ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΛΩΣΗ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΛΩΣΗ & ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ, ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ:

του Κύρκου Δοξιάδη


Εισήγηση στην ανοικτή εκδήλωση-συζήτηση που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του ιστότοπου "ΡΩΓΜΕΣ" στις 01 Μαρτίου 2019 στο Ηράκλειο Κρήτης:

Κοινωνικο-πολιτική πόλωση, δηλαδή πόλωση που είναι ταυτόχρονα κοινωνική και πολιτική. Πόλωση που προέρχεται από τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ των ανώτερων και των κατώτερων τάξεων της ελληνικής κοινωνίας την οποία επέφεραν η κρίση και τα μνημόνια. Και ταυτόχρονα πόλωση που εκδηλώνεται στο επίπεδο των πολιτικών θεσμών με την έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων που εκπροσωπούν τις εν λόγω τάξεις.

Ας πούμε λοιπόν ότι η πρώτη πλευρά της πόλωσης, η κοινωνική-ταξική, διαπιστώνεται με αντικειμενικά κριτήρια. Είτε επιστημονικά μετρήσιμα (25% μείωση του ΑΕΠ, 27% ανεργία, «κόκκινα» δάνεια και τα συναφή μεγέθη), είτε εμπειρικά παρατηρήσιμα (άστεγοι που κοιμούνται στο πεζοδρόμιο και που ψάχνουν για τροφή σε κάδους σκουπιδιών στο κέντρο της Αθήνας). Κάθε προσπάθεια όμως να προσδιοριστεί ή να καταμετρηθεί αντικειμενικά η πόλωση στο πολιτικό επίπεδο είναι αμφισβητήσιμη εκ των προτέρων ως προς την εγκυρότητά της. Με τι κριτήρια δηλαδή θα κρίναμε ως πιο έντονη τη σημερινή πολωμένη ατμόσφαιρα στην αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων σε σύγκριση, για παράδειγμα, με την εκλογική αναμέτρηση του 1981, με το 1985 και τα χρωματιστά ψηφοδέλτια, ή με την περίοδο 1989-90, μεσούντος του σκανδάλου Κοσκωτά και του «αυριανισμού»;

Ο μόνος τρόπος να κατανοηθεί ο κρίσιμος χαρακτήρας της σημερινής πολιτικής πόλωσης είναι να ιδωθεί ακριβώς υπό το πρίσμα της κοινωνικής-ταξικής της διάστασης. Γι’ αυτό και ο όρος «κοινωνικο-πολιτική πόλωση» εν προκειμένω δεν επιλέχτηκε τυχαία. Το ιδιάζον χαρακτηριστικό της πολωμένης κατάστασης στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ζωή είναι ότι πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση η κεντρική πολιτική διαμάχη προσλαμβάνει έναν άμεσα κοινωνικό-ταξικό χαρακτήρα.


Πριν προχωρήσω θα θέσω κάποιο θεωρητικό ζήτημα. Το οποίο όμως όπως θα δείτε κάθε άλλο παρά μας απομακρύνει από την πρακτική πολιτική. Πρόκειται για το περίφημο ζήτημα της πολιτικής εκπροσώπησης. Δηλαδή ακριβώς το ερώτημα του σε ποιο βαθμό και με ποιον τρόπο συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα εκπροσωπούν κάποιες κοινωνικές-ταξικές δυνάμεις. Δεχόμαστε για παράδειγμα εκ των προτέρων ότι η Νέα Δημοκρατία εκπροσωπεί την αστική τάξη ή το κυρίαρχο τμήμα της; Και ο ΣΥΡΙΖΑ την τάξη των εργαζομένων και των ανέργων καθώς και τα κοινωνικά κινήματα; Αρκεί για παράδειγμα η αυτοτοποθέτηση στα αριστερά ή δεξιά έδρανα της Βουλής για να αποδεχτούμε μια τέτοια αντιστοίχηση;

Η απάντηση σε αυτό είναι «όχι βέβαια». Και ο τρόπος με τον οποίο ο μαρξισμός αντιμετωπίζει τούτο το ερώτημα όπως και πολλά άλλα είναι το περίφημο «κριτήριο της πρακτικής». Αν ο ΣΥΡΙΖΑ τόσο στην οικονομική του πολιτική όσο και σε ζητήματα που αφορούν ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα είχε την ίδια πρακτική με τη ΝΔ, όσο και αν διαρρήγνυε τα ιμάτιά του ότι εκπροσωπεί τις κατώτερες τάξεις και τα κινήματα δεν θα γινόταν πιστευτός για κάτι τέτοιο. Με άλλα λόγια, η πολιτική εκπροσώπηση των κοινωνικών-ταξικών δυνάμεων είναι το αενάως ζητούμενο της ίδιας της πρακτικής των πολιτικών κομμάτων. Δεν είναι ούτε εκ των προτέρων δεδομένο ούτε κατακτάται μιας διά παντός από οιονδήποτε πολιτικό φορέα ως προνόμιο ή τίτλος τιμής. Άσε που και για τη ΝΔ, αν δεν λαμβάναμε υπ’ όψη τη δική της πρακτική, θα έπρεπε να δεχτούμε αδιαμαρτύρητα την αξίωσή της ότι εκείνη είναι ο γνήσιος εκπρόσωπος των λαϊκών συμφερόντων.

Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα. Και πάλι σύμφωνα με τον μαρξισμό, οι κοινωνικές τάξεις δεν ορίζονται στατικά αλλά δυναμικά. Δηλαδή δεν αρκεί η αυστηρά δομική τους θέση στον τρόπο παραγωγής, αν κατέχουν ή όχι μέσα παραγωγής κ.ο.κ. Αλλά έχει σημασία και η θέση και λειτουργία τους μέσα στις ταξικές διαμάχες. Με ποια ή με ποιες τάξεις αντιπαρατίθενται, με ποια ή ποιες δυνάμει συμμαχούν. Πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει ότι οι τάξεις δεν ορίζονται με μόνον στενά οικονομικά κριτήρια. Υπεισέρχονται στον ορισμό τους και ιδεολογικο-πολιτικά ζητήματα που έχουν να κάνουν με συσχετισμούς δύναμης, με την άσκηση εξουσίας, καθώς και με ζητήματα ιδεολογικών ταυτοτήτων και αντιπαραθέσεων. «...[Ο]ι τάξεις υπάρχουν στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο υπό τη μορφή συνάρθρωσης και όχι αναγωγής», επισημαίνει ο ErnestoLaclau. Για να εξηγήσει ακριβώς ότι τα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά μιας τάξης δεν ανάγονται εκ των υστέρων στον οικονομικό της προσδιορισμό ως «αντανάκλαση» ή ως «προκάλυμμα» των οικονομικών της συμφερόντων. Αλλά παρεμβαίνουν καθοριστικά στον ίδιο τον χαρακτήρα της ως κοινωνικής τάξης, συνδυαζόμενα και αλληλοενισχυόμενα με τους οικονομικούς της προσδιορισμούς.

Για παράδειγμα, αν για αρκετές δεκαετίες οι αστικές τάξεις των περισσότερων δυτικο-ευρωπαϊκών χωρών ασπάζονταν την ιδεολογία του πολιτικού φιλελευθερισμού, αυτό δεν οφειλόταν στο ότι η εν λόγω ιδεολογία εξέφραζε γενικώς και αορίστως τα συμφέροντα της αστικής τάξης ή του καπιταλισμού. Αλλά στο ότι οι συγκεκριμένες τάξεις ασκούσαν ηγεμονία επί των κατώτερων και μεσαίων τάξεων διά μέσου των νομικο-πολιτικών θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και των εκπαιδευτικών και επικοινωνιακών μηχανισμών που τη συνοδεύουν και τη στηρίζουν. Η ίδια η αστική τάξη ήταν πολιτικά φιλελεύθερη όχι επειδή ο πολιτικός φιλελευθερισμός ήταν ένα ανεστραμμένο ή διαστρεβλωτικό είδωλο του τι συνέβαινε στην οικονομία. Αλλά επειδή τααστικά κοινοβουλευτικά κόμματα και οι δημοκρατικοί θεσμοί αποτελούσαν τις συνθήκες που της επέτρεπαν να υπάρχει κατά τρόπο ενεργητικό και πρακτικό ως άρχουσα τάξη σε μια κατάσταση σχετικής κοινωνικής συνοχής και ειρήνης. Μια μη πολωμένη εσωτερική κατάσταση επομένως σηματοδοτούσε τόσο τις συνθήκες ιδεολογικο-πολιτικής ηγεμονίας όσο και τον τρόπο με τον οποίο είχε συγκροτηθεί η ίδια η αστική τάξη κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στη Δυτική Ευρώπη. Ας πούμε κιόλας ότι ο ιδιάζων μη πολωτικός χαρακτήρας της αστικής τάξης εκείνης της εποχής και γεωγραφικής περιοχής ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός θεράπευε τις βαθιές και επικίνδυνες πληγές που του είχε αφήσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Σχηματοποιώντας, θα λέγαμε πως αν η δυτικο-ευρωπαϊκή αστική τάξη συγκροτήθηκε ιδεολογικο-πολιτικά από τον πολιτικό φιλελευθερισμό και τον κοινοβουλευτισμό, η αντίστοιχη συγκρότηση της δικής μας αστικής τάξης κατά την ίδια περίοδο διεκπεραιωνόταν από τον αντικομμουνισμό και το πελατειακό σύστημα. Τόσο ο μεν όσο και το δε θα μπορούσαν να ιδωθούν ως διαστρεβλωτικές καρικατούρες του πολιτικού φιλελευθερισμού και του κοινοβουλευτισμού αντίστοιχα. Αλλά βέβαια πρόκειται για κάτι παραπάνω από αυτό. Ο μεν αντικομμουνισμός ήταν το ίδιο το μετεμφυλιακό κράτος, με τη νομοθετική του βαρβαρότητα, το ανεξέλεγκτο παρακράτος και τις τρομοκρατικές πρακτικές διώξεων και περιθωριοποίησης του ταξικού και πολιτικού αντιπάλου. Εν ολίγοις, ο αντικομμουνισμός ήταν το ιδεολογικο-πολιτικό εκείνο σύστημα με το οποίο η ελληνική αστική τάξη αναγκάστηκε να αποδεχτεί στην πράξη πως δεν μπορούσε να διατηρήσει την κυριαρχία της δίχως την ουσιαστική αρωγή των δωσιλόγων και των ταγματασφαλιτών. Ενώ το πελατειακό κράτος ήταν ο τρόπος με τον οποίο τα αστικά κόμματα κέρδιζαν τις εκλογές που αναγκάζονταν παρ’ όλα αυτά να διεξάγουν. Καθώς και η επέκταση στο κοινοβουλευτικό σύστημα της γενικευμένης και συστηματοποιημένης διαφθοράς που και πάλι χαρακτήριζε ως τέτοιες τις πρακτικές της εγχώριας αστικής τάξης.

Το περίφημο «Κι εμείς θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα» το είχε πει ο Ηλίας Ηλιού στον Κωνσταντίνο Τσάτσο σε μια συνομιλία τους το 1962, όταν εκείνος του είχε πει: «Θα σας ταράξουμε στο ξύλο». Δεν ήταν λοιπόν μια όψιμη τυπολατρική επίκληση της αστικής νομιμότητας από μέρους του κορυφαίου στελέχους της Αριστεράς. Ήταν μια προσεκτικά σχεδιασμένη στρατηγική επιλογή. Δεδομένου ακριβώς ότι η στρατηγική του αντιπάλου, δηλαδή των αστικών δυνάμεων, ήταν η στρατηγική της συστηματικής και βίαιης καταπάτησης των δικαιωμάτων, που συνδυαζόταν επί πλέον και με τη γενικευμένη διαφθορά. Η Εφημερίδα των Συντακτών επανεκτύπωσε πρόσφατα ένα βιβλιαράκι για τα σκάνδαλα της ΕΡΕ, που είχε βγάλει η ΕΔΑ το 1962 – το ίδιο έτος με τη συνομιλία Τσάτσου-Ηλιού.

Οι όροι λοιπόν της ταξικής και συνάμα πολιτικής πόλωσης στη μετεμφυλιακή και προδικτατορική Ελλάδα είχαν ως εξής: Από την καθεστωτική πλευρά, υπήρχαν οι στρατηγικές του αντικομμουνισμού και της γενικευμένης διαφθοράς, που στηρίζονταν στην πολιτικο-οικονομική ισχύ και στην κρατική και παρακρατική βία. Στο επίπεδο της ιδεολογίας, το καθεστώς δεν τα πήγαινε πολύ καλά. Διότι η περιβόητη «εθνικοφροσύνη» δεν έκανε τίποτε άλλο απ’ το να αναπαράγει την εμφυλιακή διαίρεση σε «εθνικόφρονες» και «μιάσματα». Περισσότερο δηλαδή προκαλούσε για αντιπαλότητα παρά εξασφάλιζε συναίνεση, όπως οφείλει να πράττει κάθε ιδεολογία που στοχεύει να είναι αποτελεσματική ως άσκηση εξουσίας.

Από την άλλη, η Αριστερά και οι λαϊκές τάξεις, ήτοι η ΕΔΑ μαζί με το λαϊκό κίνημα που εκπροσωπούσε, πλήρως αποκλεισμένη απ’ τον κρατικό μηχανισμό και χωρίς οικονομική δύναμη, μόνο την ιδεολογία είχε ως πεδίο στρατηγικής. Και εκεί οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι τα πήγαινε θαυμάσια. Πολύ πριν από την εμφάνιση του Ευρωκομμουνισμού, η ΕΔΑ με την ιδεολογική της πρακτική εφάρμοσε κατά τρόπο σχεδόν υποδειγματικό, θα λέγαμε, τη στρατηγική του «δημοκρατικού δρόμου». Η επιτυχής συνάρθρωση του αριστερού κινήματος με τους αγώνες για τη δημοκρατία οδήγησε σε μια κατάσταση όπου η ιδεολογία της Αριστεράς είχε καταστεί σχεδόν ηγεμονική. Και λέω «σχεδόν» διότι μια ιδεολογία είναι ηγεμονική μόνον εάν συνοδεύεται από πολιτικο-οικονομική ηγεμονία. (Κι ας μιλάει ο Βορίδης για «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς» από τη μεταπολίτευση κι έπειτα.)


Ήταν επιτυχής η συνάρθρωση στο επίπεδο το θεσμικό-πολιτικό, διότι η Αριστερά κατάφερε να αποκτήσει ευήκοα ώτα ακόμη και σε κεντρώο κοινό. Παρ’ ότι η Ένωση Κέντρου από το 1961 κατέστη εκλογικά ο κύριος αντίπαλος της Δεξιάς, οι αγώνες της ΕΔΑ για δημοκρατικές διεκδικήσεις ενάντια στο Παλάτι και στο παρακράτος δημιουργούσαν ρωγμές στην ίδια την πολιτική εκπροσώπηση των αστικών δυνάμεων. Και κάτι τέτοιο ίσχυε μέχρι τη δικτατορία του 1967. Ταυτόχρονα, στη σφαίρα του πολιτισμού η Αριστερά είχε μιαν απήχηση αξιοζήλευτη, λαμβάνοντας και πάλι υπ’ όψη τους πολιτικο-οικονομικούς συσχετισμούς. Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ο αρχηγός των Λαμπράκηδων και ταυτόχρονα ο διεθνούς φήμης συνθέτης του Ζόρμπα δε Γκρηκ. Τα τραγούδια του παίζονταν σε λαϊκές ταβέρνες αλλά τα αγαπούσαν και οι αστοί. Θυμάμαι είχα έναν θείο βασιλικό που λάτρευε τα σκίτσα του Μποστ. Θα μου πείτε, αυτό τον έκανε λιγότερο βασιλικό; Όχι, αλλά αποτελεί ένδειξη ότι ο πολιτισμός της Αριστεράς διαχεόταν στη συνείδηση του κόσμου ως γενικά αποδεκτή κοινωνική δύναμη που η σκληρή καταστολή του αντικομμουνιστικού κράτους δεν είχε καταφέρει να περιθωριοποιήσει.

Στην προδικτατορική Ελλάδα, η κοινωνικο-πολιτική πόλωση λειτουργούσε, τουλάχιστον στο ιδεολογικό επίπεδο, προς όφελος της Αριστεράς. Στις δυτικο-ευρωπαϊκές χώρες την ίδια περίοδο ανθούσε η σοσιαλδημοκρατία. Που είχε προκύψει ακριβώς ως πολιτική έκφραση της μη πόλωσης, δηλαδή της κοινωνικής συναίνεσης που επικράτησε στην Ευρώπη κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Είναι αποκαλυπτικό ως προς αυτό ότι αντίστοιχο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα δεν υπήρχε. Η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου της εποχής του «Ανένδοτου» ήταν έμπρακτη ένδειξη της ρήξης που είχε προκληθεί στο ίδιο το αστικό μέτωπο δυνάμεων. Τμήματα των ελληνικών αστικών δυνάμεων έκριναν πως η σκληρή αντικομμουνιστική καταστολή του μετεμφυλιακού κράτους είχε «φάει τα ψωμιά της» και είχε καταντήσει πλέον επισφαλής αλλά και επικίνδυνη για το ίδιο το αστικό καθεστώς, ακριβώς λόγω της αναπαραγωγής της εμφυλιακής πόλωσης που προξενούσε. Δεν θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξουμε πως ο «Ανένδοτος» του Γεωργίου Παπανδρέου εναντίον του Παλατιού και της Δεξιάς είχε βιωθεί ως διάσπαση από το αστικό καθεστώς. Εξ ου και το ότι το εν λόγω καθεστώς απάντησε με μια άλλη διάσπαση, στο εσωτερικό του «διασπαστικού κόμματος» της Ένωσης Κέντρου. Αναφέρομαι προφανώς στην  αποστασία του 1965.

Σε άρθρο μου στην Εφ.Συν., είχα υποστηρίξει πως -εκ των υστέρων, βέβαια- είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε την ιδιαιτερότητα του ΠΑΣΟΚ, αν λάβουμε υπ’ όψη ότι το ΠΑΣΟΚ κλήθηκε να παίξει μέσα σε λιγότερο από τρεις δεκαετίες τον στρατηγικό ρόλο που τα δυτικοευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα χρειάστηκαν περίπου οχτώ δεκαετίες και δύο παγκοσμίους πολέμους για να εκπληρώσουν.

Ο αντιφατικός χαρακτήρας του ΠΑΣΟΚ σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στο ότι συμπύκνωσε σε συγκριτικά ελάχιστο ιστορικό χρόνο τις αμφίρροπες κοινωνικο-πολιτικές διεργασίες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Αυτή η τελευταία, από τη μια, αποτελούσε προσπάθεια μεταρρύθμισης του καπιταλιστικού συστήματος προς όφελος των μεσαίων και κατώτερων τάξεων και εις βάρος της ασυδοσίας του μεγάλου κεφαλαίου. Από την άλλη όμως, δεδομένου πως ποτέ δεν απείλησε ριζικά την ταξική δομή του συστήματος (τουλάχιστον μετά τη διάλυση της Β΄ Διεθνούς), μακροπρόθεσμα συνέβαλε στη βαθμιαία ενσωμάτωση των εν λόγω τάξεων στον καπιταλισμό. Με τελική κορύφωση βέβαια την πλήρη προσχώρησή της στα κελεύσματα του νεοφιλελευθερισμού. Η εντυπωσιακή ασυνέπεια που χαρακτήρισε τη ραγδαία μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ δεν οφείλεται στην χαρακτηρολογική ασυνέπεια των στελεχών του, ούτε στους έξωθεν «εναγκαλισμούς» του κατεστημένου. Αλλά στο ότι σε διάστημα μόλις δυόμισι δεκαετιών το κόμμα αυτό έπρεπε αρχικά να κερδίσει την εμπιστοσύνη των κατώτερων και μεσαίων τάξεων με φιλολαϊκά μέτρα και εκδημοκρατισμό της κοινωνίας: ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, εκσυγχρονισμός του οικογενειακού δικαίου, εκδημοκρατισμός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Και κατόπιν να συμβάλει στην ενσωμάτωσή τους στον ευρωπαϊκό –νεοφιλελεύθερο πλέον- καπιταλισμό. Δεν έχουμε λοιπόν έναν αριστερό ριζοσπαστισμό ο οποίος στη συνέχεια αυτοπροδόθηκε, αλλά μια βεβιασμένη ιστορική διαδικασία στρατηγικής αφομοίωσης στο καπιταλιστικό σύστημα.

Χωρίς να σχηματοποιούμε υπερβολικά επομένως, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως η αποτυχία του «πειράματος» της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, μ’ άλλα λόγια, η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, είναι ταυτόχρονα μια από τις κυριότερες ενδείξεις ότι η περιπόθητη συναίνεση που αποτελούσε κεντρικό στόχο κάποιων «πεφωτισμένων αστών» πολιτικών στη μεταπολίτευση είχε εκ των προτέρων βραχύβια προοπτική. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε πει σε στενό κύκλο λίγο μετά τη μεταπολίτευση: «Τώρα κανονικά ήταν η σειρά του Φλωράκη, όχι η δική μου.» Τούτη η αφοπλιστικά ειλικρινής εξομολόγηση από μέρους του ηγέτη της σκληρής προδικτατορικής Δεξιάς αποκαλύπτει ανάγλυφα μια σημαντική μεταστροφή ενός τμήματος του αστικού πολιτικού κόσμου μετά την εμπειρία της δικτατορίας και της τραγωδίας της Κύπρου. Η νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, δηλαδή των Κομμουνιστικών Κομμάτων –για να μην ξεχνιόμαστε-, η εγκαθίδρυση γενικότερα για πρώτη φορά στην Ελλάδα μιας γνήσιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αποτελούσαν μια απεγνωσμένη προσπάθεια από ένα μικρό αλλά σημαντικό καθ’ ότι ηγετικό εκείνη την εποχή τμήμα του αστικού πολιτικού προσωπικού για τον τραγικά καθυστερημένοθεσμικο-πολιτικό εκσυγχρονισμό.

Όπερ με ιστορικο-υλιστικούς όρους μεθερμηνευόμενον σήμαινε ότι ένα μέρος του ίδιου του κόμματος του κυρίαρχου τμήματος του αστικού καθεστώτος πλέον είχε «βάλει μυαλό» κι είχε καταλάβει πως αστικός εκσυγχρονισμός, δηλαδή ομαλή ένταξη στο διεθνές καπιταλιστικό γίγνεσθαι, μπορεί να επισυμβεί μόνο υπό συνθήκες στοιχειώδους κοινωνικής συναίνεσης. Τον ρόλο που ανεπιτυχώς τελικά προσπάθησε να παίξει προδικτατορικά η Ένωση Κέντρου τον έπαιζε τώρα το ίδιο το κόμμα της Δεξιάς. Γι’ αυτό και η πρώτη δεν είχε πλέον λόγο ύπαρξης και πέρασε βαθμηδόν στην παρακμή και στην πλήρη αφάνιση.

Στους φοβικούς μεγαλοαστούς, που είχαν μείνει κολλημένοι στην έστω ανεπαρκή ασφάλεια που τους παρείχε η άγρια καταστολή της προδικτατορικής και δικτατορικής περιόδου, το άνοιγμα του Καραμανλή προς τον πολιτικό εξευρωπαϊσμό ήταν ήδη πολύ. «Κερένσκυ της Ελλάδας»τον ανέβαζαν, «προδότη που εξαπάτησε τον Βασιλιά» τον κατέβαζαν. Από την άλλη, το 54% που εξασφάλισε για τη Δεξιά στις εκλογές του 1974 τους καλάρεσε, όπως και η άνετη εκλογική νίκη του 1977. Αναγκάστηκαν επομένως να τον ανεχτούν. Στους ίδιους αυτούς φοβικούς μεγαλοαστούς άλλωστε, το ραγδαία ανερχόμενο φαινόμενο ΠΑΣΟΚ και Ανδρέα Παπανδρέου προξενούσε τρόμο. Ήδη όμως είχε αρχίσει η εσωκομματική υπονόμευση από τον «γεφυροποιό» Αβέρωφ και τους συν αυτώ από πριν από τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981.

Δεν ήταν όμως όλοι οι μεγαλοαστοί τόσο φοβικοί και στενόμυαλοι. Το φαινόμενο ΠΑΣΟΚ μπόρεσε όντως να παίξει τον ρόλο μιας ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας με ελληνικές ιδιαιτερότητες, στον βαθμό που δεν εξέφραζε μόνο μεσαία και χαμηλά στρώματα αλλά και κυρίαρχα τμήματα της αστικής τάξης. Υπήρχαν μέχρι και μεγαλοεφοπλιστές που στήριζαν τον Ανδρέα Παπανδρέου, διαβλέποντας σε αυτόν έναν πολιτικό ηγέτη που θα προωθούσε τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου. Και ταυτόχρονα το ΠΑΣΟΚ ενσωμάτωνε τις «φωτισμένες» εκείνες αστικές δυνάμεις που ακολουθούσαν τη στρατηγική της κοινωνικής συναίνεσης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολικό να υποστηρίξουμε ότι, παρ’ όλη την έντονη προσωπική αντιπαλότητα μεταξύ Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου, ο δεύτερος «πήρε τη σκυτάλη» από τον πρώτο ως προς την έκφραση της συναινετικής στρατηγικής της ελληνικής αστικής τάξης.

Κατά συνέπεια, η έντονη πολιτική πόλωση που όντως σηματοδότησε την πορεία του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του `80 και κατά τις αρχές της δεκαετίας του `90, στον βαθμό που είχε μια ταξική βάση, στον βαθμό δηλαδή που ήταν και ταξική διαμάχη, δεν ήταν μια διαμάχη μεταξύ τάξεων αλλά μεταξύ δύο διαφορετικών στρατηγικών των ίδιων ταξικών δυνάμεων – των αστικών.Η «ειρωνεία της ιστορίας» είναι ότι η στρατηγική της συναίνεσης επικράτησε όταν πλέον η ίδια η σοσιαλδημοκρατία είχε νεοφιλελευθεροποιηθεί – στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα: αναφέρομαι βέβαια στο ΠΑΣΟΚ επί προεδρίας Κώστα Σημίτη.Επρόκειτο μάλιστα για μια «συναινετική συναίνεση», εφ’ όσον «συναινούσαν» σε αυτήν και τα δύο καθεστωτικά κόμματα.

Θα παραθέσω τώρα ένα από τα πιο σημαντικά αποφθέγματα του Marx, που βρίσκουμε στη δεύτερη παράγραφο ενός από τα πιο πολυσυζητημένα έργα του, της 18ης Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη.Στην πρώτη παράγραφο είχε πει το περίφημο για την ιστορία που επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Αμέσως πιο κάτω λοιπόν λέει: «Οι άνθρωποι φτιάχνουν τη δική τους ιστορία, αλλά όχι με τη δική τους ελεύθερη βούληση∙ όχι υπό συνθήκες που έχουν επιλέξει οι ίδιοι αλλά υπό τις δεδομένες και κληρονομημένες συνθήκες που έχουν να αντιμετωπίσουν.  Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών επικάθεται σαν εφιάλτης στα μυαλά των ζωντανών.»

Παραθέτω και την περίληψη της ταινίας Οι κυνηγοί του Θόδωρου Αγγελόπουλου (ταινία του 1977):

«Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1977, μια ομάδα κυνηγών βρίσκει στην περιοχή κοντά στη λίμνη των Ιωαννίνων, μέσα στο πυκνό χιόνι, το πτώμα ενός αντάρτη του Εμφυλίου. Το αίμα τρέχει ακόμα φρέσκο απ' την πληγή του, παρ' όλο που έχουν περάσει κοντά τριάντα χρόνια. Οι κυνηγοί, όλοι εκπρόσωποι της αστικής τάξης, πολιτικής και οικονομικής [...], μεταφέρουν το πτώμα στο ξενοδοχείο τους, όπου και θα περάσουν μια νύχτα Πρωτοχρονιάς γεμάτη απ' τα φαντάσματα της ιστορικής τους συνείδησης και το φόβο του παρελθόντος. Μπροστά σ' ένα μεγάλο δικαστήριο της Ιστορίας, που λαμβάνει χώρα στη σάλα χορού του ξενοδοχείου, οι καταθέσεις τους μετατρέπονται σε ζωντανούς εφιάλτες της συλλογικής τους συνείδησης. Προς το τέλος της ταινίας, ο αντάρτης που ζωντανεύει μέσα στη φαντασία των τρομοκρατημένων κυνηγών, μετατρέπεται σ' ένα είδος εκδικητή της επανάστασης. Αφού ακούσουν απ' τα χείλη του την καταδικαστική απόφαση, οι αστοί εκτελούνται, για να ξανασηκωθούν, βγαίνοντας από ένα άσχημο όνειρο. Το πτώμα θα επιστρέψει στο χιόνι, και οι κυνηγοί θα συνεχίσουν την πορεία τους στο κατάλευκο τοπίο.»

Δεν είμαι «αγγελοπουλικός» -κάθε άλλο μάλιστα-, αλλά πιστεύω πως αυτή η ταινία είχε συλλάβει κάτι θεμελιώδες που αφορά τον χαρακτήρα της ελληνικής αστικής τάξης μετά τη μεταπολίτευση του 1974. Παρά τις αποσπασματικές συναινετικές στρατηγικές της μεταδικτατορικής καραμανλικής Δεξιάς και κατόπιν του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, η ελληνική αστική τάξη στο μεγαλύτερο τμήμα της, περιλαμβανομένων και των μακροπρόθεσμα ισχυρότερων πολιτικών της εκπροσωπήσεων, ποτέ της δεν απεμπόλησε την εμφυλιοπολεμική ιδεολογία. Ας μην ξεχνάμε πως, ενώ ο «καθαυτό» εμφύλιος διήρκεσε μόλις τρία χρόνια, η εμφυλιοπολεμική κατάσταση διήρκεσε τριάντα: από αμέσως μετά την απελευθέρωση από τη ναζιστική κατοχή το 1944 μέχρι την πτώση της χούντας το 1974. Ολόκληρες γενεές αστών είχαν γαλουχηθεί στο εμφυλιοπολεμικό ιδεολογικο-πολιτικό περιβάλλον.

Ο «εφιάλτης» που αναφέρει ο Marx στο γνωστό του απόφθεγμα, στην περίπτωση της σημερινής Ελλάδας, δεν είναι παρά η μεταλαμπάδευση της εμφυλιοπολεμικής ιδεολογίας στις μεταδικτατορικές γενεές του αστικού καθεστώτος. Η γενεαλογική σειρά Αβέρωφ – Σαμαράς – Βορίδης είναι ίσως η πιο ενδεικτική ως προς αυτό ειδικά το ζήτημα.


Έχουμε λοιπόν το ιστορικο-πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούμε να προσεγγίσουμε την παρούσα κοινωνικο-πολιτική πόλωση. Όπως κάθε κοινωνικο-πολιτική συγκυρία, έτσι και τούτη προκύπτει ως ένα σύμπλεγμα συνεχειών και ασυνεχειών. Στο διεθνές επίπεδο, η βασική ασυνέχεια είναι η χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε το 2008 και ο τρόπος με τον οποίο αυτή αντιμετωπίστηκε στην περίπτωση της Ελλάδας με τα μνημόνια από το 2010 κι έπειτα. Ταυτόχρονα όμως, πάλι σε διεθνές επίπεδο, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη ότι τα μνημόνια δεν προέκυψαν ως μια τυχάρπαστη επιλογή του ΔΝΤ ή των ευρωπαϊκών θεσμών, αλλά ήρθαν κυρίως ως συνέπεια μιας συνέχειας: εκείνης της διεθνούς στρατηγικής του κεφαλαίου. Και συγκεκριμένα, του γεγονότος ότι επικράτησε πλήρως η νεοφιλελεύθερη λογική στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τη συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 και με την έναρξη ισχύος της ευρωζώνης το 2002.

Τούτο το τελευταίο έχει δημιουργήσει μία κατάσταση την οποία είναι αδύνατον να υποτιμήσουμε αν θέλουμε να έχουμε επαφή με την πραγματικότητα. Και την οποία πολύς κόσμος στην Ελλάδα ακόμα δεν έχει πλήρως συνειδητοποιήσει. Με ευθύνη όλων των πολιτικών δυνάμεων, περιλαμβανομένης και της Αριστεράς. Πρόκειται για έναν ιδιότυπο θεσμικό δυϊσμό. Από τη μια, εξακολουθεί να ισχύει ο θεσμός της εθνικής κυριαρχίας. Δεν έχουν καταργηθεί βέβαια τα έθνη-κράτη, ούτε (πλήρως) η συνταγματική αυτονομία των εθνικών κοινοβουλίων. Από την άλλη, όλες οι σημαντικές αποφάσεις που αφορούν δημοσιονομικές πολιτικές λαμβάνονται από διεθνείς θεσμούς που σε μεγάλο βαθμό είναι ανεξέλεγκτοι από τα εθνικά κοινοβούλια.

Αυτή η «νεοφιλελεύθερη συνέχεια» έχει άμεση επίπτωση στην εγχώρια κοινωνικο-πολιτική διάταξη δυνάμεων. Μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, και από την εποχή του Εμφυλίου, η ντόπια άρχουσα τάξη και οι πολιτικές δυνάμεις που συντάσσονταν με δαύτην είχαν ως διεθνές στήριγμα την άμεση απειλή της ιμπεριαλιστικής επέμβασης είτε με στρατό είτε με οργάνωση στρατιωτικού πραξικοπήματος. Γενικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού στη νεοφιλελεύθερη φάση του είναι πως τείνει να αντικαθιστά τα πολιτικά εργαλεία άσκησης της εξουσίας του με οικονομικά. Τώρα το διεθνές στήριγμα των εγχώριων αστικών δυνάμεων είναι οι «θεσμοί». Εξ ου και το «Βάστα γερά, Γερούν», αλλά και η γκρίνια του Κωστή Χατζηδάκη κάποια στιγμή που οι «θεσμοί» δεν φάνηκαν αρκετά αυστηροί απέναντι στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.Γκρίνια που θύμιζε καλομαθημένο παιδάκι που κλαίγεται στους γονείς του επειδή δεν το προστάτεψαν από τα αλητόπαιδα της γειτονιάς.

Ας έρθουμε λοιπόν στις ντόπιες συνέχειες και ασυνέχειες. Η μεγάλη ασυνέχεια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας είναι βέβαια η μεταπολίτευση του 1974. Δεν επρόκειτο μόνο για την κατάρρευση της εφτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας, αλλά, σύμφωνα με ό,τι είπαμε πριν λίγο, για το τέλος μιας εμφυλιοπολεμικής κατάστασης που διήρκεσε τριάντα χρόνια. Ταυτόχρονα όμως, σύμφωνα με όσα επίσης είπαμε, υπάρχει η μεγάλη υποδόρια συνέχεια του κυρίαρχου τμήματος της ελληνικής αστικής τάξης και της πολιτικής της εκπροσώπησης. Που είναι η διατήρηση της εμφυλιοπολεμικής ιδεολογίας, παρά τις όποιες «φωτισμένες» απόπειρες υπέρβασής της προς την κατεύθυνση μιας κοινωνικής συναίνεσης. Η οποία υποδόρια συνέχεια, όπως ήταν αναμενόμενο, «έσκασε μύτη» με το που ξέσπασε η κρίση και το αστικό καθεστώς αισθάνθηκε αληθινά απειλημένο για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση.

Το εντυπωσιακό μάλιστα είναι πως η εκδήλωση της εμφυλιοπολεμικής ιδεολογίας δεν περιορίζεται στο παραδοσιακό κόμμα της Δεξιάς. Αλλά συμπαρασύρει και το κόμμα της αποτυχημένης και ούτως ή άλλως νεοφιλελευθεροποιημένης σοσιαλδημοκρατίας. Μ’ άλλα λόγια, και για να πιάσουμε το νήμα με ό,τι λέγαμε στην αρχή, ίσως η πιο εμφανής ένδειξη πως η τωρινή πολιτική πόλωση διαφέρει από τις προηγούμενες της μεταδικτατορικής περιόδου κατά το ότι είναι βαθύτατα ταξική συνίσταται στην πρωτοφανή συσπείρωση που παρατηρείται στις αστικές πολιτικές δυνάμεις, εν όψει του αίφνης ισχυροποιημένου ταξικού εχθρού. Χωρίς να γινόμαστε υπερβολικά κυνικοί, δεν θα έπρεπε λοιπόν να μας προξενεί εντύπωση το γεγονός πως το κόμμα που είχε σημαία του την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης τώρα συντάσσεται με την εμφυλιοπολεμική στάση της μεταλλαγμένης προς τα ακροδεξιά ΝΔ. Απαλλαγμένο εδώ και χρόνια από το σοσιαλδημοκρατικό του πρόσωπο, το σημερινό ΠΑΣΟΚ, «μοιραία» και άβουλα σχεδόν, εντάσσεται κι αυτό στη γενικότερη στρατηγική των αστικών δυνάμεων στην παρούσα της φάση.

Ας πούμε δυο λόγια λοιπόν για αυτή τη γενικότερη στρατηγική. Πρώτα απ’ όλα, μια απαραίτητη διευκρίνιση για την έννοια της στρατηγικής. Στην κοινωνική και πολιτική ανάλυση, όταν μιλάμε για στρατηγική δεν αναφερόμαστε κατ’ ανάγκην σε επιτελεία που συνεδριάζουν σε κλειστά γραφεία και σχεδιάζουν μια ενιαία στρατηγική όπως γίνεται στον κανονικό πόλεμο με τα επιτελεία των ανώτατων αξιωματικών. Αναφερόμαστε σε μια πολυπαραγοντική, ασύμμετρη και μισο-συνειδητή/μισο-ασυνείδητη τάση που παρατηρείται σε ανομοιογενείς αλλά και συγγενείς μεταξύ τους κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Που μπορεί να χρειαστεί και δεκαετίες μέχρι να εκδιπλωθεί πλήρως, και που συχνά μόνο με την ολοκλήρωσή της μπορούμε να τη διακρίνουμε και να την κατανοήσουμε. Η οποία όμως παρ’ όλα αυτά είναι στρατηγική υπό την έννοια ότι έχει τη δική της λογική και αρκετά ευδιάκριτους στόχους, για την επίτευξη των οποίων επιστρατεύει συγκεκριμένα μέσα και υπαγορεύει ανάλογες πρακτικές. Και στην οποία, με την πάροδο του ιστορικού χρόνου, βλέπουμε να συγκλίνουν, άρρητα πολλές φορές, ετερογενείς κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις.

Πιστεύω ότι για αυτήν την κοινωνικο-πολιτική έννοια της στρατηγικής είναι αρκετά κατάλληλος ο όρος «ιδεολογική στρατηγική». Διότι κυρίως στη σφαίρα των ιδεών και της γνώσης εκφράζεται και διατυπώνεται, παρ’ ότι ενσωματώνεται σε υλικούς μηχανισμούς και θεσμούς και καθοδηγεί υλικές πρακτικές. Όπως άλλωστε συμβαίνει και με την ιδεολογία εν γένει, σύμφωνα με τη σύγχρονη μαρξιστική προσέγγιση.

Ήδη λοιπόν αναφέρθηκα στις δύο κύριες ιδεολογικές στρατηγικές που μας απασχολούν εδώ, όταν μίλησα για τις «συνέχειες» που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της παρούσας ελληνικής συγκυρίας. Υπάρχει η διεθνής στρατηγική του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που άρχισε να εκδιπλώνεται από τη δεκαετία του `70 και που είχε επικρατήσει πλήρως –και στην Ελλάδα- κατά τα τέλη της δεκαετίας του `90. Και υπάρχει η εγχώρια στρατηγική, αυτή που περιέγραψα ως υποδόρια στρατηγική της συνέχειας του μετεμφυλιακού αντικομμουνιστικού καθεστώτος και μετά την πτώση της δικτατορίας το `74. Η οποία, για τους λόγους που εξηγήσαμε, βρισκόταν κατά κύριο λόγο σε λανθάνουσα μορφή κατά τις δεκαετίες μετά τη μεταπολίτευση και μέχρι την εμφάνιση του κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς ως αξιωματικής αντιπολίτευσης το 2012.


Θα είχε λοιπόν κάποιο ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε –σε πολύ γενικές γραμμές, εννοείται- την εξέλιξη αυτών των δύο καθεστωτικών ιδεολογικών στρατηγικών. Της έξωθεν προερχόμενης ιδεολογικής στρατηγικής του νεοφιλελευθερισμού και της ντόπιας ιδεολογικής στρατηγικής του εμφυλιοπολεμικού κράτους. Πρόκειται για «βίους παραλλήλους», ούτως ειπείν, που η διαπλοκή τους σημάδεψε ως τέτοια την ίδια τη συγκρότηση της παρούσας στάσης των καθεστωτικών δυνάμεων.

Ξεκινάμε με μια «ευτυχή» χρονική σύμπτωση: Το έτος 1992, έχουμε τη  συνθήκη του Μάαστριχτ στην Ευρώπη, και στην Ελλάδα την πρώτη έξαρση του περίφημου σύγχρονου Μακεδονικού ζητήματος. Το συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη τον Φεβρουάριο του `92 έγινε μόλις μια βδομάδα μετά την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ. Το Μάαστριχτ σηματοδοτεί τη θεσμική νεοφιλελευθεροποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η έξαρση του Μακεδονικού αποτελεί την έναρξη του πιο κομβικού στρατηγικού ιδεολογήματος ως προς την επανάκαμψη στο προσκήνιο, με νέους όρους προφανώς, του σκληρού ακροδεξιού χαρακτήρα του προδικτατορικού καθεστώτος.

Ως προς την εκδίπλωση της πρώτης ιδεολογικής στρατηγικής, τα πράγματα είναι λίγο-πολύ γνωστά. Τέσσερα χρόνια μετά το Μάαστριχτ, αναλαμβάνει πρωθυπουργός ο Κώστας Σημίτης, και το ΠΑΣΟΚ επιτελεί τον αντίστοιχο ρόλο που ανέλαβε τα ίδια εκείνα χρόνια το Εργατικό Κόμμα με τον Τόνυ Μπλαιρ στη Βρετανία: Την εγκαθίδρυση του νεοφιλελευθερισμού ως συναίνεσης, διά μέσου ακριβώς της υιοθέτησής του από τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας και κατά συνέπεια της αποσύνδεσής του από την αποκλειστική αρμοδιότητα της Δεξιάς.

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η άλλη ιδεολογική στρατηγική – η γνήσια ντόπια. Κατ’ αρχάς δεν είναι καθόλου τυχαίο το «μοιραίο πρόσωπο» σε όλη αυτή την ιστορία: Ο τότε υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς. Δισέγγονος της Πηνελόπης Δέλτα, με όλο το συμβολικό βάρος που αναπόφευκτα συνεισφέρει αυτή του η ιδιότητα ως προς το Μακεδονικό, και ταυτόχρονα: βουλευτής της ΝΔ από το 1977 που ήταν 26 χρονών, πρωτοπαλίκαρο του «γεφυροποιού» Αβέρωφ, και βασικός καθοδηγητής της ΟΝΝΕΔ προς μια ακροδεξιά κατεύθυνση ήδη από τη δεκαετία του 1970. Στο πρόσωπό του συμπυκνώνονται όλες οι τάσεις που ενυπήρχαν στο κόμμα της Δεξιάς προς μια αδιάλειπτη συνέχεια με την προδικτατορική αντικομμουνιστική ιδεολογία της «εθνικοφροσύνης».

Η αδιάλλακτη εθνικιστική στάση στο ζήτημα των «Σκοπίων» ήταν η χρυσή ευκαιρία που αναζητούσαν οι ακροδεξιές συνιστώσες του πολιτικού, οικονομικού αλλά και –κυρίως- του επικοινωνιακού κατεστημένου, προκειμένου να πιάσουν το νήμα με τη φασίζουσα ιδεολογία της προδικτατορικής Δεξιάς. Προς μια πιο προνομιακή κατεύθυνση αυτή τη φορά. Εκεί που η «εθνικοφροσύνη», ως διαιρετική ιδεολογία του αντικομμουνισμού δίχαζε, τώρα το ιδεολόγημα περί αποκλειστικής ελληνικότητας της Μακεδονίας ένωνε. Αυτό που συνέβη στις αρχές με μέσα της δεκαετίας του `90 είναι ότι το αστικό καθεστώς κατάφερε αυτό που δεν είχε καταφέρει προδικτατορικά. Να προκύψει μια συναίνεση προς μια φασίζουσα κατεύθυνση.

Και η συναίνεση επετεύχθη όχι μόνο σε κοινωνική βάση –φανατισμένος λαός που κατέβαινε με ενθουσιασμό στα συλλαλητήρια σα να δεχόταν η χώρα πολεμική επίθεση-, αλλά και σε καθαρά πολιτική. Και μετά την παραίτηση Σαμαρά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε μείνει συνεπής στην περίφημη απόφαση του «Συμβουλίου των αρχηγών» για μη αποδοχή του όρου Μακεδονία ή παραγώγου του. Ενώ η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου ας μην ξεχνάμε πως ήταν εκείνη που είχε επιβάλει το εμπάργκο στη γειτονική χώρα. Και ας μη λησμονούμε επίσης ότι η μεν ΝΔ είχε τον Σαμαρά της, αλλά και το ΠΑΣΟΚ είχε τον Παπαθεμελή του. Πριν από τη σύγκλιση σε ζητήματα νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, είχε επέλθει αγαστή σύμπλευση στην εθνικιστική αδιαλλαξία.

Να θυμίσουμε ότι και στελέχη του Συνασπισμού είχαν κατέβει στα συλλαλητήρια του 1992; Θα το θυμίσουμε, για δύο λόγους. Πρώτον, για να τονίσουμε ακόμη περισσότερο τον καθολικό χαρακτήρα της εθνικιστικής συναίνεσης που είχε επιτευχθεί. Δεύτερον όμως, για να αντιδιαστείλουμε το γεγονός με τη σημερινή στάση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και τη συμφωνία των Πρεσπών.

Παρ’ ότι έχει δοθεί και δίνεται τεράστια έμφαση –ορθά, προφανώς- από τον ΣΥΡΙΖΑ στο ότι η «εθνική γραμμή» -και για τη ΝΔ και για το ΠΑΣΟΚ- από το 2008 κι έπειτα ήταν η αποδοχή της «σύνθετης ονομασίας», τούτο ισχύει στο αυστηρά θεσμικό επίπεδο. Που σημαίνει πολύ απλά ότι οι καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις, όσο δεν «έπαιζε» σε πρώτο πλάνο το Μακεδονικό, δεν είχαν πρόβλημα «στα μουλωχτά» να συμφωνούν με την άποψη που για όλους τους διεθνείς παράγοντες αποτελούσε τη μόνη ορθολογική λύση. Η εθνικιστική συναίνεση όμως που είχε διαμορφωθεί από το 1992 ποτέ δεν είχε πάψει να ισχύει και κανείς σχεδόν από τα αστικά κόμματα δεν είχε τολμήσει να διαφοροποιηθεί ρητά και αμετάκλητα από δαύτην.

Όταν λοιπόν ξαναπροέκυψε το θέμα πριν έναν χρόνο περίπου, και κατέκτησε εκ νέου πρωτεύουσα θέση στο πολιτικό προσκήνιο, ήταν υπό μία έννοια απολύτως αναμενόμενο πως τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ κάποια στιγμή θα θυμόντουσαν τον παλιό καλό εθνικιστικό τους εαυτό των αρχών και μέσων της δεκαετίας του `90. Όσο κι αν μας φαίνεται εξωφρενικό, από την πλευρά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δίκιο όταν εγκαλεί τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «διχάζουν τους Έλληνες» με τη συμφωνία των Πρεσπών. Ναι, όντως διχάζει ο ΣΥΡΙΖΑ με τη συμφωνία των Πρεσπών. Διχάζει, διότι σε αυτό το θέμα, δυστυχέστατα για την Αριστερά –αλλά έχει κι εκείνη μέρος της ευθύνης, όπως είπαμε-, η συναίνεση ήταν εθνικιστική.

Εθνικιστική συναίνεση, που τώρα έχει «σπάσει» στο πεδίο της κοινωνίας και της πολιτικής συνολικά στον βαθμό που η Αριστερά θυμήθηκε τον «εθνομηδενιστή» που κρύβει μέσα της. Αλλά που εξακολουθεί να αποτελεί κομβική συνιστώσα της ακροδεξιάς ιδεολογικής στρατηγικής των καθεστωτικών δυνάμεων. Το πρόβλημα όμως για αυτές τις τελευταίες είναι ότι, εφ’ όσον πρόκειται για έναν εθνικισμό που δεν αποτελεί πλέον συναίνεση, τούτος είναι καταδικασμένος να ακολουθήσει τη «μοίρα» της προδικτατορικής «εθνικοφροσύνης». Να ορίζεται, σ’ έναν βαθμό τουλάχιστον, αντιθετικά: σε αντιπαράθεση δηλαδή με την Αριστερά.

Τον συνδυασμό των δύο ιδεολογικών στρατηγικών που τώρα σηματοδοτεί κυρίως την πολιτική του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης (συμπαρασύροντας όμως, όπως είπαμε, σε μεγάλο βαθμό και το ΠΑΣΟΚΟ-ΚΙΝΑΛ) τον έχω κατονομάσει σε άρθρα μου στην Εφ.Συν. με έναν λιγότερο και με έναν περισσότερο προκλητικό χαρακτηρισμό. Ο πρώτος είναι «συστημική Ακροδεξιά» και ο δεύτερος «νεοφιλοφασισμός». Τα πρώτα συνθετικά των δύο όρων -«συστημική», «νεοφιλελεύθερος»- αναφέρονται στην έξωθεν προερχόμενη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, που είναι κι αυτή που προσδιορίζει πιο άμεσα τον ταξικό χαρακτήρα της πολιτικής στην παρούσα φάση του διεθνούς καπιταλισμού. Τα δεύτερα συνθετικά –«Ακροδεξιά», «φασισμός»- είναι τα φαντάσματα του εμφυλιοπολεμικού παρελθόντος της ελληνικής αστικής τάξης, που συγκροτούν τη γνήσια ντόπια στρατηγική της επαναφοράς του αντι-αριστερού κράτους.

Δύο σε συσκευασία ενός λοιπόν. Δεν έχουν κανένα πρόβλημα συνδυασμού μεταξύ τους νεοφιλελεύθερες πολιτικές και Ακροδεξιά. Αντιθέτως. Δεν είναι τυχαίο πως οι πρώτες δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά στην πιο στυγνή δικτατορία της μεταπολεμικής περιόδου. Αυτός είναι ο ένας πόλος της κοινωνικο-πολιτικής πόλωσης στη σημερινή συγκυρία.

Το μόνο που θα πω τώρα για την ιδεολογική στρατηγική του άλλου πόλου, εκείνου της Αριστεράς, είναι ότι κατά την άποψή μου θα έπρεπε να συνίσταται σε μια εκ νέου επεξεργασία της στρατηγικής του «δημοκρατικού δρόμου», επάνω στα νέα δεδομένα που έχει δημιουργήσει ο σύγχρονος καπιταλισμός. Για την περίπτωση της Ελλάδας, προδικτατορικά ο δημοκρατικός δρόμος είχε κυρίως αμυντικό χαρακτήρα, και συνίστατο κυρίως στην αντίσταση εναντίον των αντι-κομμουνιστικών θεσμών και πρακτικών και στην καταγγελία τους. Στη σύγχρονη εποχή, η αποφυγή της επαναφοράς των αντι-αριστερών και αυταρχικών θεσμών δεν μπορεί να περιορίζεται στην καταγγελία των σχετικών δηλώσεων του Βορίδη και της γενικότερης ακροδεξιάς κατρακύλας της ΝΔ.


Όπως όλοι ξέρουμε, το φαινόμενο της ανόδου της Ακροδεξιάς είναι πανευρωπαϊκό. Η ελληνική ιδιαιτερότητα ως προς αυτό συνίσταται στο εξής: Από τη μια, η πασιφανώς ναζιστική Χρυσή Αυγή ναι μεν τρομάζει με το υψηλό της ποσοστό και με το ότι αποτελεί κόμμα του κοινοβουλίου, αλλά έχει απομονωθεί θεσμικά ως υπόδικη εγκληματική οργάνωση. Από την άλλη, το γεγονός ότι, όπως είπαμε, το πιο συστημικό κόμμα της ελληνικής πολιτικής τείνει να εξελιχθεί σε μια έστω σαφώς πιο «λάιτ» εκδοχή της Ακροδεξιάς από εκείνην της ΧΑ, ίσως αποτελεί μια «πρόβα τζενεράλε» για κάτι που τείνει να επισυμβεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο: Μια κάποιου είδους σύγκλιση μεταξύ συστημικών δεξιών κομμάτων αφ’ ενός και -όχι ακραιφνώς ναζιστικών- ακροδεξιών μορφωμάτων αφ’ ετέρου. Παρ’ ότι η εν λόγω σύγκλιση είναι πιο δύσκολη καθ’ ότι τα δυτικο-ευρωπαϊκά συντηρητικά κόμματα είναι πιο γνήσια δημοκρατικά από τη δική μας Δεξιά που αντλεί την καταγωγή της από το κράτος των δωσιλόγων, είναι μια προοπτική που δεν θα έπρεπε να αποκλείσουμε. Και τούτο διότι το «πείραμα Πινοσέτ» δεν ήταν τυχαίο. Η πολιτικήτου νεοφιλελευθερισμού, που «δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της» ως προς την αναγκαιότητα επιβολής ενός «αγνού» καπιταλισμού, δεν είναι καθόλου απίθανο να αναγκαστεί να προσφύγει στον ακροδεξιό αυταρχισμό.

Όλα τούτα σημαίνουν δύο πράγματα. Πρώτον, ότι μια σύγχρονη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου δεν μπορεί να μην είναι διεθνιστική, όχι μόνο ιδεολογικά, αλλά και πρακτικά. Η σύγχρονη θεσμική οργάνωση του καπιταλισμού είναι τέτοια ώστε ο διεθνής χαρακτήρας των ταξικών αγώνων δεν μπορεί παρά να συμπίπτει με τον αγώνα για τον εκδημοκρατισμό των διεθνών θεσμών. Και δεύτερον, ότι η στρατηγική εναντίον της Ακροδεξιάς και του νεοφιλελευθερισμού οφείλει να είναι ενιαία.Είπαμε ότι στη χώρα μας ήδη αυτά τα δύο συμπλέουν, και ότι προοπτικά υπάρχει μια τάση προς την ίδια κατεύθυνση στην Ευρώπη. Τι θα συνεπαγόταν αυτό πρακτικά ως προς το περίφημο ζήτημα των συμμαχιών; Δεν αναφέρομαι σε συμμαχίες στο επίπεδο της τακτικής για τις οποίες πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν. Στο επίπεδο της στρατηγικής, η σύναψη συμμαχιών δεν μπορεί παρά να λαμβάνει υπ’ όψη αυτόν τον διττό στόχο. Δεν συγκροτείς στρατηγική συμμαχία με κάποιον ο οποίος είναι εναντίον της ΧΑ αλλά κατά τα άλλα θέλει ιδιωτικά πανεπιστήμια.


Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια: