ΑΠΟ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ; Μερικές πρώτες σκέψεις με αφορμή την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ


Του Μανόλη Μανιούδη


Η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ (OECD Tax Policy Reforms 2018) επιχειρεί να ανιχνεύσει τη δομή αλλά και τις μεταβολές της φορολογικής πολιτικής κατά την περίοδο 2015-2016 σε 38 χώρες. Η έκθεση αυτή αποτυπώνει το «ζουρλομανδύα» των τριών προγραμμάτων στήριξης της ελληνικής οικονομίας.

Οι δυο βασικοί πυλώνες των τριών Μνημονίων (2010, 2012, 2015) ήταν: α) η δημοσιονομική ισορροπία-σταθερότητα και β) η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Οι δυο αυτοί στόχοι, παρότι φαινομενικά συμπληρωματικοί, συγκρούστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου της βίαιης οικονομικής προσαρμογής και εν πολλοίς παρήγαγαν τις υστερήσεις της ελληνικής οικονομίας. Η σύγκρουση αυτή διαφαίνεται στις μεταλλαγές του φορολογικού συστήματος, το οποίο εν πολλοίς μοιάζει με μια εφιαλτική εκδοχή «κινούμενης άμμου».

Πιο συγκεκριμένα, για το 2016, για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα συγκριτικά δεδομένα μεταξύ των 38 χωρών του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα καταλαμβάνει τη 10η θέση στο σύνολο των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ. Όμως, το στοιχείο αυτό αντανακλά μια παραδοξότητα καθώς οι χώρες που βρίσκονται πάνω από την Ελλάδα είναι αυτές που (ιστορικά) καταγράφουν το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ (δηλαδή Σκανδιναβικές χώρες, Αυστρία, Βέλγιο και Γαλλία). Η Ελλάδα, λόγω της σκληρής αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόζει μετά το 2008 ανήκει σε εκείνες τις χώρες με (σχετικά) χαμηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ αλλά (αρκετά) υψηλό ποσοστό συμμετοχής των φορολογικών εσόδων στο ΑΕΠ της χώρας.

Το στοιχείο αυτό αναδεικνύει μια από τις βασικές παραμέτρους της υφεσιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας καθώς τεκμηριώνει τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και την παρεπόμενη μείωση της ενεργούς ζήτησης.

Παράλληλα, ο λόγος δεικτών φόρου προς ΑΕΠ παρουσίασε την υψηλότερη ποσοστιαία αύξηση στην Ελλάδα μεταξύ 2015-2016 ως συνέπεια των υψηλότερων φορολογικών συντελεστών στο εισόδημα και στα αγαθά-υπηρεσίες. Στην Ελλάδα ο λόγος αυξήθηκε πάνω από 2% όταν στις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ είτε αυξήθηκε λιγότερο από 2%, είτε μειώθηκε (14 χώρες από τις 38). Η αύξηση του λόγου φόροι προς ΑΕΠ αντανακλά την ταυτόχρονη αύξηση των φορολογικών συντελεστών-εσόδων αλλά και τη σχεδόν μηδενική οικονομική μεγέθυνση μεταξύ 2015-2016.

Είναι χαρακτηριστικό πως κατά τη διάρκεια των Μνημονίων οι φόροι ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν. Μια από τις βασικές συνέπειες της κρίσης -και του παρεπόμενου νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού της παγκόσμιας οικονομίας- είναι πως οι χώρες με πολύ υψηλό χρέος αντιμετωπίζουν την κρίση με ένα εξαιρετικά υψηλό και αντιαναπτυξιακό υψηλό ποσοστό φόρων σε σχέση με ΑΕΠ. Ειδικότερα στην ελληνική περίπτωση η αύξηση των φόρων συνδέθηκε με μια παράλληλη μείωση των δημοσίων δαπανών.

Ανάμεσα σε 38 χώρες η Ελλάδα συνδύασε την ισχυρότερη αύξηση των φορολογικών εσόδων με την δραστικότερη μείωση των δημοσίων δαπανών. Πιο συγκεκριμένα, τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν περίπου 2% ενώ οι δαπάνες μειώθηκαν κατά 4%.

Η διαλεκτική αλληλεπίδραση αύξησης των εσόδων-μείωσης των δαπανών, στην οποία αποκρυσταλλώθηκε η ουσία των προγραμμάτων στήριξης, αποτέλεσε μια από τις δομικές αιτίες των υστερήσεων της ελληνικής οικονομίας.

Η πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά την έξοδο από τα αυστηρά προγράμματα επιτήρησης, όπως αυτή επισημοποιήθηκε τυπικά την 21η Αυγούστου, δεν είναι «στρωμένη με ροδοπέταλα» καθώς οι απαιτήσεις για τα εξαιρετικά μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο μεταξύ 2023-2060) δεν έχουν καταγραφεί ποτέ στη νεότερη και σύγχρονη οικονομική ιστορία. Υπό την έννοια αυτή, ο δημοσιονομικός χώρος είναι περιορισμένος για την άσκηση μιας (επεκτατικής) κοινωνικής πολιτικής.     

Αναμφίβολα, η βελτιωμένη πορεία της ελληνικής οικονομίας (και η διατήρηση θετικών ρυθμών μεγέθυνσης) για το 2018 είναι μια εξαιρετικά αισιόδοξη ένδειξη. Όμως η ανάπτυξη αυτή μοιάζει να είναι σε μεγάλο βαθμό εισαγόμενη λόγω και της ευνοϊκής συγκυρίας του διεθνούς και ευρωπαϊκού περιβάλλοντος. Παρόλα ταύτα, η ανάπτυξη δεν μπορεί να βασίζεται στη συγκυρία.

Αυτό που απαιτείται είναι ο μετασχηματισμός της παραγωγικής βάσης, η ισόρροπη ανάπτυξη και η δίκαιη ανακατανομή του πλούτου.

Ειδικότερα, η αναδιανομή του εισοδήματος μπορεί να αποτελέσει ένα κεντρικής σημασίας αναπτυξιακό εργαλείο καθώς οι πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης δεν μπορούν να οδηγήσουν σε μια μακροπρόθεσμη μακροοικονομική σταθερότητα σε αντίθεση με τις νεοφιλελεύθερες θεάσεις.  


Ο Μανόλης Μανιούδης είναι διδάκτορας οικονομικών επιστημών







Δεν υπάρχουν σχόλια: