ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΕΝΟΣ ΚΟΜΒΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ


Του Δημήτρη Μπέτσου


“Μου κρατούσαν τόσα χρήματα επί τόσα χρόνια για να πάρω μια σύνταξη της πείνας”… “Τσάμπα πλήρωνα εισφορές τόσα χρόνια”… “Αν κρατούσα αυτά τα χρήματα θα είχα πέντε διαμερίσματα παραπάνω τώρα”… κ.ο.κ.  

Πόσες φορές τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε ακούσει συνταξιούχους ή εργαζόμενους στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης να σχολιάζουν με αυτό τον τρόπο τις εξελίξεις γύρω από το ασφαλιστικό σύστημα;

Άπειρες θα πείτε, μιας και η Ελλάδα έχει μετατραπεί τα τελευταία χρόνια, ελέω και της κρίσης, σε μια χώρα συνταξιούχων. Αντικειμενικά, η όποια δημόσια συζήτηση για το ασφαλιστικό στη χώρα μας έγινε μέσα σε ένα περιβάλλον που κυριαρχούνταν από “κραυγές” και την καθόριζε η λογική του “πολιτικού κόστους”.

Επειδή όμως το υπάρχον ασφαλιστικό σύστημα αποτελεί πεδίο όπου πραγματώνεται η κοινωνική αλληλεγγύη, η Αριστερά, έστω και σε αυτή τη συγκυρία των μνημονίων και της επιτήρησης πρέπει να αφήσει το στίγμα της, υπερασπίζοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα του.

Ας τα πάρουμε όμως τα ζητήματα με τη σειρά:

·         Μια πολύ μικρή ιστορική αναδρομή.

Ιστορικά, τα Ταμεία καταθέτουν τα διαθέσιμά τους στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Αρχικά από τη δεκαετία του '50, και μετά τη θέσπιση του αναγκαστικού νόμου 1611/1950, τα αποθεματικά τοποθετούνταν υποχρεωτικά σε άτοκους λογαριασμούς, μέσω των οποίων υποτίθεται ότι χρηματοδοτήθηκε η εκβιομηχάνιση της χώρας. Υπολογίζεται ότι την περίοδο 1951-1975 χάθηκαν περίπου 58 δισ. ευρώ.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίοδος της χούντας, όπου το 1973, το επιτόκιο ήταν 4% και ο πληθωρισμός 15,5%.

Το 1974, με πληθωρισμό 26,5%, το επιτόκιο παρέμεινε στο 4%. Από το 1985, για πρώτη φορά, επιτράπηκε στα Ταμεία να καταθέτουν τα αποθεματικά τους με τα τρέχοντα επιτόκια και πάλι με μεγάλες απώλειες.

Από τη δεκαετία του 1990, με το νόμο 2076/1992 (κυβέρνηση ΝΔ), δόθηκε η δυνατότητα στα Ταμεία να τζογάρουν το 20% των αποθεματικών τους στο χρηματιστήριο. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε με το νόμο 2676/1999 (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ) και παράλληλα δόθηκε η δυνατότητα σε συμμετοχή των Ταμείων στα λεγόμενα «νέα» τραπεζικά και άλλα προϊόντα.

Από το 1994 ο λογαριασμός των διαθεσίμων έγινε έντοκος. Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ όμως απαγορεύθηκε να δίνει τόκο. Έτσι, από το 1997 τα χρήματα τοποθετούνταν κατά κύριο λόγο σε ομόλογα και η πρόσοδος των Ταμείων ήταν αποτέλεσμα της διαχείρισης του «Κοινού Κεφαλαίου». Οι αποδόσεις τους μάλιστα παραδοσιακά ήταν οι υψηλότερες της κατηγορίας στην αγορά.

Την περίοδο 1999-2002 και 2008-2009 χάθηκαν περίπου 7 δισ. ευρώ στο χρηματιστηριακό τζόγο/αγορά μετοχών από τα ασφαλιστικά ταμεία κ.ά.

Ουσιαστικά, ανατέθηκε εν λευκώ στους τραπεζίτες η διαχείριση των αποθεματικών των Ταμείων.

Από την αγορά των λεγόμενων «δομημένων ομολόγων» χάθηκαν επίσης τεράστια ποσά. Ακόμη, είναι δύσκολο να υπολογιστεί το μέγεθος της ζημιάς από την απομείωση της αξίας των τίτλων που διαθέτουν έως σήμερα.

Για να κατανοήσει κανείς λοιπόν το τι συμβαίνει σήμερα με το ασφαλιστικό πρέπει να ξεκαθαρίσουμε στο μυαλό μας ότι υπάρχουν δύο αντιδιαμετρικά αντίθετα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης: Το κεφαλαιοποιητικό (που οι περισσότεροι εσφαλμένα πιστεύουν ότι έχουμε στην Ελλάδα, και για αυτό διαμαρτύρονται) και το αναδιανεμητικό (που πραγματικά έχουμε).

·         Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα
Η βασική στόχευση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος δεν είναι η κοινωνική αλληλεγγύη, αλλά η επίτευξη της μέγιστης οικονομικής αποδοτικότητας. Η αρχή που διέπει τη λειτουργία τους είναι αυτή της ατομικής κεφαλαιακής συσσώρευσης, σύμφωνα με την οποία το ύψος των παρεχόμενων συντάξεων είναι συνάρτηση της ικανότητας των ατόμων να αποταμιεύουν εισοδήματα κατά τη διάρκεια του εργάσιμου βίου τους. Η κεφαλαιοποιητική μέθοδος χρηματοδότησης στηρίζεται εξολοκλήρου στις δυνάμεις της αγοράς, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και τη βάση λειτουργίας των ασφαλιστικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον ιδιωτικό τομέα. Η αποδοτικότητα αυτών των συστημάτων δεν εξαρτάται από τις κοινωνικές συνθήκες, αλλά από την επέκταση και την κερδοφορία των εγχώριων και διεθνών χρηματαγορών, αφού η λογική τους συνίσταται στην επένδυση των αποθεματικών σε χρηματιστηριακά προϊόντα με σκοπό την υψηλή κερδοφορία, ενώ το κράτος έχει μικρή επιρροή, και κυρίως εποπτικό ρόλο στην όλη διαδικασία.
Οι πολιτικές που σχετίζονται με το ασφαλιστικό στις μέρες μας πριμοδοτούν το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, καθώς συνιστά μια κεντρική νεοφιλελεύθερη επιλογή και η λειτουργία του είναι συνυφασμένη με την προώθηση των συμφερόντων του χρηματιστηριακού κεφαλαίου. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η αστάθμητη λειτουργία των χρηματαγορών αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα του εν λόγω συστήματος, αφού δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί το ύψος και η διάρκεια των συνταξιοδοτικών εισοδημάτων.

·         Το αναδιανεμητικό σύστημα
Τα αναδιανεμητικά συστήματα από την άλλη, στηρίζονται στην αρχή των τρεχουσών πληρωμών, δηλαδή οι σημερινοί εργαζόμενοι καταβάλλουν τις εισφορές από τις οποίες χρηματοδοτούνται οι τρέχουσες συντάξεις. Από την παραπάνω αρχή προκύπτει και το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του τρόπου χρηματοδότησης: η διαγενεακή αλληλεγγύη. Ιστορικά, το εν λόγω μοντέλο προέκυψε από τη μετεξέλιξη της αλληλοβοηθητικής ασφάλισης, που αναπτύχθηκε κυρίως ανάμεσα στους μισθωτούς και για αυτό το λόγο στηρίζεται στις εισφορές. Η ανάδειξή του σε κυρίαρχο μοντέλο οφείλεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, στους αγώνες διάφορων μερίδων της εργατικής τάξης, ενώ σε άλλες περιπτώσεις στην πρωτοβουλία της κρατικής γραφειοκρατίας.
Η κοινωνική ασφάλιση εδώ λοιπόν λειτουργεί σαν αλυσίδα: οι σημερινοί εργαζόμενοι πληρώνουν εισφορές, οι οποίες αναδιανέμονται άμεσα ως συντάξεις στους τωρινούς συνταξιούχους. Όταν φτάσει η ώρα των σημερινών εργαζόμενων να βγουν στη σύνταξη, αυτή θα προέλθει από τις εισφορές των μελλοντικών εργαζόμενων. Από τις εισφορές επίσης, τα ταμεία δημιουργούν αποθεματικά για τις ανάγκες ρευστότητας του κοντινού μέλλοντος. Στα θετικά του συστήματος πρέπει επίσης να προστεθεί και η ομαλή μεταφορά εισοδημάτων σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής του εργαζόμενου, αφού η δομή του διευκολύνει την έμμεση τιμαριθμική αναπροσαρμογή των συντάξεων, καθιστώντας το έτσι σημαντικό όπλο στην αντιμετώπιση της φτώχειας που πλήττει κατά κύριο λόγο την τρίτη ηλικία. Στο σύστημα αυτό τον κυριότερο ρόλο παίζει η διαδικασία της αναδιανομής, την οποία αναλαμβάνει το κράτος.
Το γεγονός ότι το διανεμητικό σύστημα είναι μία κοινωνικά γειωμένη μέθοδος χρηματοδότησης των συντάξεων το καθιστά αυτόματα αρκετά ευαίσθητο στις μεταβολές της κοινωνικοπολιτικής και της εργασιακής δομής. Η χρυσή εποχή για τα διανεμητικά συστήματα ήταν η περίοδος της κεϋνσιανής συναίνεσης, όταν ο βασικός προσανατολισμός των κρατικών πολιτικών, ήταν η επίτευξη της πλήρους απασχόλησης και η ενίσχυση της συνολικής ζήτησης. Το αυξημένο επίπεδο απασχόλησης διεύρυνε τη δεξαμενή των εισφορών εξασφαλίζοντας ένα ικανοποιητικό επίπεδο συντάξεων, το οποίο με τη σειρά του ενίσχυε την αγοραστική δύναμη όσων ήταν έξω από την αγορά εργασίας διασφαλίζοντας το επίπεδο της συνολικής ζήτησης.
Η διάρρηξη της κεϋνσιανής συναίνεσης, σε συνδυασμό με τις δημογραφικές μεταβολές, οδήγησε τα διανεμητικά συστήματα σε κρίση. Συγκεκριμένα, η εγκατάλειψη της πλήρους απασχόλησης και η εισαγωγή των ευέλικτων μορφών εργασίας συρρίκνωσαν το ασφαλισμένο εργατικό δυναμικό, περιορίζοντας τη δεξαμενή των εισφορών. Από την άλλη πλευρά, το πέρασμα της γενιάς της πλήρους απασχόλησης στη σύνταξη οδήγησε σε επέκταση των απαιτούμενων κονδυλίων, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις ξεπερνούν τις καταβαλλόμενες εισφορές. Αυτό λοιπόν που είναι βασικό να κατανοήσουμε είναι πως, στο αναδιανεμητικό σύστημα, η σύνταξη είναι μεν ανάλογη των εισφορών, δεν είναι όμως υποχρεωτικό το ύψος της να αντιστοιχεί σε αυτές. Το ύψος λοιπόν των συντάξεων μοιραία εξαρτάται από μια σειρά οικονομικών παραμέτρων με σημαντικότερες την ανεργία και την δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, μιας και στην Ελλάδα ένας από τους βασικούς χρηματοδότες του ασφαλιστικού συστήματος, εκτός από τους εργαζόμενους και τους εργοδότες είναι και το κράτος.
Ας δούμε τώρα ποια δεδομένα έχουν δημιουργηθεί στην Ελλάδα μετά από εφτά χρόνια οικονομικής κρίσης και πως επηρεάζεται η ομαλή λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος, η προάσπιση του οποίου θα πρέπει να αποτελεί σημαντικό διακύβευμα για μια κυβέρνηση που θα ήθελε να αυτοπροσδιορίζεται ως Αριστερή.
Όπως προείπαμε, το ελληνικό Ασφαλιστικό σύστημα είναι διανεμητικό. Οι σημερινοί εργαζόμενοι «διανέμουν» μέρος του εισοδήματός τους σε προηγούμενες γενιές. Οι εισφορές των εν ενεργεία εργαζόμενων, και όχι μόνο, χρησιμοποιούνται από τα Ταμεία για να καταβληθούν οι συντάξεις στους υφιστάμενους συνταξιούχους. Και εδώ ξεκινάνε τα δύσκολα:
Κρίσιμη παράμετρος στη λειτουργία του αναδιανεμητικού συστήματος είναι η αναλογία εργαζόμενων-συνταξιούχων. Ειδικότερα, όταν η αναλογία εργαζόμενων-συνταξιούχων είναι υψηλή, το διανεμητικό σύστημα μπορεί να είναι πολύ γενναιόδωρο, καθώς υπάρχουν πολλοί που εισφέρουν (εργαζόμενοι) και λίγοι που λαμβάνουν (συνταξιούχοι). Στο διάγραμμα που ακολουθεί αποτυπώνεται η καθοδική πορεία που είχε η αναλογία εργαζομένων-συνταξιούχων  από το 1975 έως το 2009.















Η επιδείνωση της σχέσης εργαζόμενων-συνταξιούχων σε συνδυασμό με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και τη σταδιακή κυριαρχία επισφαλών μορφών απασχόλησης, συνέπεια των οποίων ήταν χαμηλότερες εισροές στα ταμεία, χειροτέρευσαν την κατάσταση του συστήματος. 
Δεν πρέπει επίσης να παραβλέψουμε όχι μόνο την εκτεταμένη εισφοροδιαφυγή και την απροθυμία των τότε κυβερνήσεων να την πατάξουν, αλλά και τις εθελούσιες εξόδους σε μεγάλους ομίλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με χαρακτηριστικότερη εκείνη του ΟΤΕ το 2007. Τότε το δημόσιο ανέλαβε ένα τεράστιο οικονομικό κόστος για να πουληθεί η εταιρία με ελκυστικότερους όρους στη Deutsche Telekom. Πολλοί εργαζόμενοι σε παραγωγικές ηλικίες συνταξιοδοτήθηκαν, με το σκεπτικό να μειωθεί το εργασιακό κόστος, και στην θέση τους προσλήφθηκαν ή “ενοικιάστηκαν” νέοι εργαζόμενοι με χειρότερους εργασιακούς όρους.
Είδαμε λοιπόν ότι στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα χρησιμοποιούσε το ασφαλιστικό σύστημα για να εδραιώνει την ηγεμονία του “δωροδοκώντας” εμμέσως την κοινωνία και να εξυπηρετεί τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα.
Στο πλαίσιο αυτό το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα εμφανίζονταν να είναι το πιο γενναιόδωρο σύστημα και από τις 30 χώρες του ΟΟΣΑ. Όσον αφορά το ποσοστό αναπλήρωσης δηλαδή το ποσοστό του εισοδήματος των εργαζομένων που «αναπληρώνεται», που καταβάλλεται ως σύνταξη δηλαδή όταν συνταξιοδοτούνται, η Ελλάδα καταλάμβανε το 2009 την 1η θέση στη σχετική κατάταξη.




































Με λίγους εργαζόμενους, απορυθμισμένη αγορά εργασίας και πολύ γενναιόδωρο σύστημα, τα Ταμεία ήταν ελλειμματικά. Για να καταβληθούν οι συντάξεις, το κράτος συνεισέφερε ολοένα και μεγαλύτερα ποσά στα Ταμεία (επιχορηγήσεις, κοινωνικοί και αποδιδόμενοι πόροι). Το 2000 η επιχορήγηση του κράτους προς τα Ταμεία ήταν 4,8 δισ. (3,3% του ΑΕΠ). Το 2009 ήταν 17 δισ. (7,2% του ΑΕΠ).


























Αυτά προς το παρόν. Έπεται συνέχεια…



Ο Δημήτρης Μπέτσος είναι κοινωνιολόγος - εκαπαιδευτικός MSc 

Δεν υπάρχουν σχόλια: