ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΑΙΑ ΤΙΜΗ ΒΙΒΛΙΟΥ (Ε.Τ.Β.)


Του Μανόλη Παπουτσάκη


Πώς έγινε και χάθηκε η μάχη για την ΕΤΒ; Πώς έγινε και η απόλυτη σύμπνοια του κλάδου του βιβλίου υπέρ της ΕΤΒ να μην μπορέσει να συγκρατήσει τη νεοφιλελεύθερη μανία που οδήγησε στην κατάργηση του προστατευτικού εκείνου μέτρου που βοήθησε καθοριστικά στην άνθιση του κλάδου;

Συνέβη γιατί ο κλάδος βρέθηκε σε κατάσταση υστέρησης συσπείρωσης και μαχητικότητας; Μήπως επειδή βρέθηκε σε κατάσταση απουσίας αλληλεγγύης; Σε κατάσταση έλλειψης πολιτικού στοχασμού και στόχου; Οι μεγάλοι εκδότες θεώρησαν πως ο αγώνας έπρεπε να κερδηθεί χωρίς παραχωρήσεις στους –ευκαιριακά σύμμαχους- μικρούς εκδότες. Οι μικροί εκδότες δεν ήλπιζαν ότι θα κερδίσουν κάτι από μια νίκη και οι βιβλιοπώλες –πραγματικά αδύναμοι- ακολούθησαν ασθμαίνοντας χωρίς συνοχή και μαχητικότητα. Συνέβη γιατί  η απορρύθμιση του κλάδου τα προηγούμενα χρόνια δημιούργησε τις προϋποθέσεις να μην μπορεί να κερδηθεί καμιά σοβαρή μάχη.                                                  
Ο κλάδος του βιβλίου από την δεκαετία του ’90 και μετά επέδειξε ιδιαίτερη αντοχή στις τάσεις συγκέντρωσης που στις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές βιβλίου έτρεχαν ταχύτατα. Βέβαια, ο λόγος δεν ήταν τόσο μια πολιτική αντίληψη που ήταν αντίθετη στη συγκέντρωση και την ομογενοποίηση, όσο η τοπική ιδιομορφία του να επιμένει κάποιος στην ιδιαίτερη, επαγγελματική προσωπική έκφραση την οποία δεν θυσίαζε με κανένα αντίτιμο. Απόδειξη περί αυτού αποτελούν η έλλειψη συνεργασιών και συνεργατικών σχημάτων, αλλά και η συνδικαλιστική αφασία του κλάδου. Ανεξάρτητα, όμως, από τις προθέσεις η πραγματικότητα αυτή λειτούργησε θετικά για το πλήθος και την ποικιλία των εκδόσεων, άρα και για την κυκλοφορία των ιδεών και την κάλυψη των αναγκών των αναγνωστών.

Ο κλάδος του βιβλίου παραδοσιακά στάθηκε φιλικός προς την Αριστερά και τις ιδέες της. Άλλωστε, πολλοί φωτισμένοι πολίτες, με ανήσυχο πνεύμα, μαχητές της δημοκρατίας, με θητεία στα νησιά και τις φυλακές, μπήκαν στον κόσμο του βιβλίου σε μια προσπάθεια πρόσβασης στην οικονομική ζωή και εξασφάλισης ενός εισοδήματος. Ο χώρος υπήρξε προοδευτικός, όχι με την στενή πολιτική έννοια της συγκεκριμένης ιδεολογικής αναφοράς, αλλά και με την έννοια της συνεχούς αναζήτησης νέων τρόπων ανάπτυξης της ποιότητας, του εύρους του αντικειμένου, της καταιγιστικής προσφοράς σε μια αγορά που η ζήτηση, πιθανόν, δεν μπορούσε να ακολουθήσει. Φαίνεται πως στο χώρο του βιβλίου η καταστολή υπήρξε αναποτελεσματική. Το μετεμφυλιακό κράτος δεν καθόρισε εμφατικά την πορεία του κλάδου. Μια πιθανή ερμηνεία αποτελεί η παραδοσιακά χαμηλή αναγνωσιμότητα στο γενικό πληθυσμό. Πράγμα που σημαίνει πως το βιβλίο δεν θεωρούνταν πολύ επικίνδυνο, όσο π.χ. οι εφημερίδες και αργότερα η τηλεόραση.

Η εκδοτική άνοιξη μετά τη μεταπολίτευση του ’74 -που μετατράπηκε σε έκρηξη μετά το ’80- ήρθε σαν αποτέλεσμα της ασυγκράτητης ανάγκης για ελεύθερη πολιτική έκφραση, της βελτίωσης των εισοδημάτων, της γενίκευσης της δημόσιας εκπαίδευσης, της αύξησης της κοινωνικής κινητικότητας, της διαδικασίας εκδημοκρατισμού των σχέσεων των φύλων και άλλων πολλών λόγων που μπορούν να σημειωθούν. Η γρήγορη ανάπτυξη του κλάδου δημιούργησε προσδοκίες, αλλά γέννησε και τις παρενέργειες της. Το μικρό μέγεθος του κλάδου επέτρεψε σε όλους να εντοπίσουν εύκολα ποιοι και πώς επιθυμούν τη συγκέντρωση της αγοράς. Η διεθνής (ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία κλπ.) εμπειρία μας ήταν ήδη γνωστή. Στη δεκαετία του ’90 ο φιλελευθερισμός έχει ενσκήψει, οι συνέπειες της οικονομικής παγκοσμιοποίησης είναι γεγονός, έτσι ώστε ο χώρος του βιβλίου να αναζητά τρόπους προστασίας από την επέλαση μιας ασύδοτης αγοράς.
       
Η ελληνική πολιτεία σε μια σπάνια επίδειξη πολιτικής οξυδέρκειας άκουσε το καθολικό σχεδόν αίτημα του κλάδου μας -εκδοτών και βιβλιοπωλών- και θεσμοθέτησε το 1997 την ΕΤΒ, όπως είχε γίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες παλιότερα. Στόχος αυτού του μέτρου ήταν να προστατέψει το ποιοτικό βιβλίο στην Ελλάδα, καθώς και τους δημιουργούς, εκδότες και βιβλιοπώλες που το υπηρετούν. Αποτέλεσε ένα εργαλείο που υποστηρίζει τον πλουραλισμό και την πολυφωνία των ιδεών, αφού δίνει στήριγμα στα βιβλία, που από τη φύση τους είναι αντιεμπορικά και απευθύνονται σε μη ευρύ κοινό. Τα βιβλία, δηλαδή, που κατά γενική παραδοχή προάγουν τη μόρφωση, την παιδεία και τελικά την δημοκρατία. Παράλληλα δόθηκε χώρος και στην ελεύθερη εμπορική δράση, καθώς η δέσμευση για  ΕΤΒ δεν απέκλειε την έκπτωση στους αναγνώστες, αλλά και αφορούσε μόνο τα βιβλία που είχαν εκδοθεί ή ανατυπωθεί μέσα στην τελευταία διετία.   
          
Η ΕΤΒ αποτελεί τη σημαντικότερη μεταπολιτευτικά παρέμβαση για το βιβλίο. Οι προβλέψεις του κλάδου δικαιώνονται εκ του αποτελέσματος. Η διαδικασία συγκέντρωσης δεν διεκόπη, ωστόσο παρατηρήθηκε ανάσχεση του ρυθμού της. Ο ανταγωνισμός δεν καταργήθηκε, αλλά επικεντρώθηκε περισσότερο στην ποιότητα. Κανένας εκδότης δεν μπόρεσε να κατακτήσει ηγεμονική θέση στην αγορά. Οι τιμές συγκρατήθηκαν καθώς υπολείπονταν της αύξησης του γενικού δείκτη, όπως αυτός διαμορφώθηκε από τις αυξήσεις σε άλλα προϊόντα. Ο αριθμός των εκδοτών αυξήθηκε κατακόρυφα, καθώς και τα επιστημονικά πεδία που κάλυψε η παραγωγή.  

Η ΕΤΒ πέτυχε το βασικό στόχο της. Την προάσπιση της ποικιλίας της βιβλιοπαραγωγής, την εξασφάλιση στοιχειώδους ασφάλειας για τους εκδότες που επενδύουν σε επιστημονικά, δοκιμιακά, αντιεμπορικά βιβλία, την προστασία των βιβλιοπωλών από τον άνευ αρχών ανταγωνισμό των μεγάλων μονάδων και αλυσίδων, τη στήριξη στους βιβλιοπώλες που επιθυμούν να κινηθούν έξω από τον αστερισμό των best sellers, τη βελτίωση της ποιότητας των εκδόσεων, την πρόσβαση των αναγνωστών σε όλο και μεγαλύτερη γκάμα αντικειμένων, την κάλυψη των ιδιαίτερων ενδιαφερόντων τους.

ΚΑΙ ΤΩΡΑ;

Πολλοί πιστεύουν πως η κατάργηση της ΕΤΒ βοηθά την πρόσβαση των βιβλιόφιλων σε φτηνό βιβλίο. Η εμπειρία από την εξέλιξη των τιμών σε συνθήκες απουσίας της αποδεικνύει το αντίθετο. Αν οι συντελεστές διαμόρφωσης του κόστους του βιβλίου αυξάνονται (πχ. ΦΠΑ εκτύπωσης, βιβλιοδεσίας κλπ.), αν οι εκδότες εκβιάζονται για αύξηση της χονδρικής τιμής από τις μεγάλες αλυσίδες και τις εκπτωτικές μονάδες, τότε η τιμή δεν μειώνεται. Αν η ΕΤΒ είχε σαν στόχο απλώς να υπερασπιστεί τα μικρά βιβλιοπωλεία και τους μικρούς εκδότες, εύκολα θα λέγαμε πως μπορούμε και χωρίς αυτούς. 


Αλλά αυτό που προέχει είναι να εξασφαλίσουμε πως πληθώρα βιβλίων που σήμερα κρίνονται αντιεμπορικά και χαμηλής ζήτησης θα συνεχίσουν να εκδίδονται. Αυτό που προέχει είναι να εξασφαλίσουμε πως όλοι οι βιβλιόφιλοι θα βρίσκουν στα ράφια των βιβλιοπωλείων τα βιβλία που τους ενδιαφέρουν και τους ολοκληρώνουν ως πολίτες και ως ανθρώπους. 

Σε όλες τις χώρες που ισχύει η ΕΤΒ αυτό τονίζεται στα προοίμια των νόμων, καθώς και η ιδιαιτερότητα του βιβλίου ως πολιτιστικού αγαθού και όχι απλού εμπορικού προϊόντος. Τονίζεται, επίσης, η αποφασιστική παρουσία και συνεισφορά των μικρών ή ανεξάρτητων βιβλιοπωλείων στη διάδοση του βιβλίου, ιδιαίτερα του μη εμπορικού.  Εδώ αξίζει να τονιστεί πως η σχέση του βιβλιοπώλη με το κοινό του είναι ουσιώδης και αμφίδρομη. 

Η λειτουργία των ανεξάρτητων βιβλιοπωλείων είναι δημιουργικά παρεμβατική, αφού αποτελούν τα σημεία εκείνα στα οποία οι νέες ιδέες συναντούν τους πολίτες που τις αναζητούν. Οι ανεξάρτητοι βιβλιοπώλες και το περιβάλλον τους έχουν σαν κέντρο το βιβλίο και τους ανθρώπους του, αντιστεκόμενοι στα νέα ήθη μιας αγοράς μαζικής και αποκλειστικά επικοινωνιακής. Είναι οι χώροι που οι πολίτες –ιδίως οι νέοι- δεν θα καταναλώσουν απλώς, αλλά θα συζητήσουν, θα ενημερωθούν, θα προτείνουν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύτηκε προεκλογικά με τον πιο επίσημο τρόπο για την επαναφορά της ΕΤΒ. Οι προσδοκίες του κλάδου υπήρξαν λογικές και εκδηλώθηκαν αμέσως από την αρχή της νέας κυβέρνησης. Ωστόσο, υπήρξε μια περίεργη ολιγωρία η οποία αποδίδεται στην άρνηση των θεσμών να ανατραπούν τα νομοθετήματα του μεσοπρόθεσμου (Φεβρουάριος 2014). Παρά τις επίσημες τοποθετήσεις υπέρ της ΕΤΒ από τους υπουργούς Πολιτισμού, την σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας Επιτρόπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τις παραινέσεις των γερμανών και γάλλων εκδοτών (κάτι αντιλαμβάνονται αυτοί) προς την ελληνική κυβέρνηση και τους εταίρους μας περί ανάγκης ταχύτατης επαναφοράς της ΕΤΒ τίποτα δεν έχει αλλάξει. 

Από την άλλη ο κλάδος αποδεικνύεται απρόθυμος ή ανήμπορος να υποστηρίξει μια εμπορική πολιτική που θα δημιουργεί αποτελέσματα ανάλογα με την ΕΤΒ χωρίς να περιμένει την επανανομοθέτησή της. (Ας σημειωθεί εδώ πως στη Γερμανία υπήρξε ΕΤΒ με  αυτορύθμιση, κατόπιν άτυπης συμφωνίας εκδοτών και βιβλιοπωλών για περισσότερο από έναν αιώνα πριν την νομοθέτησή της, η οποία κατέστη αναγκαία με την εμφάνιση των πρώτων αλυσίδων και της επιθετικής τους πολιτικής).                   

Επιπλέον, αμφισβητείται έντονα το δημοσιονομικό όφελος από την κατάργηση της ΕΤΒ. Οι θέσεις εργασίας που έχουν χαθεί τα τελευταία τρία χρόνια από τα βιβλιοπωλεία της Αθήνας, αλλά και της περιφέρειας δεν αναπληρώνονται από τις αλυσίδες και τα εκπτωτικά κέντρα. Άλλωστε, η πολιτική τους στα θέματα εργασίας στηρίζεται στην ένταση της εργασίας, την αλλοίωση των εργασιακών όρων, άρα και των αμοιβών και ασφαλιστικών εισφορών. Οι απώλειες σε φόρους και ασφαλιστικά έσοδα από τη συρρίκνωση του κλάδου δεν έχει αποτιμηθεί.

Η απλή επαναφορά της ΕΤΒ όπως προβλεπόταν στο νόμο που καταργήθηκε ασφαλώς θα ήταν σημαντική πρόοδος, αλλά -δεδομένων των εξελίξεων στον κλάδο και στην τεχνολογική εξέλιξη- δεν αρκεί πια. Πιστεύουμε πως στο νέο νόμο πρέπει να υπάρχει οπωσδήποτε πρόβλεψη για τα ξενόγλωσσα και τα ελληνικά φροντιστηριακά βιβλία, καθώς και για τις πωλήσεις μέσω ηλεκτρονικών καταστημάτων. Επίσης, πρέπει να προβλέπεται η παρακολούθηση της τήρησης του νόμου με βασική ευθύνη της πολιτείας και οι παραβάσεις του να διώκονται αυτεπάγγελτα.. 

Η εμπειρία έχει δείξει πως η ΕΤΒ αντιμετώπισε δυσκολίες από την αρχή της θεσμοθέτησης της, μιας και η επινοητικότητα και το θράσος όσων ήθελαν να την προσπεράσουν ήταν ανεξάντλητα. Πολλοί από αυτούς διέθεταν την οικονομική δυνατότητα να αντιμετωπίσουν νομικές συνέπειες, αλλά βασίζονταν και στην έλλειψη συνοχής και συνέπειας του κλάδου στην εφαρμογή του νόμου. Αυτά πρέπει να ληφθούν υπόψη για το μέλλον.                                                                                                                            
Η αλήθεια είναι πως, στις χώρες που υπάρχει ΕΤΒ τηρείται με φανατισμό και επικαιροποιείται για να λειτουργεί αποτελεσματικά. Αυτό, όμως που σίγουρα υπάρχει στις χώρες αυτές είναι επίσημη πολιτική για το βιβλίο, τις βιβλιοθήκες και τα βιβλιοπωλεία. Μια πολιτική που θα ιδρύει και θα στηρίζει τις Δημόσιες Βιβλιοθήκες και θα συνδέει την εκπαιδευτική διαδικασία με την ανάγνωση ως απαραίτητο μέσο πρόσβασης στη γνώση. Μια πολιτική που θα στόχευε στην αύξηση της αναγνωσιμότητας στη χώρα μας, που καταμετράται ως η χαμηλότερη στην Ευρώπη. 

Η ΕΤΒ απλώς συμπληρώνει μια ολόκληρη δέσμη μέτρων που στηρίζουν τη γνώση, τη μόρφωση, την εκπαίδευση σαν μέσα προάσπισης της δημοκρατίας και της προόδου. Ακριβώς, αυτά λείπουν διαχρονικά από τις προτεραιότητες της ελληνικής πολιτείας.

Ποιο πρέπει να είναι το σταθερό στοίχημα όλου του κλάδου; Πώς θα αυξηθεί η αναγνωσιμότητα στη χώρα μας και ταυτόχρονα πώς θα συγκρατηθεί η τιμή των βιβλίων. Πιστεύουμε ότι αυτά τα δυο πρέπει να αναζητηθούν μαζί. Δύσκολα πια μπορεί να διεκδικήσουμε το ένα χωρίς να υπερασπιστούμε το άλλο. Όλοι μαζί θα «επινοήσουμε» τις λύσεις, χωρίς να περιμένουμε πότε θα εκδηλωθεί επίσημη πολιτική πρωτοβουλία. Δεν μπορούμε να περιμένουμε τις όποιες δημιουργικές πρωτοβουλίες από την πολιτεία. Ο κόσμος του βιβλίου μπορεί να δημιουργήσει μια πολιτική βιβλίου, που δεν υπήρξε ποτέ. Οι εξαγγελίες του Υπουργείου Πολιτισμού αποτελούν μια εκ νέου δέσμευση, που εναπόκειται να επιβεβαιωθεί. Και το σημαντικότερο: ο κλάδος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις όποιες εξαγγελίες ως δώρο ή οφειλή της Πολιτείας απεμπολώντας τις όποιες δυνατότητες έχει να συμμετέχει στη διαμόρφωση της νέας πολιτικής. Η κατάσταση είναι επείγουσα. Άλλωστε οι εξελίξεις μετά την κατάργηση της Ενιαίας Τιμής Βιβλίου είναι ενδεικτικές. 

Η συγκέντρωση γιγαντώθηκε, οι εκδότες έχουν τρομάξει, οι βιβλιοπώλες αδυνατούν να αντέξουν άλλο.                                                                                                                                                 
Ο κλάδος του βιβλίου πρέπει να υπερασπιστεί το δικαίωμα των πολιτών στη γνώση και στη μόρφωση. Αυτό αποτελεί καθήκον απέναντι στη χώρα και την κοινωνία. Όλα τα άλλα έρχονται μετά. Σήμερα είναι πιο ορατό από ποτέ πόσο η απουσία γνώσης έχει οδηγήσει σε ένα έλλειμμα πολιτικής συμμετοχής και αποστασιοποίησης από κάθε κοινωνική συνεκτική δράση. Ο πολίτης, ιδιαίτερα ο νέος άνθρωπος, χωρίς στοιχειώδη κοινωνική μόρφωση και με κολοβή ενημέρωση απομένει μόνος και ανυπεράσπιστος, αδυνατώντας να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του, να οργανώσει τις σκέψεις του και να ενεργήσει. Ενδίδει σε συνθηματολογίες, υποκύπτει στον κοινωνικό αυτοματισμό, ακολουθεί σταθερή πορεία προς ένα χειρότερο μέλλον από το παρόν που ζει.



Ρούσου Χούρδου 8
71201 Ηράκλειο Κρήτης
               Τηλ.: 2810 282303


ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ & ΑΛΛΑ "ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΑ" ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ


Του Νίκου Πρινιωτάκη



Μια από τις κυρίαρχες προτροπές, στόχους και αναφορές κυβερνητικών και όχι μόνο κύκλων την εποχή των μνημονίων είναι η επιστροφή στην κανονικότητα. Εθνικός στόχος θα έλεγε κανείς. Ανεξαρτήτως του ποιος βρίσκεται στην κυβέρνηση.  Το ερώτημα έρχεται από μόνο του. Σε ποια κανονικότητα; Σε ποιο χρόνο και σε ποιες συνθήκες; Μήπως στην καπιταλιστική κανονικότητα παρελθόντων ετών που μας οδήγησε ακριβώς εδώ που μας οδήγησε; Και πως πραγματώθηκε ιστορικά αυτή η κανονικότητα; Με την εκτεταμένη φοροαποφυγή και φοροδιαφυγή, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, τις υπερτιμολογήσεις, τις σπατάλες, το λάδωμα, το «μέσο» και όλα αυτά τα ευαγή που οδήγησαν από κοινού σε μια ανθρωπολογική, θα τολμούσα να πω, κατάρρευση των πάντων. Ιδιώτευση, αχαλίνωτος καταναλωτισμός, ηθικός σχετικισμός και life style.


Ερχόμαστε λοιπόν 10 χρόνια μετά το κομβικό 2008 να ζητάμε την επιστροφή στην κανονικότητα. Πρόκειται για αβελτηρία ή για θράσος; Η μήπως για πολιτική επιλογή εξαπάτησης ιθαγενών υπηκόων; Αν κοιτάξουμε όμως λίγο προσεκτικότερα θα προχωρήσουμε στις ακόλουθες διαπιστώσεις.


  • ΑΝΕΡΓΙΑ, ΕΥΕΛΙΞΙΑ, ΥΠΟΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

Ένα από τα πολλά κατορθώματα των μνημονίων είναι η επέκταση των ευέλικτων σχέσεων εργασίας από περίπου 180 σε 360 χιλιάδες θέσεις εργασίας στο 10% δηλαδή του συνόλου των εργαζομένων. Οι part timers είναι αυτοί που χρησιμοποιούνται για άλλη μια φορά για την κάλυψη της ανεργίας. Η αποκλιμάκωση της από το δυσθεώρητο 27,8% του 2013 στο περίπου 22% του 2017, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην επεκτασιμότητα του εν λόγω μέτρου. Σχεδόν μόνιμα εν κινήσει, κατά κανόνα ασυνδικάλιστοι, θύματα της εργοδοτικής βουλιμίας και ασυδοσίας είναι αυτοί κύρια που πληρώνουν το μάρμαρο. Πολύ συχνά πέφτουν θύματα υπερεκμετάλλευσης, μαύρης ή αδήλωτης εργασίας αδυνατώντας να αντιδράσουν φοβούμενοι ότι θα χάσουν έτσι και αυτό το ισχνό ξεροκόμματο. Η κατάσταση επιδεινώνεται από τη φυγή των νέων στο εξωτερικό (427.000 σύμφωνα με την ΤτΕ). Ένα δυναμικό που σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις θα απέφερε 9 δις φορολογικά έσοδα στην περίπτωση αξιοποίησης του.



















Διάγραμμα 1: Ποσοστά μερικής απασχόλησης 2011-171


Το ύψος όμως της ανεργίας δεν αποτελεί μόνο τροχοπέδη  στην ανάπτυξη αλλά και βραδυφλεγή βόμβα στο ασφαλιστικό σύστημα και στο ύψος των συντάξεων που λίαν προσφάτως με το νέο νομοσχέδιο ψηφίστηκε για να του δώσει υποτίθεται ανάσα ζωής. Στο σύνολο του ενεργού πληθυσμού 51,9% είναι οι εργαζόμενοι και 48,1 οι άνεργοι και συνταξιούχοι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι ένα μεγάλο ποσοστό ανέργων πρόκειται για μακροχρόνια άνεργους, μεγάλης ηλικίας που πρακτικά δύσκολα πρόκειται να απασχοληθούν ξανά στο μέλλον. Να αναφερθούμε μήπως σ’ αυτούς που έχουν την «ατυχία» να μην τους εκμεταλλεύεται ο καπιταλισμός; Να μιλήσουμε για τους αόρατους ανθρώπους της διπλανής πόρτας, που έχουν εσωτερικεύσει την ήττα στη ζωή, παραιτημένοι, που ζουν σε κλειστά δωμάτια, φιλοξενούμενοι, άστεγοι, ρέκτες συσσιτίων και επιδομάτων, σπρωγμένοι βάναυσα στο περιθώριο της κοινωνίας; Αλλά και η κατάσταση για τους εργαζόμενους δεν είναι καλύτερη. Το ¼ αυτών ανήκει στην κατηγορία των working poors, κινούμενοι στα όρια της φτώχειας, ατόμων δηλαδή που δεν μπορούν να καλύψουν τις οικογενειακές και κοινωνικές τους υποχρεώσεις.


  • ΜΙΑ ΜΕΣΑΙΑ ΤΑΞΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΜΕΣΑΙΑ

Η μικρομεσαία τάξη (μισθοσυντήρητοι, ελευθεροεπαγγελματίες, μικροεπιχειρηματίες) που σε συνθήκες αστικής συγκρότησης αποτελούσε παραδοσιακά τον κορμό της ελληνικής κοινωνίας, έδινε τον ρυθμό σ’ αυτή και λειτουργούσε σαν δείκτης κοινωνικής ανέλιξης και προοπτικής τείνει προς εξαφάνιση. Χτυπημένοι από την υπερφορολόγηση την υποστροφή της ζήτησης, τις μειώσεις σε μισθούς και επιδόματα μοιάζει σαν τσαλαπατημένη ακρίδα. Το τέλος της αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση είναι σχεδόν βέβαιο. Να θυμίσω ότι πρόκειται ιστορικά για την τάξη (ή την κοινωνική κατηγορία αν θέλετε να το πούμε πιο επιστημονικά) που στήριζε με την κατανάλωση της, τις λοιπές τάξεις. Χάρη στο δημόσιο κτίστηκε το ελληνικό αστικό κράτος. Με όλα τα κουσούρια του. Να μην το ξεχνάμε αυτό. Από κει προήλθε η κοινωνική και ταξική διαφοροποίηση και εν τέλει ο ελληνικός αστικός κοινωνικός σχηματισμός. Η κυβέρνηση αντί να στηρίξει αυτήν ακριβώς την τάξη και να προσπαθήσει να ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο των υποτελών τάξεων, μιλά για αλληλεγγύη χτυπώντας τους αλύπητα και στέλνοντας τους όλους μαζί στα συσσίτια. Αυτό από τη στιγμή που δεν έχεις τα μέσα για να εφαρμόσεις ένα οραματικό πολιτικό σχέδιο αναδιανομής πλούτου και κοινωνικού ανασχηματισμού μοιάζει με Αρμαγεδδώνα. Πρόκειται επίσης για τις κατεξοχήν κοινωνικές ομάδες που στήριξαν το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ και δεν αντιλαμβάνομαι πολιτικά που μπορεί αυτό να οδηγήσει.




















Διάγραμμα 2: Ποσοστά Ανεργίας για την περίοδο 207-2016
























Διάγραμμα 3: Ποσοστά νέων ανέργων και μακροχρόνια ανέργων 2014-2017



  • ΞΕΝΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ (Η ΑΛΛΙΩΣ ΑΝΟΙΞΑΜΕ ΚΑΙ ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ)

Η εντυπωσιακή ανάκαμψη των ΞΑΕ κατά το 2016 οφείλεται κυρίως στην εξαγορά δημόσιων assets γνωστών και ως φιλέτων ή στην τοποθέτηση ξένων ομίλων στην ελληνική αγορά. Παρόλα αυτά οφείλουμε να μην υπερβάλουμε. Τα ποσά υπολείπονται περίπου κατά το ήμισυ εκείνων πριν την κρίση και αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό. Ουσιαστικά ακολουθούμε την παγκόσμια τάση όπου το κεφάλαιο απεργεί και απέχει από μεγάλα επενδυτικά σχέδια. Όπως και να ‘χει  η έξοδος από την κρίση δεν πρόκειται να ‘ρθει από τη δημιουργία μερικών χιλιάδων θέσεων εργασίας, χωρίς να υποτιμώ καθόλου το πόσο σημαντικές είναι αυτές για τη ζωή συγκεκριμένων ατομικά συμπολιτών μας. Καμιά σοβαρή ξένη επένδυση (όσο συμφέρουσα και να είναι) δεν πραγματοποιείται σε μια χώρα με χαμηλό κατά κεφαλή εισόδημα και με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (θέση στη παγκόσμια αγορά, μέγεθος εσωτερικής αγοράς κλπ). Το παράδειγμα των λοιπών βαλκανικών χωρών είναι χαρακτηριστικό. Επίσης η οποιαδήποτε ανάπτυξη αυτού του τύπου την περίοδο του ύστερου ή ώριμου (αν προτιμάτε) καπιταλισμού δεν υπακούει σε κανένα σχέδιο αλλά ακολουθεί τη λογική της ευέλικτης συσσώρευσης την εποχή της μετανεωτερικότητας κατά τον David Harvey3. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Η ανάπτυξη που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνει ισχνή και αναιμική, περιοριζόμενη σε κάποιους θύλακες ή σε πολύ στοχευμένους κλάδους παραγωγής και υπηρεσιών με στόχο κύρια τη διεθνή παγκοσμιοποιημένη αγορά.

























Διάγραμμα 4: Οι εισροές ΞΑΕ στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2006-2016 (σε εκατομμύρια ευρώ)2

2014,2015: Αναθεωρημένα Στοιχεία             2016: Προσωρινά Στοιχεία
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος


  • ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ  ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ


Άκρως ανησυχητικό και ενδεικτικό για μια ενδογενή ανάπτυξη της βιομηχανίας είναι η καθίζηση του δείκτη σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου (ΑΣΠΚ) ως ποσοστό του ΑΕΠ ο οποίος στην προμνημονιακή εποχή χρηματοδοτήθηκε κύρια από εισαγωγές και κινείτο στο περίπου 20% (πλησιάζοντας το μέσο ευρωπαϊκό όρο) ενώ κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων έχει υποστεί καθίζηση κατά το μισό5. Μόνη ελπίδα οι ΞΑΕ (Ξένες Άμεσες Επενδύσεις) οι οποίες όμως δύσκολα μπορούν να δώσουν άμεσες λύσεις στο οικονομικό πρόβλημα της χώρας. Το πρόβλημα κύρια είναι ζήτημα κατάρρευσης της ζήτησης, και για να το πω πιο λαϊκά η μείωση του τζίρου που βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Δεν είναι οι ψηλοί φορολογικοί συντελεστές. Γιατί όσο ψηλοί κι αν είναι αν ο τζίρος είναι ικανοποιητικός το διαθέσιμο εισόδημα μετά την αφαίρεση φόρου είναι αρκετό για να εξασφαλίσει τη διατήρηση της. Μοναδική λύση η εφαρμογή αντικυκλικών πολιτικών για να πάρει μπρος η οικονομία. Είναι το μπακάλικο της διπλανής πόρτας, η ταβέρνα της γειτονιάς και το videoclub της γωνίας που πρέπει να δουλέψουν για να βγει η χώρα από το τέλμα. Στο Διαγ. 5 φαίνεται η πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας τα τελευταία χρόνια. Ο συγκεκριμένος πίνακας δεν επιλέχτηκε τυχαία, γιατί πάνω σ’ αυτή τη δραστηριότητα «κουμπώνουν» 90 επαγγέλματα. Αποτελεί επίσης σημαντικό συντελεστή στη διαμόρφωση του Πάγιου Κεφαλαίου που αναφέραμε παραπάνω.





















Διάγραμμα 5: Ετήσια οικοδομική δραστηριότητα 2007-20164


  • ΚΑΙ ΤΩΡΑ;
Και δω ερχόμαστε στο κύριο θέμα που μας απασχολεί. Μπορεί η διέξοδος από μια τόσο ζοφερή κατάσταση να πραγματοποιηθεί εντός Μνημονίου; Μπορεί η Αριστερά να μιλά για επιστροφή στην κανονικότητα σε μια χρεοκοπημένη χώρα; Μπορούμε να μιλάμε για έξοδο από τα μνημόνια και εκσυγχρονισμό του κράτους; Καλές οι προθέσεις δεν λέω, αμφισβητώ όμως το αποτέλεσμα. Δεν μπορείς να έχεις απαιτήσεις από την πλειοψηφία των Ελλήνων, να είναι Ευρωπαίοι στις υποχρεώσεις και στην καθημερινότητα τους ενώ στην πράξη τους αντιμετωπίζεις σαν αφρικανικά υποζύγια. Έχω επίσης την εντύπωση ότι στη βάση της κυβερνητικής πρακτικής βρίσκεται η πούρα αστική λογική: οι εργαζόμενοι είναι ένα απλό παρακολούθημα της όλης διαδικασίας και εκείνους που πρέπει να στηρίξουμε είναι οι αστοί (υγιή επιχειρηματικότητα το λένε τώρα) που μπορούν να επενδύσουν, να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και πλούτο. Για τους λοιπούς υπάρχουν και τα συσσίτια και οι δομές αλληλεγγύης για να αποδείξουμε πόσο ευαίσθητοι είμαστε. Δεκτό. Πόση σχέση μπορεί όμως να έχει κάτι τέτοιο με ένα χώρο που αυτοπροβάλλεται ως χώρος της ριζοσπαστικής αριστεράς; Για το πόσο αδιέξοδη είναι η κατάσταση που βιώνουμε είναι ότι στον απόηχο της επίσκεψης στη ΝΥ του Ε. Τσακαλώτου και πίσω από τα ωραία λόγια και τις υποσχέσεις η μόνιμη επωδός ήταν να συνεχίσουμε τις μεταρρυθμίσεις. Και το ερώτημα τίθεται από μόνο του: τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1.  ΕΛ.ΣΤΑΤ. Δελτίο Τύπου, Απρίλης 2017
  2.  Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης, Enterprise Greece http://www.enterprisegreece.gov.gr/gr/h-ellada-shmera/giati-ellada/ksenes-ameses-ependyseis
  3.  David Harvey – Δρόμοι και Τρόποι του Κόσμου, Καπιταλισμός – Χώρος – Τόποι, Angelus Novus
  4.  Πηγή ΕΛ.ΣΤΑΤ. Έρευνα Εργατικού Δυναμικού
  5.  Κώστας Μελάς – Η άλυτη εξίσωση της ανάπτυξης https://slpress.gr/oikonomia/i-alyti-exisosi-tis-anaptyxis/



Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΗ



Του Σήφη Φανουράκη
     

Η  πόλη

Ο αγώνας για μια καινούργια πόλη κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ουτοπία και να παραμείνει μονάχα μια καθημερινή κουβέντα, αν δεν υπάρξει η πρόταση για μια σύγχρονη πόλη. Και θα ήταν λάθος να πιστεύουμε ότι αυτή η πρόταση μπορεί να γεννηθεί στα μυαλά των αρχιτεκτόνων ή των πολεοδόμων, χωρίς να πηγάζει απ' αυτό που ορίζεται  σαν κοινωνικό ερώτημα, που συνοψίζεται στη θέληση της συμμετοχής του καθένα, σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής ζωής.

Η πόλη δεν λειτουργεί πια σαν τόπος κοινωνικής δράσης. Τα πολεοδομικά μοντέλα αδυνατούν να δώσουν λύσεις. Ο άνθρωπος είναι αβέβαιος για τον χώρο που ζει.

Στις ιστορικές πόλεις, ό,τι απόμεινε από την ιστορία τους και τη συλλογική μνήμη τους, κατεδαφίζεται καθημερινά, στα πλαίσια μιας γενικότερης κοινωνικής κατεδάφισης και αλλοιώνεται η εικονογραφία τους και το «πρόσωπό τους».

Η καθημερινή αρχιτεκτονική πράξη στην πόλη επαναπροσδιορίζει το πρόβλημα της παλιάς πόλης και αποδείχνει την ανεπάρκεια της σύγχρονης αρχιτεκτονικής να δώσει λύσεις. Επαναφέρει το πρόβλημα της διατήρησης και αποκατάστασης της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς και προπάντων ανακινεί το πρόβλημα της σχέσης παλιάς και καινούργιας πόλης.
Όταν μια πόλη προστίθεται πάνω σε μια άλλη, σταδιακά ή σε κάποια χρονική περίοδο, φέρει μαζί της νέες μορφές και νέες πολιτισμικές πρακτικές. Το γεγονός αυτό αναγνωρίζεται σαν γεγονός εμπλουτισμού από την άποψη της πολιτισμικής κληρονομιάς. Έτσι η πόλη σταδιακά διατάσσεται σε στρώματα .

Ωστόσο, οι «τμηματικές» επεμβάσεις αλληλοσυγκρούονται, έξω από κάθε ρύθμιση. Πρόκειται για την περίπτωση, όπου η κοινωνική, η αρχαιολογική και η τουριστική πόλη διεκδικούν τον ίδιο χώρο, όπως για παράδειγμα, στο ιστορικό κέντρο του Ηρακλείου, των Χανίων, του Ρεθύμνου. Εξάλλου, η κατασκευή έργων μέσα στις παλιές πόλεις είναι μια σημαντική ευθύνη, και θα μπορούσαν να διατυπωθούν ορισμένοι απλοί κανόνες - και όχι «κανονισμοί» - αλλά, σαν ένα πλαίσιο μιας «ηθικής των επεμβάσεων» : ένα Σχέδιο επεμβάσεων.

Το αρχιτεκτονικό απόθεμα

Σύμφωνα με τον Burckhardt, «…ο χαραχτήρας ολόκληρων Εθνών πολιτισμών και εποχών, διαφαίνεται μέσα από το σύνολο των αρχιτεκτονικών έργων τους». Στην καλλίτερη έκφρασή της, η αρχιτεκτονική, είναι αποτέλεσμα μιας ισορροπημένης και αδιάσπαστης συνύπαρξης των αισθητικών αξιών και των υλικών απαιτήσεων του ανθρώπου. Όλες δε, οι ενέργειες που αφορούν την αρχιτεκτονική του παρελθόντος, δηλαδή, η ιστορική αξιολόγηση, η διατήρηση και η αποκατάσταση θα πρέπει να στοχεύουν : στην διατήρηση αυτής της ισορροπίας των αισθητικών και υλικών αξιών της.

Το πρόβλημα βέβαια της διατήρησης και προστασίας της αρχιτεκτονικής και ευρύτερα της πολιτιστικής  κληρονομίας δεν είναι καινούργιο και έχει άμεση σχέση με την γενικότερη κοινωνική εξέλιξη. Ωστόσο σήμερα, η αξία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς (μνημεία-ιστορικά κέντρα πόλεων-παραδοσιακοί οικισμοί) αξιολογείται, ακόμα και σήμερα, με τα κριτήρια της μοναδικότητας, της ιστορικής συνέχειας και της καλλιτεχνικής διάστασης, χωρίς να υπάρχει αποστασιοποίηση από την θεώρηση του ρομαντισμού και του ιστορικισμού.

Η ανάγκη διατήρησης και προστασίας εξάλλου υπαγορεύεται, επί πλέον, από την αναγκαιότητα αντίστασης στην καθημερινή υποβάθμιση του περιβάλλοντος, η οποία οφείλεται, στην διόγκωση των αστικών κέντρων και την παράλληλη εγκατάλειψη της υπαίθρου καθώς  και στην κατασκευή έργων μεγάλης κλίμακας μέσα στον ιστό της παλιάς πόλης αλλά και στην στρεβλή  ανάπτυξη του μαζικού τουρισμού. Από την άλλη βέβαια, τα μνημεία και η  αρχιτεκτονική του παρελθόντος, αποτελούν και μια ιδιαίτερη αξία, σαν σύστημα ισορροπίας, ποικιλίας και μέτρου της ανθρώπινης νόησης μέσα στο τεχνολογικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από μονοτονία και έλλειψη αισθητικής και το σπουδαιότερο, αποτελούν πρότυπο για ένα μελλοντικό περιβάλλον  πιο ανθρώπινο.

Είναι φανερό ωστόσο, ότι  η αναφορά μόνο στις πολιτιστικές - καλλιτεχνικές και οικολογικές αξίες της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στις σημερινές συνθήκες δεν συμβάλει στην κατανόηση του προβλήματος, εάν δεν ερευνά τα βαθύτερα αίτια της φυσικής καταστροφής και της αλλοίωσης  των αξιών της αρχιτεκτονικής του παρελθόντος. Ούτε θα πρέπει να υποβαθμίζονται οι δυνατότητες των προσπαθειών για τη διατήρηση και προστασία στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου κοινωνικής οργάνωσης. Άλλωστε ήδη αυτές οι προσπάθειες έχουν καταφέρει  να περιορίσουν τις καταστροφές  της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές χρειάζεται να αναλυθούν, σε σχέση με την ιδεολογία τους, διότι  μονάχα με μια κριτική ανάλυση αυτής της ιδεολογίας θα τοποθετηθεί σωστά το πρόβλημα της διατήρησης και αποκατάστασης.

Το παρελθόν, σύμφωνα με τον Gramsci,θα πρέπει να αντιμετωπιστεί, σαν τον πιο υψηλό ιστορισμό και σαν διέξοδο από τον ιδεολογισμό με βάση την φιλοσοφία της πράξης και την ιστορικοποίηση της πραγματικότητας.

Το πρόβλημα των αρχιτεκτονικών μνημείων και γενικά των παλαιών πόλεων υπερβαίνει ακόμα και τα πλαίσια του παραδοσιακού προβλήματος  των ιστορικών κέντρων και θα πρέπει να εξετάζεται στα πλαίσια της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.

Το πρόβλημα επέμβασης στον παλιό ιστό της πόλης αποκάλυψε και τις ανεπάρκειες της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και διέψευσε τις ελπίδες της μοντέρνας αρχιτεκτονικής σκέψης, περί ένταξης του καινούργιου στο παλιό. Το πρόβλημα εστιάζεται στην σχέση που δημιουργείται μετά από κάθε νέα επέμβαση στον ιστό ή σε ένα μεμονωμένο κτίσμα της παλιάς πόλης και βέβαια κάθε νέα επέμβαση προϋποθέτει, μια κρίση που να χαρακτηρίζεται από αρχιτεκτονικούς όρους και με μεθοδική ανάλυση της ίδιας της πόλης. Είναι δε αναγκαία μια αυθεντική και καθορισμένη σχέση, ανάμεσα στις νέες επεμβάσεις και στην παλιά πόλη .Τέτοια σχέση βέβαια, θα υπάρξει μονάχα, αν στην αρχιτεκτονική των νέων επεμβάσεων εμπεριέχονται τα γενικά χαρακτηριστικά της μορφολογίας του ιστού της παλιάς πόλης.Ωστόσο, για να γίνει αυτό θα πρέπει να απαντηθούν τα ερωτήματα : Τι χρειάζεται να διατηρηθεί και να αποκατασταθεί ;  Τι πρέπει να κτιστεί  στη θέση του παλιού ;


Είναι αναγκαία -πιστεύω- η απόρριψη της έννοιας του περιβάλλοντος έτσι όπως την εννοούσε ο ρομαντισμός όπου, συχνά το περιβάλλον συγχέεται με την γραφικότητα και με κάποιο τεχνοκρατικό συναισθηματισμό για τα υποβαθμισμένα κομμάτια της πόλης.

Ουσιαστικά, το πρόβλημα της διατήρησης και της αποκατάστασης μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο στα πλαίσια μιας ευρύτερης πολεοδομικής πολιτικής και θα πρέπει να γίνουν επιλογές γενικότερες, πολιτικής και αρχιτεκτονικής φύσης.

Η συνολική αντιμετώπιση της παλιάς πόλης προϋποθέτει, την χρήση των κτηρίων του παρελθόντος, ως μοναδική και συγκεκριμένη δυνατότητα για να σωθεί η ιστορική «περιουσία». Αυτό βέβαια απαιτεί και έναν διαφορετικό κριτήριο μνημειακού και υφολογικού χαρακτήρα και με εντελώς διαφορετική θεώρηση της πόλης.

Έτσι, η αρχιτεκτονική μετριέται με την ιστορία και γίνεται η ίδια ιστορία, και όχι από αγάπη  στον ιστορικισμό ή τον ρομαντισμό στα διατηρητέα μνημεία, αλλά γιατί, η αρχιτεκτονική δημιουργείται από μια γενική εμπειρία των πραγμάτων που περιβάλλουν τον άνθρωπο.

Επιμύθιο

Τα μνημεία της πόλης δεν είναι παρά ένα τμήμα του αστικού πλέγματος, ενώ η καταχρηστική «μνημειοποίησή» τους είναι βλαπτική για την ίδια. Όταν δε από την άλλη και  το νέο αρχιτεκτονικό έργο προκαλεί «ρήξη», βλάπτει την πόλη. Και βέβαια κορυφαία αναμέτρηση με την πόλη και τα συστατικά της στοιχεία παραμένει το μνημείο που αποτελεί,  το έσχατο σημάδι πάνω σε μια πολύπλοκη πραγματικότητα, και συγκροτεί έναν κώδικα με τον οποίο διαβάζουμε αυτό που  δεν μπορεί να ειπωθεί με άλλο τρόπο : η προσωπική ιστορία του αρχιτέκτονα ή καλλιτέχνη  και η συλλογική ιστορία της κοινωνίας.

Τα αρχιτεκτονικά μνημεία δεν είναι απλώς και μόνο έργα τέχνης. Ανήκουν δικαιωματικά σε ένα χώρο περίπλοκων αξιών και δεν μπορούν να κριθούν με αισθητικά και ιστορικά μόνο κριτήρια.
Η «επινόηση» μνημείων δημιούργησε, κατά καιρούς, «τεχνητές» παραδόσεις όπου ακόμα και κάτι πλαστό μπορεί να θεωρηθεί μνημείο.

Είναι δύσκολο να αποδεχτούμε μια ιστορική θεώρηση του παλιού, αν δεν μάθουμε να ζούμε στο παρόν και να εκτιμούμε ότι έχει αξία, στο παλιό και στο νέο. Η αξιολόγηση του παλιού έχει νόημα μόνο αν οι πόλεις είναι μοντέρνες. Ο δε αγώνας για μια καινούργια πόλη κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ουτοπία.

Όταν όμως η νοσταλγία του παλιού καταλήγει σε φετιχισμούς για τους παλιούς ωραίους καιρούς τότε, πρυτανεύει η «libido operandi» για το ιστορικό μνημείο και η ρομαντική αντιμετώπιση της αρχιτεκτονικής παράδοσης. Τότε ακριβώς είναι, που ελλείπει από τους αρχιτέκτονες η τόλμη να πραγματοποιήσουν ανανεωτικά «εγχειρήματα», εκεί που είναι αναγκαία.

Για παράδειγμα, η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία των πόλεων Ηρακλείου, Χανίων και Ρεθύμνου, δεν αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο διάλογο ανάμεσα στις διαφορετικές ιστορικές τους φάσεις, όπου ο ένας πολιτισμός εγκαθίσταται στον ίδιο χώρο που υπήρχε ο  προγενέστερος. Η μια φάση προστίθεται πάνω σε μια άλλη και φέρει μαζί της νέες μορφές και νέες πολιτισμικές πρακτικές, εμπλουτίζοντας την πολιτισμική κληρονομιά.

Όλα αυτά τα πολιτισμικά «ίχνη» - στρώματα επιβίωσαν στο πέρασμα του χρόνου χωρίς να αλλοιωθούν τα βασικά τους χαρακτηριστικά  που είναι,  ο αστικός ιστός και τα μνημεία. Αυτός ακριβώς ο διάλογος έχει διακοπεί από  καιρό. Είναι αναγκαίο να αναλύσουμε, πώς αυτή η διακοπή καμουφλάρεται με εφήμερες κατασκευές (τέντες, ταμπέλες και όλο αυτό το κακόγουστο σκηνικό του πλαστικού πολιτισμού της αγοράς), που συνθέτει μια αρχιτεκτονική του «κωμικού που δεν κάνει κανένα να γελάει». Αυτός ο πλαστικός πολιτισμός της «αγοραίας» αρχιτεκτονικής, δυστυχώς έχει και την έγκριση των «ειδικών» υπηρεσιών και των λειτουργών τους, οι οποίες ενίοτε δεν διαθέτουν τις ειδικές γνώσεις που απαιτούνται. Ότι απέμεινε όρθιο από τις διαχρονικές φυσικές καταστροφές και τις κατεδαφίσεις,  μετατρέπεται καθημερινά σε τόπο κατανάλωσης αλλά και πεδίο κατανάλωσης του τόπου. Πολλαπλασιάζονται τα εμπορικά κέντρα, οι μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων και γενικά οι εμπορευματοποιημένες περιοχές, τα καταστήματα ταχυφαγίας και τα καφέ. Προωθείται ο τρόπος ζωής που καλλιεργεί την ψευδαίσθηση της εκπλήρωσης των αστικών ονείρων και υπερασπίζεται τις αξίες της ιδιοκτησίας, εγκαθιδρύoντας μια συγκεκριμένη κοινωνικοποίηση το καταναλωτισμού.

Η έλλειψη της εμπειρίας του σύγχρονου ευνοεί τη δημιουργία ιδεολογημάτων για την παράδοση και τον παλιό τρόπο ζωής. Το σύγχρονο, υποκαθίσταται από μια έντεχνη προσωπίδα θεσμοποίησης  μιας εφήμερης κτιστής ασημαντότητας· μιας ασημαντότητας που καταλήγει σε λαϊκιστική  εμποροπανήγυρη των ομοιωμάτων της καταναλωτικής κοινωνίας, όπου συνυπάρχουν με το κτισμένο περιβάλλον και το ιστορικό κτιριακό απόθεμα της πόλης σε πλήρη σχεδιαστική αταξία. Κατά συνέπεια, η ιστορία γίνεται «αφασική» και η κουλτούρα των ομοιωμάτων διαμορφώνει μια απατηλή εικόνα του κοινού αισθητικού «γούστου». Αυτά τα πλαστικά «σκηνικά ομοιώματα» (τέντες, πλαστικά, επιγραφές, διαχωριστικές κατασκευές hai -tech ) μπροστά στα κτήρια, ιδιαίτερα στα ιστορικά, ευνοούν μια ριζοσπαστική «απολιτιστικοποίηση» του ιστορικού χώρου.  Η ποιότητα της αστικής ζωής υποθηκεύεται από το εμπόρευμα και ο καταναλωτισμός, ο τουρισμός και ο «πολιτισμός», μετατρέπονται σε μείζονες όψεις της αστικής πολιτικής οικονομίας και του τεχνολογισμού.(φωτο).

Σ΄αυτές τις ιστορικές πόλεις πραγματικά υπάρχει ο κίνδυνος ότι, κάποια στιγμή ο οποιοσδήποτε νομιμοποιείται να κατασκευάσει ότι ακριβώς θέλει.

Από την άλλη, όταν υπάρχει διάρκεια και ιστορική συνέχεια, ο διάλογος με το υπάρχον γίνεται , βασανιστικός, περίπλοκος και εκλεπτυσμένος και δεν πρέπει να εκφράζεται με επεμβάσεις που απλώς «κλείνουν το μάτι» στο παλιό προσπαθώντας να καμουφλάρουμε τις ιστορικές «κενά» με σκηνικές «επινοήσεις» που παράγουν «παραδοσιακά ιδεολογήματα».

Έτσι, η ιστορία χωρίς την εμπειρία του σύγχρονου , γίνεται «αφασική» ή βρίσκει τη λύση της σε προσωπικά καπρίτσια.

Ωστόσο, μόνο μέσα από την μελέτη και την ανάλυση των μνημείων και του πολεοδομικού ιστού της παλιάς πόλης φωτίζονται οι όποιες νέες επεμβάσεις  με στόχο, την αρμονική ή μη ένταξη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής στην μορφή και τον τύπο της παλιάς πόλης.

Με τέτοιες θεωρήσεις, η αρχιτεκτονική της πόλης και δια μέσου των συνεχών μετατροπών, μας προσφέρει πολλά παραδείγματα, όπου οι δρόμοι συνάντησης ανάμεσα στο παρελθόν και το σήμερα, είναι εξαιρετικά πιο σύνθετοι και ότι οι επεμβάσεις στις παλιές πόλεις, μπορεί να προσφέρει στην σύγχρονη αρχιτεκτονική ένα πεδίο έρευνας και επανασχεδιασμού της ίδιας της πόλης.



Ο Σήφης Φανουράκης είναι αρχιτέκτονας

ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΗ ΣΕ ΜΙΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ


Του Μαυροζαχαράκη Εμμανουήλ



Πάγια τακτική των  διεθνών  διαμορφωτών  της κοινής γνώμης καθώς και των  διαπλεκόμενων  με  αυτούς παικτών της αγοράς, είναι να θρηνούν για την υποτιθέμενη «δογματική ακινησία» των σοσιαλιστικών κομμάτων, ερμηνεύοντας τις όποιες εκλογικές τους ήττες με το επιχείρημα, ότι αδυνατούν να αποκτήσουν ερείσματα στον λεγόμενο μεσαίο χώρο επειδή τοποθετούνται λιγότερο ή περισσότερο στην αριστερά όχθη του πολιτικού σκηνικού(1).

Το στρατηγικό επιχείρημα της διεθνούς νομενκλατούρας των ΜΜΕ καταλήγει εκάστοτε στην προάσπιση ενός «εκσυγχρονισμού» και ενός ανοίγματος της κεντροαριστεράς προς απόσπαση της χρήσιμης ψήφου του κέντρου, δεδομένου ότι  η ενίσχυση από αριστερά εκ των προτέρων θεωρείται απίθανη. Εν προκειμένω η έννοια του κέντρου αναφέρεται    στην πεποίθηση, ότι οι πραγματικές λύσεις απαιτούν ρεαλισμό και πραγματισμό, και όχι  ιδεαλισμό, ριζοσπαστισμό και συναίσθημα (2).                                                                                               
Για καθαρά λειτουργικούς λόγους σχηματίστηκε στην προκειμένη περίπτωση ο όρος του  «μεσαίου χώρου»  ως εννοιολογικό εργαλείο το οποίο σηματοδοτεί έναν ενδιάμεσο χώρο, που υποτίθεται στεγάζει μετριοπαθείς πολίτες, με φοβικά και συντηρητικά αντανακλαστικά και χωρίς σκληρά ιδεολογικά χαρακτηριστικά. 

Είναι προφανές, ότι  ένας συγκεκριμένος κοινωνικός και πολιτικός καθορισμός ενός τέτοιου χώρου είναι υπόθεση αδύνατη. Πρόκειται πολύ περισσότερο περί ιδεολογικού αποκυήματος που  βασίστηκε σε μια θεώρηση, η οποία επενδύει  υπερβολική σημασία  σε μια υπαρκτή τάση εκλογικής συμπεριφοράς, πού όμως σε καμία περίπτωση δεν έχει τα διαχρονικά χαρακτηριστικά που της αποδίδονται, ενώ δεν αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικοκοινωνικό ή οικονομικό πλαίσιο (3).  Άρα  δεν αποτέλεσε ποτέ  την εκλογική πηγή άντλησης  της ιδεολογικοπολιτικής ηγεμονίας.    
                                                                                                                
Η έννοια του μεσαίου χώρου απέκτησε από μια στιγμή και μετά τη μορφή αξιακού κανόνα που καθιερώθηκε σε τρία στάδια. Τα τρία στάδια αυτά  μπορούν να  αποδοθούν με το τριφασικό σχήμα  που ισχύει γενικότερα όσον αφορά στην  επιρροή κανόνων και αξιών. Όπως αναφέρει σε πρόσφατο εγχειρίδιο του ο Κ. Λάβδας (4)  το πρώτο στάδιο είναι η εμφάνιση ενός νέου κανόνα (το οποίο σημαίνει στην πραγματικότητα την  επανεμφάνιση μιας μετασχηματισμένης / μεταλλαγμένης μορφής  ενός  κανόνα ή μιας αξίας). Το δεύτερο στάδιο περιλαμβάνει την φάση ευρείας αποδοχής του αξιακού κανόνα  και το τρίτο στάδιο περιλαμβάνει την εσωτερίκευσή του. Τα πρώτα δύο στάδια οριοθετούνται από ένα  κρίσιμο σημείο «ανατροπής», στο οποίο μια κρίσιμη μάζα σχετικών φορέων υιοθετούν έναν κανόνα. Το κρίσιμο σημείο αυτό για την σοσιαλδημοκρατία υπήρξε αναμφίβολα η επικράτηση  του τρίτου δρόμου του Tony Blair στην Μ. Βρετανία. 


Πράγματι οι εν μέρει καινοτόμες αναλύσεις που σχετίζονται με τον μεσαίο χώρο επί της ουσίας επαναλαμβάνουν  ένα παμπάλαιο  τροπάριο του «ανοίγματος» το οποίο έχει τεθεί άπειρες φορές στην ιστορία του σοσιαλισμού και δεν υπήρξε άνευ αντίτιμου στο πολιτικό και εκλογικό επίπεδο. Δεν είναι τυχαία τα παραδείγματα συμμαχικών κυβερνήσεων μεταξύ κεντρώων, δεξιών  και σοσιαλιστικών σχημάτων λόγου χάρη στην Γαλλία  και  Γερμανία, τα οποία δεν δίστασαν να εφαρμόσουν πολιτικές επεκτατικής  λιτότητας και καταστολής,  διανοίγοντας μακροπρόθεσμα προοπτικές  τελικής στρατηγικής νίκης της δεξιάς. 
                        
Ακολουθώντας το παράδειγμα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας η οποία στο συνέδριο του  Bad Godesberg το 1959 ακολούθησε  τον  δρόμο του εκσυγχρονισμού εγκαταλείποντας τις ριζοσπαστικές  της καταβολές και  υιοθετώντας πλήρως την φιλοσοφία της οικονομίας της αγοράς, σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα απέκτησαν έναν μετριοπαθή και φιλελεύθερο χαρακτήρα, άσχετα εάν ρητορικά εμμένουν πολλές φορές σε  ριζοσπαστικούς πολιτικούς αφορισμούς (5).

Η διαπίστωση ότι τα σοσιαλιστικά κόμματα δεν αποτελούν πλέον θύματα της συντηρητικής επανάστασης, αλλά όργανά της, εκφράστηκε άλλωστε χαρακτηριστικά, από το παράδειγμα  του «μεγάλου συνασπισμού»  μεταξύ του  CDU  (Χριστιανοδημοκράτες) και SPD  (Σοσιαλδημοκράτες) στην Γερμανία, ένα ενδεχόμενο που ίσως ενδέχεται να επαναληφτεί εάν κυοφορήσουν τελικά  εξελισσόμενες διαπραγματεύσεις μετά τις πρόσφατες γερμανικές εκλογές.     
                      
Ακόμα και το πρόγραμμα των Γάλλων Σοσιαλιστών  στις τελευταίες εκλογές  έδινε  έμφαση στην «ανάπτυξη επιχειρηματικού πνεύματος»  στον «εξορθολογισμό του κράτους πρόνοιας» ή στην «καταπολέμηση της ιδεολογίας που τιμωρεί το κέρδος».

Εν κατακλείδι, η  υιοθέτηση του «μεσαίου χώρου» ως πολιτικής πυξίδας αναφοράς, συντέλεσε  στον ιδεολογικό  αποχρωματισμό της σοσιαλδημοκρατίας και  στο τέλος και στην απώλεια των «απολιτίκ» ψηφοφόρων του λεγόμενου «μεσαίου χώρου», που πλέον μετακινούνται από κόμμα σε κόμμα με μεγάλη ευκολία, ιδιαίτερα σε εποχές κρίσεων, προς αναζήτηση άμεσης πολιτικοοικονομικής ανακούφισης.

Το παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ είναι ενδεικτικό, αφού αιμορράγησε και προς τα δεξιά αλλά και προς τα αριστερά. Αυτό βέβαια ήταν αποτέλεσμα του μνημονίου.  Εάν ωστόσο, το άλλοτε κραταιό κόμμα  πρωτύτερα δεν εμφορείτο από την λογική του «μεσαίου χώρου», δεν θα υιοθετούσε με τόση ευκολία την νεοφιλελεύθερη δημοσιονομική λογική της περιστολής.
                                                                      
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο  τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε όλη την Ευρώπη κινούμενα από το σύνδρομο του κυβερνητισμού αγνόησαν ότι η πολιτική κυριαρχία, προκύπτει ως αποτέλεσμα της ιδεολογικής ηγεμονίας. Δεν αρκεί επομένως η απόσπαση της ψήφου δηλαδή της προσωρινής συναίνεσης των ψηφοφόρων, αλλά απαιτείται και η ενεργή συμμετοχή των πολιτών στα πολιτικά δρώμενα. 
                   
Η σοσιαλδημοκρατία του «μεσαίου χώρου» εντούτοις δεν επιχείρησε να δημιουργήσει μια σχέση αλληλουχίας μεταξύ των αξιών της και της κοινωνίας, αλλά αναλώθηκε σε επικοινωνιακά τεχνάσματα χωρίς κανένα βάθος, προϊόντα μιας διαχειριστικής και συνάμα καιροσκοπικής λογικής,  με ψευδαισθήσεις και αυταπάτες πολιτικής ηγεμονίας.

Εν μέσω της οικονομικής κρίσης, είναι προφανές ότι οι εξελίξεις διέψευσαν την στρατηγική του μεσαίου χώρου,  αναδεικνύοντας ενισχυμένα τα λεγόμενα πολιτικά άκρα του πολιτικού φάσματος. Η μετάθεση στόχων που εξασφάλισε στην σοσιαλδημοκρατία μια μακρά περίοδο ηγεμονίας.  μέσω του λεγόμενου  «τρίτου δόμου» και «εκσυγχρονισμού»  δεν συναντά   σήμερα  ευρεία απήχηση στην βάση. Αντίθετα συναντά αρκετά οξείες αντιδράσεις. Αντιδράσεις που  σε πολλές περιπτώσεις κομμάτων καταλήγουν σε μαζικές μετακομίσεις ψηφοφόρων και μελών ή στην διάλυση.

  • Η ηθική και πνευματική αδυναμία του προοδευτικού χώρου και το ΠΑΣΟΚ
Εν μέσω κρίσης η  σοσιαλδημοκρατία κινδυνεύει να χάσει την ηγεμονική θέση της εντός του προοδευτικού πολιτικού φάσματος. διότι απώλεσε προ πολλού την παράδοση του ριζοσπαστικού ρεφορμισμού, που ιστορικά κόμιζε σοβαρά πλεονεκτήματα. Συνεπώς, δεν μπορούν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να καρπωθούν την διάχυτη κοινωνική οργή που αναπαράγεται ενόψει της πολλαπλασιαζόμενης εξαθλίωσης των πληθυσμών. Στην μεγαλύτερη κρίση  του καπιταλισμού από το 1929, οι Σοσιαλδημοκράτες χάνουν σε όλα τα μέτωπα.

Οι χειμαζόμενες κοινωνίες στρέφονται προς τα  δεξιά και τα αριστερά λαϊκιστικά κόμματα τα οποία  έχουν τις μεγαλύτερες εισροές  νεοσύλλεκτων μελών και ψηφοφόρων που είχαν ποτέ. Από την σκοπιά της άκρας δεξιάς φαίνεται να θεωρείται πλέον καρποφόρα η υιοθέτηση της  σκληρής αντικαπιταλιστικής κριτικής, για την οποία κάποτε υπερηφανεύονταν η αριστερά (6).

Η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία αλλά και η ευρύτερη μεταρρυθμιστική  αριστερά, αντιθέτως  παραμένουν βαθιά διχασμένες  και  ποτέ άλλοτε δεν είχαν τόσο μεγάλη αβεβαιότητα όσον αφορά στην κριτική τους απέναντι στον  καπιταλισμό και τους μακροπρόθεσμους στόχους  τους.

Η ηθική και πνευματική αδυναμία του προοδευτικού χώρου εξηγεί άλλωστε τη μακρόβια επικράτηση του νεοφιλελευθερισμό, ως  σύγχρονης  καθημερινής πολιτικής  θρησκείας, παρ «όλες τις οικονομικές καταστροφές» που επέφερε .

Είναι χαρακτηριστικό, ότι όπου έτυχε να έχουν στα χέρια τους την διακυβέρνηση μιας χώρας στην Ευρώπη κατά την διάρκεια της κρίσης οι σοσιαλιστές και οι σοσιαλδημοκράτες, έπαιξαν τον άχαρο ρόλο του απλού διαχειριστή, που ενεργούσε υπό το στενό έλεγχο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου,  της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.  Είτε στην κυβέρνηση, είτε  στην αντιπολίτευση, η μεγάλη κρίση βρήκε  την  ευρωπαϊκή κεντροαριστερά σε μεγάλη αμηχανία, χωρίς σχέδιο και χωρίς όραμα.

Ως εκ τούτου, επικράτησαν κουτσά-στραβά οι αυτοσχεδιασμοί και οι πρόχειροι ελιγμοί  απέναντι στην πανικόβλητη επέλαση των χρηματιστικών παραγόντων της αγοράς, απέναντι στην αυξανόμενη οργή των ψηφοφόρων και τον εντεινόμενο φόβο για το μέλλον.  Επόμενο ήταν η κεντροαριστερά  να σκοντάφτει από ήττα σε ήττα.

Δεν είναι επομένως καθόλου παράλογο να διαπιστώσουμε, ότι η ανταλλαγή ισχυρών  παραδοσιακών αρχών και αξιών  με ασαφείς  σε επίπεδο οράματος αρχές του κέντρου, υπονομεύει την  ενότητα, τις ουτοπίες και τελικά ακόμη και τις φιλοδοξίες της σοσιαλδημοκρατίας, οδηγώντας  στη βαθύτατη ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική κρίση της. Η διαρκής μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας συνοδευόταν από μία διαδικασία  ιστορικής εξουσιαστικής δυναμικής, παράγοντας μόνο εν μέρει μεγάλους και εκτεταμένους κλυδωνισμούς. Ενδεικτική ως προς την παραπάνω άποψη είναι η ιστορική πορεία του ΠΑΣΟΚ.

Το άλλοτε κραταιό κόμμα της κεντροαριστεράς  πέρασε διάφορες φάσεις μετάλλαξης: από το απελευθερωτικό, ριζοσπαστικό κίνημα της 3ης  Σεπτέμβρη κατά την δεκαετία του 70, στο ρεαλιστικό, κυβερνητικό κόμμα της δεκαετίας του 80 και στη συνέχεια στο εκσυγχρονιστικό  και καθεστωτικό κυβερνητικό κόμμα της περιόδου Σημίτη.

Στη συνέχεια  επί αρχηγίας Γ. Παπανδρέου το κόμμα απέκτησε δύο διαδοχικές και φαινομενικά αντίθετες φυσιογνωμίες: από το μετωπικό σχήμα τύπου Δημοκρατικού κόμματος των ΗΠΑ (8)  τουλάχιστον σε επίπεδο γενικών διακηρύξεων και ιδεολογικών αναφορών, σε ένα κόμμα το οποίο αναζήτησε  την επιστροφή στις ρίζες του χωρίς να χάσει την επαφή με την σύγχρονη πραγματικότητα. Τελικά η πορεία αυτή  κατέληξε σε ένα κόμμα του καθεστωτικού  κυβερνητισμού, το οποίο θέσπισε στην Ελλάδα το μνημόνιο, θέτοντας τον εαυτό του σε σοβαρά υπαρξιακά διλήμματα.

  • Το ζήτημα της νομιμοποίησης
Εν μέσω της μετάλλαξης, επιχειρούν τα σοσιαλιστικά κόμματα  συνήθως την  επανασύνδεση με το εκλογικό και κοινωνικό σώμα, πράγμα που ως στρατηγική ιστορικά απέδωσε, διότι εκφράζει απέναντι στον λαό μία ιδιότυπη μορφή ανταπόκρισης σε προσδοκίες, είτε πρόκειται για ένα είδος παραδοχής λαθών και σφαλμάτων, ενός κατά τα άλλα ανεπαρκώς αξιολογημένου κυβερνητικού παρελθόντος, είτε για μια θετική πρόταση εξουσίας. Τι γίνεται όμως με την εποχή μετά το μνημόνιο; Θα μπορέσει το ΠΑΣΟΚ να την υπερβεί μέσα από κάποια μετάλλαξη; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να ανατρέξουμε σε ένα μεγάλο ζήτημα της πολιτικής επιστήμης που δεν είναι άλλο από αυτό της νομιμοποίησης.

Οι μεταλλάξεις των πολιτικών κομμάτων εξάλλου συνδέονται με το ζήτημα της νομιμοποίησης όπως πολύ εύστοχα είχε επισημάνει ένας από τους προπάτορες της πολιτικής επιστήμης, ο Gaetano Mosca. Κατά τον Mosca  τα κόμματα εξουσίας αναζητούν συνεχώς έναν πολιτικό κανόνα, μία πολιτική φόρμουλα, δηλαδή μία κοινωνική ιδεολογία, η οποία  θα εκφράζει μεν τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, θα ανταποκρίνεται όμως ταυτόχρονα στα συναισθήματα και προσλήψεις των κυριαρχούμενων.       
                                                                                 
Δεδομένου ότι η γυμνή  βία δεν αποτελεί πλέον στις σύγχρονες κοινωνίες από μόνη της επαρκές μέσον κυριαρχίας, εργαλειοποιούνται  ηθικές παράμετροι υπό μορφή πολιτικών κανόνων, για την απόσπαση της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης. Κατά το διάβα των αιώνων χρησιμοποιήθηκαν οι μύθοι περί θεϊκής καταγωγής του κυρίαρχου, περί ανωτερότητας της φυλής, περί ιστορικής αναγκαιότητας κλπ.

Από την σκοπιά σύγχρονων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων χρησιμοποιούνται συνήθως φόρμουλες και έννοιες που εκφράζουν το κοινό ή συλλογικό καλό. Έννοιες όπως  διαφάνεια, χρηστή διαχείριση, εξορθολογισμός, εξυγίανση   ανταγωνιστικότητα, αλληλεγγύη, δίκαιη κοινωνία , συλλογικά αγαθά, εξυπηρετούν την προσπάθεια επανατοποθέτησης της κεντροαριστεράς στο κέντρο του πολιτικού φάσματος, διότι αφενός προσελκύουν ένα ευρύ κοινό μη προνομιούχων, αφετέρου όμως δεν απωθούν ψηφοφόρους της κεντροδεξιάς.

Αναπτύσσονται  κατηγορίες μίας ηθικής κοντά στον πολίτη, συλλογικά προσανατολισμένης, κάτι που σχετίζεται με την αύξουσα θεσμική απορρύθμιση και εντεινόμενη εξατομίκευση των σημερινών κοινωνιών.  
                                          
Απόρροια των εξελίξεων αυτών είναι ένα εντεινόμενο αλλά ρευστό  μαζικό αίτημα για περισσότερη κοινότητα  και συλλογικότητα, το οποίο προσπαθεί η νέα σοσιαλδημοκρατία να εκφράσει. Εν προκειμένω το πρόβλημα δεν τοποθετείται τόσο στη στρατηγική χρήση των εννοιών, όσο στην μεγάλη ρευστότητα και ασάφεια που τις διακρίνει, πράγμα που τις καθιστά ευάλωτες σε μία καθαρά εργαλειακή χρήση.


Αυτό σημαίνει όμως, ότι η προγραμματική τους εφαρμογή μπορεί να επενδυθεί με οποιοδήποτε περιεχόμενο αναλόγως των συγκεκριμένων συγκυριακών αναγκών. Μπορεί να λάβουν εκκλησιαστικό, σοσιαλιστικό, φιλελεύθερο, εθνικιστικό, ρεπουμπλικανικό περιεχόμενο, χωρίς να χάσουν την ρευστότητα και σχετικότητά τους ως έννοιες.

Τελικά όμως η αξιακή υπερφόρτιση και η ασάφεια εννοιών δεν εξυπηρετεί τίποτα άλλο, από έναν πολιτικό κανόνα ακραίας λαϊκίστικης εργαλειοποίησης.   
                  
Καμία αναφορά στην δίκαιη κοινωνία ή στα συλλογικά αγαθά δεν είναι αξιόπιστη, εάν δεν θίγει τις θεμελιακές αντιθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος και κυρίως αυτήν μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Δίκαιη κοινωνία τελικά περνάει μέσα από συγκεκριμένα και σκληρά μέτρα αναδιανομής, κάτι που σημαίνει ότι έστω κάποιοι  προνομιούχοι θα θιγούν. Εάν το ΠΑΣΟΚ δεν απαντήσει σε αυτό το πυρηνικό ερώτημα, δύσκολα θα επανακτήσει τη νομιμοποίησή του.

  • Η ανάγκη μια νέας αφήγησης
Χωρίς μια νέα μεγάλη αφήγηση περί «καλού βίου» και περί «καλύτερου μέλλοντος»  πέραν του καπιταλισμού όπως λειτουργεί σήμερα, είναι αδύνατον να σπάσει η μακρά ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης αφήγησης. Ο Tony Judt, ο μεγάλος αυτός αγγλοσάξονας  ιστορικός που απεβίωσε το  2010, είχε  ζητήσει   από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, να ηγηθεί ενός κινήματος μεταρρύθμισης του καπιταλισμού.                
                                                                                          
Κατά την άποψή του το μέλλον ανήκει στην «σοσιαλδημοκρατία του φόβου» (9) .Η κληρονομιά του Tony Judt είναι μια αφήγηση υπέρ ενός  ευρωπαϊκού κράτους πρόνοιας, ως πυρήνα του σοσιαλδημοκρατικού εγχειρήματος.  Εν προκειμένω βέβαια δεν υφίσταται πλέον εκείνος  ο ιστορικός συμβιβασμός, που θα επέτρεπε τη δημιουργία και την ανάπτυξη ενός τέτοιου  κράτους πρόνοιας στη Δυτική Ευρώπη. Ομοίως έχουν συρρικνωθεί εκείνα τα στοιχεία που κάποτε συνέθεταν  τον λεγόμενο   «οργανωμένο καπιταλισμό» ή «καπιταλισμό του Ρήνου», ο οποίος  επί μακρόν αποτέλεσε το κρυφό ιδανικό της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Στον σημερινό  απελευθερωμένο,  αποδιοργανωμένο και απορυθμισμένο  καπιταλισμό, οι ελίτ της εξουσίας αγνοούν όλους τους συμβιβασμούς. Ο φόβος των κατώτερων τάξεων μπροστά στην ολοκληρωτική κοινωνική κατολίσθηση και σε ένα χειρότερο μέλλον, επιτρέπει στις ελίτ να μεταφέρουν πάνω τους το κόστος της οικονομικής καταστροφής, που οδήγησε στην  τέταρτη Μεγάλη Ύφεση στην ιστορία του καπιταλισμού.          

Τον φόβο αυτό και το φόβο μπροστά στους επόμενους σοσιαλδημοκρατικούς συμβιβασμούς, που καταλήγουν σε  «σοσιαλιστικά πειράματα λιτότητας» όπως διαφάνηκαν στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία της κρίσης,  αλλά και προγενέστερα στη Γερμανία επί Schröder ή στην Αγγλία επί Blair,   έχει    να αντιμετωπίσει η  ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία σήμερα.                                      
Οι απαντήσεις που θα δοθούν πρέπει ασφαλώς να διαψεύδουν την ρήση των νεοφιλελεύθερων « There Is No Alternative».            
                          
Απέναντι σε αυτήν τη ρήση μπορεί να προταχθεί μια ριζοσπαστική θεώρηση σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, όπως την ανέπτυξε ο Tony Judt,  που δεν πιστεύει σε κοινότυπες συνταγές και συγχρονισμένες πλανητικές  λύσεις  όλων των προβλημάτων στην παγκόσμια κλίμακα. Ο Judt επαινεί το κράτος πρόνοιας – και σκέφτεται  το Ηνωμένο Βασίλειο και την ηπειρωτική Ευρώπη.              
                 
Η παλιά Ευρώπη της σοσιαλδημοκρατίας και  όχι οι ΗΠΑ, είναι το μοντέλο του μέλλοντος κατά την άποψη του. Στις ΗΠΑ, δεν υπάρχει ως γνωστό  παράδοση σοσιαλδημοκρατίας, ενώ  στη Βρετανία αποδιαρθρώθηκε  από τον Βlair με επιτυχία.

Ο Judt καλεί την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία να ανακαλέσει στην μνήμη της τις ισχυρές πλευρές της.  Αυτές οι ισχυρές πλευρές έγκεινται στο μετασχηματισμό  του καπιταλισμού, στον  οποίο η σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη  διαδραμάτισε  ηγετικό ρόλο. Ένας μετασχηματισμός που συνδέθηκε με την εδραίωση του κράτους πρόνοιας, το παρεμβατικό κράτος, τον εκτεταμένο τομέα  δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, την  εξημέρωση και ρύθμιση του καπιταλισμού. Όλα αυτά αποτελούν αναθέματα ενάντια στο νεοφιλελεύθερο πνεύμα των καιρών και μπορούν να αποτελέσουν σκαλοπάτια μια νέας αντίληψης. Η νέα αντίληψη αυτή θα στηριχθεί στην παράδοση της δημοκρατικής αριστεράς, η οποία  άσκησε δριμεία κριτική στον  λενινιστικό δρόμο προς το σοσιαλισμό.     
                                               
Αυτό όμως δεν σημαίνει, ότι άνευ μεγάλου δισταγμού η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία πρέπει να εγκαταλείψει  την πλούσια ανατρεπτική  κληρονομιά της, συμπεριλαμβανομένης της παράδοσης του ριζοσπαστικού ρεφορμισμού (ή της επαναστατικής Realpolitik). Με άλλα λόγια δεν πρέπει να εγκαταλείψει  τον κριτικό αναστοχασμό απέναντι στον καπιταλισμό, όπως εκφράστηκε από τους Μάρξ, Κάουτσκυ, Μπερνστάιν, Ζωρές, Κέυνς κοκ.                                          
Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η σοσιαλδημοκρατία έμεινε χωρίς γλώσσα, χωρίς  ιδέες χωρίς εννοιολογικό οπλοστάσιο και  χωρίς  σύμβολα, προκειμένου να αντισταθεί στον κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο λόγο και να προδιαγράψει ένα μέλλον πέραν του καπιταλισμού.

  • Μερικές αλήθειες που κρύβονται

Απέναντι στην αποτυχημένη ουτοπία ενός καθαρού, ανεξέλεγκτου καπιταλισμού, και μιας ριζοσπαστικής οικονομίας της αγοράς, αξίζει τον κόπο να  ξαναθυμηθεί η σοσιαλδημοκρατία  μερικές αλήθειες, που πολλές φορές κρύβονται με επιτυχία. Σε κάθε περίπτωση ισχύει η αρχή  της «οικονομικής αξίας της κοινωνικής πολιτικής»,    -το κράτος πρόνοιας-, με το οποίο ο καπιταλισμός και η  αστική κοινωνία λειτουργούν πολύ καλύτερα παρά χωρίς αυτό.
                                                 
Ασφαλώς το κράτος πρόνοιας όπως τον ξέραμε, δεν αποτέλεσε απαραίτητα  μια μεγάλη μηχανή για τη εξάλειψη  των κοινωνικών ανισοτήτων και την προώθηση του  κοινού  καλού. Όποιος υπερασπίζεται  το κράτος πρόνοιας και τον δημόσιο τομέα, πρέπει  να διεκδικεί  αποτελεσματικά την οριζόντια και κάθετη μεταρρύθμισή του. Όποιος θέλει αυτήν τη μεταρρύθμιση χρειάζεται ευρείες  συμμαχίες, τη στήριξη της παραδοσιακής εργατικής τάξης, των μισθωτών  των  επισφαλών κοινωνικών στρωμάτων, των αγροτών και των  μεσαίων τάξεων.
           
Ο φορέας που θα επιχειρήσει μια τέτοια τομή δεν μπορεί επομένως να αρκεστεί  ταπεινά  με το ρόλο του δικηγόρου του κράτους πρόνοιας, των κοινωνικών μεταβιβάσεων και των εξαρτημένων από τις δημόσιες υπηρεσίες. Απαιτείται  ένα σοβαρό και ευρύτερο πρόγραμμα μετασχηματισμού του κράτους με  επαρκές βάθος και χωρίς συνθήματα. Ένα πρόγραμμα που θα θέτει τέλος  στην αβάσταχτη ελαφρότητα της πολιτικής των πραγματολογικών αναγκών.
                         
Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων,  συνέπεια της δεισιδαιμονικής  πίστης στο αλάθητο των «αγορών», έχει κάνει μόνο ζημιές και επέφερε καταστροφές όχι μόνο στους σιδηρόδρομους της Μ. Βρετανίας, που περιγράφει ο  Tony Judt.


Η απάντηση στην καταστροφική  πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων  δε μπορεί ωστόσο να είναι οι κρατικοποιήσεις, αλλά  προηγμένες, δημοκρατικές, ή τουλάχιστον βιώσιμες δημοκρατικές μορφές της δημόσιας οικονομίας, που περιλαμβάνουν το κράτος, όχι όμως και τη διεύθυνσή του από αυτό. Χωρίς την επαρκή και ευέλικτη παροχή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον καθένα ανεξάρτητα  από την αγοραστική του δύναμη, ή την θέση του την αγορά, δεν νοείται   ισότητα και ελευθερία των πολιτών  σε καπιταλιστικές οικονομίες.

Αν ο δημόσιος χώρος, η δημόσια σφαίρα ως θεμέλιο της δημοκρατίας και ως λογικός αντίποδας  στην ιδιωτικής σφαίρας δεν αποκτήσει υλική βάση, αναπόφευκτα θα εκφυλιστεί σε ρητορικό σχήμα. Αυτό σημαίνει την δημιουργία  μιας δημόσιας δημοκρατικής οικονομίας, που παράγει, διανέμει και χρησιμοποιεί  δημόσια και κοινά αγαθά, και μάλιστα από και σε όλους τους πολίτες της κοινωνίας. Σε αυτόν το τομέα ασφαλώς θα έχει σοβαρή εμπλοκή και ο ιδιωτικός τομέας.


Ο Μαυροζαχαράκης Εμμανουήλ είναι πολιτικός επιστήμονας-κοινωνιολόγος



[1] Schwartz, Antoine / Schwartz, Gregory: Η μόνιμη κλίση της αριστεράς προς το κέντρο. (http://www.monde-diplomatique. gr /spip.php? article 34)
(2) Gottlieb, Annie (1987). Do You Believe in Magic?: Bringing thev 60s Back Home. Simon & Schuster, p. 154
(3) Chantal Mouffe: The radical Centre. A politics without Adversary. Soundings issue 9 summer 1998, pp.11-23
(4) Kostas A. Lavdas: Normative Evolution in Europe: Small States and Republican Peace LSE ‘Europe in Question’ Discussion Paper Series LEQS Paper No. 17/2010/ January 2010, London School of Economics
(5) Thomas Meyer: The Third way – some crossroads. FRIEDRICH                 EBERT FOUNDATION SOUTH AFRICA OFFICE. WORKING DOCUMENTS Nr. 3
(6) Colin Crouch, The Strange Non- Death of Neoliberaliam, Cambridge – Malden 2011
(7) Karl Polanyi, The Great Transformation, Wien –Berlin 1978.
(8)  Αλεξάνδρου , Νίκος  : Δημοκρατικοί εναντίον Ρεπουμπλικάνων, λοιπόν!


(9)  Tony Judt,  Ill faree the Land.  2010