ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΕ ΙΤΑΛΙΑ ΚΑΙ ΙΣΠΑΝΙΑ: ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΕ ΠΟΙΑ ΕΥΡΩΠΗ;



Δημοσιεύουμε την εισήγηση της Τόνιας Τσίτσοβιτς στην εκδήλωση του ιστότοπου που πραγματοποιήθηκε στις 22 Ιουνίου  2018 (θα ακολουθήσει κείμενο συνολικής αποτίμησης της εκδήλωσης).


Εισήγηση από την Τόνια Τσίτσοβιτς

Ζούμε σε μια περίεργη, αλλά ενδιαφέρουσα εποχή, που προσφέρεται για πολλές σκέψεις και για εξαγωγή πολλών συμπερασμάτων.

Μοιάζει με την εποχή στην οποία αναφερόταν ο Αντόνιο Γκράμσι, την εποχή των τεράτων. Τραμπ, Σαλβίνι, Όρμπαν, Κατσίνσκι, Κουρτς, να μερικά από αυτά τα τέρατα. Δεν ξέρω αν, όπως έλεγε ο Γκράμσι, το παλιό πεθαίνει και το νέο δυσκολεύεται να γεννηθεί. Αυτό που με τρομάζει είναι μήπως αυτό το νέο μοιάζει πολύ με ένα παλιό που θεωρούσαμε θαμμένο και που δεν θα θέλαμε με τίποτε να αναβιώσει.

Παντού στην Ευρώπη φουντώνουν οι εθνικισμοί και σε πολλές χώρες μοιάζει να κερδίζει έδαφος και ο φασισμός, με διαφορετικό τρόπο στην κάθε χώρα, αλλά με παρόμοια αποτελέσματα. Πού πήγε η Ευρώπη της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης που οραματίστηκε ο Αλτιέρο Σπινέλι στο Μανιφέστο του Βεντοτένε; Πού πήγε η Ευρώπη των λαών; Και πάνω απ’ όλα, πού πήγε η ευρωπαϊκή αριστερά; Είναι ακόμη σε θέση να αλλάξει τα πράγματα; 

Πολλοί αναρωτιούνται πώς έγινε και αυτές οι ευρωπαϊκές κοινωνίες άλλαξαν και μεγάλο μέρος τους πιστεύει, ότι ο εχθρός είναι ο πιο αδύναμος, ο φτωχός, ο κατατρεγμένος.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια οι ευρωπαίοι ηγέτες θέλησαν να προωθήσουν το δόγμα του σοκ. Οι πλουσιότεροι να γίνουν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Γι’ αυτό έπρεπε να διαλύσουν την κοινωνική συνοχή. Λιγότερο κράτος, λιγότερες κοινωνικές παροχές, αναλώσιμοι άνθρωποι. Το νόμισμα και οι αριθμοί πάνω από τις ανθρώπινες ζωές. Ανεργία, επισφάλεια και φτώχια. Η κρίση του 2008 έπληξε σε μεγαλύτερο βαθμό το νότο της Ευρώπης και η επιλογή των κυρίαρχων τάξεων ήταν να πληρώσουν τις συνέπειες οι ασθενέστερες τάξεις. Δεν είναι τυχαίο που τα παλιά κόμματα έχασαν την αίγλη τους και εμφανίστηκαν οι Ποδέμος, ο Σύριζα, αλλά και το κίνημα των 5 Αστέρων. 

Δεν είναι τυχαίο που η πλούσια Καταλονία δεν θέλει να μοιράζεται τον πλούτο της με τις φτωχές περιφέρειες της Ισπανίας. Δεν είναι τυχαίο που ο Σάντσες, απαξιωμένος από το κόμμα του, κατόρθωσε να γίνει πρωθυπουργός της Ισπανίας. Είναι βέβαια άξιο απορίας πώς η ισπανική δεξιά, το Λαϊκό Κόμμα, εξακολουθεί να είναι ισχυρό, παρόλα τα σκάνδαλα στα οποία έχει εμπλακεί και δημοσκοπικά έχει γύρω στο 20%.

Αν δούμε καλύτερα τα πράγματα, θα θυμηθούμε τον ισπανικό εμφύλιο, το διχασμό της ισπανικής κοινωνίας, τον φρανκισμό που ήταν κυρίαρχος και μια πολύ σκληρή δεξιά, ενώ η άλλη πλευρά δεν έχει στην ουσία ακόμη δικαιωθεί. Το άλλο δεξιό κόμμα των Πολιτών, δε διαφέρει και πολύ από το Λαϊκό Κόμμα και το είχε στηρίξει στη βουλή μέχρι την πρόταση μομφής.

Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν σε μεγάλη άνοδο τους Πολίτες (πρώτο κόμμα) με 30%, γι’ αυτό και ήταν μεγάλη έκπληξη η επιτυχία του Σάντσες (19%).

Δύσκολη η συνέχεια για τον Σάντσες, χωρίς ουσιαστικούς συμμάχους και άγνωστη η μελλοντική συμπεριφορά των Καταλανών και Βάσκων εθνικιστών, τη στιγμή που αρνείται την ανεξαρτησία της Καταλονίας.

O Σάντσες, εκτός από την αντιπολίτευση, θα έχει να αντιμετωπίσει και τη λυσσαλέα αντίδραση των εσωτερικών του κομματικών αντιπάλων, μιας κάστας που ελάχιστα διαφέρει από τη δεξιά, τόσο στην πολιτική όσο και τη διαφθορά. Με σύμμαχο μεγάλο μέρος της βάσης του κόμματός του, που τον στήριξε μέχρι σήμερα, όταν η ηγεσία τον είχε απομονώσει, θα πρέπει να υλοποιήσει όσα υποσχέθηκε. Ειδάλλως, στη γωνία περιμένουν οι Πολίτες.

Το Unidos Podemos, το οποίο παρουσιάζει επίσης  άνοδο (18%), αντιλαμβάνεται πόσο σημαντική είναι η εκδίωξη του Ραχόι, γι’ αυτό και στηρίζει την κυβέρνηση παρά την άρνηση των σοσιαλιστών να το συμπεριλάβουν σε αυτήν.
Η κυβέρνηση Σάντσες θα μπορούσε να αποδειχτεί χρήσιμη σε μια συμμαχία των χωρών του νότου ενάντια στη γερμανική ηγεμονία, δεν είναι όμως ακόμη εμφανής η πορεία που έχει σκοπό να ακολουθήσει.

Ορίζοντας ως υπουργούς πολλά στελέχη που έχουν υπηρετήσει ως αξιωματούχοι στην ΕΕ σε υπεύθυνες θέσεις, πρώτα- πρώτα την υπουργό Οικονομικών, θέλει να δείξει το φιλοευρωπαϊκό της πρόσωπο. Έχει επίσης περισσότερες γυναίκες υπουργούς, 11 στους 17, έπειτα από την τεράστια ανάπτυξη του φεμινιστικού κινήματος τα τελευταία χρόνια.  

Ένα καλό δείγμα γραφής ήταν η υποδοχή του πλοίου με τους 628 μετανάστες, του Aquarius, που ο υπουργός εσωτερικών της Ιταλίας, ο ακροδεξιός Σαλβίνι, δεν επέτρεψε να ελλιμενιστεί στην Ιταλία.

Η κυβέρνηση Σάντσες κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μακροημερεύσει. Στηρίζεται μόνο σε 85 βουλευτές, ενώ η απόλυτη πλειοψηφία είναι 176. Επίσης, ο προϋπολογισμός έχει σχεδιαστεί από τον Ραχόι και οι Πολίτες θα ασκήσουν πολύ σκληρή αντιπολίτευση. Όμως, οι παρεμβάσεις του στην πρόταση μομφής κατά του Ραχόι έδειχναν μια κατεύθυνση αναδιανομής του πλούτου, κοινωνικής πολιτικής και μείωσης της ανεργίας ( 15,4%). Δημόσιο Χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ 98,3%.

Διαφορετική είναι η νέα κυβέρνηση της Ιταλίας, που δημιούργησε αναταράξεις σε όλο το ευρωπαϊκό στερέωμα και στις αγορές και η οποία φαίνεται να επιδιώκει οφέλη μόνο για την ίδια τη χώρα, αδιαφορώντας για τις υπόλοιπες. Η Ιταλία, με τις τεράστιες περιφερειακές ανισότητες, κυρίως μεταξύ πλούσιου Βορρά και φτωχού Νότου είναι τελευταία στην Ευρώπη σε ρυθμό ανάπτυξης (1,4%) ενώ προβλέπεται ένα αναιμικό 1,2% για το 2019. Η ανεργία είναι στο 11%, ενώ οι περισσότερες συμβάσεις είναι ορισμένου χρόνου και με μικρότερες αποδοχές. Όμως, η ανεργία των νέων αυξάνεται (32,8%).

Το μεγάλο δημόσιο χρέος της Ιταλίας 132% του ΑΕΠ, και το δυσθεώρητο έλλειμμα 2.600 δις, καθώς και το αίτημα για μείωσή-διαγραφή του, έχει φέρει τον πανικό στην ΕΕ. Βέβαια, έπειτα από κάποιες πρώτες σκληρές δηλώσεις και από τις δύο πλευρές, άρχισαν να εμφανίζονται και τα δύο μέρη περισσότερο διαλλακτικά.

Η Ιταλία δε είναι η μικρή Ελλάδα και η διάσωσή της με ευρωπαϊκά χρήματα δεν είναι εύκολη. Ούτε όμως είναι εύκολο να επιβληθεί αιώνια λιτότητα σε μια μεγάλη χώρα, σαν την Ιταλία, ιδρυτικό μέλος της ΕΕ και μέλος του G7.

Έτσι, η Γερμανία εμφανίστηκε συμβιβαστική, αλλά και ο ιταλός πρωθυπουργός και οι ιταλοί υπουργοί επίσης άρχισαν τις δηλώσεις υπέρ του Ευρώ και της ΕΕ. Δυστυχώς, η ιταλική κυβέρνηση επέλεξε ως κύριο ζήτημα σύγκρουσης με την ΕΕ τη μετανάστευση. Είναι γεγονός ότι η Ιταλία έχει δεχτεί τα τελευταία χρόνια τον μεγαλύτερο όγκο της μετανάστευσης και ελάχιστη βοήθεια έχει υπάρξει από την πλευρά της ΕΕ. Ο Ματέο Σαλβίνι, ο γραμματέας της Λέγκας, με μια «έξυπνη» κίνηση, έστρεψε το θυμό των ιταλών κυρίως του Βορρά, αλλά στη συνέχεια και ενός τμήματος του νότου και του κέντρου ενάντια στους μετανάστες και στους πρόσφυγες.

Ο προαιώνιος ρατσισμός κατά των νότιων Ιταλών μετατράπηκε σε ρατσισμό κατά των νεοαφιχθέντων, των ανθρώπων που ξέφυγαν από τον πόλεμο και την καταστροφή. Η Λέγκα, στα πρότυπα του γαλλικού λεπενικού κόμματος, έγινε το κόμμα του έθνους. Έτσι εξηγείται το 15% της Λέγκας στη Λαμπεντούζα, στις πρόσφατες εκλογές, άλλοτε αδιανόητο.

Το μεγαλύτερο μέρος του νότου, όμως, με μεγαλύτερη ανεργία και μεγαλύτερες ανισότητες σε σχέση με το Βορρά, στράφηκε προς το Κίνημα 5 Αστέρων, ένα κίνημα που συγκέντρωσε τις ψήφους των απογοητευμένων αριστερών, καθώς και δύο εκατομμύρια ψήφους από το Δημοκρατικό Κόμμα.

Από τις αναλύσεις προκύπτει ότι το Κίνημα 5 Αστέρων ψηφίστηκε κατά 50% από τους ανέργους, κατά 39% από τους επισφαλώς εργαζόμενους, κατά 49% από τους φοιτητές και κατά 47% από τους νέους έως 25 ετών. Αυτό αποδεικνύει ότι μεγάλο μέρος των παραδοσιακών ψηφοφόρων της αριστεράς ψήφισαν το Κίνημα 5 Αστέρων.

Σύμφωνα με αναλύσεις το 45% αυτών που ψήφισαν το Κίνημα 5 Αστέρων την 4η Μάρτη ήταν αριστερό, το 25% δεξιό και το 30% μετακινούμενο. Πρόκειται για έναν σχηματισμό εξαιρετικά ρευστό, και αυτό το απέδειξε η μετέπειτα εκλογική μάχη των δημοτικών εκλογών σε 761 πόλεις της Ιταλίας, όταν το μισό εκλογικό σώμα των 5 Αστέρων δεν εμφανίστηκε και προτίμησε την αποχή, επαναφέροντας το Κίνημα στα ποσοστά του 2013, περίπου στο 12%, χάνοντας γύρω στο 21% από τις βουλευτικές εκλογές της 4ης Μάρτη.

Η ετερόκλητη συμμαχία που κυβερνά σήμερα την Ιταλία έχει πολλά αντιφατικά στοιχεία. Οι 5 Αστέρες είχαν ως κύριο σύνθημα της προεκλογικής τους εκστρατείας τα εργασιακά, την αντίθεση με τα μεγάλα έργα και την καταπολέμηση της διαφθοράς. Ακριβώς γι’ αυτό ο δεύτερος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Λουίτζι Ντι Μάιο ανέλαβε και το υπουργείο εργασίας και ανάπτυξης.
Από την άλλη, η Λέγκα είχε κάνει σημαία της την αντιμετώπιση της μετανάστευσης και των καταυλισμών Ρομά, προκρίνοντας την καταστολή και την άρνηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την επίλυση των ζητημάτων που εκείνος κρίνει σημαντικά.

Η άρνησή του να δεχτεί τα πλοία που μεταφέρουν μετανάστες και πρόσφυγες στα ιταλικά λιμάνια, καθώς και η απόφασή του για την απογραφή των Ρομά, έχουν ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από την αντιπολίτευση και από την ΕΕ.

Όμως, από την πλευρά του Δημοκρατικού Κόμματος, αλλά και των περισσότερων χωρών της ΕΕ, η υποκρισία περισσεύει. Η συμφωνία με τη Λιβύη, (δημιουργία στρατοπέδων «φιλοξενίας» προσφύγων – μεταναστών εκτός εδάφους ΕΕ) για την οποία ο Σαλβίνι δήλωσε απόλυτη ικανοποίηση, που συνεπάγεται βασανιστήρια, βιασμούς, φόνους και ανείπωτες συμφορές για τους μετανάστες που βρίσκονται εκεί, στα χέρια των λιβυκών συμμοριών, υπογράφτηκε από τον Μινίτι, τον προηγούμενο υπουργό εσωτερικών, από την κυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος.

Όσο για τη Γαλλία, είναι μια από τις χώρες που απαντούν θετικά σε ελάχιστες αιτήσεις ασύλου, ενώ οι χωροφύλακες φέρονται απάνθρωπα στις εγκύους και στα ανήλικα που προσπαθούν να περάσουν στη Γαλλία από τα ιταλικά σύνορα, σπρώχνοντάς τους με βάναυσο τρόπο πίσω στην Ιταλία.

Οι 5 Αστέρες δήλωσαν ότι είναι αντίθετοι με την αντισυνταγματική απογραφή των Ρομά, που δεν περιέχεται και στη συμφωνία των δύο κομμάτων και θυμίζει την επιβολή των φυλετικών νόμων του Μουσολίνι, το 1938.

Όμως, φαίνεται να μην αντιδρούν στο ζήτημα του μεταναστευτικού και να στηρίζουν τον Σαλβίνι. Η αδυναμία του Κινήματος απέναντι στον Σαλβίνι είναι εμφανής, διότι το Κίνημα χάνει διαρκώς συναίνεση, ενώ ο Σαλβίνι προχωρά ακάθεκτος και οι δημοσκοπήσεις τον τοποθετούν από το 26 έως το 29%.

Η ιταλική αριστερά δεν φαίνεται να ανακάμπτει σύντομα. Έχει σοβαρή έλλειψη στρατηγικών στόχων και προγράμματος, απουσία ενωτικής διάθεσης, πολλά απαξιωμένα στελέχη, όπως ο Μάσιμο Νταλέμα, και πολλές προσωπικές πολιτικές. Γι’ αυτό και μειώνεται ακόμη περισσότερο η πρόθεση ψήφου, τόσο προς τους «Ελεύθερους και Ίσους», όσο και προς τον άλλο σχηματισμό, την «Εξουσία στο Λαό», έναν σχηματισμό που αποδείχτηκε ουσιαστικά σεχταριστικός και αντι-ενωτικός.

Πώς όμως έφθασε σε αυτό το σημείο μια χώρα που είχε το ισχυρότερο κομμουνιστικό κόμμα της Δύσης, ένα κόμμα ριζωμένο σε κάθε γωνιά της ιταλικής επικράτειας;

Η αρχή έγινε το 1991, με την πραξικοπηματική απόφαση του Οκέτο, που εκμεταλλεύτηκε μια προσωρινή απουσία λόγω ασθενείας του τότε γραμματέα Αντόνιο Νάτα, για να προτείνει την αλλαγή ονόματος και –ουσιαστικά- στόχων του κόμματος στη μεγαλύτερη οργάνωση της Μπολόνια.

Παρά το γεγονός ότι το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα ήταν κατά κάποιο τρόπο δημοκρατικότερο από τα υπόλοιπα της εποχής εκείνης, λειτουργούσε με δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και υπήρχε ο σεβασμός στην καθοδήγηση, που οδήγησε στην αποδοχή της απόφασης του Οκέτο από την πλειοψηφία. Από τη στιγμή εκείνη άρχισαν οι διασπάσεις, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα.

Αν ο Ινγκράο, ως αρχηγός της μειοψηφίας είχε αποφασίσει τότε να διασπάσει εκείνος το κόμμα, πολύ πιθανό να υπήρχε άλλη κατάληξη. Η ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς, της μετεξέλιξης του ΙΚΚ, στη συνέχεια Δημοκράτες της Αριστεράς και μετέπειτα Δημοκρατικό Κόμμα, είχαν ξεκάθαρο το στόχο μπροστά τους. Ήταν η αλλαγή του κοινωνικού στρώματος απεύθυνσης, η αποδοχή του δόγματος του «τέλους της ιστορίας».

Εκείνη την εποχή, πάνω από 500 χιλιάδες μέλη του κόμματος δεν γράφτηκαν στο νέο κόμμα, αλλά ούτε και σε κάποιο άλλο. Αυτοί που απέμειναν θεωρούσαν ότι το νέο κόμμα ήταν ο κληρονόμος του μεγάλου κομμουνιστικού κόμματος.
Σήμερα, λίγοι πλέον από τους ψηφοφόρους το ψηφίζουν γι’ αυτό το λόγο, ενώ ο στόχος της αλλαγής κοινωνικού χώρου έχει επιτευχθεί, κυρίως μετά τον Ρέντσι, με το Δημοκρατικό Κόμμα να ψηφίζεται από τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα.

Επιτεύχθηκε, επίσης, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η μετεξέλιξη ενός αριστερού-κομμουνιστικού κόμματος σε κόμμα της κεντροαριστεράς και, εν συνεχεία, σε κόμμα του κέντρου.

Με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική των κυβερνήσεων Πρόντι και Ντ’ Αλέμα, που εφαρμόστηκε με ιδιωτικοποιήσεις και περικοπές των εργασιακών δικαιωμάτων, πολιτική που συνεχίστηκε με τις κυβερνήσεις της κεντροδεξιάς, συνεχίστηκε η απώλεια συναίνεσης της αριστεράς. Το 1999, επί κυβέρνησης Ντ’ Αλέμα (στην οποία συμμετείχε το Κόμμα των Ιταλών Κομμουνιστών και οι Πράσινοι), λόγω της υπόθεσης Οτσαλάν, -όταν ο κούρδος ηγέτης βρέθηκε στη Ρώμη με την υπόσχεση της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης να λάβει πολιτικό άσυλο και η κυβέρνηση τον έστειλε στην Κένυα, για να απαχθεί εκεί από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες-, η αριστερά βρέθηκε σε νέα κρίση.

Ακολούθησε η συμμετοχή της Ιταλίας στους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας και, παρά την κινητοποίηση της Επανίδρυσης κατά της στρατιωτικής επέμβασης, στις ευρωεκλογές του 1999 η Κομμουνιστική Επανίδρυση χάνει σημαντικό κομμάτι συναίνεσης, ενώ η αποχή των ψηφοφόρων της θα φθάσει σε ορισμένες περιοχές το 50%.

Το 2006, επί κυβέρνησης Πρόντι, με την Κομμουνιστική Επανίδρυση να συμμετέχει στην κυβέρνηση, έπειτα από τη φορολογική μεταρρύθμιση του Πάντοα Σκιόπα, που έπληξε περισσότερο τις κοινωνικές ομάδες που η Κομμουνιστική Επανίδρυση έπρεπε να υπερασπιστεί, καθώς και με την ψήφιση της στρατιωτικής επέμβασης στο Αφγανιστάν, η Κομμουνιστική Επανίδρυση βρέθηκε σε νέα κρίση και ξέσπασαν στο εσωτερικό της όλες οι αντιθέσεις.
Δεν λοιπόν είναι άξιο απορίας το γεγονός ότι, μετά την πτώση της κυβέρνησης Πρόντι, που διήρκεσε μόνο δύο χρόνια, το ψηφοδέλτιο της αριστεράς Ουράνιο Τόξο, υπέστη μια βαρύτατη ήττα, συγκεντρώνοντας μόλις το 3% και  μη υπερβαίνοντας το όριο εισόδου στη Βουλή του 4%.

Από τη στιγμή εκείνη οι ήττες είναι συνεχείς και, με εξαίρεση τη μικρή ανάκαμψη των ευρωεκλογών του 2014, με την «Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα», η αριστερά εξακολουθεί να κατακερματίζεται και ουσιαστικά εξαφανίζεται.

Αυτή η μικρή αναδρομή εξηγεί το βαθμό κατά τον οποίο η αριστερά, για να επιβιώσει και για να μπορέσει να υπερασπίσει τα κοινωνικά στρώματα τα οποία οφείλει να εκπροσωπεί, είναι αναγκαίο να γνωρίζει μέχρι ποιού σημείου θα προβεί σε συμμαχίες και συμβιβασμούς, χωρίς να χάνει ποτέ τον ορίζοντα των αριστερών διεκδικήσεων.

Η σημερινή συγκυρία, με τις εθνικιστικές δυνάμεις να απειλούν τη συνοχή της Ευρώπης και με ταυτόχρονη απουσία των μεγάλων κινημάτων της εποχής 2010- 2015, απαιτούν τη συνεργασία με προοδευτικές δυνάμεις με στόχο την απομάκρυνση των βλέψεων μετα-δημοκρατίας που όλο και ενισχύονται, καθώς και την υπεράσπιση αξιών και δικαιωμάτων που βρίσκονται υπό σοβαρή απειλή.
Σε αυτό το κάδρο συνεργασιών  η σοσιαλδημοκρατία θα μπορούσε να ενταχθεί, εάν θα ήταν ικανή να θυμηθεί και πάλι το κοινωνικό προφίλ που κάποτε είχε και χωρίς τα βαρίδια του παρελθόντος, παλιούς πολιτικούς που εφάρμοσαν με μεγάλη επιμέλεια τις νεοφιλελεύθερες επιταγές, προξενώντας την κρίση και φέρνοντας τις χώρες τους στο χείλος του γκρεμού.

Όμως, μέχρι στιγμής ελάχιστα δείγματα γραφής έχουν υπάρξει για μια τέτοιου είδους αλλαγή και σε ελάχιστες χώρες, στη χώρα μας ακόμη λιγότερο.

Εν κατακλείδι, εάν δεν ανακάμψει η αριστερά, με νέα ενωτική μορφή, η Ιταλία βαδίζει ολοταχώς προς την ακροδεξιά, ενώ στην Ισπανία φαίνεται να υπάρχει ελπίδα όχι μιας επαναστατικής πολιτικής, αλλά μιας πολιτικής που προάγει την κοινωνική συνοχή.

Τα τελευταία όμως σημάδια από την πλευρά της ηγεσίας της ΕΕ και από χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Αυστρία, η Ουγγαρία κλπ, ιδιαίτερα ως προς το μεταναστευτικό δείχνουν, ότι αν συνεχιστεί αυτή η πολιτική, η ΕΕ δεν θα επιβιώσει.



Η Τόνια Τσίτσοβιτς είναι πολιτικός επιστήμονας, μεταφράστρια και δημοσιογράφος