Του Σήφη Φανουράκη
Ο «απολογισμός» της
κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, στην Κ.Ε., σε ένα πρώτο επίπεδο ανάλυσης δεν φαίνεται να
απασχολεί την κοινωνία και ιδιαίτερα τους εργαζόμενους. Σε ένα δεύτερο επίπεδο
ανάλυσης όμως, επιβεβαιώνει την αποδοχή του ψευδούς δόγματος : «δεν υπάρχει
εναλλακτική».
Πίστευα ότι το 2004
συγκροτήσαμε αυτό το κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, όχι για να
διαχειριστούμε την επερχόμενη περιοδική οικονομική κρίση, ούτε βέβαια ως
κυβέρνηση, για να διαχειριστούμε την λιτότητα.
Βέβαια ο Ελληνικός λαός
μας ψήφισε το 2015, για να τερματίσουμε την κρίση με την «επαναδιαπραγμάτευση»
των μνημονίων και όχι να υπογράψουμε άλλο ένα.
Διαβάζοντας το κείμενο
απολογισμού βλέπω να προωθεί το αφήγημα-σόφισμα ότι, τη ρήξη τελικά την ήθελε η
Ε.Ε. ενώ εμείς ως φιλοευρωπαϊκό κόμμα απλώς θέλαμε μια «τίμια» διαπραγμάτευση !
Το πιο «φαιδρό» βέβαια
είναι ότι, σε αυτό το κείμενο προβάλλεται
ως επιτυχία το τρίτο μνημόνιο, το οποίο δεν το θέλαμε αλλά μας εξασφάλισε, «χρηματοδότηση
των υποχρεώσεων της χώρας για ολόκληρο το διάστημα μέχρι το 2018, προσφέροντας
την απαραίτητη σταθερότητα που [επιτρέπει] …τη σχετική ανάκαμψη της οικονομίας
και την οριστική απομάκρυνση του κινδύνου εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη»
(σ. 42).
Το κείμενο αυτό
ουσιαστικά δεν είναι απολογισμός, αλλά απλώς «νομιμοποιεί ηθικά» την
καταστρατήγηση της δημοκρατικής λειτουργίας του κόμματος και την αποδοχή των
μνημονιακών πολιτικών, στον ήδη γνωστό χαραγμένο δρόμο της ευρωπαϊκής
σοσιαλδημοκρατίας.
Οι τρεις «αντιπροσωπευτικοί» συντάκτες του κειμένου του απολογισμού (που
χρημάτισαν υπουργοί), απλώς κατέγραψαν πραγματικότητες τις οποίες όμως τις
περιτύλιξαν με μαεστρική εξωραϊστική τέχνη, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει
κάποιο μήνυμα «αναγνώρισης» λάθους ή ήττας.
Είναι ένα κείμενο με «εξισορροπιστική μορφολογία» και αριστοτεχνικές
αναφορές στο «εχθρικό διεθνές περιβάλλον
που είχε εξαρχής θέσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε συνθήκες καραντίνας» και στην «αδίστακτη
προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης», με εμφανή στόχο την υπεκφυγή απόδοσης ευθυνών.
Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του «συλλογικού ενωτικού» κειμένου του
απολογισμού είναι, η συσκότιση της πραγματικότητας με αναφορές αόριστες, για
την έλλειψη συντονισμού των υπουργών κ.α., που ξεστρατίζουν την ουσιαστική συζήτηση,
για τα αίτια της εκλογικής αποτυχίας και τον «εξοβελισμό» του κόμματος.
Είναι
εμφανές ότι, από τον «απολογισμό» απουσιάζει η ανάλυση των αιτιών της «ήττας
των ψευδαισθήσεων», κύρια του κόμματος
και της ήττας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, κατά την διαπραγμάτευση του Ιούλη
2015.
Ο
«απολογισμός» σαφώς δεν ασχολείται και με τη φυσιογνωμία του κόμματος,
αποσιωπώντας ότι : η πάλη ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις που διεξάγεται στην
κοινωνία καθρεπτίζεται και μέσα στο κόμμα, με τη μορφή ενός διαρκούς ιδεολογικού
και πολιτικού αγώνα και υπό την επίδραση της ταξικών συγκρούσεων.
Το
κείμενο «απολογισμού» προσπερνά έντεχνα μια βασική αλήθεια : όταν ένα κόμμα της Αριστεράς, αναπαράγει τα
χαρακτηριστικά της αστικής διακυβέρνησης στην καθημερινή του πολιτική δράση,
τότε είναι απλά μια κυβέρνηση με εμμονή σε λογικές και «στρατηγικές της
διαχείρισης» και ουσιαστικά μετατρέπεται σε «σταθεροποιητικό» παράγοντα του
πολιτικού συστήματος.
Ο
«απολογισμός» αποφεύγει «ενωτικά» να αναγνώσει ότι, μετά το πρώτο συνέδριο του
2013 μέχρι σήμερα, η επικρατούσα εσωκομματική κατάσταση ήταν απογοητευτική και σφραγίστηκε από
φαινόμενα κομματικής «φεουδαρχίας» με κύρια χαρακτηριστικά, τη μη συμμετοχή των
μελών του στην λήψη κρίσιμων αποφάσεων, την αδρανοποίηση των Ο.Μ. και τη
μετατροπή τους σε εκλογικό εργαλείο για την ανάδειξη και εγκαθίδρυση μιας
κομματικής γραφειοκρατίας, η οποία κυριαρχεί επί της εσωκομματικής
ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης και «διαχείμαζε» κυριολεκτικά στον κομματικό αλλά και στον κρατικό
μηχανισμό.
Η
ταυτότητά του κόμματος ήταν κύρια αρχηγοκεντρική, «προεδρική» και
χαρακτηριζόταν από στοιχεία μικροαστικού «φατριασμού», με επιμέρους μηχανισμούς
και με πρόσωπα που είχαν και προσωπικές στρατηγικές και μικρές ή μεγάλες
εξουσίες, με μηχανισμούς και όργανα ελεγχόμενα.
H
πολιτική διαπάλη εντός του κόμματος είχε σταδιακά αποκτήσει μικροαστικά
χαρακτηριστικά και με νοοτροπίες κατάληψης «καρεκλών» και θέσεων που μετέτρεψαν
σταδιακά το κόμμα, σε κόμμα κυβερνητικής εξουσίας και πελατειακών σχέσεων· ένα
κόμμα με γραφειοκρατική δομή και με στελέχη μικροαστικής «ενόρασης» που
αναλάμβανε την περιφρούρηση της κομματικής «τάξης» αλλά και του προσωπικού
βολέματος· ένα κόμμα με στελέχη πιστά στον «ηγέτη», χωρίς ιδέες, χωρίς πολιτικό
πάθος, με χαμηλό επίπεδο κομματικής μόρφωσης, αλλά με γραφειοκρατικό ναρκισσισμό.
Είναι
σαφές ότι, η σταδιακή καταστρατήγηση των
θέσεων των συνεδρίων του κόμματος και η «πτώση» του οποιουδήποτε ριζοσπαστικού
στοιχείου στη φυσιογνωμία του, αποτελεί και σήμερα την ύστατη μαρτυρία ενός
κόμματος που ταλαντεύεται ανάμεσα σε «θετικούς» στόχους και ταυτόχρονα αποτελεί
«ηθελημένα» την ενδοσκόπηση της μικροαστικής ενόρασης σοσιαλδημοκρατικής
«κοπής», η οποία σήμερα τείνει να είναι και η μοναδική ταυτότητά του.
Είναι
σαφές ότι ένα τέτοιο κόμμα οδηγήθηκε σταδιακά και μεθοδικά σε «ενσωμάτωση», με
την κρίση ηθικών αξιών και την απεμπόληση του «ηθικού πλεονεκτήματος», το οποίο
μετατράπηκε σε «μικροαστικό έπος».
Ως
κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς «ντύθηκε το ένδυμα του ρεαλισμού»
εφαρμόζοντας πολιτικές που είχαν ως αποτέλεσμα, τη μετάλλαξή του σχεδίου του,
από ριζοσπαστικό σε ένα σχέδιο γνώριμο στο σοσιαλφιλελευθερισμό της δεκαετίας του ΄80, που «μόλυνε» την
ευρωπαϊκή αριστερά. Παγιδεύτηκε στην ρητορική περί κυβερνητικής
«υπευθυνότητας», υιοθετώντας τον ρεαλισμό των σκληρών μεταρρυθμίσεων χωρίς
τελικά να επιτύχει την ενίσχυση των κοινωνικών δυνάμεων που είναι ικανές να
ενεργοποιούν και να ενσωματώνουν μια τέτοια «συστημική» αλλαγή.
Σαφώς
και προώθησε ως εναλλακτικό σχέδιο, την αντικατάσταση των προγραμμάτων
λιτότητας με ένα σχέδιο «ανάπτυξης» στα πλαίσια της «παραγωγικής
ανασυγκρότησης» του Ελληνικού καπιταλισμού, ως πολιτικό αφήγημα.
Ωστόσο,
ένας τέτοιος «σχεδιασμός» ως ιδεολογία ενός κοινωνικού προγράμματος, ανατράπηκε
από την ίδια την πεμπτουσία του προγράμματος και μεταμορφώθηκε σε ενεργό
ιδεολογικό μηχανισμό «ανάπτυξης».
Ο
ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα εξουσίας και ως κυβέρνηση εξέφρασε ένα ευρύτατο και ετερόκλητο
κοινωνικό και ταξικό «πλήθος»· ένα κοινωνικό «πλήθος», των φτωχών και
εξαθλιωμένων στρωμάτων αλλά και μιας επιχειρηματικής «κάστας», η οποία ψάχνει
την πολιτική και οικονομική της επιβίωση· μια «κάστα» που διαμόρφωσε την
πολιτική πραγματικότητα της Μεταπολίτευσης, με την ενσωμάτωση των μικρομεσαίων
στρωμάτων μέσω παράπλευρων μηχανισμών διαφθοράς και διαπλοκής, μέσω μιας
ατέλειωτης δια-πλοκής παροχών, προγραμμάτων, διορισμών και δόμησε ένα βαθύ
κομματικό κράτος.
Η
«συνύπαρξη» αυτών των στρωμάτων ήταν ουσιαστικά αδύνατη, με ανύπαρκτα πεδία
σύγκλησης και υπαρκτές αντιθέσεις, όπου ηγεμόνευσε η παλιά επιχειρηματική
«κάστα».
Η
διαχείριση αυτής της «αδύνατης σύγκλησης», ουσιαστικά καθόρισε και την
ιδεολογικοπολιτική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση χωρίς πολιτική ηγεμονία
και χωρίς κοινές ιδέες και αξίες ανάμεσα
στα κοινωνικά στρώματα και τα «συμφέροντα»· ένα κόμμα χωρίς ηθική και
ιδεολογική ηγεμονία.
Είναι σαφές ότι ένας απολογισμός, συνιστά το
σημείο τομής ανάμεσα σε ένα παρελθόν και ένα μέλλον.
Αυτός ο «απολογισμός» περιλαμβάνει το αίσθημα
του χρονικού συνταυτισμού του παρελθόντος, του παρόντος και μέλλοντος τα οποία
συμπλέκονται και προβάλλονται στο επίπεδο του «πραγματισμού».
Διαβάζοντάς τον και ιδιαίτερα την ανάλυση των
αιτιών της εκλογικής ήττας, θυμήθηκα τον Μπρεχτ που έγραφε ότι «…μερικοί μου
θυμίζουν αυτούς οι οποίοι δεν ανησυχούν γιατί δεν έχουν πόδια, αλλά πιστεύουν
ότι στην κρίσιμη στιγμή θα φυτρώσουν στους ώμους τους φτερά» .
Ο Σήφης Φανουράκης είναι αρχιτέκτονας