επενδύσουν στους
κλασικούς αμφισβητίες, που τους χαλάνε τη δουλειά, όταν υπάρχουν υπερπρόθυμοι
στις τάξεις των τεχνοκρατών, απολιτίκ αρίστων;
Η δε έννοια «τεχνοκράτης»
εμφανίζεται ως μόνη ορθολογική, με την αντιδραστικότητα να υποκρύπτεται:
γνωρίζει κανείς άραγε «τεχνοκράτες», και πόσους, που να γνωμοδότησαν υπέρ των
από κάτω;
Αλλά οι ζημιογόνες και υποχρηματοδοτούμενες κοινωνικές επιστήμες, οι οποίες
σήμερα ορίζονται ως τριτο-τέταρτη επιλογή των φοιτητών, δεν είχαν πάντα τον
ίδιο χαρακτήρα. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, ο βαθμός πρόσβασης σε φιλοσοφική, θεολογική,
παιδαγωγικές ακαδημίες ήταν μεγαλύτερος από πολλές άλλες σχολές,
συμπεριλαμβανομένων οικονομικών και πολυτεχνικών. Η σταδιακή υποβάθμιση του
δημόσιου σχολείου, με τους διορισμούς των εκπαιδευτικών να περικόπτονται
διαρκώς, και την επικράτηση του μοντέλου της αγοράς και στην παιδεία, επέφερε
την κατιούσα.
Ό,τι πουλάει, ό,τι μετατρέπεται σε εμπόρευμα, τούτο γίνεται και
αντικείμενο των σπουδών των αρίστων. Ποιος εξάλλου θα προσλάβει οπουδήποτε έναν
–επί τούτου η αντίφαση- αριστερίζοντα χαϊντεγκεριανο;
Προηγουμένως, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι μαρξιστές επιστήμονες καθηγητές ΑΕΙ
ελαχιστοποιούνται. Και στις οικονομικές σχολές. Η αποσύνδεση της οικονομίας από
την κοινωνική έρευνα, και την κοινωνία γενικώς, είναι γεγονός, μαζί με την
απαξίωση κάθε ιδεολογικού προσανατολισμού, πλην του αγοραίου νεοφιλελευθερισμού.
«Επιστήμονες», άριστοι και σπουδαίοι, λογαριάζονται μόνο εκείνοι που συμβάλλουν
στην απρόσκοπτη αύξηση του κεφαλαίου, δίχως να αμφισβητούν τους εργοδότες τους,
ούτε να αναρωτιούνται για την τύχη των «μη αρίστων».
Η ποίηση, όμως; Η ιστορία ως επιστήμη; Η φιλοσοφία; Η κοινωνική μελέτη; Όλα στον κάλαθο
των αχρήστων, όταν μάλιστα «ούκ έπ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος»
(Ματθ. δ’ 4); Και, κυρίως, η ανάγκη της αλλαγής του κόσμου τούτου σε έναν άλλο
πιο δίκαιο, ανάγκη που καλλιεργείται πρωτίστως μέσα από τις επιστήμες τις
λεγόμενες ανθρωπιστικές, κι αυτή στον κάλαθο;
Αλλά ο εσμός των αρίστων, των τεχνοκρατών και των πολιτικών τους εκπροσώπων
αν για κάτι νοιάζεται, δεν είναι παρά η αναπαραγωγή της εξουσίας του.
Διαφθείρει και αλλοτριώνει συνειδήσεις, ώστε στην κοινωνία να πρυτανεύει η λογική
της ανάθεσης σ’ εκείνους που οι ίδιοι, κατέχοντας όλα τα μέσα –παραγωγής,
ενημέρωσης κ.λπ.- έπεισαν τον λαό να αναθέσει. Έτσι, αν σήμερα βολεύει το
σύστημα ο άριστος μαθηματικός, αυτός και αναγορεύεται σε σταρ. Αν την επαύριον
ο άριστος κομπιουτεράς, ομοίως. Φτάνει να ομιλεί «πολιτικώς ορθά».
Ο επιστήμων όμως που δεν ενδιαφέρεται για τις κοινωνικοπολιτικές
προεκτάσεις των λόγων και των έργων του είναι, μάλλον, άνθρωπος λειψός.
«Κανένας θαυμασμός στο
είδος που εκπροσωπεί. Κανένας σεβασμός επίσης», κατέληγε το σχόλιο για έναν
τέτοιον επιστήμονα, επισύροντας τη γενική κατακραυγή.
Η Κατέ Καζάντη είναι δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου