Του Σήφη Φανουράκη
Η πόλη
Ο
αγώνας για μια καινούργια πόλη κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ουτοπία και να
παραμείνει μονάχα μια καθημερινή κουβέντα, αν δεν υπάρξει η πρόταση για μια
σύγχρονη πόλη. Και θα ήταν λάθος να πιστεύουμε ότι αυτή η πρόταση μπορεί να
γεννηθεί στα μυαλά των αρχιτεκτόνων ή των πολεοδόμων, χωρίς να πηγάζει απ' αυτό
που ορίζεται σαν κοινωνικό ερώτημα, που
συνοψίζεται στη θέληση της συμμετοχής του καθένα, σε κάθε επίπεδο της
κοινωνικής ζωής.
Η πόλη
δεν λειτουργεί πια σαν τόπος κοινωνικής δράσης. Τα πολεοδομικά μοντέλα
αδυνατούν να δώσουν λύσεις. Ο άνθρωπος είναι αβέβαιος για τον χώρο που ζει.
Στις
ιστορικές πόλεις, ό,τι απόμεινε από την ιστορία τους και τη συλλογική μνήμη
τους, κατεδαφίζεται καθημερινά, στα πλαίσια μιας γενικότερης κοινωνικής
κατεδάφισης και αλλοιώνεται η εικονογραφία τους και το «πρόσωπό τους».
Η
καθημερινή αρχιτεκτονική πράξη στην πόλη επαναπροσδιορίζει το πρόβλημα της
παλιάς πόλης και αποδείχνει την ανεπάρκεια της σύγχρονης αρχιτεκτονικής να
δώσει λύσεις. Επαναφέρει το πρόβλημα της διατήρησης και αποκατάστασης της
αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς και προπάντων ανακινεί το πρόβλημα της σχέσης
παλιάς και καινούργιας πόλης.
Όταν
μια πόλη προστίθεται πάνω σε μια άλλη, σταδιακά ή σε κάποια χρονική περίοδο,
φέρει μαζί της νέες μορφές και νέες πολιτισμικές πρακτικές. Το γεγονός αυτό
αναγνωρίζεται σαν γεγονός εμπλουτισμού από την άποψη της πολιτισμικής
κληρονομιάς. Έτσι η πόλη σταδιακά διατάσσεται σε στρώματα .
Ωστόσο,
οι «τμηματικές» επεμβάσεις αλληλοσυγκρούονται, έξω από κάθε ρύθμιση. Πρόκειται
για την περίπτωση, όπου η κοινωνική, η αρχαιολογική και η τουριστική πόλη
διεκδικούν τον ίδιο χώρο, όπως για παράδειγμα, στο ιστορικό κέντρο του
Ηρακλείου, των Χανίων, του Ρεθύμνου. Εξάλλου, η κατασκευή έργων μέσα στις
παλιές πόλεις είναι μια σημαντική ευθύνη, και θα μπορούσαν να διατυπωθούν
ορισμένοι απλοί κανόνες - και όχι «κανονισμοί» - αλλά, σαν ένα πλαίσιο μιας
«ηθικής των επεμβάσεων» : ένα Σχέδιο επεμβάσεων.
Το αρχιτεκτονικό απόθεμα
Σύμφωνα
με τον Burckhardt, «…ο
χαραχτήρας ολόκληρων Εθνών πολιτισμών και εποχών, διαφαίνεται μέσα από το
σύνολο των αρχιτεκτονικών έργων τους». Στην καλλίτερη έκφρασή της, η αρχιτεκτονική,
είναι αποτέλεσμα μιας ισορροπημένης και αδιάσπαστης συνύπαρξης των αισθητικών
αξιών και των υλικών απαιτήσεων του ανθρώπου. Όλες δε, οι ενέργειες που αφορούν
την αρχιτεκτονική του παρελθόντος, δηλαδή, η ιστορική αξιολόγηση, η διατήρηση
και η αποκατάσταση θα πρέπει να στοχεύουν : στην διατήρηση αυτής της ισορροπίας των αισθητικών και υλικών αξιών
της.
Το
πρόβλημα βέβαια της διατήρησης και προστασίας της αρχιτεκτονικής και ευρύτερα της
πολιτιστικής κληρονομίας δεν είναι
καινούργιο και έχει άμεση σχέση με την γενικότερη κοινωνική εξέλιξη. Ωστόσο σήμερα,
η αξία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς (μνημεία-ιστορικά κέντρα πόλεων-παραδοσιακοί
οικισμοί) αξιολογείται, ακόμα και σήμερα, με τα κριτήρια της μοναδικότητας, της
ιστορικής συνέχειας και της καλλιτεχνικής διάστασης, χωρίς να υπάρχει
αποστασιοποίηση από την θεώρηση του ρομαντισμού και του ιστορικισμού.
Η
ανάγκη διατήρησης και προστασίας εξάλλου υπαγορεύεται, επί πλέον, από την
αναγκαιότητα αντίστασης στην καθημερινή υποβάθμιση του περιβάλλοντος, η οποία
οφείλεται, στην διόγκωση των αστικών κέντρων και την παράλληλη εγκατάλειψη της
υπαίθρου καθώς και στην κατασκευή έργων
μεγάλης κλίμακας μέσα στον ιστό της παλιάς πόλης αλλά και στην στρεβλή ανάπτυξη του μαζικού τουρισμού. Από την
άλλη βέβαια, τα μνημεία και η
αρχιτεκτονική του παρελθόντος, αποτελούν και μια ιδιαίτερη αξία, σαν
σύστημα ισορροπίας, ποικιλίας και μέτρου της ανθρώπινης νόησης μέσα στο
τεχνολογικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από μονοτονία και έλλειψη αισθητικής
και το σπουδαιότερο, αποτελούν πρότυπο
για ένα μελλοντικό περιβάλλον πιο
ανθρώπινο.
Είναι φανερό
ωστόσο, ότι η αναφορά μόνο στις
πολιτιστικές - καλλιτεχνικές και οικολογικές αξίες της αρχιτεκτονικής
κληρονομιάς στις σημερινές συνθήκες δεν συμβάλει στην κατανόηση του
προβλήματος, εάν δεν ερευνά τα βαθύτερα αίτια της φυσικής καταστροφής και της αλλοίωσης των αξιών της αρχιτεκτονικής του παρελθόντος.
Ούτε θα πρέπει να υποβαθμίζονται οι δυνατότητες των προσπαθειών για τη
διατήρηση και προστασία στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου κοινωνικής
οργάνωσης. Άλλωστε ήδη αυτές οι προσπάθειες έχουν καταφέρει να περιορίσουν τις καταστροφές της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ωστόσο, οι
προσπάθειες αυτές χρειάζεται να αναλυθούν, σε σχέση με την ιδεολογία τους,
διότι μονάχα με μια κριτική ανάλυση
αυτής της ιδεολογίας θα τοποθετηθεί σωστά το πρόβλημα της διατήρησης και αποκατάστασης.
Το
παρελθόν, σύμφωνα με τον Gramsci,θα
πρέπει να αντιμετωπιστεί, σαν τον πιο
υψηλό ιστορισμό και σαν διέξοδο από τον ιδεολογισμό με βάση την φιλοσοφία της
πράξης και την ιστορικοποίηση της πραγματικότητας.
Το
πρόβλημα των αρχιτεκτονικών μνημείων και γενικά των παλαιών πόλεων υπερβαίνει
ακόμα και τα πλαίσια του παραδοσιακού προβλήματος των ιστορικών κέντρων και θα πρέπει να
εξετάζεται στα πλαίσια της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.
Το πρόβλημα επέμβασης στον παλιό ιστό της πόλης αποκάλυψε και τις
ανεπάρκειες της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και διέψευσε τις ελπίδες της μοντέρνας
αρχιτεκτονικής σκέψης, περί ένταξης του καινούργιου στο παλιό. Το πρόβλημα εστιάζεται
στην σχέση που δημιουργείται μετά από κάθε νέα επέμβαση στον ιστό ή σε ένα
μεμονωμένο κτίσμα της παλιάς πόλης και βέβαια κάθε νέα επέμβαση προϋποθέτει,
μια κρίση που να χαρακτηρίζεται από αρχιτεκτονικούς όρους και με μεθοδική
ανάλυση της ίδιας της πόλης. Είναι δε αναγκαία μια αυθεντική και καθορισμένη
σχέση, ανάμεσα στις νέες επεμβάσεις και στην παλιά πόλη .Τέτοια
σχέση βέβαια, θα υπάρξει μονάχα, αν στην αρχιτεκτονική των νέων επεμβάσεων
εμπεριέχονται τα γενικά χαρακτηριστικά της μορφολογίας του ιστού της παλιάς
πόλης.Ωστόσο,
για να γίνει αυτό θα πρέπει να απαντηθούν τα ερωτήματα : Τι χρειάζεται να
διατηρηθεί και να αποκατασταθεί ; Τι
πρέπει να κτιστεί στη θέση του παλιού ;
Είναι
αναγκαία -πιστεύω- η απόρριψη της έννοιας του περιβάλλοντος έτσι όπως την
εννοούσε ο ρομαντισμός όπου, συχνά το περιβάλλον συγχέεται με την γραφικότητα
και με κάποιο τεχνοκρατικό συναισθηματισμό για τα υποβαθμισμένα κομμάτια της
πόλης.
Ουσιαστικά, το πρόβλημα της διατήρησης και της αποκατάστασης μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο στα πλαίσια μιας ευρύτερης πολεοδομικής πολιτικής και θα πρέπει να γίνουν επιλογές γενικότερες, πολιτικής και αρχιτεκτονικής φύσης.
Ουσιαστικά, το πρόβλημα της διατήρησης και της αποκατάστασης μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο στα πλαίσια μιας ευρύτερης πολεοδομικής πολιτικής και θα πρέπει να γίνουν επιλογές γενικότερες, πολιτικής και αρχιτεκτονικής φύσης.
Η
συνολική αντιμετώπιση της παλιάς πόλης προϋποθέτει, την χρήση των κτηρίων του
παρελθόντος, ως μοναδική και συγκεκριμένη δυνατότητα για να σωθεί η ιστορική «περιουσία».
Αυτό βέβαια απαιτεί και έναν διαφορετικό κριτήριο μνημειακού και υφολογικού
χαρακτήρα και με εντελώς διαφορετική θεώρηση της πόλης.
Έτσι, η
αρχιτεκτονική μετριέται με την ιστορία και γίνεται η ίδια ιστορία, και όχι από
αγάπη στον ιστορικισμό ή τον ρομαντισμό
στα διατηρητέα μνημεία, αλλά γιατί, η
αρχιτεκτονική δημιουργείται από μια γενική εμπειρία των πραγμάτων που
περιβάλλουν τον άνθρωπο.
Επιμύθιο
Τα
μνημεία της πόλης δεν είναι παρά ένα τμήμα του αστικού πλέγματος, ενώ η
καταχρηστική «μνημειοποίησή» τους είναι βλαπτική για την ίδια. Όταν δε από την
άλλη και το νέο αρχιτεκτονικό έργο
προκαλεί «ρήξη», βλάπτει την πόλη. Και βέβαια κορυφαία αναμέτρηση με την πόλη
και τα συστατικά της στοιχεία παραμένει το μνημείο που αποτελεί, το έσχατο σημάδι πάνω σε μια πολύπλοκη
πραγματικότητα, και συγκροτεί έναν κώδικα με τον οποίο διαβάζουμε αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί με άλλο τρόπο : η προσωπική ιστορία του αρχιτέκτονα ή
καλλιτέχνη και η συλλογική ιστορία της
κοινωνίας.
Τα αρχιτεκτονικά μνημεία δεν είναι απλώς και μόνο έργα τέχνης. Ανήκουν δικαιωματικά σε ένα χώρο περίπλοκων αξιών και δεν μπορούν να κριθούν με αισθητικά και ιστορικά μόνο κριτήρια.
Τα αρχιτεκτονικά μνημεία δεν είναι απλώς και μόνο έργα τέχνης. Ανήκουν δικαιωματικά σε ένα χώρο περίπλοκων αξιών και δεν μπορούν να κριθούν με αισθητικά και ιστορικά μόνο κριτήρια.
Η «επινόηση»
μνημείων δημιούργησε, κατά καιρούς, «τεχνητές» παραδόσεις όπου ακόμα και κάτι
πλαστό μπορεί να θεωρηθεί μνημείο.
Είναι δύσκολο να αποδεχτούμε μια ιστορική θεώρηση του παλιού, αν δεν μάθουμε να ζούμε στο παρόν και να εκτιμούμε ότι έχει αξία, στο παλιό και στο νέο. Η αξιολόγηση του παλιού έχει νόημα μόνο αν οι πόλεις είναι μοντέρνες. Ο δε αγώνας για μια καινούργια πόλη κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ουτοπία.
Είναι δύσκολο να αποδεχτούμε μια ιστορική θεώρηση του παλιού, αν δεν μάθουμε να ζούμε στο παρόν και να εκτιμούμε ότι έχει αξία, στο παλιό και στο νέο. Η αξιολόγηση του παλιού έχει νόημα μόνο αν οι πόλεις είναι μοντέρνες. Ο δε αγώνας για μια καινούργια πόλη κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ουτοπία.
Όταν όμως η νοσταλγία του παλιού
καταλήγει σε φετιχισμούς για τους παλιούς ωραίους καιρούς τότε, πρυτανεύει η «libido operandi» για το ιστορικό
μνημείο και η ρομαντική αντιμετώπιση της αρχιτεκτονικής παράδοσης. Τότε ακριβώς
είναι, που ελλείπει από τους αρχιτέκτονες η τόλμη να πραγματοποιήσουν
ανανεωτικά «εγχειρήματα», εκεί που είναι αναγκαία.
Για παράδειγμα, η αρχιτεκτονική
φυσιογνωμία των πόλεων Ηρακλείου, Χανίων και Ρεθύμνου, δεν αντιπροσωπεύεται από
τον αναγκαίο διάλογο ανάμεσα στις διαφορετικές ιστορικές τους φάσεις, όπου ο
ένας πολιτισμός εγκαθίσταται στον ίδιο χώρο που υπήρχε ο προγενέστερος. Η μια φάση προστίθεται πάνω σε
μια άλλη και φέρει μαζί της νέες μορφές και νέες πολιτισμικές πρακτικές,
εμπλουτίζοντας την πολιτισμική κληρονομιά.
Όλα αυτά τα πολιτισμικά «ίχνη» -
στρώματα επιβίωσαν στο πέρασμα του χρόνου χωρίς να αλλοιωθούν τα βασικά τους
χαρακτηριστικά που είναι, ο αστικός ιστός και τα μνημεία. Αυτός ακριβώς
ο διάλογος έχει διακοπεί από καιρό. Είναι αναγκαίο να αναλύσουμε, πώς
αυτή η διακοπή καμουφλάρεται με
εφήμερες κατασκευές (τέντες, ταμπέλες και όλο αυτό το κακόγουστο σκηνικό του
πλαστικού πολιτισμού της αγοράς), που συνθέτει μια αρχιτεκτονική του «κωμικού
που δεν κάνει κανένα να γελάει». Αυτός ο πλαστικός πολιτισμός της «αγοραίας»
αρχιτεκτονικής, δυστυχώς έχει και την έγκριση των «ειδικών» υπηρεσιών και των
λειτουργών τους, οι οποίες ενίοτε δεν διαθέτουν τις ειδικές γνώσεις που
απαιτούνται. Ότι απέμεινε όρθιο από τις
διαχρονικές φυσικές καταστροφές και τις κατεδαφίσεις, μετατρέπεται καθημερινά σε τόπο κατανάλωσης αλλά και πεδίο
κατανάλωσης του τόπου. Πολλαπλασιάζονται τα εμπορικά κέντρα, οι μεγάλες
αλυσίδες καταστημάτων και γενικά οι εμπορευματοποιημένες περιοχές, τα
καταστήματα ταχυφαγίας και τα καφέ. Προωθείται ο τρόπος ζωής που καλλιεργεί την
ψευδαίσθηση της εκπλήρωσης των αστικών ονείρων και υπερασπίζεται τις αξίες της
ιδιοκτησίας, εγκαθιδρύoντας
μια συγκεκριμένη κοινωνικοποίηση το καταναλωτισμού.
Η έλλειψη της εμπειρίας του
σύγχρονου ευνοεί τη δημιουργία ιδεολογημάτων για την παράδοση και τον παλιό
τρόπο ζωής. Το σύγχρονο, υποκαθίσταται από μια έντεχνη προσωπίδα θεσμοποίησης μιας εφήμερης
κτιστής ασημαντότητας· μιας ασημαντότητας που καταλήγει σε λαϊκιστική εμποροπανήγυρη των ομοιωμάτων της
καταναλωτικής κοινωνίας, όπου συνυπάρχουν με το κτισμένο περιβάλλον και το ιστορικό
κτιριακό απόθεμα της πόλης σε πλήρη σχεδιαστική αταξία. Κατά συνέπεια, η ιστορία γίνεται
«αφασική» και η κουλτούρα των ομοιωμάτων διαμορφώνει μια απατηλή εικόνα του
κοινού αισθητικού «γούστου». Αυτά τα πλαστικά «σκηνικά
ομοιώματα» (τέντες, πλαστικά, επιγραφές, διαχωριστικές κατασκευές hai -tech )
μπροστά στα κτήρια, ιδιαίτερα στα ιστορικά, ευνοούν μια ριζοσπαστική
«απολιτιστικοποίηση» του ιστορικού χώρου. Η ποιότητα της αστικής ζωής
υποθηκεύεται από το εμπόρευμα και ο καταναλωτισμός, ο τουρισμός και ο
«πολιτισμός», μετατρέπονται σε μείζονες όψεις της αστικής πολιτικής οικονομίας
και του τεχνολογισμού.(φωτο).
Σ΄αυτές τις ιστορικές πόλεις πραγματικά υπάρχει ο κίνδυνος ότι, κάποια στιγμή ο οποιοσδήποτε νομιμοποιείται να κατασκευάσει ότι ακριβώς θέλει.
Από την άλλη, όταν υπάρχει διάρκεια και ιστορική συνέχεια, ο διάλογος με το υπάρχον γίνεται , βασανιστικός, περίπλοκος και εκλεπτυσμένος και δεν πρέπει να εκφράζεται με επεμβάσεις που απλώς «κλείνουν το μάτι» στο παλιό προσπαθώντας να καμουφλάρουμε τις ιστορικές «κενά» με σκηνικές «επινοήσεις» που παράγουν «παραδοσιακά ιδεολογήματα».
Σ΄αυτές τις ιστορικές πόλεις πραγματικά υπάρχει ο κίνδυνος ότι, κάποια στιγμή ο οποιοσδήποτε νομιμοποιείται να κατασκευάσει ότι ακριβώς θέλει.
Από την άλλη, όταν υπάρχει διάρκεια και ιστορική συνέχεια, ο διάλογος με το υπάρχον γίνεται , βασανιστικός, περίπλοκος και εκλεπτυσμένος και δεν πρέπει να εκφράζεται με επεμβάσεις που απλώς «κλείνουν το μάτι» στο παλιό προσπαθώντας να καμουφλάρουμε τις ιστορικές «κενά» με σκηνικές «επινοήσεις» που παράγουν «παραδοσιακά ιδεολογήματα».
Έτσι, η
ιστορία χωρίς την εμπειρία του σύγχρονου , γίνεται «αφασική» ή βρίσκει τη λύση
της σε προσωπικά καπρίτσια.
Ωστόσο, μόνο μέσα από την μελέτη
και την ανάλυση των μνημείων και του πολεοδομικού ιστού της παλιάς πόλης
φωτίζονται οι όποιες νέες επεμβάσεις με
στόχο, την αρμονική ή μη ένταξη της
σύγχρονης αρχιτεκτονικής στην μορφή και τον τύπο της παλιάς πόλης.
Με
τέτοιες θεωρήσεις, η αρχιτεκτονική της πόλης και δια μέσου των συνεχών
μετατροπών, μας προσφέρει πολλά παραδείγματα, όπου οι δρόμοι συνάντησης ανάμεσα
στο παρελθόν και το σήμερα, είναι εξαιρετικά πιο σύνθετοι και ότι οι επεμβάσεις
στις παλιές πόλεις, μπορεί να προσφέρει στην σύγχρονη αρχιτεκτονική ένα πεδίο
έρευνας και επανασχεδιασμού της ίδιας της πόλης.
Ο Σήφης Φανουράκης είναι αρχιτέκτονας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου