Η ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΠΕΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ


Του Μαυροζαχαράκη Εμμανουήλ

Η οικονομική κρίση συμπορεύτηκε με έναν ευφάνταστο δημόσιο λόγο, γεμάτο ανυπόστατες υποθέσεις και μυθοπλασίες όπως η  εικασία ότι σήμανε το τέλος του νεοφιλελευθερισμού ως κυρίαρχης ιδεολογίας. Ειδικότερα στο αριστερό ιδεολογικό τοπίο, επικράτησε μια οπτική που θεωρεί τον νεοφιλελευθερισμό νεκρό  αλλά ακόμα κυρίαρχο, με την έννοια ότι οι ιδέες του έχουν εξαντληθεί ωστόσο εξακολουθεί να δημιουργεί καταστροφές εν μορφή ενός ζωντανού νεκρού (Hardt, 2010), επειδή δεν υπάρχει εναλλακτική αφήγηση (Harvey, 2010).  

Η συγκεκριμένη  θέση δεν θα  στερείτο  πραγματολογικής  βάσης, εάν δεν της έλειπε το στοιχείο μιας διαφοροποιημένης λογικής, μακριά από  γενικεύσεις, αφορισμούς και  αποκλειστικά ιδεολογικές επισημάνσεις. Η διαφοροποίηση έγκειται στο γεγονός ότι  ο νεοφιλελευθερισμός δεν απέτυχε με πολιτικούς όρους αλλά με οικονομικούς, με την έννοια ότι δεν απέφερε τα αναμενόμενα οικονομικά αποτελέσματα τόσο δομικής φύσεως όσο και αριθμητικής. Με άλλα λόγια ο φιλελευθερισμός της αγοράς είχε περισσότερο από τριάντα χρόνια στη διάθεσή ώστε να ανταποκριθεί στην υπόσχεση μιας επιστημονικής οικονομικής θεωρίας η οποία θα καθιστούσε ισχυρότερη και σταθερότερη την οικονομική ανάπτυξη, θα προσέφερε μεγαλύτερες ευκαιρίες για οικονομική κινητικότητα, θα εξουδετέρωνε την ανεργία  και γενικότερα θα δημιουργούσε όλες τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την επίτευξη της ευημερίας. Εντούτοις, σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, ο φιλελευθερισμός της αγοράς απέτυχε  οικτρά απέναντι σε όλα αυτά που κήρυττε. Όσες δε αναπτυσσόμενες χώρες έχουν σημειώσει οικονομική ανάπτυξη, όπως η Κίνα, το έχουν κάνει ακριβώς επειδή δεν ακολούθησαν τις προσταγές του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή της μη παρέμβασης του κράτους στην λειτουργία της αγοράς (Rodrik, 2011; 2012; Quiggin, 2011).                                                                                                                                     
Ενίοτε άλλωστε η αλαζονική και ή τουλάχιστον υπεραισιόδοξη προβολή της ιδεολογίας της αγοράς, εκ μέρους των νεοφιλελεύθερων στοχαστών,  ήταν ταυτόχρονα  ανιστόρητη, υπό την έννοια ότι δεν λάμβανε υπόψη ότι στα διακόσια χρόνια της κοινωνικής ιστορίας του καπιταλισμού η εμφάνιση κρίσεων, κοινωνικών αγώνων και πολέμων, υπήρξε συχνό φαινόμενο. Επομένως, η καλλιεργούμενη προσδοκία από τα νεοφιλελεύθερα εργαστήρια σκέψης ότι η απελευθέρωση των αγορών σε διεθνή κλίμακα θα έφερνε την λύτρωση, κατέστη αμφίβολη (Beck, 2009). 
Εντούτοις, παρά την οικονομική αποτυχία ως θεωρίας, οι κεντρικές θέσεις του νεοφιλελευθερισμού παραμένουν κυρίαρχες στο πολιτικό προσκήνιο. Η πολιτική ανθεκτικότητα της θεωρίας ανάγεται από ορισμένους θεωρητικούς, όπως o Rüstow (2001), στην υπερβατική της θεμελίωση πέραν κάθε επιστήμης, ως θρησκευτική διδαχή σωτηρίας, η οποία δεν υπερασπίζεται τα επιχειρήματα της με επιστημονικό τρόπο αλλά τα εκπροσωπεί αποδεικτικά ως ιερές αρχές. Κατά τον Rüstowo νεοφιλελευθερισμός είναι μια οικονομική θεολογία η οποία εκπροσωπεί μια ζητούμενη από τον θεό τάξη πραγμάτων στην οικονομία και στην κοινωνία, στην οποία το αόρατο χέρι της αγοράς φροντίζει ώστε οι αποκλίνουσες μεταξύ τους δυνάμεις να επανέρχονται συνεχώς σε μια σχέση αρμονίας, αρκεί ο άνθρωπος να μην παρεμβαίνει σε αυτή την διαδικασία με μεθόδους όπως η κρατική παρέμβαση» (Rüstow, 2001: 91). Υπό αυτή την οπτική, ο νεοφιλελευθερισμός είναι η εκκοσμίκευση μιας ανορθολογικής θεολογικής-στωικής αντίληψης περί αρμονίας.      
Το κυρίαρχο λάθος της αντίληψης αυτής είναι, κατά τον συγγραφέα, η πίστη σε μια φυσική, αυτόματα εκπληρούμενη τάξη του κόσμου και κατά συνέπεια, η άρνηση ορίων ισχύος της θεωρίας (Rüstow, 2001: 59). Όπως συγκεκριμένα σημειώνει ο Rüstow (2001: 90), «στην  πραγματικότητα ο ανταγωνισμός ως τέτοιος, δεν καθιστά το άτομο ηθικό, ούτε ενσωματώνει την κοινωνία, από την στιγμή που απευθύνεται στο ατομικό όφελος ως κινητήρια δύναμη». Για τον λόγο αυτό, m«απαιτείται η υποταγή του οικονομικού ανταγωνισμού και της οικονομίας γενικότερα κάτω από την ομπρέλα της πολιτικής, ώστε να υπηρετούν την κοινωνία» (Rüstow, 2001: 142). Στο ίδιο μοτίβο, ο Rodrik (2011; 2012) σημειώνει ότι παρά τις ενστάσεις που εκφράζουν οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι όσον αφορά τις λειτουργίες του κράτους, οι επιτυχημένες οικονομικές πολιτικές πάντα στηρίζονταν στο κράτος για να προωθήσουν την ανάπτυξη και να επιταχύνουν τις διαρθρωτικές αλλαγές. Ειδικότερα, όπως διαφαίνεται, κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης οι εθνικές κυβερνήσεις ήταν αυτές που διέσωσαν τράπεζες, τόνωσαν τις χρηματοπιστωτικές αγορές, διέσωσαν μεγάλες επιχειρήσεις και παρείχαν ένα κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας (Rodrik, 2012).                                                                      
 Όπως αποδεικνύουν έρευνες  τoυ Legatum Institute (Alfaiate,etal. 2014),  κράτη όπως η Νέα Ζηλανδία, η Νορβηγία, η Σουηδία, η Δανία, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Φινλανδία, που διαθέτουν έναν σχετικά υψηλό ρυθμιστικό ρόλο του κράτους και είναι σε θέση να προσφέρουν ένα υψηλό επίπεδο κοινωνικής πρόνοιας, εκπαίδευσης και ατομικών ελευθεριών αλλά και να εντάξουν στην πραγματική οικονομία μετανάστες και μειονότητες, εμφανίζουν τους καλύτερους οικονομικούς δείκτες για την περίοδο 2009-2014. Κατά συνέπεια, η κοινωνική συνοχή επιφέρει θετικές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία.Oι περισσότερες εμπειρικές έρευνες αναδεικνύουν ότι ευημερία και εισοδηματική ασφάλεια συνδέονται με ένα ολόκληρο θεσμικό πλέγμα, συμπεριλαμβανομένων ποικίλων νομικών και ρυθμιστικών προσεγγίσεων που απορρέουν από τον βαθμό κρατικής επιρροής στην οικονομία (Rodrik,2004; Zattler, 2004: 19-25).      
Αυτό ισχύει εξίσου για τις ανεπτυγμένες οικονομίες όπως και για τις αναδυόμενες. Ειδικότερα, παλαιότερες έρευνες του ΔΝΤ (IΜF, 2003), της Παγκόσμιας Τράπεζας (Word Bank, 2002) και αρκετών έγκριτων επιστημόνων (Halland Jones, 1999; Acemoglu, Johnson and Robinson, 2001;Rodrik, Subramanian and Trebbi, 2002),επισημαίνουν την μεγάλη σημασία που διαδραματίζει ο θεσμικός ρόλος του κράτους για την οικονομική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη ενός σταθερού και αξιόπιστου θεσμικού πλαισίου σε εθνικό επίπεδο διευκολύνει την απρόσκοπτη λειτουργία και της κοινωνίας και αποτρέπει συνθήκες πολιτικοοικονομικής και κοινωνικής αστάθειας ή χάους, που συνήθως χαρακτηρίζουν κράτη αδύναμα, ασταθή και με χαμηλούς δείκτες αποτελεσματικότητας (Fukuyama, 2004; Zattler, 2004).                                                                                                              
Σε οικονομικό και δημοσιονομικό επίπεδο οι οικονομίες της αγοράς χρειάζονται ισχυρούς κρατικούς θεσμούς για την μακροοικονομική και δημοσιονομική σταθερότητα  καθώς και για την νομική ασφάλεια των συναλλαγών, την ομαλή λειτουργία της αγοράς και την κοινωνική συνοχή. Ο ρόλος ενός αξιόπιστου κρατικού θεσμικού πλαισίου για την ανάπτυξη των γενικών όρων επένδυσης και ανάπτυξης εν μέσω κατάλληλων κινήτρων και κανόνων που παράγουν εμπιστοσύνη, ασφάλεια συναλλαγών και αποτελεσματικότητα, είναι καθοριστικός. Στο πλαίσιο αυτό είναι εμφανώς απαραίτητος ο ρόλος του κράτους ως προς την κατάλληλη ρύθμιση της αγοράς αγαθών, της αγοράς εργασίας και των χρηματιστικών αγορών.                                                                                    
Εντούτοις, η επέλαση της νεοφιλελεύθερης αντίληψης από την δεκαετία του 1980 και έπειτα, σε συνδυασμό με τον σοσιαλδημοκρατικό συμβιβασμό του τρίτου δρόμου, απέτρεψαν την ανάπτυξη ενός κατάλληλου θεσμικού πλαισίου (Institution Building) τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο για την κατάλληλη πολιτική ρύθμιση της οικονομίας. Τουναντίον, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις επικεντρώθηκαν στην ιδιωτικοποίηση δημοσίων αγαθών, στην απορρύθμιση και στην απελευθέρωση των αγορών. Η οικονομική πολιτική εκείνης της εποχής εκφράστηκε με τον όρο «συναίνεση της Ουάσιγκτον» (Washington Consensus).  Στην ουσία επρόκειτο για μια ατζέντα δέκα σημείων που αναπτύχθηκε από τον οικονομολόγο JohnWilliamson (1990)  προορισμένη για χώρες της Λατινικής Αμερικής κυρίως για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης και την υποτιθέμενη τόνωση της ανάπτυξης (Zattler, 2004: 19-21,  26-30). Τα προτεινόμενα μέτρα εστίαζαν στον περιορισμό της δραστηριότητας του κράτους στην οικονομία, στην δημοσιονομική πειθαρχία, στο άνοιγμα των αγορών για το εμπόριο και τις άμεσες ξένες επενδύσεις, στην αναδιάρθρωση των κρατικών δαπανών, στην απελευθέρωση της πολιτικής επιτοκίων, στην απελευθέρωση του εμπορίου, στην απορρύθμιση των αγορών, στην εντατικοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων, στην μεταρρύθμιση της φορολογίας, στην αύξηση της νομισματικής ανταγωνιστικότητας και στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.                                                                                                                           

 Παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ατζέντα προοριζόταν αρχικώς για της χώρες της Λατινικής Αμερικής σύντομα απέκτησε τον χαρακτήρα ενός γενικευμένου προτύπου εφαρμογής για διεθνείς θεσμούς όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα καθώς και για τις κυβερνήσεις Reagan στην Αμερική και Thatcher/Blair στην Μ. Βρετανία. Επειδή η ατζέντα είχε επιρροές από τον οικονομικό φιλελευθερισμό και έθετε το κέντρο βάρους στην απορρύθμιση, την ιδιωτικοποίηση και την απελευθέρωση των αγορών, ονομάστηκε νεοφιλελεύθερη. Μόλις λίγα χρόνια μετά τις πρώτες εφαρμογές της, η νεοφιλελεύθερη ατζέντα συνάντησε δριμεία κριτική λόγω του γεγονότος ότι οι χώρες στις οποίες εφαρμόστηκε (Μεξικό, Αργεντινή, Βραζιλία, χώρες της Ασίας) αντί να απαλλαγούν από το δημόσιο χρέος υπερχρεώθηκαν ακόμα περισσότερο ενώ οι οικονομίες τους κυριολεκτικά κατέρρευσαν. Ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη νεοφιλελεύθερη ατζέντα μπορεί να θεωρηθεί ως ατελής με κυρίαρχη αδυναμία ότι  επιδιώκει μονοδιάστατα την απελευθέρωση και απορρύθμιση των αγορών χωρίς να πλαισιώνει το εν λόγω εγχείρημα με την απαιτούμενη θεσμική ασφάλεια που μόνο το κράτος μπορεί να παρέχει και επομένως, εκθέτει τις χώρες αναφοράς σε έντονους κινδύνους κρίσης. Ταυτοχρόνως με το ρυθμιστικό θεσμικό της κενό η νεοφιλελεύθερη ατζέντα παρουσιάζει και ένα θεσμικό κενό σε κοινωνικό επίπεδο, δεδομένου ότι οι μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς δεν συνδυάζονται με τα απαιτούμενα αντισταθμιστικά κοινωνικά μέτρα, όπως μία ελάχιστη κοινωνική ασφάλεια, μια ευρύτερη κατανομή εισοδήματος, έναν ελάχιστο βαθμό ισότητας ευκαιριών. Ειδικότερα, το κοινωνικό κενό της νεοφιλελεύθερης αφήγησης οδήγησε σε μια διαδικασία απονομιμοποίησης του και στην αναζήτηση εναλλακτικών. Οι λόγοι της αποτυχίας της συναίνεσης της Ουάσιγκτον επιβεβαιώνονται,  όπως προαναφέρθηκε, σε πλειάδα νεότερων ερευνών που εξετάζουν την σημασία του κράτους και του θεσμικού πλαισίου για την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της οικονομίας.                                                                   
Συγκεκριμένα, οι Hall και Jones (1999) διαπιστώνουν μια θετική συσχέτιση μεταξύ του κατά κεφαλήν εισοδήματος και της ποιότητας της κοινωνικής υποδομής, η οποία καθορίζεται από τον βαθμό νομικής ασφάλειας, την ποιότητα της γραφειοκρατίας, την επιρρέπεια στην διαφθορά, τον κίνδυνο επενδυτικής απώλειας και επίπεδο απελευθέρωσης της αντίστοιχης οικονομίας.                                                   
Σε κάθε περίπτωση δεν επαληθεύονται οι οικονομικές υποθέσεις του νεοφιλελευθερισμού(Quiggin, 2011), όπως αυτή που διατεινόταν ότι η περίοδος ασύγκριτης μακροοικονομικής σταθερότητας θα διαρκούσε  για πάντα. Επίσης δεν επαληθεύτηκε τόσο η υπόθεση των αποδοτικών αγορών, δηλαδή η θεώρηση ότι οι τιμές που καθορίζονται από τις χρηματοοικονομικές αγορές αποτελούν την ορθότερη αξιολόγηση των επενδυτικών αξιών, όσο και η υπόθεση της αναγωγής της ατομικής οικονομικής συμπεριφοράς ως ορθολογικό κριτήριο μακροοικονομικής πολιτικής. Επίσης, δεν φαίνεται να διαθέτουν την απαιτούμενη εγκυρότητα οι νεοφιλελεύθερες ιδέες ότι οι πολιτικές αναβάθμισης των εύπορων θα οδηγήσουν στην αναβάθμιση και τους κοινωνικά αδύναμους και ότι οι κρατικές λειτουργίες και πρωτοβουλίες μπορούν να είναι περισσότερο αποτελεσματικές εφόσον ιδιωτικοποιηθούν.

Ο Μαυροζαχαράκης Εμμανουήλ είναι πολιτικός επιστήμονας- κοινωνιολόγος

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Acemoglu, D., Johnson,S., Robinson, J.A. (2001),ΤheColonialOrigins of Comparative Development: An Empirical Investigation”, American Economic Review, 91,2001, 1369-1401.

Alfaiate, J., Bottini, N.,  Clarke, S. etal.(eds. 2014),2014 Legatum Prosperity Index, London: Legatum Institute

Beck,U. (2009),„Eine quasi revolutionäre Situation“, Der Soziologe Ulrich Beck über die Wut in der Krise, die neoliberale Irrlehre, Gesine Schwan, Angela Merkel und das Versagen der Eliten.http://www.schimmeck.de/Texte/beck.htm

Fukuyama, F. (2004),Staaten bauen,Berlin: Propyläen.
Hall, R. E. andJones, C.I. (1999),“Why do some countries produce so much output per worker than others?”The Quarter y  Journal of Economics 114, 456, 83-116
Hardt, M. (2010),Wir müssen verstehen, wer der Feind ist, Der Spiegel.http://www.spiege.l.de/kultur/gesellschaft/0,1518,685199,00.html(11.04.2017)

Harvey, D.(2010),The Enigma of Capital and the Crises of Capitalism, London

Quiggin, J. (2011),Zombie Economics: How Dead Ideas Walk Among Us, Princeton, University Press (US paperback edition)
Rodrik, D. (2011),The Globalization Paradox: Democracy and the Future of the World Economy,New York: Norton,
Rodrik, D. (2012), Who needs the Nation State ?,Centre for Economic Policy Research (CEPR), Discussion Paper No. 9040,London
Rodrik, D., Subramanian, A., Trebbi, F. (2002),Institutions Rule: The Primacy of Institutions over Geography and Integration in Economic Development,Kennedy School of Government, Harvard University, October
Rüstow,A. (2001),Das Versagen des Wirtschaftsliberalismus,Marburg: Metropois-Verlag
Williamson, J. (1990),“What Washington means by Policy Reform”, In: Williamson,J. Latin American Adjustment: How Much Has Happened? ,Washington: Institute for International Economics.
World Bank (2002), Building Institutions for Markets, World Development Report, Oxford University Press
Zattler, J. (Ed.) (2004),  Post-Washington-Consensus– Einige Überlegungen. Ein Diskussionspapier des BMZ. Herausgegeben vom Bundesministerium für wirtschaftliche Zusammenarbeit und Entwicklung. Referat für Entwicklungspolitische Informations- und Bildungsarbeit. Bonn


Δεν υπάρχουν σχόλια: