* Του Σήφη Φανουράκη
Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι,
η κλιματική αλλαγή θεωρείται από πολλούς πρόβλημα,
αλλά ουσιαστικά είναι σύμπτωμα ενός μεγαλύτερου προβλήματος.
(Dennis Meadows)
Ο καπιταλισμός έχει ανάγκη από ανθρώπους που καταναλώνουν απεριόριστα έτσι ώστε, να μπορεί να οργανώνει την παραγωγή του για να ικανοποιήσει αυτές τις καταναλωτικές ανάγκες, καταφεύγοντας στις μαγικές δυνάμεις της αγοράς και της ζήτησης.
Το
κεντρικό πρόβλημα της οικονομίας σήμερα είναι οι ελλείψεις. Με βάση αυτό
προβάλλεται το βασικό ψευτο-επιχείρημα
ότι δηλαδή, έχουμε άπειρες επιθυμίες αλλά περιορισμένους πόρους. Και εφόσον δεν
μπορούμε να έχουμε όλα όσα θέλουμε, πρέπει απαραίτητα να επινοήσουμε ένα
σύστημα διανομής αγαθών και πόρων.
Όμως αυτό το ιδεολογικό αφήγημα δεν μπορεί να υπερβεί
τα «φυσικά όρια».
Για
παράδειγμα, στο ηλιακό σύστημα η ποσότητα του ουρανίου είναι σταθερή. Ακόμη και
αν συνθέσουμε ορισμένες ουσίες χρησιμοποιώντας άλλες ουσίες, η συνολική
ποσότητα ουρανίου που μπορούμε να παράγουμε θα εξακολουθεί να περιορίζεται από
τη διαθεσιμότητα των πρώτων υλών που μπαίνουν στη διαδικασία παραγωγής του.
Άρα, δεν μπορούμε να πάμε ενάντια στην αρχή της
διατήρησης της ενέργειας.
Σαφώς
και οι φυσικοί περιορισμοί προσφοράς είναι σημαντικοί, όπως και οι περισσότερες
από τις οικονομικές ελλείψεις που διέπουν τη ζωή μας και οι οποίες είναι στην πραγματικότητα τεχνητές.
Οι
κύκλοι προσφοράς και ζήτησης έχουν σχεδιαστεί για να απαντήσουν σε ένα
θεμελιώδες ερώτημα : ποιος παίρνει τι;
Οι οικονομίες είναι δυναμικά συστήματα
που τροφοδοτούνται από ροές ενέργειας και η σωστή λειτουργία τους απαιτεί την
παρουσία σταθερότητας σε ένα αβέβαιο περιβάλλον.
Από την άλλη, εάν οι οικολογικές
αστάθειες δυσκολεύουν μια οικονομία να συλλέγει ενέργεια, τότε αυτή η οικονομία
είναι επιρρεπής σε κατάρρευση ακόμη και αν παραμείνει διαθέσιμη πολλή ενέργεια
για κατανάλωση.
Με την εκπομπή περισσοτέρων αερίων
θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, ο πλανήτης συνεχίζει να θερμαίνεται και σχεδόν
όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί επηρεάζονται. Υπάρχουν αναπόφευκτες
οικολογικές συνέπειες που συνδέονται με όλα τα είδη οικονομικής δραστηριότητας,
αλλά ο ενεργοβόρος καπιταλισμός είναι εξαιρετικά επιζήμιος.
Πάντως, το κεντρικό πρόβλημα της
οικονομίας δεν είναι η ανεπάρκεια, αλλά η σταθερότητα στη ροή των
αγαθών και των πόρων και κυρίως, η σταθερότητα των οικολογικών ζωνών που
λειτουργούν ως δεξαμενές πρωτογενούς ενέργειας για μια οικονομία. Ο
πρωταρχικός στόχος κάθε οικονομικού συστήματος θα πρέπει να είναι η διασφάλιση
της σταθερότητας και της βιωσιμότητας απέναντι στις εξωτερικές διαταραχές της
φύσης, οι οποίες διαδραμάτιζαν πάντα κυρίαρχο ρόλο στην εξέλιξη της ανθρώπινης
ιστορίας.
Πριν προχωρήσουμε, θα πρέπει να έχουμε
μια συγκεκριμένη ιδέα για το τι σημαίνει σταθερότητα σε θεωρητικό και εμπειρικό
επίπεδο. Δεν μπορούμε να επιδιώξουμε τη σταθερότητα ως στρατηγική εάν δεν
γνωρίζουμε τι προσπαθούμε να σταθεροποιήσουμε και γιατί αξίζει να το σταθεροποιήσουμε. Η
σταθερότητα θα γίνει κατανοητή ως μια δυναμική ισορροπία, μιας αποδεκτής κατανάλωσης ενέργειας για τον
ανθρώπινο πολιτισμό, που του επιτρέπει να λειτουργεί χωρίς να υπερβαίνει τα
κρίσιμα όρια του πλανήτη.
Άλλωστε, κανένας πολιτισμός δεν θα ήταν
σε θέση να διατηρήσει σταθερό ρυθμό κατανάλωσης ενέργειας ανά πάσα στιγμή. Και
για αυτό η θεώρηση της σταθερότητας ως περιορισμένης δυναμικής ισορροπίας δίνει
στον πολιτισμό περισσότερη ισορροπία και ευελιξία καθώς επιδιώκει να συνυπάρξει
με τη φύση.
Οι
ανεπτυγμένες οι οικονομικές χώρες απορροφούν ενέργεια από τον φυσικό κόσμο και
στη συνέχεια μετατρέπουν μέρος αυτής της ενέργειας για να τροφοδοτήσουν τους
κύκλους παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης.
Όμως, ένα
οικολογικό σύστημα πρέπει να δίνει προτεραιότητα στη σταθερότητα των
ενεργειακών ροών που συντηρούν αυτούς τους παραγωγικούς οικονομικούς
κύκλους. Αυτό σημαίνει πρωτίστως ότι, απαιτείται η σταθεροποίηση των
συνολικών συντελεστών μετατροπής και κατανάλωσης ενέργειας.
Η
απόδοση της συνολικής κατανάλωσης που μετατρέπει ένας πολιτισμός σε χρήσιμες
μορφές ενέργειας είναι, η συνολική
ενεργειακή απόδοση.
Επομένως
ιστορικά, η συνολική απόδοση των οικονομικών συστημάτων αλλάζει γενικά με πολύ
αργούς ρυθμούς, δεδομένων των περιορισμών της τεχνολογικής ανάπτυξης και των
οικονομικών κινήτρων κάθε συστήματος.
Δεδομένου ότι, η συνολική απόδοση δεν αλλάζει
πολύ καθώς οι οικονομικές δραστηριότητες καταναλώνουν περισσότερη ενέργεια,
μεγάλο μέρος αυτής της επιπλέον κατανάλωσης ενέργειας χάνεται με τη μορφή των
αποβλήτων και διαχέεται στο περιβάλλον.
Στους δύο τελευταίους αιώνες
καπιταλιστικής ανάπτυξης, αυτές οι απώλειες ενέργειας έχουν αναδιοργανώσει
βαθιά ολόκληρη το οικοσύστημα του πλανήτη μας. Η εντατικοποίηση των οικολογικών
διαταραχών απειλεί την σταθερότητα των ενεργειακών ροών που τροφοδοτούν τα
οικονομικά μας συστήματα.
Η τρέχουσα εμμονή για την ανάπτυξη(με
όρους ΑΕΠ) και η έμφαση στη σταθερότητα
της ενέργειας δεν συνδυάζεται με τις τρέχουσες οικονομικές δομές του
καπιταλισμού και απαιτούνται εντελώς νέα κοινωνικά και πολιτικά συστήματα
που θα συνδυάζονται με τους ενεργειακούς περιορισμούς του προγράμματος
σταθερότητάς μας.
Είναι
πλέον σαφές ότι, ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος παροχής αυτού του είδους
μακροενεργειακής σταθερότητας στο μέλλον επιτυγχάνεται μέσω της ουσιαστικής
συμμετοχής του κράτους στον έλεγχο και τη διαχείριση των οικονομικών
πόρων.
Βέβαια αυτό δεν είναι αυτονόητο,
δεδομένου ότι, η οικολογική κρίση είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν πολύ πλούσιων
ανθρώπων, χωρών και εταιρειών που εκμεταλλεύονται τους πόρους του πλανήτη για
δικό τους οικονομικό όφελος.
Ο καπιταλισμός προκαλεί την «οικολογική
υποβάθμιση» επειδή χρειάζεται να εξάγει γρήγορα μεγάλες ποσότητες φυσικών
πόρων, να κατασκευάζει τα αντίστοιχα προϊόντα και στη συνέχεια να τα εμπορευματοποιεί
στις παγκόσμιες εμπορικές αγορές.
Οι εταιρείες δεν μπορούν να μειώσουν
γρήγορα τις ενεργοβόρες μεθόδους παραγωγής και διανομής τους, χωρίς να
απειλήσουν τα ποσοστά κέρδους τους.
Το κράτος είναι ο μόνος κοινωνικός
θεσμός αρκετά ισχυρός για να περιορίσει και να περιορίσει τους οικονομικούς
τρόπους του ενεργοβόρου καπιταλισμού, χωρίς να είναι προφανές πώς θα
πρέπει να προχωρήσει για την επίτευξη αυτού του στόχου, δεδομένου ότι, η
εφαρμογή του λανθασμένου προγράμματος θα μπορούσε με τη σειρά του να προκαλέσει
περαιτέρω οικολογικές καταστροφές.
Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα: ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του κράτους
σε μια οικολογική κοινωνία;
Γνωρίζουμε από την άλλη ότι, οι
καπιταλιστές καταφεύγουν στο κράτος όταν χρειάζονται χρήματα και προνόμια, ή διεκδικούν
απλώς τη νομιμότητα του κράτους και όταν χρειάζεται, ενισχύουν τη συνεχιζόμενη
λεηλασία της κοινωνίας. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό για την
πρυτανεύουσα νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία από το φάσμα της εθνικοποίησης: τη
μεταφορά περιουσιακών στοιχείων από την ιδιωτική στη δημόσια περιουσία.
Τις τελευταίες δεκαετίες, πολλά δυτικά
έθνη έχουν πουλήσει ένα σημαντικό μέρος της δημόσιας περιουσίας τους ως μέρος
μιας ευρύτερης μετατόπισης της πολιτικής εξουσίας μακριά από την εργασία και
προς την κατεύθυνση του ιδιωτικού κεφαλαίου. Αυτές οι αλλαγές έχουν προσθέσει
πλούτο σε «ορισμένους» και έχουν επιδεινώσει τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων,
αλλά δεν έχουν αλλάξει τη στρατηγική και τη δομική σημασία του κράτους.
Όταν οι φιλελεύθεροι και συντηρητικοί
οικονομολόγοι επικρίνουν την εθνικοποίηση, εκφράζουν κατά κύριο λόγο την εμμονή
τους στην λεγόμενης αποτελεσματικότητας. Όμως οι κυρίαρχοι
οικονομικοί όμιλοι έχουν σαν κύριο στόχο
τη μείωση του κόστους παραγωγής και την πιθανή αύξησης της κερδοφορίας, χωρίς
να ενδιαφέρονται τόσο για την αποτελεσματικότητα.
Πρωτίστως, ενδιαφέρονται για τον έλεγχο
της κοινωνικής κατανομής και χρήσης των οικονομικών πόρων. Πιο
συγκεκριμένα, ενδιαφέρονται να αυξήσουν τη δύναμή τους προσπαθώντας να
οργανώσουν την κοινωνία με τους δικούς τους όρους. Αυτή η διαδικασία
περιλαμβάνει πίεση στις κυβερνήσεις και τους εργαζόμενους, με στόχο να γίνουν
αποδεκτά τα αιτήματά τους.
Μάλιστα ισχυρίζονται ότι, ο ιδιωτικός
τομέας είναι πιο «αποτελεσματικός» από την κυβέρνηση στην κατανομή πόρων,
κυρίως με τη διατήρηση του κόστους σε χαμηλά επίπεδα. Και επομένως δεν
τους απασχολεί καθόλου, η ασφάλεια της εργασίας, η μείωση της φτώχειας και η
μακροοικονομική σταθερότητα.
Ήδη από τη δεκαετία του ΄70 εμφανίζεται ένα νέος προβληματισμός: Το τέλος των «ανεξάντλητων» πόρων, που σταδιακά είχαν αρχίσει να εξαντλούνται.
Ουσιαστικά, άρχισαν πρώτες
σκέψεις για την ανάγκη «προσαρμογής», σε ένα νέο τρόπο ζωής. Αυτές οι σκέψεις ώθησαν
σε μελέτες για να ελεγχθούν οι σπατάλες και να επικρατήσει μια καθολική
επάρκεια, η οποία θα περιόριζε την αυξανόμενη απόσταση πλουσίων και φτωχών
χωρών.
Ήδη από τότε, οι
πιέσεις που δέχεται το περιβάλλον είναι ισχυρότερες και λιγότερο ελεγχόμενες και
ασκούνται από «δυνάμεις» που υποβαθμίζουν
συνεχώς το περιβάλλον σε ατέρμονες καταστροφές.
Τα σημερινά κρίσιμα
προβλήματα του περιβάλλοντος είναι αποτέλεσμα αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων,
αποφάσεων και δράσεων που συνθέτουν ένα εξαιρετικά πολύπλοκο παιχνίδι «κάποιων»
(πολεοδόμοι-αρχιτέκτονες-επιχειρηματίες-πολιτικοί) που συμμετέχουν ενεργητικά,
ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών συμμετέχει σαν απλός θεατής.
Είναι γνωστό ότι, οι
σημερινές συνθήκες ανάπτυξης των βιομηχανικών κρατών δεν μπορούν να διαρκέσουν
απεριόριστα, δεδομένου ότι είναι μια ανάπτυξη που βασίζεται ακόμη στην
κατανάλωση πρώτων υλών.
Πάντως, τόσο οι
υποστηρικτές αυτού του μοντέλου όσο και οι πολέμιοί του συμφωνούν ότι, είναι
ανάγκη να ελεγχθεί η ρύπανση του πλανήτη, να αυξηθεί η ανακύκλωση τω υλικών και
να αναπτυχθούν οι νέες πηγές ενέργειας που θα αντικαταστήσουν σταδιακά τα
ορυκτά καύσιμα.
Είναι σαφές όμως ότι,
στο πεδίο της διαμάχης πέραν από τη «ρητορική φασαρία» για ένα καθαρότερο
περιβάλλον, μαίνεται και μια ιδεολογική διαμάχη. Και σε ένα βαθύτερο επίπεδο
ανάλυσης διακρίνονται δυο αντιμαχόμενες ομάδες :
● Η πρώτη ομάδα, εμφορούμενη από ένα
ιδιόρρυθμο συντηρητισμό πιστεύει ακόμη
και σήμερα ότι, το πρόβλημα της κλιματικής κρίσης μπορεί να αντιμετωπιστεί με
την «προσαρμοστική τεχνολογία». Θεωρεί δε, ότι οι οικονομικοί μηχανισμοί θα
στηρίξουν και πάλι αυτή την προσαρμογή.
Έτσι, με την
ενεργοποίηση της «προσαρμοστικής τεχνολογίας» γίνεται αποδεκτή η υπάρχουσα
υλική ανάπτυξη και εκθειάζεται η δύναμη της τεχνολογίας η οποία και θεωρείται
το μοναδικό εργαλείο υπέρβασης της περιβαλλοντικής κρίσης. Τέλος, θεωρεί ότι η
καλύτερη θεραπεία για την ανισοκατανομή του πλούτου και για τη θεραπεία της
φτώχειας μπορεί να είναι η προσαρμογή της ανάπτυξης στη δύναμη της τεχνολογίας.
● Η δεύτερη ομάδα, έχοντας ως αφήγημα
το «μετριασμό της ανάπτυξης» (Limits to growth) δεν περιγράφει απλώς μια αμείλικτη
πραγματικότητα της περιβαλλοντικής κρίσης﮲
μελετά και ωθεί σε «άλλες» μορφές ανάπτυξης με στόχο, μια νέα οικολογική
πραγματικότητα η οποία θα καθορίζεται
από τους φυσικούς πόρους. Και συνεπικουρούν σε αυτό τα οικολογικά κινήματα
τα οποία δεν πιστεύουν ότι, η «υψηλή τεχνολογία» είναι η πανάκεια για τον
τερματισμό της αλόγιστης εκμετάλλευσης της γης και της εκμετάλλευσης του
ανθρώπου.
Η ιδεολογία αυτής της
ομάδας έχει ως επίκεντρο, τον άνθρωπο και την ανησυχία για τους εξαντλούμενους
πόρους της γης. Πιστεύει δε, στις εναλλακτικές τεχνολογίες και στην σταδιακή
κατάργηση των «ρυπογόνων τεχνολογιών».
Στο «παιχνίδι» της
κλιματικής κρίσης, αιωρούνται δυο βασικά ερωτήματα :
-ποιό είδος ανάπτυξης
μπορεί να έχουμε;
-ποιό
είδος πολιτισμού μπορούμε να έχουμε στον πλανήτη;
Στο πρώτο ερώτημα,
εκθειάζεται η υπάρχουσα ανάπτυξη και στηρίζεται η τεχνολογική
προσαρμοστικότητα, χωρίς να θίγονται οι
«κατεστημένες ισορροπίες». Και είναι ένα ερώτημα βαθιά συντηρητικό.
Στο δεύτερο ερώτημα,
προτάσσονται οι πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Και είναι ένα ερώτημα βαθιά
πολιτικό και ταυτόχρονα ριζοσπαστικό.
Η σημερινή περιβαλλοντική
πραγματικότητα είναι ζοφερή : Άνθρωποι ήδη πεθαίνουν από κλιματικές
καταστροφές. Η θερμοκρασία οδεύει προς αύξηση κατά
2,4°C τουλάχιστον, που είναι αρκετό για μια κλιματική καταστροφή, ικανή να
αφανίσει πολλά είδη φυτών και ζώων και αναγκαστικές μεταναστεύσεις πληθυσμών.
Από την άλλη, στην 26η
Διάσκεψη του Ο.Η.Ε.(31/10 έως12/11/21)
στην Γλασκώβη, για την κλιματική αλλαγή, τα κείμενα που εγκρίθηκαν είναι
ένας συμβιβασμός και αντανακλούν πολυποίκιλα συμφέροντα. Είναι αποτέλεσμα
αντιφάσεων της παγκόσμιας πολιτικής βούλησης, ενώ η συλλογική βούληση δεν
κατάφερε να επηρεάσει καίρια τις αποφάσεις. Οι «δεσμεύσεις» για μειώσεις
εκπομπών δεν επιτρέπουν να υλοποιηθεί ο «ιδανικός» στόχος της συμφωνίας των
Παρισίων.
Μάλιστα, ο Γενικός Γραμματέας του
Ο.Η.Ε. Γκουτέρες, δήλωσε ότι : «Η
κλιματική καταστροφή εξακολουθεί να χτυπά την πόρτα. Ο εύθραυστος πλανήτης μας
κρέμεται από μια κλωστή».
Αξιοσημείωτο γεγονός αποτέλεσε, η
πρόταση της Ινδίας να αλλάξει τη διατύπωση στη συμφωνία, ζητώντας, την
«σταδιακή μείωση» αντί για την «σταδιακή κατάργηση» της ρυπογόνου ενέργειας από ορυκτά καύσιμα. Μάλιστα η Ε.Ε.
χαρακτήρισε αυτή την πρόταση ως μια «περαιτέρω απογοήτευση».
Έτσι στη Γλασκώβη δεν επιτεύχθηκε:
● το τέλος των επιδοτήσεων των ορυκτών καυσίμων, ούτε
η έξοδος από τον άνθρακα.
● ο
ορισμός μιας τιμής για τον άνθρακα
● η οικονομική βοήθεια στις φτωχές χώρες.
Μετά την διάσκεψη και στο «παιχνίδι»
της κλιματικής κρίσης και πάλι το βασικό ερώτημα δεν είναι : «ποιό
είδος ανάπτυξης μπορεί να έχουμε, αλλά ποιό είδος πολιτισμού μπορούμε να έχουμε
στον πλανήτη»;
* Ο Σήφης Φανουράκης είναι αρχιτέκτονας
1 σχόλιο:
Παραπλανητικoί χειρισμοί (false flag operations) σε διεκδικήσεις εγκυρότητας των αξιών - Αγώνες για αναγνώριση σε εποχή αποτυχίας - (Μέρος 3ο)
Δημοσίευση σχολίου