Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΕΛΙΤ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΥ 20ου ΚΑΙ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ


Του Δημήτρη Μπελαντή

Συνέδριο στην Βιάννο,  14 ως και 16 Σεπτεμβρίου 2018
Κύριε πρόεδρε, Φίλες και φίλοι, συναγωνιστές και συναγωνίστριες, 
Θα ήθελα, κατ’ αρχάς, να ευχαριστήσω θερμά την Οργανωτική Επιτροπή και όλους εσάς  που βρίσκεστε εδώ για την εξαιρετική διοργάνωση αλλά και για την  ευγενική πρόσκληση που μου απευθύνατε στο Τρίτο Πανελλήνιο Συνέδριο για τα Ολοκαυτώματα και τις Γερμανικές Αποζημιώσεις.  Αποτελεί μεγάλη μου τιμή να συμμετάσχω σε αυτό το Συνέδριο  στην ηρωική και πολύπαθη  Βιάννο και για λόγους ιστορικούς και ηθικούς  εξέχουσας σημασίας  συνδεόμενους με το αίτημα των αποζημιώσεων και για ένα ακόμη λόγο παραπάνω, καθώς έλκω  κι εγώ ο ίδιος την πατρική μου καταγωγή  από τον νομό Ηρακλείου Κρήτης. 
Θα  επιθυμούσα να ξεκινήσω την Εισήγησή μου με  την εξής διαπίστωση. Η χρόνια άρνηση μέχρι  και σήμερα  του μεταπολεμικού  γερμανικού κράτους να ανταποκριθεί στο καθήκον του για την καταβολή των Γερμανικών Αποζημιώσεων  καθώς και της οφειλής του Κατοχικού Δανείου στους παθόντες ή τους κληρονόμους αυτών καθώς και στο ελληνικό κράτος  συνιστά μια έκφραση εξουσιαστικής ισχύος και αλαζονείας αυτού και των πολιτικών εκπροσώπων του. Συνδεόμενης με την  πάγια άρνηση ότι υφίσταται τέτοια νομική υποχρέωση. Είναι αυτό το ίδιο γερμανικό κράτος που έχει διαδραματίσει στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης  έναν πρωταγωνιστικό  και βαρύνοντα ρόλο τα τελευταία οκτώ χρόνια στην διαμόρφωση  και επιβολή ενός δυσβάσταχτου και καταθλιπτικού  μνημονιακού καθεστώτος, το οποίο όχι μόνο βάρυνε εξαιρετικά την ζωή των λαϊκών ιδίως τάξεων και των εργαζομένων αλλά και αφαίμαξε την πραγματική οικονομία της χώρας και την προσέδεσε  σε ένα μη βιώσιμο χρέος, το οποίο θα την ακολουθεί για έναν άγνωστο ακόμη αριθμό  δεκαετιών. Το καθεστώς αυτό , παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, είναι ακόμη εδώ και ήρθε για να μείνει. Βεβαίως, αυτή η επίκριση κατά του γερμανικού κράτους δεν αφορά συλλήβδην τον φίλο  γερμανικό λαό, παρά μόνο τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ του, δεν έχουμε μια οπτική συλλογικής ευθύνης. 
Η θέση αυτής εδώ της Εισήγησης έγκειται στο ότι μια ορισμένη αντίληψη ισχύος και επικυριαρχίας στην Ευρώπη, κυρίαρχα οικονομικής, νομισματικής και γεωπολιτικής  συνέχισε να αναπτύσσεται στην Γερμανία καθ’όλον τον 20ο αιώνα αλλά και μέχρις σήμερα και μάλιστα ανεξάρτητα σχετικά από την μορφή καθεστώτος ή πολιτεύματος. Αναπτύχθηκε στην αυτοκρατορική Γερμανία του Γουλιέλμου του Β’, του γνωστού  στην Ελλάδα ως «Κάιζερ» , συνέχισε με άλλες μορφές επί ναζισμού και στην συνέχεια, μετά την οικονομική ανασύνταξη της Δυτικής Γερμανίας και τελικά την ενοποίηση της Γερμανίας το 1990, αναπαράχθηκε ξανά και πάλι με νέες μορφές. Οι μορφές αλλάζουν, τα περιεχόμενα μένουν τα ίδια ή μάλλον είναι συγκλίνοντα. Στην πρώτη και  δεύτερη περίοδο η βούληση επικράτησης στην Ευρώπη εκφράστηκε τελικά στρατιωτικά, με  την εξαπόλυση του Α’ και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και την βαναυσότητα που τους συνόδευσε στην τρίτη περίοδο εκφράσθηκε βασικά με οικονομικά, χρηματοπιστωτικά και διπλωματικά μέσα και μορφές.  Ένας πολύ σημαντικός Γερμανός  δημοκρατικός ιστορικός ο Φριτς Φίσερ αφιέρωσε όλο του το επιστημονικό  έργο ζωής για να αποδείξει αυτήν την «γραμμή συνέχειας» στην εξωτερική πολιτική της Γερμανίας κατά τον 20ο αιώνα.  Βεβαίως, για τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και ιδίως τον Πρώτο δεν ευθύνεται αποκλειστικά η Γερμανία, εδώ όμως θα αναπτύξουμε κυρίως αυτήν την διάσταση, μην αγνοώντας και τις ευθύνες άλλων μεγάλων  δυνάμεων όπως ιδίως η Βρετανία και η Γαλλία.
Θα τεθεί εδώ το  εύλογο ερώτημα: μα καλά, τι σχέση μπορεί να έχει η  ηγεμονική και συχνά κερδοσκοπική πολιτική της Γερμανίας σε μια οικονομική ένωση όπως η ΕΟΚ και μετά η Ευρωπαϊκή Ένωση  με τον Κάιζερ ή τον ναζισμό, αφού εκείνα τα μορφώματα των γερμανικών ελίτ κυρίως σκόπευαν στην στρατιωτική κατάκτηση της Ευρώπης, κάτι που  σήμερα  θεωρείται αδιανόητο πιά;
Και όμως. Θα σας διαβάσω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Πρέπει να δημιουργήσουμε μια Κεντρική Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση, με κοινές συμφωνίες (άρσης) φόρων και δασμών, η οποία θα περιλαμβάνει την Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Δανία, την Αυστροουγγαρία, την Πολωνία και ίσως την Ιταλία, Σουηδία και Νορβηγία. Αυτή η Ένωση  δεν θα έχει μόνο συντακτική ανώτατη εξουσία κατά τρόπο που όλα τα μέλη της θα είναι (τυπικά)  ίσα αλλά στην πραγματικότητα θα τεθεί υπό γερμανική ηγεσία και πρέπει να σταθεροποιήσει την γερμανική οικονομική κυριαρχία στην Μέση Ευρώπη (“ Mitteleuropa” [1].



















Αυτή η περίφημη φράση δεν ανήκει –όπως είναι εύληπτο από την αναφορά στην Αυστροουγγαρία- στον Χέλμουτ Κολ  ή τον Χέλμουτ Σμιττ των παλιότερων γερμανικών δεκαετιών, πολύ περισσότερο δεν ανήκει στους σημερινούς διαχειριστές της Ευρωζώνης ή της Ε.Ε. , τον Γιουνκέρ ή τον Ντράγκι. Δεν ανήκει καν στον Βόλφγκανγκ  Σόιμπλε ή στην καγκελλάριο της Γερμανίας, όπως θα ήταν φυσικότερο.  Περιέργως, γράφτηκε τον Ιούλιο του 1914, λίγο πριν από την έκρηξη του Α’Π.Π., από τον τότε καγκελλάριο του Κάιζερ Μπέτμαν- Χόλλβεκ. Μάλιστα, η φράση ανήκει στην απόρρητη  έκθεση του Χόλλβεκ προς τον αξιωματούχο  Γκόσεν, σε μια περίοδο όπου η Γερμανία σχεδίαζε τον πόλεμο από την πλευρά της και  δεν είχε ανακοινώσει ακόμη  πολεμικούς στόχους προσάρτησης ζωνών όπως το Βέλγιο ή την Βόρεια Γαλλία (με τα πλούσια μεταλλεύματά της), όπως θα έκανε λίγο μετά, τον Σεπτέμβριο του 1914, σε πλήρη πολεμικό αναβρασμό.
Όπως περιγράφει ο γνωστός βρετανός ιστορικός Niall Ferguson[2], η ιδέα μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό γερμανική ιμπεριαλιστική ηγεμονία ήταν μια idée fixe του κεντρικού πυρήνα του γερμανικού πολιτικού και οικονομικού προσωπικού πριν και κατά την διάρκεια του Α’ Π.Π. Ενδεικτικά, μπορούμε να αναφέρουμε τις ρήσεις σημαντικών ιδεολόγων του καθεστώτος, όπως ο διεθνολόγος Χανς Ντελμπρυκ, κατά τον οποίο «Μόνον μια Ευρώπη που δημιουργεί μια Φορολογική και Δασμολογική Ένωση (Zollverein) μπορεί να αντιμετωπίσει με ικανοποιητική ισχύ τις υπερέχουσες σημαντικά  δυνάμεις και αποθέματα πέρα από τον Ατλαντικό». Ενώ ο Γκύσταβ Μύλλερ μιλούσε για τις «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», περιλαμβάνοντας τις παραπάνω χώρες και κάποιες ακόμη. Ο δε βαρώνος Λούντβιχ φον Φαλκενχάουζεν έγραφε για την «αντιμετώπιση των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Ρώσικης Αυτοκρατορίας με ένα συμπαγές οικονομικό μπλοκ, το οποίο θα αντιπροσωπεύει τα ευρωπαϊκά κράτη… κάτω από γερμανική ηγεσία με σκοπό α) να διασφαλίσει στα μέλη και ιδίως στην Γερμανία την κυριαρχία στην ευρωπαϊκή αγορά και β) να οδηγήσει την ενωμένη οικονομική αυτή δύναμη της Ενωμένης Ευρώπης στο πεδίο της σύγκρουσης με τις άλλες διεθνείς δυνάμεις όσον αφορά τους όρους εισχώρησης της κάθε μιας στην αγορά της άλλης». Προς το ίδιο σχέδιο προσανατολιζόταν και ο σημαντικός πολιτικός και τραπεζίτης Βάλτερ Ρατενάου, ο οποίος αργότερα θεωρήθηκε από την Άκρα Δεξιά υπεύθυνος για την Συνθήκη των  Βερσαλλιών και δολοφονήθηκε (1922).    
Παρά την εκτίμηση του  Nial Ferguson (ενισχυμένη και από τον βρετανικό σωβινισμό) ότι η Γερμανία ήταν τότε πολύ αδύνατη για να οικοδομήσει έναν τέτοιο ευρωπαϊκό συσχετισμό δύναμης (βλ. και σε Ferguson «Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος»., εκδ. Ιωλκός), είναι βέβαιο ότι το σχέδιο αυτό ήταν κεντρικό εντός των τειχών της καϊζερικής Γερμανίας. Σε συνθήκες πάλης για την διεθνή ιμπεριαλιστική κυριαρχία (όπως αποτυπώνεται και στο βιβλίο του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό), η Γερμανία και οι σύμμαχοί της αποτελούσαν το ανερχόμενο αλλά ακόμη υποδεέστερο μπλοκ έναντι της κρατούσας  Αντάντ.  Δεν είχαν αποικίες, δεν είχαν επαρκή ενεργειακά αποθέματα, ήταν περικυκλωμένοι γεωπολιτικά μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας. Προέβλεπαν την κάθοδο του Βρετανού διεθνούς ηγεμόνα και ήθελαν να προλάβουν την άνοδο των Ηνωμένων Πολιτειών. Προσπαθούσαν, λοιπόν, να  ενεργοποιήσουν ένα ευρύτερο μπλοκ δυνάμεων και κρατικών οντοτήτων, να ανοίξουν έναν «γεωοικονομικό κρίσιμο χώρο», σύμφωνα και με την θεωρία του Φρήντριχ Ραίτσελ,  με στρατιωτικά και γεωπολιτικά μέσα.  Πυρήνας του θα ήταν η «Μέση Ευρώπη» (η Αυστροουγγαρία, η Πολωνία, η Σκανδιναβία,  πιθανόν η Ιταλία) ως πρώτος ομόκεντρος κύκλος εθνών είτε ήδη κατεχόμενων είτε συνδεόμενων εθνοτικά-πολιτισμικά ή οικονομικά με την Γερμανία. Ο δεύτερος κύκλος με επίκεντρο την Γαλλία θα συνιστούσε μια ζώνη απόλυτα κυριαρχούμενη από την «Μέση Ευρώπη» και χωρίς δικαιώματα στην πράξη συγκαθορισμού της κοινής πολιτικής, ένα είδος «Νότου» κατ’ αναλογία προς τα σημερινά.  Ο τρίτος κύκλος, η ρωσική ενδοχώρα θα ήταν μια απλή αποικία, η οποία θα διασφάλιζε τον ευρασιατικό έλεγχο.  Ο σχεδιασμός δεν έφτανε μέχρι το σημείο του «κοινού νομίσματος»,  αν και, προφανώς, είχαν στο μυαλό τους μια σταθερή ισοτιμία των λοιπών νομισμάτων με το  αυτοκρατορικό μάρκο. Παρατηρούμε, ήδη σε αυτό το στάδιο, μια τάση κατοχύρωσης της γερμανικής προτεραιότητας ως αυτονόητα ενισχυτικής του κοινού συμφέροντος χωρίς την αναφορά σε μέτρα που όντως θα προωθούν την κοινή ευημερία (ακόμη και στον σκληρό πυρήνα της  «Μέσης Ευρώπης»). Μια ελλειματικότητα δηλαδή στο γερμανικό ηγεμονικό σχέδιο, μια τάση κυριαρχίας με «λειψή» ηγεμονία.   
Η ήττα του 1918 και οι Βερσαλλίες έβαλαν στην ηττημένη Γερμανία καθήκοντα απλής επιβίωσης. Όμως, το σχέδιο αυτό δεν έσβησε στους ιμπεριαλιστικούς γερμανικούς κύκλους και αναβίωσε με την άνοδο του ναζισμού. Εδώ, το σχέδιο της «Μέσης Ευρώπης» και της «Οικονομικής Ευρωπαϊκής Ένωσης» έλαβε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις και ιδίως μετά την κατάκτηση των ευρωπαϊκών κρατών από τους ναζί και την διαμόρφωση «εξαρτημένων» από αυτούς κυβερνήσεων – του τύπου Κουίσλινγκ.
Ήδη, στο περίφημο «Δεύτερο Βιβλίο» του  (1928), μετά το «Ο Αγών μου»,  ο Χίτλερ μίλαγε για έναν ρατσιστικό, αντικομμουνιστικό και άρειο «ευρωπαϊσμό», για τον οποίο άξιζε να πεθάνει κανείς.  Πλέον, η «Ενωμένη Ευρώπη» δεν διέθετε καν τα περιθώρια συγκαθορισμού  εκ μέρους των λοιπών κρατών αλλά μετατρεπόταν σε εσωτερικό οικονομικό χώρο της Μείζονος Γερμανίας (όπου είχαν ενταχθεί και χώρες της «Μέσης Ευρώπης», όπως η  Αυστρία, η Τσεχία και η Σλοβακία, μέρος της Πολωνίας κλπ), αγορά της και προμηθευτή φτηνών πρώτων υλών και φτηνής εργατικής δύναμης.   
Κατά την περίοδο οικονομικής διακυβέρνησης του Γ. Σαχτ , του Χ. Γκαίρινγκ και τελικά του Α. Σπέερ, υπήρξε έντονη εσωτερική συζήτηση  για την διαμόρφωση μιας «Οικονομικής Ένωσης», η οποία θα είχε μάλλον  και ενιαίο νόμισμα, το  γερμανικό μάρκο.Το θέμα αυτό ήταν στρατηγικά ανοιχτό και προωθούνταν κυρίως από  μονοπώλια όπως  ο χημικός κολοσσός  I.G.Farben, που αντλούσαν δυναμικό  εκατομμυρίων σκλάβων-εργατών από διάφορες χώρες για να αναπτύσσονται αζημίως. Όπως είχε επισημάνει στις 25-10-1940 ο παράγων της γερμανικής οικονομίας  και του τραπεζικού τομέα  Χέρμανν Άπς,  μιλώντας στο γερμανικό ινστιτούτο για τις τράπεζες  και την τραπεζική δραστηριότητα, η κοινή ευρωπαϊκή πολιτική θα ενίσχυε σημαντικά τόσο τις εξαγωγές γερμανικών κεφαλαίων όσο και γενικότερα την οικονομικοπολιτική διείσδυση και σε περιοχές εκτός Ευρώπης, θα ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία. Αυτό ήταν το σχέδιο και πριν από το 1914,  αυτό θα προχωρήσουμε και τώρα, συμπλήρωνε ο Άπς [3]. Μας θυμίζει τίποτε;
Επιπλέον, αυτή η τοποθέτηση αποδεικνύει ότι πέρα από την τερατώδη ναζιστική ιδεολογία, ή μάλλον με όχημα αυτήν, η γερμανική οικονομική και πολιτικοστρατιωτική άρχουσα τάξη, οι μεγάλες μονοπωλιακές εταιρείες και τραστ,  πάλευαν για την οικονομική αναδιοργάνωση όλης της Ευρώπης, από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια,  υπό τον  γερμανικό καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό και με σκοπό να αξιοποιήσουν το σύνολο των ευρωπαϊκών παραγωγικών δυνάμεων για να εξασφαλίσουν την διεθνή οικονομική και πολιτική  τους κυριαρχία. 
Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν παράφρονες, διέθεταν έναν διαστροφικού τύπου ακραίο οικονομικό ορθολογισμό, εδραιωμένο, βεβαίως, πάνω σε εκατομμύρια πτώματα.   
Ενδιαφέρον είναι, ακόμη, ότι και αστικοί  κύκλοι αντιπολιτευόμενοι προς τον Χίτλερ  και το καθεστώς του   στην  διάρκεια  του πολέμου  (όπως ο διπλωμάτης   Ούλριχ φον Χάσσελ, ο Γιοχάννες Πόπιτς, πρώην Υπουργός οικονομικών της Πρωσσίας,  ο   Καρλ Φρήντριχ  Γκέρντελερ, Δήμαρχος της Λειψίας και ο στρατηγός Λούντβιχ  Μπεκ, πρώην επιτελάρχης του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου ως το 1938,   που θα επιχειρούσαν τον Ιούλιο του 1944 την δολοφονία του Χίτλερ , «επιχείρηση Βαλκυρία)  διατύπωναν την άποψη ότι η γερμανική κατάκτηση της Ευρώπης είναι πια ένα δεδομένο και   ότι η οικοδόμηση κοινών ευρωπαϊκών οικονομικών θεσμών στην Ευρώπη με άρση δασμών και ενιαίο νόμισμα  ( ένας ευρωπαϊκός κρατικός σύνδεσμος )  θα αντιστάθμιζε  προοπτικά την συγκεντρωτική εξουσία του Χίτλερ, θα αμυνόταν κατά του μπολσεβικισμού, θα ενίσχυε  την κοινή ευημερία και θα αντικαθιστούσε την στρατιωτική υποταγή με την οικονομική ειρηνική  συνεργασία [4].  Συνεπώς, αυτή η οικονομική και πολιτική στρατηγική, αν και ανταποκρινόταν πλήρως στα συμφέροντα του γερμανικού ιμπεριαλιστικού εθνικισμού, καταλάμβανε μια ευρύτερη από τον ναζισμό πλαισίωση της γερμανικής οικονομικής και κοινωνικής ελίτ, η οποία ακόμη και το 1944 έλπιζε ότι θα διατηρούσε την  οικονομική της εξουσία στην Ευρώπη, ακόμη και μετά την άμβλυνση ή την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος.   
Ήταν οι βλέψεις αυτών των ανθρώπων πολύ μακρυά από την πραγματικότητα ή η πτώση του ναζισμού τους διέψευσε  απόλυτα; Όχι, κατά την γνώμη μου, δεν τους διέψευσε. Στην Δυτική Γερμανία, μεταπολεμικά,  πολλοί άνθρωποι της οικονομικής και της διοικητικής ελίτ παρέμειναν στις θέσεις τους, για να συμβάλλουν κατά του κομμουνισμού  με την εμπειρία τους. Όταν ξέσπασε το σχετικό με τις αποζημιώσεις σκάνδαλο Μαξ Μέρτεν το 1959, ο εξέχων ναζί  νομικός Χανς Γιόζεφ Γκλόμπκε, ο ίδιος  που έγραψε τους «Νόμους της Νυρεμβέργης» κατά των Εβραίων, ήταν ο διευθυντής του γραφείου του πρωθυπουργού Κόνραντ Αντενάουερ και αυτός που χειρίστηκε το σκάνδαλο Μέρτεν. Κι αργότερα, ο σχεδιασμός του ευρώ δεν ήταν καθόλου  μακρυά από τα γερμανικά σχέδια για μια Ενωμένη Ευρώπη υπό την αποκλειστική τους κυριαρχία.  
Με αυτό θέλω να πω και να κλείσω την εισήγησή μου ότι παρά την πολύ σημαντική διαφορά ανάμεσα στην εποχή  του ναζισμού και στο σημερινό δημοκρατικό γερμανικό κράτος, η λογική της γερμανικής επιβολής και κυριαρχίας πάνω στους ευρωπαϊκούς λαούς, τότε με τα όπλα και τώρα με τα χρηματικο-οικονομικά μέσα, δεν έπαψε να υπάρχει και  να αναπτύσσεται με διαφορετικούς πάντοτε τρόπους αλλά ίδια κατεύθυνση, εδώ και έναν αιώνα και πλέον. Η Γερμανία δεν έμαθε από το παρελθόν της.


Σας ευχαριστώ θερμά για την υπομονή σας,

Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι Δρ. Νομικής-Δικηγόρος 

      



[1] .Βλ. σχετικά σε Fritz Fischer “Germany’s War Aims in the First World War”, 1968, σελ. 470.

[2] Bλ. σε  Ν. Ferguson “The Kaiser’s European Union” in “Virtual History-Altermatives and Counterfactuals”, London 1997, σελ. 228 επ., 256 επ.

[3] . Ralph Giordano “Wenn Hitler den Krieg gewonnen haette”, Koeln 2000., σελ.  226 επ., 230 επ.
[4] Karl Heinz Roth/ Angelika Ebbimghaus “ Rote Kapellen –Kreisauer Kreise-Schwarze Kapellen” , Hamburg 2004. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: