ΠΕΡΙ "ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗΣ"


Του Μαυροζαχαράκη Εμμανουήλ 

  • Η τάση δημοκρατικής αποσύνδεσης

Μετά τις εκλογές στην Ολλανδία, στη Γαλλία και την ήττα των ακροδεξιών δυνάμεων του Geert Wilders και της Le Pen αντίστοιχα καθώς επίσης την υποχώρηση των συντηρητικών δυνάμεων του BREXIT στην Μεγάλη Βρετανία, πολλοί αναλυτές βιάστηκαν να διαγνώσουν μία τάση αποδυνάμωσης τω λαϊκιστών της ακροδεξιάς. Το αργότερο ωστόσο μετά τις εκλογές της Γερμανίας με την ραγδαία άνοδο της AfD (Εναλλακτική για την Γερμανία), θα μπορούσε κανείς να εκφράσει την απαισιοδοξία, ότι δυστυχώς ο ακροδεξιός λαϊκισμός δεν αναχαιτίστηκε και δεν έχασε διόλου την μαγεία που ασκεί στα εκλογικά σώματα. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει κανένας λόγος για αισιόδοξες αποτιμήσεις και υπάρχει κάθε λόγος για μία συστηματική αντιπαράθεση με το συγκεκριμένο φαινόμενο.
Γεγονός είναι ότι υπάρχει μία υπολανθάνουσα τάση αυταρχικής διολίσθησης που ενδυναμώνεται διαχρονικά και αφορά τους νέους ανθρώπους στις δυτικές δημοκρατίες. Πρόκειται ακριβώς για εκείνη την ομάδα του πληθυσμού που συνδεόταν κάποτε με τις προοδευτικές αντιλήψεις του διαφωτισμού, τις ιδέες του Μάη του ‘68, τις απόπειρες εκδημοκρατισμού της μεταπολεμικής Ευρώπης. Τώρα πλέον η νέα γενιά αποστασιοποιείται από την διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων και χάνει την εμπιστοσύνη της απέναντι στους δημοκρατικούς θεσμούς, κάτι που φαίνεται σε ποικίλες έρευνες όπως για παράδειγμα  σε πρόσφατη έρευνα για λογαριασμό της European Broadcasting Union (EBU). Στην συγκεκριμένη έρευνα πάνω από 200.000 ερωτηθέντες στην ομάδα στόχου 18-34 ετών συμπλήρωσαν ερωτηματολόγιο online, όσον αφορά την στάση τους σε σημαντικά κοινωνικά ζητήματα. Τα αποτελέσματα είναι τρομακτικά για την δημοκρατία δυτικού τύπου. Συνολικά 82% των ερωτηθέντων δεν έχουν καμία ή ελάχιστη εμπιστοσύνη στην πολιτική, 79% δυσπιστούν απέναντι στα ΜΜΕ και 56 % απέναντι στην δικαιοσύνη.
Αξιόλογα είναι και τα αίτια που παρατίθενται για την δυσπιστία των ανθρώπων απέναντι στην πολιτική. Από την μερίδα εκείνων που δεν διαθέτουν εμπιστοσύνη στην πολιτική το 80% αναφέρει ότι η κοινωνία δεν τους έδωσε δυνατότητα να δείξουν τις ικανότητές τους. Στο σύνολο των ερωτηθέντων η ομάδα αυτή καταλαμβάνει ένα ποσοστό της τάξεως του 63%. Μία μερίδα 71% εκείνων που αμφισβητεί το πολιτικό σύστημα και 63% συνολικά θεωρεί ότι υπάρχουν πάρα πολύ άνθρωποι που λαμβάνουν αδικαιολόγητα βοηθήματα από το κράτος. Ένα ποσοστό 68% εκείνων που δυσπιστούν απέναντι στην πολιτική και 53% στο σύνολο των ερωτηθέντων, δηλώνει ετοιμότητα να συμμετάσχει σε μία εξέγερση κατά της εξουσίας.
Η πιο εύλογη ερμηνεία των παραπάνω αποτελεσμάτων είναι ότι οι νέες γενιές Ευρωπαίων έχουν αποσυνδεθεί, όσον αφορά την εμπιστοσύνη τους, από το πολιτικό σύστημα και δεν επενδύουν πλέον ελπίδες στην κοινωνική διάσταση της πολιτικής, με την έννοια της έμπρακτης διανομής δικαιωμάτων και ευκαιριών για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των υποκειμένων. 
Εδώ η ίδια η έννοια της ελευθερίας στην ουσιαστική της πτυχή αποστερείται της απαιτούμενης εμπιστοσύνης. Με αυτή την έννοια αμφισβητείται ή ίδια η υπόσταση της αστικής κοινωνίας με την υπόσχεση ατομικής ευτυχίας που εν δυνάμει και ανέκαθεν συνέθετε την δομική της λειτουργικότητα. 
Την ίδια στιγμή αυξάνεται και η δυσπιστία απέναντι στις δομές του κράτους υπό την έννοια ότι η πλειοψηφία των νέων Ευρωπαίων αισθάνεται προδομένη από τις άλλες γενιές αλλά και από το σύστημα. Όσον αφορά κάποια ενδεικτικά παραδείγματα χωρών είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στην ευημερούσα Γερμανία στην οποία η δυσπιστία των νέων απέναντι στο σύστημα δεν είναι τόσο δραματική, πολλοί κάνουν λόγω για διχασμένη χώρα υπό την έννοια ισχυρών διακρίσεων της νέας γενιάς σε πολλαπλά επίπεδα. 
Όπως έδειξε πρόσφατη μελέτη του δημοσιογράφου Alexander Hakelüken (2017) οι Γερμανοί κάτω των 50 ετών έχουν μικρότερα εισοδήματα σε σχέση με προηγούμενες γενιές ενώ η χώρα ταυτόχρονα υποφέρει από μία συνεχώς εντεινόμενη εκπαιδευτική αδικία. Την ίδια στιγμή αυξάνεται δραματικά το ρίσκο της φτώχειας για τις νέες γενιές διότι οι νέοι άνθρωποι δεν έχουν πλέον την δυνατότητα που είχαν οι προηγούμενες γενιές να ενταχτούν σε μία κανονική σχέση εργασίας. Αυτή η κανονική σχέση εργασίας, δηλαδή μία μόνιμη πρόσληψη με όρους συλλογικών συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένης απεριόριστης κοινωνικής ασφάλισης κάποτε ήταν ο κανόνας ενώ σήμερα είναι η εξαίρεση. Όποιος ζει σήμερα μόνος του και είναι κάτω των 35 ετών κινδυνεύει εξίσου να πέσει κάτω από το όριο της φτώχειας όπως μία μοναχή μητέρα με παιδιά.
Κοινωνική εκρηκτική ύλη υπάρχει επομένως άφθονη και στην γερμανική κοινωνία. Σε όλες σχεδόν τις έρευες διαφαίνεται μία εντατικοποίηση της εκπαιδευτικής αδικίας. Τα κοινωνικά στρώματα εκείνα που είναι απομακρυσμένα από τη δυνατότητα μίας υψηλόβαθμης εκπαίδευσης δεν έχουν δυνατότητα να κατοχυρώσουν ένα επαρκές όριο ασφαλούς διαβίωσης. Αμιγώς επιστημονικές έρευνες όπως έδειξαν οι πολιτικοί επιστήμονες Roberto Stefan Foa και Yasha Mounk (2017) έχουν όμοια αποτελέσματα. Οι δύο ερευνητές εξέτασαν τα αποτελέσματα των ερευνών γύρω από τις πολιτικές αξίες σε όλο τον κόσμο (World Values Survey) και διαπίστωσαν ότι για τους νέους ανθρώπους όλο και λιγότερο είναι καθοριστικό να ζούνε σε μία Δημοκρατία. 
Στην Μεγάλη Βρετανία για παράδειγμα το ποσοστό εκείνων που τάσσονται οπωσδήποτε υπέρ της δημοκρατίας είναι διπλάσιο σε εκείνες στις γενιές του 1930 σε σχέση με τις γενιές του 1980. Ομοίως δραματικά είναι τα αποτελέσματα για την Ολλανδία και τις ΗΠΑ. Οι δύο ερευνητές διαπιστώνουν μία διαδικασία αποσταθεροποίησης της δημοκρατίας την οποία ορίζουν ως «δημοκρατική αποσύνδεση», που σημαίνει ότι τα λαϊκά θεμέλια των ώριμων δημοκρατιών διαβρώνονται. Αυτό σημαίνει ότι οι νέες γενιές ξυπνάνε καθημερινά με την αίσθηση ότι η δημοκρατία δεν έχει να τους προσφέρει παρά μόνο ανυπόστατες ελπίδες.
Αναλυτικότερα οι Mounk / Foa ανάπτυξαν ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης με τρεις παράγοντες. Πρώτον, αναρωτιούνται πόσο σημαντικό θεωρούν οι πολίτες η χώρα τους να παραμείνει δημοκρατική. Δεύτερον, οι ερευνητές αναζητούν πόσο ανοιχτοί είναι οι πολίτες για μη δημοκρατικές μορφές διακυβέρνησης όπως ένα στρατιωτικό καθεστώς. Τέλος, οι ερευνητές παρατηρούν, κατά πόσο κερδίζουν έδαφος αντισυστημικά κόμματα και λαϊκιστικά κινήματα.
Τα ευρήματα των ερευνητών και στα τρία προαναφερθέντα πεδία δείχνουν μια αποδυνάμωση της Δημοκρατίας. Την ευθύνη για αυτό φέρουν κυρίως οι νέες γενιές. Στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες οι ηλικιωμένοι είναι ακόμα ένθερμοι υποστηρικτές των αρχών της Δημοκρατίας. Όσοι γεννήθηκαν πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο θεωρούν κατά 72% ότι είναι σημαντικό να ζούνε σε μία δημοκρατία ενώ την ίδια άποψη έχουν μόλις 30% όσων γεννήθηκαν μετά το 1980. Αντιστρόφως ανάλογα αυξάνονται ιδιαίτερα μεταξύ των νέων οι επικριτές της δημοκρατίας. Σε αντίθεση με το αναμενόμενο, η συμμετοχή των νέων πολιτών σε δημοκρατικές διαδικασίες μειώνεται συνεχώς. Μεταξύ των νέων υπάρχουν λιγότερα κομματικά μέλη σε σχέση με τους πιο ηλικιωμένους ενώ απέχουν περισσότερο από τις εκλογές και από τις διαδηλώσεις. Συν τοις άλλοις, όλο και περισσότεροι ερωτηθέντες θεωρούν ένα στρατιωτικό καθεστώς «καλό» ή «πολύ καλό». Το 1995 μόλις 6% απαντούσε θετικά στο ενδεχόμενο ενός στρατιωτικού καθεστώτος στις ΗΠΑ. Σήμερα το ποσοστό έχει φτάσει στο17%. Ένα στρατιωτικό καθεστώς ή ένας «ισχυρός άνδρας» ως ηγέτης αποκτούν όλο και μεγαλύτερη δημοτικότητα σύμφωνα με τους ερευνητές στη Γερμανία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Σε απόκλιση επίσης με τις δημοκρατικές αρχές και αξίες, ορισμένες χώρες αποκτούν όλο και περισσότερο μία αυταρχική μορφή διακυβέρνησης. Ο Donlad Trump για παράδειγμα εξελέγη Πρόεδρος των ΗΠΑ το Νοέμβριο με ένα μήνυμα που απευθύνεται συγκεκριμένα κατά της επικρατούσας τάξης πραγμάτων. Στη Γαλλία και τη Σουηδία, οι δεξιοί λαϊκιστές κερδίζουν πολιτικό έδαφος. Στην Πολωνία και την Ουγγαρία, οι πολιτικοί ηγέτες έχουν αρχίσει να διαλύουν τις δημοκρατικές ελευθερίες.

  • Το ζήτημα της δημοκρατικής ανταπόκρισης

Όλα τα παραπάνω σηματοδοτούν πολύ πιθανόν ότι η έκρηξη ακροδεξιών εξτρεμιστικών ομάδων και τάσεων κάθε τύπου όπως παρουσιάζονται σήμερα στις δυτικές δημοκρατίες να μην αποτελούν μόνο στιγμιότυπα της περιόδου 2010-2017 αλλά να απασχολήσουν έντονα και τις επόμενες γενιές. Ως εκ τούτου ο αγώνας για κοινωνική δικαιοσύνη και τη μείωση των ανισοτήτων ενδέχεται να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο για την επανασύνδεση του λαού με την δημοκρατία. Ειδικότερα τα δημοκρατικά πολιτικά σχήματα θα πρέπει να επιδοθούν σε έναν αγώνα δρόμου για να προσφέρουν εκ νέου την πεποίθηση στις νέες γενιές ότι η ύπαρξή τους μετράει και παίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνία. Εάν τα δημοκρατικά και προοδευτικά πολιτικά σχήματα αποτύχουν ως προς αυτό τότε το λαϊκιστικό κύμα που ζούμε σήμερα σε όλο τον κόσμο αποτελεί προάγγελο χειρότερων δεινών. Ακριβώς στο σημείο αυτό απαιτείται η πολιτική ανταπόκριση των κυρίαρχων δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων.
Παραμένει άλλωστε αναμφισβήτητο το γεγονός ότι σε μια δημοκρατική κοινωνία η κυρίαρχη αποστολή των πολιτικών κομμάτων είναι να επιλαμβάνονται των έννομων συμφερόντων των πολιτών. Η έννοια επομένως της ανταπόκρισης (Responsivity) και οι μορφές εφαρμογής της θα παίξει καθοριστική σημασία για την μελλοντική νομιμοποίηση της πολιτικής. Η πρόκληση για τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα απέναντι στον λαϊκισμό δεν έχει να κάνει μόνο με την αναγνώριση των διαθέσεων του εκλογικού σώματος και των κοινωνικών προσδοκιών αλλά πολύ περισσότερο με μία σταθμισμένη πολιτική ηγεσία που είναι ανοικτή στην ακρόαση του κοινωνικού συνόλου, ενώ παράλληλα παραμένει συνετή και επενδυμένη με ικανότητες πολιτικής καθοδήγησης. Πολιτική ηγεσία δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση να ακολουθούν τα δημοκρατικά κόμματα τις τελευταίες εξελίξεις ούτε να προσαρμόζονται στις τάσεις τους λαϊκισμού ή της οποιαδήποτε άλλης πολιτικής μόδας.


  • Η αναγκαιότητα δημοκρατικής πόλωσης

Όπως σημειώνει εύστοχα ο Jürgen Habermas (2016) η εσωτερική πολιτική αντιμετώπιση του λαϊκισμού εκ μέρους των καθιερωμένων πολιτικών δυνάμεων υπήρξε από την αφετηρία της εσφαλμένη και κινήθηκε μεταξύ κολακείας και αντιπαράθεσης. Εντούτοις όμως, οι τρόποι αντίδρασης αυτοί, κατά τον στοχαστή, είναι εσφαλμένοι διότι ενδυναμώνουν τον αντίπαλο δηλαδή τον λαϊκισμό στρέφοντας το ενδιαφέρον και την προσοχή πάνω του. «Το λάθος των καθιερωμένων πολιτικών κομμάτων είναι ότι αναγνωρίζουν το μέτωπο που ορίζει ο δεξιός λαϊκισμός: εμείς ενάντια στο σύστημα. Το έδαφος κάτω από τα πόδια του δεξιού λαϊκισμού μπορεί να χαθεί μόνο μέσα από την απόρριψη της θεματικής του. Θα έπρεπε εκ νέου να καταστούν σαφείς οι πολιτικές αντιθέσεις, καθώς επίσης και η διαφορά ανάμεσα στον αριστερό κοσμοπολιτισμό και στην εθνικιστική δυσοσμία της δεξιάς κριτικής στην παγκοσμιοποίηση» (Habermas; 2016).

O Habermas προτείνει ως στρατηγική αντιμετώπισης του λαϊκισμού αυτό που ορίζει ως «αποθεματοποίηση» η οποία επιτυγχάνεται μέσω της στροφής σε μία άλλη θεματική δηλαδή στο κυρίαρχο ζήτημα που απασχολεί σήμερα τις δυτικές κοινωνίες. Το κρίσιμο ερώτημα για τον Habermas (2016) είναι «πώς να ανακτήσουμε εμείς πάλι την δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης ενάντια στις καταστροφικές δυνάμεις της αχαλίνωτης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης;». Το ερώτημα αυτό οδηγεί απαρέγκλιτα σε μια δημοκρατική πόλωση η οποία συνίσταται στον επαναπροσδιορισμό της κρίσης από την πλευρά των δημοκρατικών δυνάμεων αντί να αφήνεται ελεύθερο πεδίο ορισμού της υφιστάμενης κατάστασης στις αυταρχικές και λαϊκιστικές δυνάμεις. Στο πλαίσιο αυτό θα απαιτηθεί η οξεία αντιπαράθεση μεταξύ των καθιερωμένων πολιτικών κομμάτων γύρω από το ερώτημα εάν θα προβούν σε μία προσπάθεια πολιτικής διαμόρφωσης του παγκοσμιοποιημένου κόσμου ή αν θα ακολουθήσουν τις νεοφιλελεύθερες επιταγές της συγκράτησης του κράτους. Εν κατακλείδι για τον Habermas (2016) «Δημοκρατία και οικονομία της αγοράς διαμορφώνουν τη δυναμική του κοινωνικού εκσυγχρονισμού, αλλά κάνουν αναφορά σε αξιώματα λειτουργικά που τείνουν να βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση. Η επίτευξη μιας ισορροπημένης συμμετοχής του λαού στις οικονομίες με υψηλό δείκτη ανάπτυξης έγινε εφικτή μόνο χάρη στην ύπαρξη ενός δημοκρατικού κράτους. 

Σήμερα, οι εθνικιστικές αντιδράσεις ενισχύονται στα κοινωνικά στρώματα που δεν επωφελούνται από την κοινωνική ευμάρεια ή επωφελούνται ελάχιστα». Στο σημείο αυτό ο Habermas (2016) ασκεί σφοδρή κριτική στις δημοκρατικές και αριστερές δυνάμεις διότι παρέδωσαν τα θέματα που καθόριζαν την υπόστασή τους στον λαϊκισμό της δεξιάς και αρνήθηκαν να ηγηθούν της αποφασιστικής πάλης ενάντια στην κοινωνική ανισότητα. 

Η αναγκαιότητα δημοκρατικής πόλωσης όπως την θέτει ο Habermas διανοίγει ασφαλώς έναν σημαντικό δίαυλο διαλόγου γύρω από την στρατηγική αντιμετώπισης του επεκτατισμού των αυταρχικών λαϊκιστικών τάσεων. Οι προϋποθέσεις για μία παραγωγική διαδικασία δημοκρατικής πόλωσης πράγματι δεν είναι και τόσο άσχημες. Η νέα γενιά παρά την δυσπιστία της απέναντι στην πολιτική και στους θεσμούς δείχνει ετοιμότητα συμμετοχής στους πολιτικούς θεσμούς. Έρευνα των von Schwartz, / Calmbach/ Möller-Slawinski (2016) δείχνει ότι 9% όλων των νέων Ευρωπαίων είχαν θετική εμπειρία από την εμπλοκή στην πολιτική και 31% θεωρεί την θεσμική πολιτική δραστηριότητα νέο έδαφος που έχει όμως ενδιαφέρον. Ωστόσο εδώ υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών. Η ετοιμότητα ενεργής πολιτικής συμμετοχής σε οργανώσεις είναι πιο ισχυρή στην Γερμανία με 44% και ποιο αδύναμη στην Ελλάδα με 13%.


  • Κατακλείδα: για μία νέα γοητεία της δημοκρατίας

Στην κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να προσδοθεί μία νέα γοητεία στην ιδέα της δημοκρατίας και αυτή μπορεί να αντληθεί από την ίδια την ουσία της δημοκρατικής ιδέας. Δημοκρατία σημαίνει ισότητα. Ισότητα συμμετοχής σε πολιτικές αποφάσεις. Η ιδέα της ισότητας πάλι απορρέει από την ιδέα της ελευθερίας υπό την έννοια ότι όποιος συμμετέχει ισότιμα σε πολιτικές αποφάσεις διασφαλίζει ισότιμη ελευθερία (Notter: 2012). Για αυτόν ακριβώς τον λόγο  αποδεχόμαστε πολιτικές αποφάσεις ακόμα και όταν η άποψή μας ανήκει στη μειοψηφία. Γνωρίζουμε ότι την επόμενη φορά θα έχουμε την ευκαιρία να είμαστε στην πλειοψηφία. Αυτό όμως έχει ως προϋπόθεση ότι ο κύκλος αυτών που συμμετέχουν στις πολιτικές αποφάσεις δεν θα πρέπει να έχει προσδιοριστεί  αυθαίρετα και στενά, διότι εάν μία εμπλεκόμενη ομάδα αποκλειστεί μακροπρόθεσμα από την συμμετοχή τότε η δημοκρατία χάνει την νομιμοποίηση της (Notter:2012).

Απαιτείται επομένως η διασφάλιση των δικαιωμάτων ελευθερίας του ατόμου και μία οριοθέτηση ως προς τον ιδιωτικό χώρο. Απαιτείται επίσης ένας χώρος πολιτικής αντιπαράθεσης και επομένως προστασία της ανοικτής επικοινωνίας. Η δημοκρατική αντιπαράθεση ή πόλωση μπορεί να προσδώσει στις δημοκρατικές ελευθερίες νέο έναυσμα με πολύ κοινωνικότερο πρόσημο αφού θα κινηθεί γύρω από ζωτικά ζητήματα τα οποία ακόμα περιμένουν έναν παραλήπτη που θα τα μεταμορφώσει σε πολιτική ατζέντα γιατί εμφορείται από την διάθεση στοχευμένου μετασχηματισμού της κοινωνίας. Μόνο τότε, κατά τον Habermas (1998), μπορούμε «να διαγνώσουμε από τα υπάρχοντα συντάγματα ένα μεταρρυθμιστικό εγχείρημα υλοποίησης μίας δικαιότερης και ορθά δομημένης κοινωνίας. Αυτή τη δυναμική ανάγνωση της δημοκρατικής διαδικασίας ακολούθησαν οι πολιτικοί κάθε απόχρωσης στην μεταπολεμική Ευρώπη για να συγκροτήσουν το κοινωνικό κράτος. Από την επιτυχία αυτού του λεγόμενου σοσιαλδημοκρατικού εγχειρήματος άντλησε αντιστρόφως ανάλογα δυνάμεις και το σχέδιο μίας κοινωνίας η οποία επιδρά πολιτικά στον ίδιο της τον εαυτό εν μέσω της βούλησης και συνείδησης των δημοκρατικά ενωμένων πολιτών της».



Ο Μαυροζαχαράκης Εμμανουήλ είναι πολιτικός επιστήμονας-κοινωνιολόγος



Αναφορές

Habermas Jürgen (1998): Die postnationale Konstellation. Politische Essays, Edition Suhrkamp , Frankfurt (Main)
Habermas, Jürgen (2016):  Für eine demokratische Polarisierung. Wie man dem Rechtspopulismus den Boden entzieht. Blätter für deutsche und internationale Politik 11/2016, pp 35-42
Hakellüken, Alexander (2017): Das gespaltene Land . Wie Ungleichheit unsere Gesellschaft zerstört – und was die Politik ändern muss. E-Book, Knaur eBook 
Foa, Roberto Stefan / Yascha Mounk (2017): The Signs of Deconsolidation,
Notter, Markus(2012): Alle Macht dem Volk? Warum die Demokratie nur leben kann, wenn man ihr Schranken setzt. Ein Essay http://www.zeit.de/2012/24/CH-Buergerwahl

von Schwartz, Maximilian/ Calmbach, Marc/ Möller-Slawinski, Heide (2016): Generation what? Europabericht.    SINUS Markt- und Sozialforschung GmbH, Heidelberg