ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ: ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ


Του Δημήτρη Μπέτσου


Το ζήτημα των δικαιωμάτων του ανθρώπου τίθεται σε πολλά σημεία του μαρξιστικού έργου με τη μορφή της κριτικής στους όρους πραγμάτωσής τους εντός του πλαισίου της αστικής κοινωνίας. 

Η κριτική στάση απέναντι στα δικαιώματα του ανθρώπου, που αναπτύσσεται στα πρώτα κείμενα του Μαρξ, από την Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας (1844) μέχρι τη Γερμανική ιδεολογία (1845), με τη μεσολάβηση του Εβραϊκού ζητήματος (1844) και της Αγίας οικογένειας (1845), διαπερνά την μαρξιστική σκέψη και ανάγεται σε πάγια και συνολική θέση. Ακόμα και στο Κεφάλαιο ο Μαρξ, παρόλο που μιλά σχετικά λίγο γι’ αυτά, ολοκληρώνει τη ρητή κριτική των πρώτων του κειμένων, θεωρώντας ότι τα δικαιώματα του ανθρώπου παγιώνουν μια απάνθρωπη κοινωνική κατάσταση που δεν λαμβάνει υπόψη της τον άνθρωπο. 

Είναι επίσης ευρέως γνωστή η οξύτατη κριτική που άσκησε ο Γερμανός φιλόσοφος στο πλέγμα αλλά και στη φιλοσοφία των ατομικών ελευθεριών, όπως αυτές εξαγγέλθηκαν στη «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη», κατά τη γαλλική επανάσταση, επαναλαμβάνοντας την κεντρική του ιδέα, ότι «στον ελεύθερο ανταγωνισμό δεν ελευθερώνονται τα άτομα, αλλά το κεφάλαιο»[1]. 

Ο Μαρξ πραγματεύεται για πρώτη φορά τα δικαιώματα του ανθρώπου στο «Εβραϊκό ζήτημα», που αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς στην ανάπτυξη της σκέψης του. Με το έργο αυτό ο Μαρξ παρεμβαίνει στο δημόσιο πολιτικό διάλογο που είχε ξεκινήσει στη Γερμανία γύρω στα 1842- 1843 σχετικά με το ζήτημα της άνισης νομικής και πολιτικής αντιμετώπισης των Εβραίων από το πρωσικό κράτος. Το «Εβραϊκό ζήτημα», περιλαμβάνει ουσιαστικά τα δύο άρθρα με τα οποία ο Μαρξ συμμετείχε στα Γαλλογερμανικά Χρονικά (δημοσιεύτηκαν το Φεβρουάριο του 1844). Το πρώτο από αυτά απευθύνονταν στον γνωστό νεοεγελιανό φιλόσοφο Μπρούνο Μπάουερ και αποτελούσε την απάντηση του Μαρξ σε δύο του άρθρα αναφορικά με το ζήτημα της παραχώρησης στους Εβραίους ίσων πολιτικών δικαιωμάτων με τους άλλους πολίτες, δηλαδή σχετίζονταν με το θέμα της πολιτικής χειραφέτησης των Εβραίων. Το δεύτερο άρθρο προορίζονταν για εισαγωγή στην «Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου», την οποία ο Μαρξ είχε συγγράψει δίχως να την έχει ολοκληρώσει. 

Πάντως και τα δύο άρθρα εντάσσονται στο γενικότερο πνεύμα της «Κριτικής της κριτικής της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου», προσφέροντας όμως στο συγγραφέα τη δυνατότητα να εμβαθύνει ακόμη περισσότερο στο επίπεδο αναλύσεων αυτού του έργου[2]. 

Έτσι ο Μαρξ είχε την ευκαιρία να καταλήξει σε μια πρώτη απάντηση στο πρόβλημα του ιστορικού υποκειμένου της κοινωνικής απελευθέρωσης, κάνοντας ένα αποφασιστικό βήμα προς τη διαμόρφωση μιας μη ουτοπιστικής αντίληψης για την αταξική κοινωνία. Στο σημείο αυτό η σκέψη του Μαρξ ξεφεύγει από την παράδοση του γαλλικού σοσιαλισμού (Saint-Simon, Proudhon κ.α.) καθώς η χειραφέτηση συνδέεται με ενεργοποίηση του επαναστατικού υποκειμένου. 

Στο πλαίσιο αυτού του άρθρου, που αποτελείται από δύο μέρη, θα ασχοληθούμε με μείζονος σημασίας θεωρητικά ζητήματα που αντιμετώπισε και ανέπτυξε ο νεαρός Μαρξ στο «Εβραϊκό ζήτημα»: 

Με την διατύπωση του αιτήματος για κοινωνική απελευθέρωση ως ολοκλήρωση και πολιτικών ελευθεριών των Εβραίων της Πρωσίας, πολλοί διανοούμενοι από όλη την Ευρώπη τάχθηκαν ενάντια στην άνιση νομική και πολιτική αντιμετώπιση των Εβραίων ενώ η διστακτικότητα πολλών φιλελεύθερων διανοητών να ταχθούν με σαφήνεια κατά της πρωσικής αυθαιρεσίας, δημιούργησε στους κόλπους των διανοούμενων μια έκδηλη επιφυλακτικότητα ως προς την υποστήριξη της εβραϊκής υπόθεσης. 

Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό κλίμα που είχε κυριαρχήσει τη δεδομένη ιστορική συγκυρία, ο Μπρούνο Μπάουερ (1809-1882) συντάσσει δύο άρθρα, «Το εβραϊκό ζήτημα» και το «Η ικανότητα των σημερινών Εβραίων και χριστιανών να γίνουν ελεύθεροι», τα οποία δημοσιεύονται στη συλλογή άρθρων με τίτλο «Εικοσιένα φύλλα από την Ελβετία» που εκδίδονται στη Ζυρίχη στα 1843[3]. 

Με τα δύο αυτά άρθρα ο Μπάουερ ισχυρίστηκε ότι ούτε τα αστικά ούτε τα πολιτικά δικαιώματα μπορούν να ισχύουν σε ένα απολυταρχικό καθεστώς, ανεξάρτητα αν πρόκειται για χριστιανούς ή για Εβραίους υπηκόους. 

Όσο το πρωσικό κράτος παρέμεινε αυταρχικό το αίτημα για τη πολιτική χειραφέτηση των Εβραίων είναι αδύνατο, κάτι που άλλωστε ίσχυε και για τους χριστιανούς Γερμανούς πολίτες. Το ενδεχόμενο αυτό θα ήταν εφικτό μόνο μέσα σε ένα δημοκρατικό καθεστώς διαχωρισμού κράτους και θρησκείας, εντός του οποίου θα ήταν πλέον δυνατή η σταδιακή εξάλειψη του θρησκευτικού συναισθήματος, εφόσον η θρησκεία δεν θα επιβάλλονταν πλέον από το κράτος αλλά θα ήταν καθαρά θέμα ελεύθερης προσωπικής επιλογής. 

Ο Μπάουερ πίστευε ότι το πρόβλημα της πολιτικής χειραφέτησης εξαρτιόνταν άμεσα από το ζήτημα της θρησκευτικής χειραφέτησης, και για τον λόγο αυτό θεωρούσε ότι κανείς στα γερμανικά κράτη, που ήταν κατά βάση χριστιανικά, δεν ήταν πραγματικά ελεύθερος. 

Ειδικά για την περίπτωση των Εβραίων το αίτημα για πολιτική χειραφέτηση δεν μπορούσε καν να διατυπωθεί δημόσια, αφού η θρησκευτική τους φύση τους εμπόδιζε να αναγνωριστούν από το χριστιανικό κράτος. Η αντίθεση αυτή είναι επομένως θρησκευτικής φύσεως και θα ξεπεραστεί οριστικά μόνο όταν και τα δύο μέρη, οι Εβραίοι και το χριστιανικό κράτος, απεμπολήσουν την θρησκευτική τους ταυτότητα, κάτι δηλαδή που θα συμβεί μόνο με την κατάργηση της ίδιας της θρησκείας. 

Ο Μαρξ, στο ομώνυμο βιβλίο, θέτει το Εβραϊκό ζήτημα με άλλους όρους και σε μια τελείως διαφορετική θεωρητική βάση. Το βασικό λάθος του Μπάουερ, κατά τον Μαρξ, είναι ότι η κριτική που ασκεί περιορίζεται μόνο στο χριστιανικό κράτος και όχι στο κράτος καθεαυτό, με συνέπεια να μην υποβάλλει σε έρευνα την σχέση μεταξύ πολιτικής και ανθρώπινης χειραφέτησης[4]. 

Σύμφωνα με το Μαρξ, η στρεβλή αυτή αντίληψη του Μπάουερ για τη φύση της κρατικής εξουσίας, τον οδηγεί στο να αναγνωρίζει μόνο μια μορφή χειραφέτησης, την πολιτική, χωρίς να αναζητά τη σχέση της με την ανθρώπινη χειραφέτηση. Για τον Μαρξ η πολιτική χειραφέτηση αποτελεί τη μια όψη, είναι ένα στάδιο στην πορεία για την πραγμάτωση της ανθρώπινης χειραφέτησης, σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι η ολοκληρωμένη έκφραση αυτής της τελευταίας.
 
Με άλλα λόγια, η πολιτική χειραφέτηση καθιερώνει την αυτονόμηση του κράτους από τη θρησκεία, αλλά δεν εξασφαλίζει ούτε την πολιτική χειραφέτηση των μελών της πολιτικής κοινωνίας, ούτε την μακροπρόθεσμη έκλειψη της θρησκείας, ως μιας μορφής έκφρασης της αλλοτριωμένης συνείδησης. 

Στο σημείο αυτό ο Μαρξ επικαλείται το ιστορικό παράδειγμα των Η.Π.Α. (αναφέρονται ως βορειοαμερικανική Ομοσπονδία) όπου η θρησκευτικότητα προσλαμβάνεται ως υπόθεση εγκόσμια και αυστηρώς ιδιωτική, αφού εκεί αναγνωρίζεται η ελευθερία οποιουδήποτε θρησκεύματος. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τον Μαρξ, η βορειοαμερικανική Ομοσπονδία είναι μια κατ’ εξοχήν χώρα της θρησκευτικότητας, γεγονός που αποδεικνύει ότι η πολιτική χειραφέτηση μοιάζει ο αναγκαίος αλλά όχι ο καταλυτικός όρος για την εξάλειψη της θρησκείας[5]. 

Το βασικό ζητούμενο για τον Μαρξ λοιπόν είναι η κατάργηση όλων εκείνων των κοινωνικών και ιδεολογικών δεσμών που καθιστούν τη θρησκεία αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η νέα λογική λοιπόν που εισάγει ο Μαρξ αποσκοπεί στον εντοπισμό των διαφορών μεταξύ της πολιτικής και της ανθρώπινης χειραφέτησης καθώς και στην αποκάλυψη των προϋποθέσεων κάτω από τις οποίες είναι δυνατόν να χειραφετηθεί το κράτος πολιτικά χωρίς τα μέλη του να χειραφετούνται ανθρώπινα. 

Ο Μαρξ αναγνωρίζει ως βασική αιτία αυτής της εξέλιξης τη διάκριση που κάνει το σύγχρονο αστικό κράτος ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα του ανθρώπου. Ο διχασμός αυτός της ανθρώπινης ζωής ανάμεσα στην ιδεατή καθολικότητα του πολίτη και την υλική-μπενθαμική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης, αποδεικνύει όχι μόνο την ιδιοτελή βάση πάνω στην οποία θεμελιώνεται το κοινωνικό πράττειν αλλά και την επιτυχή ολοκλήρωση της πολιτικής χειραφέτησης του κράτους. Η τελευταία ως προϊόν της αστικής επανάστασης, αποτελεί για τον Μαρξ μεγάλη ιστορική πρόοδο μέσα στη διαλεκτική κίνηση της ιστορίας. Παρ’ όλα αυτά δεν εξαντλεί από μόνη της ολόκληρο το πλούσιο περιεχόμενο μιας ολόπλευρης ανθρώπινης χειραφέτησης. 

Ο Μαρξ επιστρέφοντας στο ζήτημα της σχέσης θρησκείας και αστικού κράτους, διαπιστώνει πως μέσα σ’ αυτό η θρησκεία τείνει να μην λειτουργεί πλέον ως κρατική ιδεολογία αλλά σταδιακά μετατρέπεται σε μια αμιγώς προσωπική υπόθεση που απασχολεί κάθε μέλους της κοινωνίας των ιδιωτών. Έτσι η θρησκεία, στο σύγχρονο αστικό κράτος, εμπλέκεται στο ανταγωνιστικό πνεύμα που αναπτύσσεται στους κόλπους της κοινωνίας των ιδιωτών, γεγονός που πιστοποιείται, κατά τον Μαρξ, από το παράδειγμα της βορειοαμερικανικής Ομοσπονδίας, όπου μέσα σ’ ένα κατ’ εξοχήν πολυεθνικό περιβάλλον εμφανίζεται πληθώρα θρησκευτικών δογμάτων και αιρέσεων.

Η αναγωγή του θρησκεύματος σε ζήτημα καθαρά ατομικής επιλογής εκφράζει, για τον Μαρξ, τον χωρισμό του ανθρώπου από την κοινότητά του, από τον εαυτό του και από τους άλλους ανθρώπους[6]. 

Ο Μαρξ δίνει ιστορική διάσταση στην αφηρημένη ανθρωπολογική κριτική της θρησκείας από τον Φόιερμπαχ, καθώς αναγνωρίζει ότι αυτή –η κριτική- καθίσταται δυνατή μόνο στο ιστορικό πλαίσιο που χαράσσει η ανερχόμενη αστική κοινωνία, εντός του οποίου μεταβάλλεται η συμβολική λειτουργία της θρησκείας[7]. 

Στη σύγχρονη αστική κοινωνία λοιπόν, που άρχιζε τότε να σχηματίζεται, οι Εβραίοι μπορούσαν να χειραφετηθούν πολιτικά χωρίς να απαρνηθούν την ιουδαϊκή τους πίστη, σε αντίθεση με όσα πίστευε ο Μπάουερ. 

Η πολιτική χειραφέτηση δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και την ανθρώπινη χειραφέτηση, ούτε προϋποθέτει την άρνηση της θρησκείας εν γένει, όπως υποστήριζε ο Μπάουερ. Αντίθετα για τον Μαρξ, η πολιτική χειραφέτηση δεν είναι η ανθρώπινη χειραφέτηση, και η ρίζα αυτής της αντίφασης βρίσκεται στην ίδια την ουσία και την κατηγορία της πολιτικής χειραφέτησης[8]. 

(συνεχίζεται)


Ο Δημήτρης Μπέτσος είναι κοινωνικός επιστήμονας - εκπαιδευτικός



Παραπομπές:


[1]Μαρξ,Κ., Grundrisse: Βασικές αρχές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, 1857-1858, ελλ. μτφρ. εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 1990, σελ. 498

[2]Μαρξ,Κ., Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, ελλ. μτφρ. Μπ. Λυκούδης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1978

[3]Μαρξ,Κ., Το εβραϊκό ζήτημα, εισ. Μ. Rossi, μτφρ. Γ. Κρητικός, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1978, σελ.20

[4]Μαρξ,Κ., οπ.π., σελ. 68

[5]Μαρξ,Κ., οπ.π., σελ. 68-71

[6]Μαρξ,Κ., οπ.π., σελ. 78

[7]Μαρξ,Κ., οπ.π., σελ. 81

[8]Μαρξ,Κ., οπ.π., σελ. 87

Δεν υπάρχουν σχόλια: