L A B O R E M U S



Του Σήφη Φανουράκη


«Μετά την ολοκλήρωση των προγραμμάτων της Ιρλανδίας της Πορτογαλίας της Ισπανίας και της Κύπρου θέλουμε η Ελλάδα να γίνει το επόμενο successstory. Αυτό μπορεί να γίνει αν μετά την έως τώρα προσπάθεια συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησε με το πρόγραμμα του ESM».
(Κλάους Ρέγκλινγκ - επικεφαλής του ESM)

O ΣΥΡΙΖΑ, από κόμμα διαμαρτυρίας με «αριστερό» πρόσημο, μετατράπηκε σταδιακά σε σταθεροποιητικό παράγοντα του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

Διαχειρίστηκε και διαχειρίζεται το τέλος της λιτότητας και των μνημονίων  με τολμηρές πρωτοβουλίες στο προσφυγικό, στο μακεδονικό, με «αριστερή τεχνογνωσία» και με δικαίωμα στη λήθη. Αποτελεί πλέον την πειραματική πολιτική δύναμη για το «Ευρωπαϊκό στερέωμα».

Ωστόσο, η καθημερινή εμπειρία της κυβερνητικής πολιτικής βρίσκεται σε συνεχή σύγκρουση με τις ριζωμένες πεποιθήσεις των μελών του κυβερνητικού κόμματος και τους προκαλεί ένα συνεχές συναίσθημα άρνησης της πραγματικότητας. 

Για παράδειγμα,«αποδέχονται»,ότι το μνημόνιο που υπέγραψε η κυβέρνηση τον Ιούλιο του ΄15 ήταν η μόνη λύση και μάλιστα το βιώνουν με μια ιδιότυπη καρτερικότητα, τη γνωστή «αριστερή καρτερικότητα». Προσαρμόζουν τις πεποιθήσεις τους στη δική τους ερμηνεία της πραγματικότητας, και ταυτίζουν την ιδεολογία τους ή την πολιτική τους αντίληψη με τις πολιτικές επιλογές του «πολιτικού ηγέτη»τους, ενεργοποιώντας έναν αμυντικό μηχανισμό άρνησης της πραγματικότητας.

Μετά τον Ιούλιο του 2015  όσα μέλη δεν αποχώρησαν βιώνουν μια δυσάρεστη κατάσταση και ελπίζουν να την αλλάξουν, με ανορθόδοξα  αφηγήματα της πραγματικότητας. Εμπεδώνουν νέες θεωρίες - δικαιολογίες του τύπου: «δεν υπήρχε άλλη λύση και την ευθύνη την έχουν οι προηγούμενοι, ή ζούσαμε με ψευδαισθήσεις για τις οποίες πάντα φταίει κάποια τάση».

Αμφισβητούν αυτά που πίστευαν και εμπιστεύονται πλέον τον πρωταγωνιστή «ηγέτη», ο οποίος δικαιώνει τις πεποιθήσεις τους. Γι΄αυτό άλλωστε δέχτηκαν τον ευτελισμό της εσωκομματικής δημοκρατίας στο συνέδριο και τον αυτοεξευτελισμό τους ως σύνεδροι, που δεν «ξέρουν τι ψηφίζουν» και αποδέχτηκαν να ψηφίσουν αντιφατικά δύο φορές για το ίδιο θέμα.

Στηρίζουν «το αναπτυξιακό» μέλλον της χώρας,στην εφαρμογής του 3ου μνημονίου και το «παράλληλο πρόγραμμα».

Από τη μια υπήρξε η πραγματικότητα της διαρκούς αξιολόγησης, που «πέτυχε» τελικά την ικανοποίηση των «όρων» του 3ου μνημονίου, και από την άλλη, το «παράλληλο πρόγραμμα», το οποίο ήταν και είναι σχεδόν άυλο πρόγραμμα των σταθερών πεποιθήσεών τους, πέρα και έξω από την πραγματικότητα η οποία τους υποχρεώνει να αποδέχονται πλέον ότι: οι «αριστεροί» συνεχίζουν να διαχειρίζονται τα επώδυνα μέτρα του μνημονίου, στελεχώνοντας τον κρατικό μηχανισμό, με κομματικούς υπηρέτες και τυχάρπαστους συνοδοιπόρους, «εφευρίσκοντας μάχες» κατά της διαπλοκής.  Όλα τα άλλα, τα «χαριτωμένα», περί παραγωγικής ανασυγκρότησης και περιφερειακών «αναπτυξιακών» συνεδρίων, χωρίς την ανατροπή των σημερινών ταξικών και πολιτικών συσχετισμών, αποτέλεσαν και αποτελούν απλώς «έξυπνες κινήσεις» διαχείρισης κάποιων ικανών «διαπραγματευτών» και της κομματικής γραφειοκρατίας.

Το κυβερνών κόμμα αποτελεί ήδη μέρος του μηχανισμού που υποτίθεται ότι καταγγέλλει, ενώ ταυτόχρονα εφαρμόζει μέτρα ενάντια στα στρώματα που υποτίθεται ότι αποτελούσαν και αποτελούν τα κοινωνικά στηρίγματά του.

Το «πολιτικό προσωπικό» του συγκροτεί σήμερα μια περιφερόμενη «τάξη» αρμοδίων και αναρμόδιων, στελεχώνοντας διάφορες θέσεις εξουσίας. Μετακινείται χωρίς καμία δέσμευση στο πολιτικό και κοινωνικό σώμα από το οποίο προέρχεται και ταυτόχρονα αφομοιώνεται σταδιακά από τον κρατικό μηχανισμό.

Είναι εμφανές ότι το κόμμα αυτό, συγκροτείται από επιμέρους μηχανισμούς και από πρόσωπα που έχουν και προσωπικές στρατηγικές και μικρές ή μεγάλες εξουσίες, εκλέγοντας όργανα για να τα ελέγχουν.

Άλλωστε είναι σαφές ότι, η «αριστερή» ταυτότητα ενός κόμματος κρίνεται  καθημερινά σε ζητήματα διαχείρισης κάθε είδους εξουσίας. Και βέβαια, όταν αναπαράγει τα χαρακτηριστικά της αστικής διακυβέρνησης στην καθημερινή του πολιτική δράση, τότε μιλάμε για μια κυβέρνηση με εμμονή σε λογικές και στρατηγικές της διαχείρισης.

Η επικρατούσα εσωκομματική κατάσταση είναι απογοητευτική: μη συμμετοχή των μελών του στην λήψη κρίσιμων αποφάσεων και μετατροπή των Ο.Μ. σε εκλογικό εργαλείο για την ανάδειξη και εγκαθίδρυση μιας κομματικής γραφειοκρατίας, η οποία κυριαρχεί επί της εσωκομματικής ταξικής διαπάλης και «νέμεται» κυριολεκτικά  τον κρατικό μηχανισμό, αλλά και τον κομματικό.

H «πολιτική διαπάλη» εντός του κόμματος έχει αποκτήσει μικροαστικά χαρακτηριστικά, με νοοτροπίες κατάληψης «καρεκλών» και θέσεων, μετατρέποντας σταδιακά το κόμμα, σε κόμμα κυβερνητικής εξουσίας, με γραφειοκρατική δομή και στελέχη μικροαστικής «ενόρασης», που αναλαμβάνουν την περιφρούρηση της κομματικής «τάξης», αλλά και του προσωπικού βολέματος, χωρίς ιδέες, χωρίς ιδανικά, χωρίς πολιτικό πάθος, με χαμηλό επίπεδο κομματικής μόρφωσης, αλλά όμως με τον απαραίτητο γραφειοκρατικό ναρκισσισμό.

Σχεδόν σε όλα τα όργανα κυριαρχούν τα στελέχη των προηγούμενων δεκαετιών, με συγκεκριμένες κοινωνικές και ταξικές αναφορές κυρίως στα μεσαία στρώματα, με κάποιες προσθήκες από άλλους πολιτικούς χώρους (κύρια  από το άλλοτε κραταιό  ΠΑΣΟΚ),τα οποία και χρησιμοποιούνται ως «μισθοφόροι» για την στελέχωση του κρατικού μηχανισμού.

Ονειρεύεται την «ηγεμονία» του ως κόμμα, αλλά επιλέγει την αστική «ηγεμονία» όπου,αναζητά μόνο τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο, δανειζόμενο ακριβώς την ικανότητα της αστικής τάξης να προβάλλει τη δική της κοσμοθεωρία ως «λογική» και «φυσική», στους άλλους. Χρησιμοποιεί μόνο τους  μηχανισμούς καταστολής που διαθέτει το κράτος,αλλά χωρίς να επιτυγχάνει την χρησιμοποίηση και των μηχανισμών της «συναίνεσης».

Αγνοεί ότι, σύμφωνα με τον Γκράμσι, η ηγεμονία είναι συνάρτηση όχι τόσο των μηχανισμών καταστολής που διαθέτει το κράτος, όσο των μηχανισμών της συναίνεσης.

Απορρίπτει την έννοια της Γκραμσιανής ηγεμονίας σύμφωνα με την οποία, «η πραγματική ηγεμονία επαληθεύεται και νομιμοποιείται στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών ενώ οι θεσμοί όπως, το σχολείο, τα αστικά ΜΜΕ, τα κόμματα, η εκκλησία, διαμορφώνουν το κλίμα συναίνεσης με την αστική εξουσία».

Η στόχευσή του ως κόμμα δεν είναι, η σταδιακή αποδυνάμωση της ιδεολογικής, πνευματικής, πολιτιστικής και αξιακής ηγεμονίας  της κυρίαρχης τάξης και η ανατροπή της, αλλά η αναπαραγωγή της.

Για παράδειγμα από τις αυτοδιοικητικές εκλογές του ΄14 μέχρι και σήμερα προκύπτει ότι είναι, ένα πολιτικό κόμμα που δεν έχει ριζώσει στην κοινωνία και δεν έχει ένα σχέδιο πολιτικής «ηγεμονίας». Είναι ένα κόμμα ασθενές, ένα κόμμα συγκυρίας, το οποίο συμπιέζεται από τις «εσωτερικές ηττημένες δυνάμεις» του, που στηρίζουν το μνημόνιο. Οι αυτοδιοικητικές εκλογές του ΄14 απέδειξαν ότι δεν είχε αποκτήσει βαθιές ρίζες στην κοινωνία. Ουσιαστικά εισέπραξε ψήφο διαμαρτυρίας, ψήφο «επισφαλή» και όχι ψήφο «ταύτισης», χωρίς  να μπορεί να ηγεμονεύσει πολιτικά. Και η κατάσταση παραμένει η ίδια, διότι κόμμα δεν υπάρχει παρά μόνο γραφειοκρατικός μηχανισμός που «διευθετεί»  τις κρατικές θέσεις. Και αυτή η κατάσταση  δεν αντιμετωπίζεται με ταχυδακτυλουργικές χρήσεις του εκλογικού συστήματος.

Η σταδιακή «πτώση» του ριζοσπαστικού χαρακτήρα του, αποτελεί πλέον την ύστατη μαρτυρία της διφορούμενης «αριστερής σκέψης», που ταλαντεύεται ανάμεσα σε «θετικούς» στόχους για να αμβλύνει κάπως τις επιπτώσεις του μνημονίου, και ταυτόχρονα αποτελεί την ενδοσκόπηση της μικροαστικής σοσιαλδημοκρατικής «ενόρασης». 

Ένα τέτοιο κόμμα έχει πλέον καταστρέψει το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς και το έχει μετατρέψει σε «μικροαστικό έπος». Βρίσκεται πλέον σε κρίση στρατηγικών στόχων που δεν οφείλεται σε «κόπωση», αλλά είναι περισσότερο κρίση της ιδεολογικοπολιτικής του στόχευσης.

Βέβαια δεν είναι τυχαία η διαπίστωση της  εφημερίδας La Repubblica η οποία, χαρακτηρίζει τον Τσίπρα ως, «εκείνο – πλέον σπανιότατο – είδος ενός ηγέτη που δεν γνωρίζει, σχεδόν, τι σημαίνει ο λαϊκισμός» ενώ παράλληλα […] δρέπει τους καρπούς των ρεαλιστικών επιλογών του, έστω και αν «το 20% των νοικοκυριών ζει σε συνθήκες φτώχειας. Εκείνο που μετράει είναι «[…] η προοπτική της οικονομικής ανάπτυξης που είναι θετική και η ελάφρυνση του χρέους η οποία επιτρέπει να ατενίζει κανείς το μέλλον, χωρίς υπερβολική ανησυχία».

Αν αποδεχτούμε την πιο πάνω διαπίστωση τότε, η Ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «διατηρητέα δύναμη» του σταθεροποιητικού προγράμματος  συντήρησης και διατήρησης του Ευρωπαϊκού-Γερμανικού συστήματος.

Πέτυχε τη λήξη τη «λιτότητας και του μνημόνιου», αλλά σύμφωνα πάντα με τον Τσίπρα, «το τέλος της λιτότητας δεν σηματοδοτεί εγκατάλειψη της δημοσιονομικής πειθαρχίας».

Είναι σαφές πάντως ότι, αν κινδυνεύει από κάτι αυτό το κόμμα, δεν είναι τα μέλη κάποιας «εσωτερικής» αντιπολίτευσης, αλλά από εκείνους που έχουν εσωτερικεύσει την ήττα εφαρμόζοντας το «τρίτο μνημόνιο», το οποίο σταδιακά μεταμορφώνεται πλέον σε ενεργό ιδεολογικό μηχανισμό της «αριστερής» λιτότητας που οδηγεί σε ένα «αναπτυξιακό πρόγραμμα», το οποίο προσγειώνει τις σοσιαλιστικές ουτοπίες στον κοινωνικό ρεαλισμό με κύριο στόχο: «την μακροοικονομική και δημοσιονομική σταθερότητα και την ανθεκτικότητα στις εξωτερικές κρίσεις», στα πλαίσια πάντα του δόγματος της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς.

Επιτέλους μετά από χρόνια, η Ελληνική Αριστερά σταθεροποιείται πλέον στον «αστερισμό» της άλλοτε Ε.Α.Δ.Ε.(αντιδεξιού μετώπου) του αειμνήστου Κύρκου και του μετώπου κατά της «επάρατης δεξιάς» του αειμνήστου Α.Παπανδρέου. 

Είναι δε χαρακτηριστικές οι δηλώσεις Δραγασάκη και Παππά σύμφωνα με τις οποίες: 1). «…το τέλος των μνημονίων αποτελεί λοιπόν, και μια νέα αφετηρία για μια μεγάλη κοινωνική συμμαχία, για μια προοδευτική συστράτευση, για να κλείσουμε τον δρόμο στην Ακροδεξιά και τη συντηρητική παλινόρθωση, για τις αναγκαίες μεγάλες αλλαγές σε Ελλάδα και Ευρώπη».

2). «…η κοινωνία έχει ανάγκη από τη συνέχιση και την εμβάθυνση των μεγάλων προοδευτικών τομών στη λειτουργία της δημοκρατίας […] Αυτές τις μεγάλες τομές και τις προοδευτικές πολιτικές καλούνται οι προοδευτικές δυνάμεις του τόπου να τις πραγματώσουν».

Άλλωστε, τελείωσαν οι ψευδαισθήσεις και τα «επαναστατικά εγκαύματα».Τώρα είναι η ώρα του «ρεαλισμού και της συστράτευσης», για το καλό της χώρας εννοείται.

Laboremus λοιπόν, όπως θα λέγαν και οι Ρωμαίοι.



Ο Σήφης Φανουράκης είναι αρχιτέκτονας 


Δεν υπάρχουν σχόλια: