ΔΙΑΛΟΓΟΣ: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ...


Του Μάκη Σπαθή


Δύο κεντρικά πολιτικά ζητήματα απασχόλησαν τη διήμερη πανελλαδική συνάντηση των 53+ (15/4/2018): Το πρώτο αφορούσε το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για την επόμενη μέρα, μετά δηλαδή το τέλος του σημερινού μνημονιακού προγράμματος που ήταν αποτέλεσμα του επώδυνου συμβιβασμού το καλοκαίρι του 2015. Το δεύτερο σχετιζόταν με τον υποβαθμισμένο ρόλο του κόμματος στη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά πρωτίστως με την αναζήτηση των κατάλληλων μεθόδων και πολιτικών για την επανασύνδεση του πολιτικού υποκειμένου της ριζοσπαστικής Αριστεράς με τα κοινωνικά στρώματα που στήριξαν το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ για την έξοδο από την κρίση. Από τον πλούσιο διάλογο που αναπτύχθηκε, τις θετικές και αρνητικές επισημάνσεις στην καθημερινή άσκηση του κυβερνητικού έργου, αλλά και τις αγωνίες πολλών συντρόφων/ισσών για τα μελλούμενα αναδείχθηκαν αρκετά προβλήματα. Ελπίζω να μην τα αδικήσω αν επικεντρωθώ σε αυτά που κατά την άποψή μου θα βρίσκονται μπροστά μας στην επόμενη περίοδο. 

-Οι ρυθμίσεις για το χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) και η ακύρωση, ή το πάγωμα έστω, των τριών μηχανισμών λιτότητας (δημοσιονομικής, χρηματοπιστωτικής, εργασιακής απορρύθμισης) αποτελούν ακόμη τα κρίσιμα θέματα που ταλανίζουν την Ελληνική κοινωνία στην παρούσα ιστορική στιγμή.

-Οι δυνατότητες που προσφέρονται και συνακόλουθα οι πολιτικές που θα πρέπει να εφαρμοστούν με την ευκαιρία της διακυβέρνησης από ένα κόμμα της αριστεράς, για τον μετασχηματισμό του αστικού κράτους, το όποιο έχει εμπεδώσει τις σχέσεις κυριαρχίας ηγεμονίας και εκμετάλλευσης των υποτελών τάξεων, σε ένα εξελιγμένο στάδιο που θα διευκολύνει την ανάπτυξη  πολλαπλών κοινωνικών αντιστάσεων με στρατηγικό στόχο την κοινωνική χειραφέτηση.

-Η αναπόδραστη παρουσία του ελληνικού καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού στο διεθνές και Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι απαιτεί απαντήσεις και στρατηγικές για τις δεσπόζουσες κατευθύνσεις εντός των οποίων σήμερα υπάρχουμε και λειτουργούμε ως κοινωνικός σχηματισμός. Παραμένουμε, δηλαδή, εσαεί εντός της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης της δημοσιονομικής πειθαρχίας του Μάαστριχτ και της Λισαβόνας, αναζητώντας  πολιτικές   συμμαχίες με την φθαρμένη σοσιαλδημοκρατία  για τον μετασχηματισμό της, ή συντασσόμαστε με την ριζοσπαστική αριστερά για την  Ευρώπη των λαών και της κοινωνικής χειραφέτησης;

-Η αναβάθμιση του κόμματος, η επαναλειτουργία των καταργημένων ενδιάμεσων οργάνων του, ο διακριτός του ρόλος,  η εσωκομματική δημοκρατία και η στροφή του  στο κοινωνικό σώμα για  την αποκατάσταση των σχέσεων εκπροσώπησης που έχουν διαρραγεί εξαιτίας των μνημονιακών  πολιτικών της αριστερής Κυβέρνησης μετά τον επώδυνο συμβιβασμό.

Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά θα πρέπει συστηματικά να καταγραφούν από το συντονιστικό των 53, τη στελέχωση του οποίου περιμένουμε άμεσα, για να ακολουθήσει σειρά εκδηλώσεων σε πανελλαδική κλίμακα με στόχο να επηρεάσουμε τις πολιτικές εξελίξεις στο κόμμα, την κυβέρνηση και την κοινωνία ευρύτερα. Από το σύνολο των τεσσάρων αυτών θεματικών που εκ πρώτης όψεως εμφανίζονται διακριτές θα προσπαθήσω σε αυτό το σημείωμα να καταθέσω την άποψή μου στην πρώτη εξ αυτών, θεωρώντας ότι αποτελεί κλειδί και για τις επόμενες ενότητες. Κυρίως όμως γιατί το πρόβλημα του χρέους ήταν, είναι και θα είναι για όλες τις εκδοχές της Αριστεράς στην Ελλάδα ο σημερινός Μινώταυρος που τρέφεται από τις σάρκες της.

·        Το δημόσιο χρέος σήμερα:

Το 2009 στην αρχή της κρίσης το δημόσιο χρέος στη χώρα μας ήταν 300 δις ευρώ και το 130% του ΑΕΠ χωρίς να μπορεί να εξυπηρετηθεί με συνεχιζόμενα δάνεια  από τις αγορές γεγονός που οδήγησε τον Γεώργιο Παπανδρέου να εξαγγείλει στο Καστελόριζο την έναρξη της μνημονιακής περιπέτειας.

Μετά από 8 χρόνια το δημόσιο χρέος έχει εκτιναχτεί στα 330 δις ευρώ και σε ποσοστό επί του ΑΕΠ βρίσκεται στο 180%. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 έγινε κυβέρνηση υποσχόμενος στον ελληνικό λαό την διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους και τον τερματισμό της λιτότητας, το θεμελιώδες επιχείρημα στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές που ξεκίνησαν την επόμενη, ήταν ότι το χρέος δεν ήταν πλέον βιώσιμο-διαχειρίσιμο. Επίσης και ότι αν δεν γίνονταν αποδεκτές οι προτάσεις μας για σημαντική μείωση, οι δανειστές δεν θα έπαιρναν ποτέ τα λεφτά τους πίσω, η δε Ελληνική κοινωνία θα μαστιζόταν από ανθρωπιστική κρίση.

Όλοι/ες γνωρίζουμε τα γεγονότα που ακολούθησαν το πρώτο εξάμηνο των σκληρών διαπραγματεύσεων, την ιστορική κορύφωση της ταξικής πάλης με το 62% του δημοψηφίσματος τον Ιούλιο του 15 και τον επώδυνο συμβιβασμό όπως και την επανεκλογή του ΣΥΡΙΖΑ το Σεπτέμβριο του 15. Η δέσμευση της νέας κυβέρνησης της Αριστεράς συνίστατο τότε στην διεξαγωγή ενός τιτάνιου αγώνα να μετριάσει τις επιπτώσεις της λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης ιδιαίτερα για τα κοινωνικά στρώματα που εκπροσωπούσε και να οδηγήσει  το δυσβάσταχτο χρέους σε διαχειρίσιμα επίπεδα. Σήμερα, τρία χρόνια μετά, το θεμελιώδες ερώτημα που παραμένει, είναι εάν οι μνημονιακές πολιτικές που υπηρέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ, τα μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν, έχουν οδηγήσει τις εξελίξεις σε μία διαχειρίσιμη κανονικότητα για το χρέος και τη λιτότητα, παρά το γεγονός ότι οι δύο αριθμοί (330 δις και 180%) είναι μεγαλύτεροι από τους αντίστοιχους αριθμούς του 2009. Η κυβέρνηση στο ερώτημα αυτό απαντάει θετικά για τέσσερις λόγους βάζοντας παράλληλα και μία προϋπόθεση:

-Πρώτον, διότι στα τρία χρόνια που ακολούθησαν ικανοποίησε με υπεραπόδοση τους δημοσιονομικούς στόχους των πλεονασμάτων που της ζητήθηκαν.

-Δεύτερον, διότι θεσμοθέτησε, ψήφισε και υλοποίησε όλες τις μνημονιακές υποχρεώσεις που ζητούσαν οι δανειστές, ικανοποιώντας παράλληλα έστω οριακά και κοινωνικές πολιτικές για τα πιο εξαθλιωμένα  στρώματα της κρίσης.

-Τρίτον, γιατί οι δανειστές απαλλάχτηκαν από τον αρχικό τους φόβο για τη συνολική αμφισβήτηση των σκληρών δημοσιονομικών πολιτικών από μία αριστερή κυβέρνηση και τη πιθανή διάχυση του ελληνικού παραδείγματος και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες που είχαν αντίστοιχα προβλήματα δημόσιου χρέους.

-Τέταρτον, διότι οι πρώτες δοκιμαστικές απόπειρες δανεισμού από τις αγορές πραγματοποιήθηκαν με λογικά επιτόκια, περίπου 4%, τα οποία αν και είναι πολύ μεγαλύτερα από τα επιτόκια του ESM, προεξοφλούν μία αντίστοιχη συμπεριφορά των αγορών την επόμενη μέρα.

Προϋπόθεση για να μετατραπεί το δυσβάσταχτο χρέος σε διαχειρίσιμο είναι οι δανειστές να εισάγουν μεσοπρόθεσμα  και μακροπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης που να πείθουν τουλάχιστον τις αγορές να συνεχίσουν να δανείζουν την Ελλάδα με επιτόκια μικρότερα του 4%.

Το αμείλικτο όμως ερώτημα, που επιμένει να τίθεται κι αν ακόμη πραγματοποιηθούν οι κυβερνητικές προσδοκίες, αφορά την ουσιαστική βιωσιμότητα του χρέους μετά το τέλος του προγράμματος και αποτυπώνεται στις συχνές δηλώσεις του προέδρου για καθαρή έξοδο από την επιτροπεία. Αυτό όμως για να μην αποτελεί απλά μία ευσεβή επιθυμία μπορεί να απαντηθεί με την αδιάψευστη νομοτέλεια εξέλιξης τριών επιπλέον αριθμών:

Καθαρή έξοδος και βιώσιμο χρέος μετά την προσφυγή στις αγορές σημαίνει συγκεκριμένα ότι τα επιτόκια του νέου δανεισμού (μικρότερα πάντα του 4% σύμφωνα με τους ειδικούς)  να είναι τέτοια ώστε να μην προκαλούν στο χρόνο αύξηση της απόλυτης ονομαστικής αξίας των σημερινών 330 δις. Αν αυτό δεν είναι εφικτό ο άλλος κρίσιμος αριθμός, δηλαδή το 180%, το κλάσμα χρέους προς το ΑΕΠ, να μειώνεται σημαντικά κάθε χρόνο. Για να πραγματοποιείται όμως η δεύτερη αυτή συνθήκη θα πρέπει η οικονομία της χώρας να αυξάνεται σε όλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα σε ρυθμούς αρκετά μεγαλύτερους του 2% (ένας ακόμη μαγικός αριθμός για τον οποίον οι οικονομολόγοι όλων των σχολών μας προειδοποιούν ότι δεν έχει ιστορικό προηγούμενο ειδικά όταν μία οικονομία υποχρεώνεται σε πρωτογενή πλεονάσματα μεγαλύτερα του 3,5% μεσοπρόθεσμα και 2% στη συνέχεια για τα επόμενα 50 χρόνια?).

Η χιλιοειπωμένη αναφορά σε αυτούς τους αριθμούς και στην εσωτερική μαθηματική λογική που τους διέπει, είναι δυστυχώς αναγκαία σήμερα αν θέλουμε να κατανοήσουμε το μέγεθος του προβλήματος και να απαντήσουμε με πολιτικό τρόπο στο τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια. Συνακόλουθα, αν αποδεχθούμε ότι αυτό είναι καταρχάς το πλαίσιο μέσα στο οποίο είμαστε υποχρεωμένοι να σχεδιάσουμε τη στρατηγική μας την επόμενη μέρα, ας εξετάσουμε στη συνέχεια πώς τοποθετούνται οι βασικοί παίκτες με αυτά τα δεδομένα.

·        Οι θέσεις των δανειστών, των αγορών χρήματος, και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ

Στην παρούσα κατάσταση ακούμε συχνά τους εκπροσώπους των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ (με κάποιες εξαιρέσεις πάντοτε) να επαινούν και να συγχαίρουν την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για τη συνεπή υλοποίηση των μνημονιακών υποχρεώσεων και την επίτευξη των στόχων που μας επέβαλαν. Αυτό οδηγεί συχνά  ηγετικά κυβερνητικά στελέχη στην βεβαιότητα ότι κάτι έχει αλλάξει  από την προηγούμενη σκληρή και ανάλγητη στάση των ευρωπαίων εταίρων μας. Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών δεν επιδιώκουν πλέον την παραδειγματική  τιμωρία της αριστερής κυβέρνησης, αντίθετα μάλιστα εμφανίζονται να συμφωνούν γενικά με τους σχεδιασμούς μας για έξοδο στις αγορές χωρίς την ανάγκη της περίφημης  προληπτικής γραμμής στήριξης, την οποία υπερασπίζονται οι εσωτερικοί μας πολιτικοί αντίπαλοι για ευνόητους λόγους. Η θέση τους όμως αυτή είναι απόλυτα κατανοητή αν αναλογιστούμε ότι οι ευρωπαίοι εκπρόσωποι απευθυνόμενοι στα δικά τους εσωτερικά ακροατήρια εμφανίζονται δικαιωμένοι για τις σκληρές νεοφιλελεύθερες δημοσιονομικές πειθαρχίες που συνεχίζουν να υπερασπίζονται για το σύνολο της Ευρώπης. Αφετέρου,  εξασφαλίζουν την επιστροφή των δανείων που μας χορήγησαν δίχως την ανάγκη νέων δανεικών, κάτι που απαιτεί και τη συγκατάθεση των εθνικών τους κοινοβουλίων.

Το εάν όμως το χρέος θα γίνει ουσιαστικά βιώσιμο και τα επόμενα χρόνια, όπως απαιτούν  στοιχειωδώς οι αρχές της αστικής οικονομίας και η ελληνική κοινωνία για να αναπνεύσει, καρφί δεν τους καίγεται. Τους αρκεί να παίρνουν τα λεφτά τους μεσοπρόθεσμα με εμβαλωματικές ρυθμίσεις, να κεφαλαιοποιούν πολιτικά την εμμονή τους στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα, ελπίζοντας πως έτσι συντείνουν  έστω προσωρινά στην σταθεροποίηση του πολιτικού τους συστήματος, το οποίο αμφισβητείται επικίνδυνα από την λαϊκιστική ακροδεξιά, όπως αποδεικνύουν οι πρόσφατες εκλογές σε μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών.  

Οι αγορές χρήματος, πάντα στην ίδια πλευρά με τους δανειστές, έχουν τη δική τους αταλάντευτη στοχοθεσία: Απαλλαγμένες από πολιτικές σκοπιμότητες λειτουργούν με μοναδικό σκοπό τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Δανείζουν με ανεκτά τοκογλυφικά επιτόκια όσους έχουν την ανάγκη τους, παρακολουθώντας όμως προσεκτικά τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες των δανειζομένων χωρών ώστε να αποφύγουν τον περιβόητο "ηθικό κίνδυνο", μήπως δηλαδή αύριο τους σκάσουν κανέναν κανόνι, κατά το κοινώς λεγόμενο. Με τα δικά τους λοιπόν κριτήρια εποπτεύουν τους δανειζόμενους. Το ότι σήμερα, στις δοκιμαστικές εξόδους μας για δανεισμό, εμφανίζονται χαλαροί με λογικά επιτόκια, προεξοφλώντας  ότι επίκειται μία κάποια θετική ρύθμιση του χρέους με τους δανειστές για τα επόμενα έστω χρόνια, αυτό σε καμία περίπτωση δεν προεξοφλεί ότι δεν θα επιχειρήσουν απαγορευτικά τοκογλυφικά επιτόκια αύριο. Και αυτό εφόσον ο μαγικός αριθμός 180% δεν μειώνεται σταθερά αφενός, και το πολιτικό μας σύστημα δεν έχει σταθεροποιηθεί στη βάση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, αφετέρου.

Τούτων δοθέντων, η δική μας κυβέρνηση επιχειρεί τους δικούς της σχεδιασμούς. Σταθερά προσηλωμένη στη θεωρία της πολιτικής ως τέχνης του εφικτού επιδίδεται σε μία αγχώδη μάχη με το χρόνο:

- Αν μετά από τρία χρόνια πετύχει να καταγραφεί ως η κυβέρνηση που τελείωσε τη μνημονιακή περιπέτεια, παρά το βαρύ τίμημα για τα θύματα της κρίσης που εκπροσωπούσε προεκλογικά, πιστεύει ότι θα κεφαλαιοποιήσει πολιτικά αυτό  το γεγονός. Αν παράλληλα με την καθαρή έξοδο στις χρηματαγορές πραγματοποιηθούν σημαντικές χρηματοδοτικές εισροές και ακολουθήσει επενδυτική έκρηξη πολύ μεγαλύτερη του 2% ο ελληνικός καπιταλισμός θα εισέλθει στον ενάρετο κύκλο που οραματίζεται το κυβερνητικό μας επιτελείο.

- Αν καταφέρει στην τρέχουσα αξιολόγηση να διαπραγματευτεί οριακές έστω βελτιώσεις στα ήδη θεσμοθετημένα σκληρά μέτρα (φορολογικό, συνταξιοδοτικό, κατώτατο μισθό) πιστεύει πως θα αναβαθμίσει το κοινωνικό της πρόσωπο επανασυσπειρώνοντας τους ψηφοφόρους που την παρακολουθούν από τη γωνία του άκυρου και του λευκού. Αυτό όμως απαιτεί πάντοτε τη συγκατάθεση των δανειστών, γεγονός που παραπέμπει στην μόνιμη δεύτερη εποπτεία. Στην απαίτηση για την τήρηση των θεσμοθετημένων μεταρρυθμίσεων μετά την παραχώρηση μεσοπρόθεσμων ρυθμίσεων για το χρέος που αναμένουμε να αποφασιστούν. Για να εξασφαλιστεί μία τέτοια απαίτηση χρειάζονται σταθερά διαπιστευτήρια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον οριστικά και αμετάκλητα συνεπές συστημικό πολιτικό μόρφωμα. Απαιτούνται εγγυήσεις ότι το κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς,  στα τρία χρόνια που μεσολάβησαν, μεταλλάχθηκε σε κόμμα του Κράτους. Μόνο έτσι μπορεί να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του υπάρχοντος καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού, φτωχού και υποβαθμισμένου, για όσο διάστημα τουλάχιστον οι κοινωνικές κατηγορίες που το ανέδειξαν, ανασφαλείς πλέον και μουδιασμένες δεν αντιδρούν δυναμικά ματαιώνοντας την ήττα που έχουν υποστεί.

- Αν μπορέσει επίσης να διαχειριστεί το πρόβλημα της πολιτικής κρίσης, που ανέδειξε η μνημονιακή εποχή, εξασφαλίζοντας πολιτικές συμμαχίες με τα διαμελισμένα κόμματα της μνημονιακής περιόδου για να εμπεδώσει ένα νέο δικομματισμό, με τον ΣΥΡΙΖΑ να κατέχει  δεσπόζουσα θέση στην μεταμνημονιακή περίοδο, αυτό θα αξιολογηθεί ως σημαντικό επίτευγμα. Το φλερτ με την Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, οι απευθύνσεις συνεργασίας στο Ποτάμι και το Κίνημα Αλλαγής, οι αναφορές κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών, η αποκαλυπτική τοποθέτηση του συντρόφου Δραγασάκη στην συνέντευξη [του 9.84] με τον Β. Σκουρή και την Α. Σπανού για αστερισμό πολιτικών δυνάμεων με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ φανερώνουν αποκαλυπτικά τις σκέψεις και τους πολιτικούς σχεδιασμούς των ηγετικών μας στελεχών.

Το τι θα συμβεί όμως αν οι προϋποθέσεις αυτές δεν ικανοποιηθούν στο ακέραιο, κυβέρνηση και δανειστές θεωρούν πως έχουν την  απάντηση: Μπορούν να καταφύγουν στη γνωστή θεωρία του μισογεμάτου ποτηριού.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ανάγνωση των πρόσφατων  αποτελεσμάτων της έκθεσης  του ΔΝΤ για την ανάπτυξη και τα πλεονάσματα: ναι μεν το ΔΝΤ? μείωσε τις προσδοκίες για ανάπτυξη πάνω από 2%, αλλά μας ανέβασε την εκτίμηση για μεγαλύτερα δημοσιονομικά πλεονάσματα που αμφισβητούσε τα προηγούμενα χρόνια. Μέχρι να συμβεί η οριστική κατάρρευση και να αρχίσει μία νέα μνημονιακή περίοδος ποιοι?? μπορούν να ισχυρίζονται ότι πετυχαίνουν οι πολιτικές τους έστω και με την μερική ικανοποίηση στην εξέλιξη των μαγικών αριθμών  που αναφερθήκαμε. Αν οι χρηματοδοτικές μας ανάγκες για τα επόμενα τέσσερα χρόνια δεν υπερβούν το 15% του ΑΕΠ, όπως μας έχουν ορίσει οι δανειστές μας, και οι δύο πλευρές θα εμφανίζονται ικανοποιημένες. Αν όμως στη συνέχεια εκτιναχθεί στα ύψη θα ερίζουν για το ποιος ευθύνεται από τους δύο.
 
Με αυτά τα δεδομένα οι  παραπάνω  προϋποθέσεις διαμορφώνουν έναν αγχώδη αγώνα δρόμου με το χρόνο. Ο τελικός του προορισμός θα επηρεαστεί από μία σειρά αστάθμητων συστημικών κινδύνων, που είναι πιθανόν να εξαντλήσουν το δρομέα μας πολύ πριν από το πολυπόθητο τέρμα.  Η διεθνής οικονομική αλλά και πολιτική συγκυρία σε Ευρώπη και Αμερική είναι απολύτως ρευστή ενώ οι γεωπολιτικές αναταράξεις στην περιοχή μας και αλλού εγκυμονούν κινδύνους ευρύτερης πολεμικής σύγκρουσης.

Οι ενδοκαπιταλιστικοί εμπορικοί ανταγωνισμοί, η επιθετική ρητορική του Ερντογάν όπως και οι προκλήσεις της Τουρκίας απέναντι στον Ελληνικό εθνικό αστικό μεγαλοϊδεατισμό και τους σχεδιασμούς του άξονα Ισραήλ- Αίγυπτος-Κύπρος-Ελλάδα για την αποκλειστική εκμετάλλευση του Αιγαίου, αποτελούν μόνο ορισμένες πλευρές εμφάνισης συστημικών κινδύνων ικανών να ανατρέψουν κάθε πολιτικό σχεδιασμό της πολυπόθητης κανονικότητας στην οποία στηρίζεται το ηγετικό επιτελείο της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα.
                                              
·        Εν κατακλείδι

Πιθανόν η εικόνα που παρουσίασα με την ανάλυση δεδομένων είναι απαισιόδοξη. Δεν πιστεύω, δηλαδή, ότι θα πετύχουμε οικονομική και πολιτική αυτονομία μετά το τέλος του προγράμματος, ώστε να υλοποιήσουμε, με αργά αλλά σταθερά βήματα, μία κοινωνική πολιτική που θα αποκαταστήσει τις διαταραγμένες σχέσεις κοινωνικής εκπροσώπησης με τους «από κάτω». Τίθεται συνακόλουθα το ερώτημα εάν απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις υπάρχει εναλλακτική στρατηγική που να συνάδει με τα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά ενός πολιτικού υποκειμένου που εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι ανήκει στην παράδοση των κομμάτων της ριζοσπαστικής μαρξιστικής Αριστεράς. Στο ερώτημα αυτό θα επιχειρήσω μία απάντηση ξεκινώντας όμως και εγώ από κάποιες αναγκαίες προϋποθέσεις.

Για να είναι εφικτή η ακύρωση των μνημονιακών πολιτικών την επόμενη περίοδο θα πρέπει η κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος και του οικονομικού υποδείγματος που υλοποίει  να μην επιλυθεί με όρους συγκατάθεσης και κοινωνικής συναίνεσης των υποτελών τάξεων. Να μην επιλυθεί  επομένως με το ανακάτεμα των μορφωμάτων του αστικού block. Η ηγεμονία της αστικής τάξης δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί, διότι αυτή αδυνατεί πλέον να εξασφαλίσει βασικές συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης στα θύματα της κρίσης. Αυτό το γεγονός συνεπάγεται πως κάθε απόπειρα στα πλαίσια μιας ρεαλιστικής πολιτικής, παρόλο που επικαλείται  την απουσία κοινωνικών δυναμικών αντιστάσεων, είναι καταδικασμένη να αποτύχει.

Ο ρόλος μιας αριστερής κυβέρνησης, που με τους δεδομένους συσχετισμούς δεν μπορεί να πρωτοστατήσει σε μία φυγή προς τον ουρανό σήμερα, είναι να διατηρεί και να αποκαλύπτει τα βασικά χαρακτηριστικά της οικονομικής κοινωνικής και πολιτικής κρίσης επιχειρώντας να διαμορφώσει τους όρους για την εμφάνιση στο προσκήνιο του κοινωνικού υποκειμένου που αμφισβητεί τις καπιταλιστικές σχέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές καταλήγουν στην ακόλουθη στρατηγική σήμερα και την επόμενη μέρα.

Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να απευθυνθεί στο λαό με απόλυτη ειλικρίνεια. Να εξηγήσει συστηματικά ότι η αρχική αντίθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί διότι το αρχικό αίτημα για διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους παραμένει πάντα επίκαιρο και οι δημοσιονομικές πολιτικές που επιβλήθηκαν κόστισαν πολύ αίμα στο κοινωνικό σύνολο χωρίς καμία σοβαρή αναβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού. Αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 15 υποχρεώθηκε να υποχωρήσει διότι γνώριζε τις συνέπειες της χρηματοπιστωτικής ασφυξίας με την οποία την απειλούσαν οι δανειστές, αυτό δεν σημαίνει ότι εγκατέλειψε την προσπάθεια για μία μακροοικονομική πολιτική που θα ανακούφιζε  τα φτωχότερα κυρίως στρώματα και θα απολάμβανε μιας πολιτικής και οικονομικής αυτονομίας που θα επέλεγαν οι Έλληνες πολίτες με δημοκρατικές διαδικασίες. Αυτή η στάση πιο συγκεκριμένα σημαίνει ότι το αίτημα για ανατροπή  των τριών μηχανισμών λιτότητας και των μεγάλων πλεονασμάτων επανέρχεται σήμερα με τέτοιο τρόπο που να μπορεί να πυροδοτήσει μία κοινωνική δυναμική, ανάλογη με αυτή που εκδηλώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2015 μέχρι το δημοψήφισμα, απαιτώντας την αμφισβήτηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Ο παραγωγικός μετασχηματισμός της οικονομίας για να είναι δίκαιος θα πρέπει να στοχεύει σε πλευρές του επιθετικού καπιταλιστικού σχηματισμού και όχι απλά στο ανακάτεμα κεφαλαιακών προτεραιοτήτων καπιταλιστικής ανταγωνιστικότητας και εξωστρεφούς προσανατολισμού. Μία τέτοια διαπραγμάτευση όμως με τους δανειστές δεν θα έχει αποτελέσματα εάν δεν γίνεται με όρους ρήξης και ανατροπής, απαλλαγμένης από το φόβο της ήττας σε μία εκλογική αναμέτρηση. Κυρίως  πρέπει να τροφοδοτείται από την πεποίθηση πως αν οικοδομηθούν στέρεες και ειλικρινείς σχέσεις με τους «από κάτω» η ελληνική άνοιξη δεν θα αργήσει να γίνει πραγματικότητα.



Ο Μάκης Σπαθής είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ

ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ: ΓΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΡΑΣΙΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ


ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
oiko.par.her@gmail.com, www.opi.org.gr
Αγ. Φανουρίου 12, 71601, Ηράκλειο
ΕΠ00518


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ 14 Μαΐου 2018

Για πραγματικό πρασίνισμα της πόλης: Διαβούλευση επί της ουσίας, ενεργοποίηση & συμμετοχή των πολιτών.

Ολοκληρώθηκε η εισήγηση της επιτροπής για την Αξιολόγηση των Προτάσεων Δημόσιας Διαβούλευσης για τη Διαχειριστική Μελέτη του Πάρκου Γεωργιάδη. Θα κατατεθεί για έγκριση στο Δημοτικό Συμβούλιο.

Η διαβούλευση για τη διαχειριστική μελέτη του Πάρκου Γεωργιάδη (προβλεπόμενη από τη νομοθεσία) λειτούργησε -κατά μεγάλο μέρος- ως εργαλείο διόρθωσης των προβληματικών σημείων της μελέτης ανάπλασης του Πάρκου Γεωργιάδη. «Σχήμα πρωθύστερο» βέβαια, δεδομένου ότι πρώτα έπρεπε να εγκριθεί η διαχειριστική μελέτη, που αφορά το ευρύτερο πλαίσιο διαχείρισης του πάρκου σε βάθος δεκαετίας και μετά η μελέτη ανάπλασης, που είναι μια εφαρμογή που πρέπει να εναρμονίζεται με τη μελέτη διαχείρισης.

Υπενθυμίζουμε πως η διαβούλευση για τη μελέτη ανάπλασης του Πάρκου είχε καλυφθεί τυπικά με την ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Δήμου, όπως, δυστυχώς, γίνεται και σε άλλες περιπτώσεις, χωρίς όμως να γίνει παρουσίαση της μελέτης και να προκληθεί ουσιαστικός διάλογος. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνουν γνωστά τα προβληματικά της σημεία (μετά από προσεχτική μελέτη και από τις «Φυλές του Πάρκου») όταν ήδη το έργο είχε δημοπρατηθεί, και σε μια χρονική συγκυρία στην οποία η αγανάκτηση των κατοίκων της πόλης είχε κορυφωθεί. Αιτία της αγανάκτησης ήταν η επί σειρά δεκαετιών κακοποίηση και συρρίκνωση του πράσινου της πόλης και αφορμή των διαμαρτυριών και κινητοποιήσεων η αυθαίρετη κοπή δέντρων στην οδό Ίδης. Με αφορμή, λοιπόν, την ανάπλαση του Πάρκου Γεωργιάδη είχαμε στο Ηράκλειο (για δεύτερη φορά, μετά από την αντίδραση που είχε προκληθεί πριν από μερικά χρόνια πάλι σε σχέση με το Πάρκο Γεωργιάδη, όταν η Δημοτική Αρχή σχεδίαζε την κατασκευή του γκαράζ στη Λεωφόρο Δημοκρατίας), μαζική διαμαρτυρία πολιτών, με κορύφωση την πορεία εκατοντάδων πολιτών στους δρόμους της πόλης.

Μερικές σκέψεις:

Η συμμετοχή στη διαβούλευση από την άποψη του αριθμού των συμμετεχόντων που διατύπωσαν προτάσεις και ενστάσεις ήταν μάλλον αναιμική, αν σκεφτεί κανείς τη δημοσιότητα που πήρε το θέμα του πάρκου και τις αντιπαραθέσεις και εκδηλώσεις που είχαν προηγηθεί: δώδεκα πολίτες, δύο δημοτικές παρατάξεις, το Δ.Σ. της 1ης Δημοτικής Ενότητας, οι «Φυλές του Πάρκου» και η διαμαρτυρία του Συλλόγου βιοκαλλιεργητών. Παρ΄ όλ΄ αυτά, οι λίγες αυτές παρεμβάσεις έδειξαν μια γενική κατεύθυνση αλλά άνοιξαν θέματα και έδωσαν τροφή σε πολύ ουσιαστικές συζητήσεις μέσα στην επιτροπή. Μπορούμε λοιπόν σήμερα να φανταστούμε το αποτέλεσμα σε πλούτο ιδεών και στην τελική υλοποίηση αν, από την αρχική φάση σχεδιασμού αντίστοιχων έργων, γίνονταν καλά οργανωμένες συζητήσεις με συμμετοχή δεκάδων ή και εκατοντάδων πολιτών και φορέων.

Αν στο μέλλον υπάρξει πίεση μεγάλης μερίδας των πολιτών και δραστηριοποίησή τους, μπορεί να επιβάλει στη δημοτική αρχή έναν σχεδιασμό για το πράσινο και γενικά τους κοινόχρηστους χώρους που να εξυπηρετεί περισσότερο κοινωνικές ανάγκες και λιγότερο την ιδιωτική κερδοσκοπία και επίσης να αποτρέψει καταστροφές οφειλόμενες σε μια τρέχουσα εδώ και χρόνια «ερμηνεία» της Δημοτικής Αρχής για τις ανάγκες των δημοτών και της πόλης.

Καλά θα ήταν να μπορούσαμε να φτάσουμε και στο Ηράκλειο σε κάποια μορφή συμμετοχικού σχεδιασμού. 

Προς το παρόν κάποια πολύ ενδιαφέροντα «σχέδια επί χάρτου» και προτάσεις μπορείτε να δείτε εδώ: https://colabpublicspaces.wordpress.com.

Για την ώρα, έχουμε μπροστά μας τα διάφορα έργα «ανάπλασης» στο Πάρκο Γεωργιάδη και στην Ίδης/Δικαιοσύνης που θα πρέπει να παρακολουθήσουμε στενά, διάφορα έργα συντήρησης που γίνονται συνέχεια και μικρούς χώρους διάσπαρτους στην πόλη που είναι χαρακτηρισμένοι ως χώροι πρασίνου αλλά ο δήμος καθυστερεί πολύ να υλοποιήσει κάτι σε αυτούς. 

Όπου υπάρχουν πυρήνες ευαίσθητων πολιτών στη γειτονιά που παίρνουν πρωτοβουλίες μπορούν να γίνουν πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Θετικά παραδείγματα που μπορούμε να αναφέρουμε: κινητοποιήσεις στο Μασταμπά για τα πεύκα, στις Λεωφόρους Τρικούπη και Ακαδημίας και στις πλατείες Ελευθερίας και Κορνάρου και όχι μόνο, με αφορμή κοπές δένδρων σε έργα ανάπλασης, αστικός λαχανόκηπος στον Άη Γιάννη με πρωτοβουλία του τοπικού πολιτιστικού συλλόγου, «Πάρκο της σοφίας» στον Κατσαμπά κ.ά.

Κύριο ζητούμενο η ενεργοποίηση των πολιτών.


Οικολογική Παρέμβαση Ηρακλείου
www.opi.org.gr

Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ



Του Αλέξανδρου Μαυρικάκη


Η «κληρονομιά» της Αντιγόνης 1 για την αντίσταση του πολίτη στην πολιτική εξουσία που υπερβαίνει τις δικαιοδοσίες της και καταστρατηγεί τα δικαιώματά του, δεν πρέπει να χαθεί. Σε μια εποχή που η πολιτική έχει υπαχθεί στην οικονομία, οι «κληρονομιές» πανανθρώπινων αξιών αποτελούν εγγύηση και ανάχωμα για να μη βαδίζει ο κόσμος στη σκιά δογμάτων όπως το  «There Is No Alternative». 

Δεν πρέπει να χαθεί η μνήμη των πράξεων εύψυχων συμπολιτών μας που αρνήθηκαν να υπακούσουν στις εντολές κάποιων επίορκων στρατιωτικών που κατέλυσαν πριν από πενήντα χρόνια την δημοκρατία στη χώρα μας.

*
Την πρώτη ημέρα του πραξικοπήματος, 21 Απριλίου 1967, συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος στην Πλατεία Ελευθερίας του Ηρακλείου, λίγο πριν την απαγόρευση της κυκλοφορίας και ξεκίνησε η πρώτη διαδήλωση ενάντια στη χούντα, ίσως η πρώτη πανελλαδικά 2

Το πλήθος των πολιτών ανερχόταν, σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, σε πέντε έως επτά χιλιάδες, ενώ, σύμφωνα με άλλες, ήταν πολύ περισσότεροι. Σε κάθε περίπτωση ήταν αρκετός κόσμος σε μια πόλη που οι κάτοικοι εκείνη την εποχή ανερχόταν σε ογδόντα χιλιάδες περίπου. Οι διαδηλωτές συγκρούστηκαν με την αστυνομία. 

Ο διοικητής της αστυνομικής διεύθυνσης (κατά πληροφορίες δημοκρατικών πεποιθήσεων) και ο νομάρχης απεύθυναν έκλυση στον κόσμο να διαλυθεί για να μην υπάρξει αιματοκύλισμα. Λίγη ώρα αργότερα έφτασε τμήμα στρατού (οι πληροφορίες κάνουν λόγο για δυο λόχους) από την Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (ΣΕΑΠ) 3 και ο συγκεντρωμένος κόσμος διαδηλώνοντας και φωνάζοντας συνθήματα κατά της χούντας απωθήθηκε προς την δυτική είσοδο της πόλης (Χανιόπορτα) στήνοντας οδοφράγματα. 

Τα πνεύματα είχαν οξυνθεί και κάποιες συμπλοκές με στρατιώτες (που ήταν νέα παιδιά και χωρίς καμιά εμπειρία σε τέτοιου είδους εμπλοκές) είχαν ως αποτέλεσμα να πυροβολήσουν στον αέρα (μάλλον και από το φόβο τους μήπως αφοπλιστούν) και μετά στο ψαχνό τραυματίζοντας ένα διαδηλωτή, πυροβολώντας τον σχεδόν εξ επαφής στον μηρό.


Την επόμενη ημέρα πραγματοποιήθηκε και πάλι διαδήλωση στην κεντρική πλατεία που διαλύθηκε μετά από σύγκρουση με το στρατό. Κατά την διάρκεια της ακούστηκε η πρόταση από κάποιους (σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες) να καταληφθεί τοπικής εμβέλειας ραδιοσταθμός. Αν καταλάμβαναν οι διαδηλωτές τον ραδιοσταθμό και αν βρισκόταν κάποια ηγετική προσωπικότητα εκείνη την χρονική στιγμή να αναλάβει την οργάνωση και να καθοδηγήσει τον κόσμο, ίσως η εξέλιξη των γεγονότων να ήταν διαφορετική.

Αμέσως μετά, στα περίχωρα του Ηρακλείου, με σκοπό την οργάνωση της αντίστασης, πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις από γνωστούς συμπολίτες. Σε πρώτη φάση μοίρασαν αυτοσχέδιες προκηρύξεις αντιδικτατορικού περιεχομένου που έριξαν κάτω από τις πόρτες των σπιτιών και των καταστημάτων της πόλης. Από άλλη αντιστασιακή οργάνωση της Κρήτης συζητήθηκε και σχεδιάστηκε η σύλληψη του Παττακού αλλά το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε γιατί η οργάνωση προδόθηκε (σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες). Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα πολλοί συνελήφθησαν και κάποιοι δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε εξοντωτικές  ποινές από τα στρατοδικεία.  

*
Ο ιστός του κόσμου είναι χτισμένος από τυχαιότητα και αναγκαιότητες, από την επιθυμία του ανθρώπου για αξιοπρέπεια και από την ανάγκη με «λεύτερο στόμα τη γνώμη» 4 του να λέει. Οι πράξεις αντίστασης κατά της χούντας πήραν πολλές μορφές και συνεχίστηκαν όλη την επταετία από διαφορετικές οργανώσεις που προερχόταν από μεγάλο μέρος του πολιτικού φάσματος και με διαφορετικά αποτελέσματα. Σημαντικό στοιχείο, που δεν έχει επαρκώς αξιολογηθεί, αποτελεί το γεγονός πως ο κόσμος αντιμετώπισε τη χούντα ως ξένο σώμα με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να αποκτήσει σοβαρά πολιτικά ερείσματα και λαϊκή αποδοχή. 

Από τις κορυφαίες πράξεις αντίστασης υπήρξε η απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου από τον Παναγούλη (13 Αυγούστου 1968). Η πρώτη μεγάλη μαζική διαδήλωση έγινε την ημέρα της κηδείας του Παπανδρέου (3 Νοεμβρίου 1968) με το σύνθημα «τι κάνατε τα όχι μας», η δεύτερη στη κηδεία του Σεφέρη (22 Σεπτεμβρίου 1971) με το  πλήθος να τραγουδάει Θεοδωράκη  και η τρίτη στο μνημόσυνο του Παπανδρέου (4 Νοεμβρίου 1973). Τον Απρίλιο του 1972 οργανώθηκαν δυο διαδηλώσεις από φοιτητές στην Αθήνα που διαλύθηκαν με βία και έγιναν αρκετές συλλήψεις.

Οι φυλακές, οι εξορίες και οι βασανισμοί στα ξερονήσια, τα φρικτά βασανιστήρια στην «ταράτσα» υπό τους ήχους της μοτοσυκλέτας, η κτηνωδία των βασανιστηρίων της ΕΣΑ, οι απάνθρωποι βασανισμοί στο «ΕΛΛΗ» δεν λειτούργησαν αποτρεπτικά, όπως ίσως έλπιζαν οι χουντικοί. 

Οι προσπάθειες ανατροπής του καθεστώτος δεν σταμάτησαν (κίνημα ναυτικού, δημιουργία οργανώσεων, φοιτητικό κίνημα). Η κατάληψη της Νομικής και η εξέγερση του Πολυτεχνείου (που ακύρωσε σχεδιασμούς και προσπάθειες «ομαλής μεταβίβασης» της χουντικής εξουσίας) υπήρξαν φυσική συνέχεια των πράξεων αντίστασης. Και οι δυο αυτές πράξεις ανυπακοής και αντίστασης έγιναν αποδεκτές πολιτικά από τον ελληνικό λαό που ανταποκρίθηκε στα μηνύματα των φοιτητών δείχνοντας την αντίθεσή του. 

Η συμπαράσταση που επέδειξε ο ελληνικός λαός και η αντίθεση του στο φασιστικό καθεστώς, έγιναν εμφανείς κατά την διάρκεια της κατάληψης του Πολυτεχνείου αλλά και μετά την εισβολή και το κύμα διώξεων που εξαπέλυσε η ασφάλεια, δείχνοντας το χάσμα που επικρατούσε ανάμεσα στο λαό και την κυβέρνηση των πραξικοπηματιών.                                        
*
Η αναφορά σε ιστορικά γεγονότα αντίστασης 5 αποτελεί υπόμνηση πως πάντα θα υπάρχουν αυτοί που η αξιοπρέπεια τους δεν τους επιτρέπει να υπακούουν σε πολιτικές παραβίασης ανθρώπινων αξιών, καταπάτησης δημοκρατικών δικαιωμάτων και πολύ περισσότερο σε πράξεις κατάλυσης της δημοκρατικής νομιμότητας. 

Σήμερα στην εποχή της κυριαρχίας του Σάϋλοκ και της λογιστικοποίησης του πολιτικού λόγου, σε μια Ευρώπη που υψώνονται συρματοπλέγματα και γίνονται ορατά τα σημάδια της διάλυσης και της απειλής από νεοπλασματικά μορφώματα, οι πολίτες αντιμετωπίζουν καθημερινά τον εφιάλτη της ανέχειας και της παρακμής αναζητώντας οράματα και προοπτική.

Η αντίσταση της Αντιγόνης στην εξουσία που αυθαιρετεί και καταπατεί δικαιώματα και η ανυπακοή της σε αυτήν και σε όσους πιστεύουν πως «στον άρχοντα της ανήκει η πόλη» 6 είναι η αντίσταση του πολίτη. «Δικαίωμα δεν έχει να φράζει το έχει μου» 7 απαντά η Αντιγόνη στην αδελφή της και στον Κρέοντα, με ανωτερότητα και αποφασιστικότητα  λέγει: «Ούτε στοχάστηκα ποτέ πως έχουν κύρος οι δικές σου προσταγές […]» 8      
     



Ο Αλέξανδρος Μαυρικάκης είναι οικονομολόγος MSc 





 Αντιγόνη, Τραγωδία του Σοφοκλή με μεγάλο πολιτικό βάθος.

2 Το μεσημέρι της 21 ης Απριλίου, στα  Γιάννενα σημειώθηκε λαϊκή αντίδραση στο πραξικόπημα, όταν πολλοί φοιτητές με καθηγητές τους συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του Πανεπιστημίου της  πόλης παρουσία και του δημάρχου. Η χωροφυλακή που επενέβη συνέλαβε 14 φοιτητές και τον δήμαρχο.
    
3 Επικεφαλής ήταν ο στρατιωτικός διοικητής (φρούραρχος) Απόστολος Τζουβελέκης και η παρέμβασή του κρίθηκε αναγκαία γιατί ο διοικητής της Αστυνομίας δεν διέλυσε βιαίως την διαδήλωση. Ο ίδιος αυτός φρούραρχος εξέδωσε αργότερα διαταγή με την οποία διέτασσε τους πολίτες να μην αγοράζουν εμπορεύματα από καταστήματα που οι ιδιοκτήτες τους ήταν αριστεροί.

Από τον Προμηθέα Δεσμώτη, μετάφραση Τ.Ρούσος , Κάκτος 

5 Κάποτε θα πρέπει να γραφεί η ιστορία της αντίστασης κατά της χούντας στη Κρήτη και να δημοσιοποιηθούν τα ονόματα των συμπολιτών μας που  αντιστάθηκαν, συνελήφθησαν, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν υπερασπιζόμενοι τη δημοκρατία.    

Από την Αντιγόνη του Σοφοκλή, μετάφραση Κ.Γεωργουσόπουλος, Κάκτος

7 Ο.π.

Ο.π





Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΩΣ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ


Του Σήφη Φανουράκη



«Υπάρχει πολιτική του χώρου γιατί ο χώρος είναι πολιτικός»
A .Lefevre


Μια πόλη αλλάζει κάθε πενήντα χρόνια όπως προκύπτει από εξειδικευμένες έρευνες  και όποιος ζει στην ίδια πόλη «βιώνει» σταδιακά αυτή την διαδικασία μετασχηματισμού της.

Σε όλους αυτούς τους μετασχηματισμούς συμμετέχουν πολλές δυνάμεις που έχουν επιδράσει στη σημερινή μορφή της. Τέτοιες δυνάμεις μπορεί να είναι οικονομικές, πολιτικές, ή και άλλες.

Για παράδειγμα μια προσεκτική μελέτη των ιδιοκτησιών, στα πλαίσια μιας μεθοδικής ανάλυσης της πόλης, μας αποκαλύπτει τις επιδράσεις αυτών των δυνάμεων οι οποίες κύρια προωθούν: την ιδιοποίηση περιοχών από μεγάλες οικονομικές ομάδες και τον κατακερματισμό τους σε οικόπεδα, αλλά και τη δημιουργία μεγάλων εκτάσεων γης που προορίζονται για τελείως διαφορετικά οικοδομικά συγκροτήματα.

Για την κατανόηση της εφαρμογής αυτών των δυνάμεων στη δομή της πόλης, απαιτείται καλή γνώση αυτών των φαινομένων και των μετασχηματισμών τους.

Βέβαια, οι πόλεις από την ίδρυσή τους  έχουν το χαρακτηριστικό να αναπτύσσονται με βάση κάποιο «σχέδιο» και κύρια με βάση, τον συλλογικό χαρακτήρα των αστικών «συντελεστών» (αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά τοπόσημα ).

Ουσιαστικά τα σχέδια πόλης θεσμικά, είναι ισότιμα με οποιοδήποτε άλλο καθορισμένο πολεοδομικό γεγονός, όπου αναζητείται η «αρμονική» εφαρμογή ανάμεσα στο Γενικό Συμφέρον και το Μερικό Συμφέρον. Αυτά τα δυο Συμφέροντα (δημόσιο και ιδιωτικό ) νοούνται  πάντα, ως φαινόμενα αντιθετικά που δεν δέχονται δια-μεσολαβήσεις.

Μάλιστα, οι πιο σημαντικές δυνάμεις που επιδρούν σε αυτά τα σχέδια είναι, οι οικονομικές. Η δε μελέτη τους μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα κατά την εφαρμογή τους στη δομή της σημερινής πόλης. Αυτή δε η εφαρμογή εκδηλώνεται-κύρια-μέσα από την «εκμετάλλευση» της γης, που αποτελεί ένα μέρος του μηχανισμού και των μεθόδων με τις οποίες μεγαλώνουν οι πόλεις.

Οι επιδράσεις αυτών των δυνάμεων και ιδιαίτερα των οικονομικών εφαρμόζονται επίσης, με τις ρυμοτομήσεις, τις απαλλοτριώσεις  και τις κυκλοφοριακές ρυθμίσεις.

Κατά συνέπεια η σημερινή διαμόρφωση μιας πόλης εμφανίζεται, ως η συνισταμένη εφαρμοζόμενων πολιτικών ενώ τα διαφορετικά σχέδια δια-καθορίζουν την εξέλιξή της. Έτσι ο πολεοδομικός «σχεδιασμός», λειτούργησε και λειτουργεί πάντα σαν διαμεσολαβητής της ταξικής διάδρασης, όπου τα πολεοδομικά σταθερότυπα λειτούργησαν και λειτουργούν, σαν η δικαιότερη κατανομή στην καπιταλιστική πόλη.


Για παράδειγμα στην πόλη μας (το Ηράκλειο), τελευταία η Δημοτική Αρχή λειτουργεί σαν διαμεσολαβητής της ταξικής διάδρασης στα πλαίσια πάντα εφαρμογής του σχεδίου του ΄36,  με την «υιοθέτηση» προτάσεων σημειακών κυκλοφοριακών ρυθμίσεων, οι οποίες λειτουργούν σαν «εξυπηρέτηση» γενικά και ειδικά των ιδιωτικών χώρων στάθμευσης σε βάρος του απλού πολίτη, επιβαρύνοντάς τον οικονομικά για την στάθμευσή του στην εντός των τειχών πόλη.

Κατά συνέπεια η σημερινή διαμόρφωση της πόλης μας εμφανίζεται, ως η συνισταμένη εφαρμοζόμενων πολιτικών ενώ τα διαφορετικά σχέδια διακαθορίζουν την εξέλιξή της. Άλλωστε η σχέση μεταξύ «σχεδίου» και  πόλης πρέπει να κρίνεται παράλληλα με την ανάπτυξή της, αλλά και με τις σημειακές τροποποιήσεις που κάθε τόσο «υιοθετούνται» από τα «θεσμικά όργανα του Δήμου», οι οποίες μπορεί να είναι και αντίθετες με τα γενικά σχέδια (κυκλοφοριακό, ρυμοτομήσεις κ.λ.π.). 

Είναι σαφές ότι, όλα τα παραπάνω που αποτελούν συνισταμένη της κατασκευής αλλά και της εικόνας της πόλης, είναι αποτέλεσμα της πολιτικής:  της πολιτικής που απλώς συνιστά το πρόβλημα των επιλογών.

Στο ερώτημα δε, ποιος τελικά επιλέγει την εικόνα της πόλης μας, η  απάντηση είναι απλή: η ίδια η πόλη, αλλά πάντα και μόνο μέσα από τους πολιτικούς θεσμούς της, δια των οποίων εφαρμόζονται οι πολιτικές επιλογές της εκάστοτε Δημοτικής Αρχής.

Βέβαια όπως είναι φυσικό, οι πολιτικές επιλογές δεν είναι «ουδέτερες» και αποτελούν σημαντικούς πρωταγωνιστές της κατασκευής και της πόλης. Μάλιστα η ιστορία της πόλης επιβεβαιώνει το βασικό γεγονός ότι, ο δεσμός που ενώνει τον πολίτη με την πόλη του είναι κύρια πολιτικός και διοικητικός και όχι δεσμός κατοικίας. Τα προβλήματα της πόλης που απασχολούν τους πολίτες, είναι κύρια τα προβλήματα πολιτικών επιλογών για την επίλυση των προβλημάτων του χώρου γενικά και ειδικά: από τον κάδο σκουπιδιών, το δεντράκι της γειτονιάς και του πάρκου, των χώρων στάθμευσης, την διαχείριση του Δημόσιου χώρου, κ.λ.π. 

Στην πόλη μας οι πολιτικές του χώρου που «υιοθετούνται» από τα θεσμικά όργανα» του Δήμου ποια συμφέροντα εξυπηρετούν άραγε;

Οι τελευταίες πολιτικές επιλογές των θεσμικών οργάνων του Δήμου μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι,  η πόλη μας λειτουργεί σαν διαμεσολαβητής της ταξικής διάδρασης, με την «υιοθέτηση» πολιτικών προτάσεων, προς όφελος ενός συστήματος οικονομικών δραστηριοτήτων σημαντικών οικονομικών δυνάμεων.

Έτσι, η πόλη  σταδιακά μετατρέπεται, σε τόπο κατανάλωσης αλλά και πεδίο κατανάλωσης του χώρου.

Το «δικαίωμα» στην πόλη έχει  περάσει πλέον στα χέρια ιδιωτικών και ημι-ιδιωτικών συμφερόντων, που αναμορφώνουν την πόλη σύμφωνα με τις επιθυμίες τους.


Ο Σήφης Φανουράκης είναι αρχιτέκτονας