Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΕΝΤΑΣΗΣ


Του Σήφη Φανουράκη*

 

Μετά τις εκλογές του Ιουλίου 2019 άρχισε να εφαρμόζεται η γνωστή στρατηγική της έντασης η οποία ανέκαθεν  κατέληγε στην ενοχοποίηση της αριστερής και δημοκρατικής παράταξης και στην καταπάτηση κάθε δημοκρατικού θεσμού.

Από την αρχή, ο Υπουργός Χρυσοχοΐδης χωρίς περιστροφές ξεκίνησε τα πογκρόμ κατά των Εξαρχείων και γενικά κατά των Πανεπιστημίων και των φοιτητών.

Ως γνήσιος εκφραστής  μιας «εξαρτημένης νεοφιλελεύθερης οικονομικής ελίτ», ανέσυρε τις στρατηγικές της έντασης, της βίας και της καταστολής.

Με αυτή την στρατηγική η κυβέρνηση της Ν.Δ., στην οποία ηγεμονεύει το ακροδεξιό αφήγημα προσπαθεί, τώρα και δυο σχεδόν χρόνια, να θωρακίσει νομοθετικά το κράτος με ένα αντιδημοκρατικό νομοθετικό πλαίσιο κάνοντας ταυτόχρονα και «μπίζνες» στα νεοφιλελεύθερα πλαίσια τύπου Φρίντμαν.

Η επιβολή της κατασταλτικής πολιτικής και της στρατηγικής της έντασης έρχεται ακριβώς να πλαισιώσει την σημερινή πανδημία.

Το νέο ιδεολόγημα της στρατηγικής είναι αυτό που πρόσφατα δήλωσε στο ΣΚΑΙ Ο Πρωθυπουργός : «Όταν έχεις μεγάλες κρίσεις οφείλεις να τις εκμεταλλευτείς για να κάνεις μεγάλες αλλαγές. Και έχω πρόθεση να κάνουμε αυτές τις μεγάλες αλλαγές στην πατρίδα μας». 

Έτσι η πανδημία αποτελεί πλέον τη μεγάλη κρίση που η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται για να εφαρμόσει το νεοφιλελεύθερο οικονομικό αφήγημά της, σε μια οικονομία σε βαθιά ύφεση.

Ταυτόχρονα όμως έχει ανάγκη επιβολής  ενός αυταρχικού κράτους και ήδη από τις πρώτες ημέρες που έγινε κυβέρνηση, στα πλαίσια πάντα του «ακροδεξιού προγράμματός της έχει αρχίσει, η «απογείωση» της στρατηγική της έντασης όπως αυτή της δεκαετίας του΄70 στην Ευρώπη.

Ουσιαστικά, είναι μια τακτική που επιδιώκει να διαιρέσει, να χειραγωγήσει και να ελέγξει την κοινή γνώμη με το φόβο, την προπαγάνδα, την παραπληροφόρηση και τον ψυχολογικό πόλεμο, προβοκατόρων και των ΜΜΕ, κυρίως για να καθοδηγήσει την πολιτική της χώρας.

Ο σκοπός άμεσα ή έμμεσα μιας τέτοιας  στρατηγικής είναι και η ποινικοποίηση των «διαμαρτυριών» και της οποιαδήποτε λαϊκής διεκδίκησης. Διότι μια κοινωνία των πολιτών ανήσυχη και φοβισμένη, είναι μια κοινωνία με το κεφάλι σκυμμένο και πιο πρόθυμη να αποδεχθεί τις πολιτικές που προωθεί η άρχουσα τάξη, στο όνομα πάντα της «σωτηρίας από την πανδημία».

Σε συνθήκες κρίσης, φόβου και ανασφάλειας τα μικροαστικά στρώματα συνήθως στρέφονται  προς την ακροδεξιά για να αμυνθούν στις πιέσεις που δέχονται από μια οικονομική κρίση. Βέβαια η ακροδεξιά ως γνωστόν έχει «μετοικήσει» στη Ν.Δ.   

Είναι σαφές ότι, η πανδημία τώρα και ένα χρόνο δημιουργεί συνθήκες κύρια οικονομικής ύφεσης και κοινωνικής κατάρρευσης.

Σε στιγμές κρίσεων οι άνθρωποι φροντίζουν καταρχήν τις καθημερινές ανάγκες για να επιβιώσουν και επίσης εμπιστεύονται περισσότερο εκείνους που κατέχουν την εξουσία. Την ώρα της κρίσης δεν προσέχουν όσο πρέπει τα παιχνίδια της εξουσίας, η οποία προωθεί πολιτικές πόλωσης του πλούτου.

Η παρούσα  κρίση μας βοηθά να  ανακαλύψουμε ρεαλιστικά πώς είμαστε συνδεδεμένοι ο ένας με τον άλλο, ενώ το βάρβαρο οικονομικό σύστημα επιδιώκει να μας το αποκρύπτει επιμελώς και να μας ωθεί στον ατομικισμό.

Άρα αν δεν φροντίσουμε το δημόσιο σύστημα υγείας και δεν έχουμε αλληλεγγύη μεταξύ μας, είμαστε ευάλωτοι και έρμαια αυτής της ανθρωπιστικής κρίσης.

Και όπως λέει και ο Άγκαμπεν : «Το κύμα πανικού που έχει παραλύσει τις  χώρες, δείχνει καθαρά ότι, η κοινωνία μας δεν πιστεύει πια σε οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ την γυμνή ζωή[…] ο φόβος είναι κακός σύμβουλος, αλλά προκαλεί την εμφάνιση διάφορων πραγμάτων που ο καθένας υποκρίνεται ότι δεν βλέπει».

Πάνω σε αυτό το φόβο επενδύει η κυβέρνηση και  εφαρμόζει την ένταση και την καταστολή. Ανασύρει παλιά αφηγήματα περί τρομοκρατίας και ανυπακοής  και στοχοποιεί  τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και γενικά οποιονδήποτε αμφισβητεί την πολιτική διαχείρισης της πανδημίας.

Ουσιαστικά όμως στοχοποιεί τους φοιτητές και τη νεολαία, ψηφίζοντας νόμους κατάλυσης του ακαδημαϊκού ασύλου, θεσπίζοντας πανεπιστημιακή αστυνομία,  Λατινοαμερικάνικου μοντέλου.

Ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη εφαρμόζει τις πρακτικές που εφάρμοσε ο πρώην Υπουργός Εσωτερικών Ιταλίας την περίοδο 77-80, ο μετέπειτα Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Φ. Κοσσίγκα.

Σε  μια συνέντευξή  του το 2008  με   γλαφυρό  τρόπο   «συμβουλεύει»    τον    τότε    Υπουργό Εσωτερικών:  […] Εδώ  που  φτάσατε,  Υπουργέ  μου    θα    έπρεπε   να   κάνετε  ότι   εγώ  όταν ήμουν Υπουργός Εσωτερικών.

Καταρχήν, να μην πειράξετε τους μαθητές του Γυμνάσιου. φαντάζεστε τι θα συμβεί αν ένα δεκάχρονο παιδί σκοτωθεί ή τραυματιστεί σοβαρά ;

Τους φοιτητές αφήστε τους να κάνουν ότι θέλουν. Αποσύρετε την αστυνομία από τους δρόμους και τα πανεπιστήμια, διαβρώστε το κίνημα βάζοντας προβοκάτορες έτοιμους για τα πάντα και αφήστε τους διαδηλωτές για καμιά βδομάδα, να σπάνε καταστήματα, να καίνε αυτοκίνητα και να δημιουργούν χαμό στους δρόμους. 

Μετά, με την κοινή γνώμη στο πλευρό σας, θα πρέπει ο ήχος των σειρήνων των ασθενοφόρων να «σκεπάσει» τις σειρήνες της αστυνομίας.

Οι δυνάμεις του νόμου και τις τάξης θα ξυλοκοπούν ανελέητα τους διαδηλωτές χωρίς οίκτο και θα τους στέλνουν στα νοσοκομεία.  Μην τους συλλάβετε  διότι οι δικαστές θα τους απελευθερώσουν αμέσως σε κάθε περίπτωση. Χτυπάτε τους αλύπητα και μαζί  ξυλοφορτώστε τους καθηγητές τους, οι οποίοι τους ξεσηκώνουν.

Όχι τους ηλικιωμένους βέβαια αλλά τους νεότερους, γυναίκες και άνδρες, διότι υπάρχουν καθηγητές που προσηλυτίζουν τα παιδιά και τα ενθαρρύνουν να διαδηλώνουν. Και αυτό είναι εγκληματική συμπεριφορά! […]

Φαίνεται ότι ο Υπουργός Χρυσοχοΐδης εφαρμόζει κατά γράμμα  αυτές τις πολιτικές πρακτικές προσπαθώντας να καθυποτάξει γενικά την οποιαδήποτε ανυπακοή και διεκδίκηση. Καθημερινά δομεί ένα αυταρχικό κράτος καταστολής και καταπάτησης στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων. Μάλιστα η όποια διαφωνία για την διαχείριση της πανδημίας στιγματίζεται ότι βοηθά στην εξάπλωση του κωρονοϊού. Καιρός να εγκαταλείψουμε την «ατομική» ευθύνη και να υιοθετήσουμε την συλλογική ευθύνη.

 

* Ο Σήφης  Φανουράκης. είναι αρχιτέκτονας –μηχ/κός



ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ ΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ: ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΕ ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΑΝΤΙΔΡΑ

 Του Φίλιππου Βαμβουκάκη*


- Υπάρχει θέμα παραβατικότητας, βίας και ασφάλειας και σε τι συνίσταται;

- Το μεγάλο πρόβλημα εστιάζεται στις πολιτικές και μάλιστα σε αυτές που ευνοούν και αυξάνουν τις κοινωνικές ανισότητες!

Η ασφάλεια του πολίτη δεν είναι μονοσήμαντη έννοια και δεν έχει να κάνει τόσο με την καταστολή και την αστυνόμευση, όσο κυρίως με τη «σιγουριά» που πρέπει να νοιώθουν οι πολίτες σε βασικούς τομείς διαβίωσης, όπως είναι το περιβάλλον, η υγεία, η εργασία, οι μισθοί καθώς και η καθολική και ισότιμη πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά.

Σήμερα, οι συνθήκες υγειονομικής κρίσης εργαλειοποιούνται προκειμένου να επιτευχθεί η «πειθάρχηση» της κοινωνίας, μέσα από ένα καθεστώς φόβου, αυξανόμενου περιορισμού των δημοκρατικών ελευθεριών και ωμής καταστολής.

Αυτό προβάλλεται από τον προπαγανδιστικό μηχανισμό «ως λαϊκή απαίτηση» και ως «συναίνεση». Σε σφυγμομετρήσεις της «κοινής γνώμης», στο ερώτημα της αυξημένης αστυνόμευσης η απάντηση είναι θετική. Αποτελεί όμως το ένα και μοναδικό ερώτημα που συνήθως έπεται ενός καταιγισμού ειδήσεων περί ανομίας, αναρχίας και παραβατικότητας. Ποτέ όμως δεν τίθεται πχ το ερώτημα:

  • αστυνόμευση ή κοινωνικό κράτος;
  • Αστυνόμευση και καταστολή, ή ευρείας κλίμακας πολιτικές κοινωνικής ένταξης και άμβλυνσης των ανισοτήτων;

Έτσι βιώνεται πλέον ως κανονικότητα, μια «ακρωτηριασμένη δημοκρατία εκτάκτου ανάγκης», τόσο από αυτούς που τους ασκείται βία, όσο και από εκείνους που την παρακολουθούν να εκτυλίσσεται ως παθητικοί «εκστασιασμένοι» θεατές στις οθόνες.

Η κύρια βία όμως -συνεχής και τραυματική-, είναι η αυξανόμενη κοινωνική περιθωριοποίηση και ο κοινωνικός αποκλεισμός.

Σήμερα το μήνυμα της πειθάρχησης εκπέμπεται με ποικίλους τρόπους: επεμβάσεις «σωφρονισμού» της νεολαίας σε κινηματογράφους, ωμή καταστολή σε καταλήψεις και σε «άντρα της αναρχίας», αλλά και σε «κανονικές» πλατείες, σε στέκια, ακόμα και σε σπίτια ανυποψίαστων πολιτών… 

Είναι μια γενικευμένη επίδειξη ισχύος, που καμία σχέση δεν έχει ούτε με την ασφάλεια των πολιτών, ούτε με την αποστολή της αστυνομίας!


Ο πολίτης «εκπαιδεύεται» να θεωρεί ως «φυσιολογικό» αυτό το καθεστώς βίαιης επιβολής της κρατικής εξουσίας και όχι τον δημοκρατικό διάλογο και την επιδίωξη συναινέσεων.

Υπάρχει μια μεγάλη ευκολία έκδοσης «διαταγών» -πολλές φορές απευθείας από το αρχηγείο της αστυνομίας-, περί απαγόρευσης «εις άπασαν την επικράτειαν των συναθροίσεων άνω των τριών ατόμων»…κτλ, καθώς και γενικότερης καταπάτησης των δημοκρατικών ελευθεριών-δικαιωμάτων, που έρχονται σε αντίθεση και με το ίδιο το σύνταγμα της χώρας…

Από την άλλη δεν επιδεικνύεται ο ίδιος ζήλος στην επίλυση κρίσιμων κοινωνικών ζητημάτων, (φτώχεια, κοινωνικός αποκλεισμός κτλ) με αποτέλεσμα την υπονόμευση της κοινωνικής συνοχής.

Άρα οι επικλήσεις για ενότητα, είναι τουλάχιστον υποκριτικές και φυσικά αντιμετωπίζονται με θυμηδία αλλά και οργή από την πληττόμενη κοινωνική πλειοψηφία.

Πολλαπλασιαστικά ως προς την άσκηση υπέρμετρης βίας από τα σώματα ασφαλείας επιδρά μια ανήθικη, όπως και επικίνδυνη πλευρά της πολιτικής, που χαϊδεύει τα κατώτερα ανθρώπινα ένστικτα, λειτουργώντας ως θρυαλλίδα απελευθέρωσης της πιο ακραίας επιθετικότητας: είναι το «κανάκεμα», η κολακεία και το πονηρό «κλείσιμο του ματιού»… 

Πρόκειται γι’ αυτές τις επικίνδυνες «μεθόδους» τόνωσης του φρονήματος των σωμάτων ασφαλείας, που ευδοκιμούν στη γκρίζα ζώνη ιδιότυπων «άγραφων κανόνων», διαμορφώνοντας νοοτροπίες ασυδοσίας και παραβατικής συμπεριφοράς, οι οποίες συνδέονται άμεσα με κατά καιρούς δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας. Σε ελεύθερη μετάφραση ερμηνεύονται ως εξής: «τώρα μπορούμε επιτέλους να δράσουμε», «τώρα δε μας εμποδίζει κανένας»… Δηλαδή ούτε και ο νόμος ο ίδιος!

- Ποιό όμως είναι το αποτέλεσμα αυτών των πρακτικών; - Το βλέπουμε καθημερινά και ξεπερνά το όριο του ευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αυτών που δέχονται τη βία και αυτών που την ασκούν!

Είναι αυτή κυρίως η νοοτροπία η οποία απαξιώνει την εικόνα των αστυνομικών, ως ομάδων κρούσης ενός αυταρχικού κράτους, στα μάτια του κοινωνικού συνόλου. Επιδρά δηλαδή εξισωτικά και ισοπεδωτικά: Το κοινό «χωνεύει» την καταστολή παίρνοντας το μήνυμα, ότι όλα τα ζητήματα μπορούν και οφείλουν να αντιμετωπίζονται με αυτόν τον τρόπο.

Το σκηνικό γενικευμένης σύγκρουσης εμπεδώνεται και μέσω της «στρατιωτικοποίησης» της  αστυνομίας, που αντανακλάται και στην εξωτερική εμφάνιση των αστυνομικών δυνάμεων καταστολής.

Εάν όμως η οργανωμένη πολιτεία επιλέγει κύρια να καταστέλλει, να απαγορεύει, να επιβάλλει και να εκδικείται αντί να διαβουλεύεται, αυτό αποτελεί μια προδιαγεγραμμένη πορεία δίχως επιστροφή, προς τον γενικότερο εκβαρβαρισμό και εκφασισμό της κοινωνίας και του κράτους.

Το «νόημα» «πιάνουν» αμέσως ποικίλες ομάδες, που «σαν έτοιμες από καιρό», αρπάζουν τη σκυτάλη, για να συγκρουστούν «τυφλά», με αυτό που εννοούν κατεστημένο…

Μήπως όμως αυτή είναι τελικά και η πολιτική επιδίωξη; «Ο νοών νοείτω και ουαί τω ανοήτω»…

 

* Ο Φίλιππος Βαμβουκάκης είναι Κοινωνικός και πολιτικός επιστήμονας