Του Μανόλη Μανιούδη*
Η αβεβαιότητα που προκαλεί η πανδημία του COVID-19 μοιάζει να μετακινεί τις σταθερές πλάκες του συστήματος της αγοράς οι οποίες και διαμορφώθηκαν μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970. Μια από τις σταθερές αυτές είναι η διεθνοποίηση της παραγωγής και η απελευθέρωση των αγορών προϊόντων, παραγωγικών συντελεστών και χρηματοοικονομικών στοιχείων.
Αναμφίβολα, η απελευθέρωση αυτή
προωθήθηκε μέσω της περιφερειοποίησης και έδωσε ώθηση στη λεγόμενη ‘παγκοσμιοποίηση’.
Όμως αυτή η παγκοσμιοποίηση δίνει τη θέση της στην οικονομία της
από-παγκοσμιοποίησης και τη σταδιακή επιστροφή προς το παρελθόν, δηλαδή έναν
προστατευτισμό ο οποίος, λόγω και των τριγμών που υφίσταται η
αντιπροσωπευτική δημοκρατία, μετατρέπεται, τουλάχιστον ρητορικά, σε έναν
ιδιότυπο οικονομικό εθνικισμό.
Αδιαμφισβήτητα η αναζωπύρωση του προστατευτισμού δεν προήλθε από την πανδημία. Τα μηνύματα είναι ηχηρά ήδη μετά την κρίση του 2008 και την αδυναμία-άρνηση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος να ελέγξει τις ροές των χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Η ρητορική του Trump και η μετατροπή της μερκαντιλιστικής ρητορικής σε επιθετικά δασμολόγια συμβολίζει την αναζωπύρωση αυτή.[1] Το Brexit αποτέλεσε την κορωνίδα αυτής της μεταλλαγής.
Η μεταστροφή από τον αμοιβαία
επωφελή ρόλο του ελευθέρου διεθνούς εμπορίου, όπως αυτός διατυπώθηκε μετά τον
δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στο Bretton
Woods
και αποτυπώθηκε στην δημιουργία της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου
(1947), προς το εθνικό οικονομικό συμφέρον μπορεί να μοιάζει εύπεπτη αλλά δεν
είναι. Η επιστροφή στον προστατευτισμό είναι ένα παίγνιο, αν όχι αρνητικού,
μηδενικού αθροίσματος.
Η οικονομική ιστορία το δείχνει. Μετά την ύφεση του 1873-1896, και την αδυναμία της Μεγάλης Βρετανίας να διατηρήσει τον παγκόσμιο οικονομικό της ρόλο, οι αναδυόμενες μεγάλες οικονομίες (Γερμανία, ΗΠΑ και Ρωσία) ακολούθησαν, πιστές στο δόγματα της Γερμανικής Ιστορικής Σχολής, μια επιθετική δασμολογική πολιτική. Η υιοθέτηση του προστατευτισμού ενείχε σημαντικά αποτελέσματα σε μια σειρά από οικονομίες (βλ. Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση) αλλά μακροχρόνια τα συμπαρομαρτούντα ήταν ανάστροφα. Μείωση της ροής των κεφαλαίων, περιορισμός της παραγωγικότητας,[2] αύξηση των επιτοκίων, αύξηση του πληθωρισμού[3] και μείωση των πραγματικών μισθών.
Το διττό αποτέλεσμα του περιορισμού της παραγωγικότητας και της μείωσης των πραγματικών μισθών δεν είναι όσο άσχετο φαίνεται με την κρίση του 1929 αλλά και τους δυο παγκοσμίους πολέμους του αιώνα των άκρων. Και επειδή, όπως σημειώνει και ο κωμωδιογράφος Πλαύτος, “η αρχή είναι πάντα ευκολότερη από το τέλος» θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι οι χώρες χαμηλής και μεσαίας ανάπτυξης που ευνοήθηκαν σταδιακά από την απελευθέρωση των αγορών θα αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις λόγω της μεταλλαγής αυτής.
Ειδικότερα, τα εργατικά στρώματα θα κληθούν να υποστούν μια διττή μείωση του βιοτικού τους επιπέδου τόσο από την αύξηση των τιμών (δασμοί γαρ!) όσο και από τη μείωση των μισθών λόγω της συρρίκνωσης της απασχόλησης. Το συνολικό αποτύπωμα αυτής της μεταλλαγής είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αλλά δεν είναι μια αδιανόητη προοπτική ή ένα κενό γράμμα.
Η κλιματική αλλαγή, οι προκλήσεις της ψηφιοποίησης, η αναγκαιότητα των συνεργειών και των συνεργασιών μεταξύ των επιχειρήσεων δεν μπορούν να απαντηθούν με μια τυφλή επιστροφή στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας.
Αναμφίβολα ένας βαθμός προστατευτισμού μπορεί να είναι αναγκαίος σε νευραλγικούς τομείς μιας οικονομίας. Για παράδειγμα μια λογική προστασίας της βιομηχανίας φαρμάκων ή της βιομηχανίας υγειονομικού υλικού είναι σημαντική όπως αποδείχθηκε μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Επίσης μια προστασία μιας νηπιακής βιομηχανίας που σχετίζεται με την οικονομία της γνώσης μπορεί να προσφέρει σειρά συγκριτικών πλεονεκτημάτων.
Όμως η εξαίρεση δεν μπορεί να απορρίψει την κανόνα! Η απομείωση της παραγωγικότητας θα συνδυαστεί με την απενεργοποίηση των οικονομιών κλίμακας, τον περιορισμό στη διάχυση της καινοτομίας, την ένταση της κλιματικής απορρύθμισης και την μείωση των εισοδημάτων.
Κλωτσώντας την σκάλα του ελευθέρου εμπορίου οι μεγάλοι θα γίνουν μεγαλύτεροι, όπως αποδείχθηκε και στην περίοδο του μεγάλου lockdown, με τις ανισότητες να διευρύνονται.
Η πρόκληση για την ελληνική οικονομία συνίσταται στη διαμόρφωση
ενός εξωστρεφούς παραγωγικού υποδείγματος το οποίο θα βασίζεται στις συνέργειες
(clusters)
και στις δικτυώσεις (networking)
των επιχειρήσεων, θα εμβαθύνει τον παραγωγικό μετασχηματισμό και θα καταδιώξει
τις χίμαιρες περί της σημασίας των ‘μεγάλων επιχειρήσεων’ που θυμίζουν τους
οικονομολόγους της Σχολής του Σικάγο της δεκαετίας του 1990.
* Μανόλης Μανιούδης, Post-Doc, διδάσκων Πανεπιστήμιο Κρήτης
[1] Βλ. https://www.macmap.org/en/Covid19 για μια λίστα περιορισμών που επέβαλαν διάφορες κυβερνήσεις ως συνέπεια της πανδημίας.
[2] Melitz, M.J. (2003), ‘The impact of
trade on intra-industry reallocations and aggregate industry productivity’,
Econometrica, 71(6), pp. 1695–725.
[3] Batini, N. and Nelson, E. (2005),
‘The UK’s rocky road to stability’, Federal Reserve Bank of St. Louis Working
Paper No. 2005–020A, March