Η ΜΕΣΑΙΑ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ



Δημήτρης Μυλωνάκης

Τμήμα Οικονομικών Επιστημών

Πανεπιστήμιο Κρήτης


Είναι ιδιαίτερη χαρά που μου δίνεται η ευκαιρία να παρουσιάσω το βιβλίο της Βάλιας Αρανίτου «Η Μεσαία Τάξη στην Ελλάδα την Εποχή των Μνημονίων: Μεταξύ Κατάρρευσης και Ανθεκτικότητας». Και αυτό για πολλούς λόγους που θα φανούν στην πορεία αυτής της σύντομης παρέμβασης.

Είτε το θέλουμε είτε όχι, ζούμε στην εποχή της υπερβολής, των ιδεολογημάτων, των εμμονών, της κοινωνικής μυθοπλασίας και της δαιμονοποίησης. Μερικά παραδείγματα είναι αρκετά για να σας πείσουν.

 Λίγο πριν την κρίση οι οικονομολόγοι συνέχαιραν τους εαυτούς τους για τα επιτεύγματα της επιστήμης.  Αυτά συμπυκνωνόταν στην έννοια της Μεγάλης Μετριοπάθειας, δηλ. στην υποτιθέμενη μεγάλη μείωση της οικονομική αστάθειας και μεταβλητότητας η οποία οφειλόταν πρωτίστως, σύμφωνα με την αφήγηση, στη βελτιωμένη αποτελεσματικότητα των μακροοικονομικών πολιτικών. Όλα αυτά βέβαια κατέρρευσαν με την κρίση όπως και πολλές άλλες βεβαιότητες. Βασισμένη στα μαθηματικά υποδείγματα, η κυρίαρχη οικονομική επιστήμη δεν κατάφερε να προβλέψει την κρίση αλλά και μετά την εμφάνισή της δεν μπορεί να προσφέρει καμία ερμηνεία της. Παρόλα αυτά τίποτα ουσιαστικό δεν φαίνεται να αλλάζει στον τρόπο που θεραπεύεται η επιστήμη.
            
Ένα άλλο παράδειγμα είναι το ιδεολόγημα περί καλού ιδιωτικού τομέα και κακού κράτους γενικώς. Πέραν του γεγονότος ότι κάθε γενίκευση είναι επικίνδυνη, της παρούσης συμπεριλαμβανομένης, όπως είπε και ένας φιλόσοφος του διαφωτισμού, σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, το κράτος αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη και τη μεγέθυνση, γι’ αυτό όσο λιγότερο κράτος τόσο καλύτερα για την ανάπτυξη. Μία ματιά μόνο στα επονομαζόμενα οικονομικά θαύματα του δευτέρου μισού του 20ου αιώνα είναι αρκετά για να καταρρίψουν και αυτό το μύθο. Τόσο στην Ιαπωνία τις δεκαετίες 1950-60 και αργότερα, όσο στις επονομαζόμενες Ασιατικές τίγρεις (περιλαμβανομένης της Νότιας Κορέας) τις δεκαετίες 1970-80 και αργότερα, αλλά και στη σύγχρονη Κίνα όπου οι ρυθμοί μεγέθυνσης έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, το κράτος, και μάλιστα το αυταρχικό/ πατερναλιστικό κράτος, έπαιξε και παίζει καθοριστικό, αν όχι κυρίαρχο, ρόλο στην αναπτυξιακή διαδικασία αυτών των χωρών.

Παρομοίως, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, το κράτος είναι κακός επιχειρηματίας, σε αντίθεση με τον ιδιωτικό τομέα. Άλλη μία λαθεμένη γενίκευση. Όπως έχει δείξει η Μαριάννα Ματσουκάτο σε πρόσφατο βιβλίο της, οι επενδύσεις υψηλού κινδύνου σε κλάδους αιχμής όπως η βιοτεχνολογία, τα φαρμακευτικά προϊόντα και η καθαρή τεχνολογία, πραγματοποιούνται από το κράτος πριν ακόμα εμπλακεί ο ιδιωτικός τομέας. Για να μην αναφερθούμε στην διαστημική τεχνολογία, όπου η χρηματοδότηση είναι καθαρά κρατική υπόθεση. Θα σας δώσω ένα μόνο παράδειγμα από έναν άλλο κλάδο με τον οποίο είμαστε όλοι εξοικειωμένοι ως καταναλωτές: τον κλάδο της κινητής τηλεφωνίας. Όλοι έχουμε συνδυάσει το iphone με τον ιδιωτικό κολοσσό που ακούει στο όνομα Apple και τον Steve Jobs και τις καινοτόμες ιδέες του. Λίγοι όμως γνωρίζουν ότι, όπως καταδεικνύει η Ματσουκάτο, οι τεχνολογίες που κάνουν έξυπνο το iphone – δηλ. το διαδίκτυο, το GPS και η οθόνη αφής κ.λπ. - χρηματοδοτήθηκαν όλες από το κράτος (Mazzucato, M. (2013), The Entrepreneurial State: debunking public vs. private sector myths, Anthem Press: London, UK).
            
Τα δύο τελευταία παραδείγματα όπως και πολλά άλλα, αποτελούν απότοκα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, η οποία, σύμφωνα με τον Πέρρυ Άντερσον, αποτελεί την «πιο επιτυχημένη ιδεολογία στην παγκόσμια ιστορία» κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια.  Η εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών ξεκίνησε από την Χιλή του Πινοσέτ τη δεκαετία του 1970 για να εμπεδωθεί περαιτέρω μετά την άνοδο του Ρέηγκαν και της Θάτσερ στην εξουσία τη δεκαετία του 80 και να διαχυθεί αρχικά στις υπόλοιπες χώρες της Λατινικής Αμερικής μέσω των πολιτικών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και στην Ευρώπη μέσω της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992, και να καταλήξουν στην Ελλάδα μέσω των μνημονίων. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές  κωδικοποιήθηκαν μέσω της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον και στηρίζονται σε τέσσερις βασικούς πυλώνες: 

1. Στους ισοσκελισμένους ισολογισμούς και τη μείωση των κρατικών δαπανών 
2. Στην απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών και την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου και των συναλλαγματικών ισοτιμιών, 
3. Στις ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων και, τέλος, 
4. Στη μείωση της  φορολογίας.
            
Αυτή η συνταγή απετέλεσε την αιχμή του δόρατος μέσω της οποίας το διεθνές οικονομικό σύστημα προσπάθησε να λύσει τα οικονομικά προβλήματα σε χώρες τόσο διαφορετικές όπως οι ΗΠΑ και η Χιλή, το Μεξικό και η Ελλάδα, πέρα και έξω από κάθε ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο και ανεξαρτήτως των ιδιαιτεροτήτων της κάθε χώρας και περιοχής. Την πιο ακραία έκφανση της εφαρμογής αυτών των συνταγών απετέλεσε η περίπτωση της Ελλάδας όπου τα μέτρα απελευθέρωσης των αγορών, δημοσιονομικής ασφυξίας και των ιδιωτικοποιήσεων, συνοδεύτηκαν από δραματικά μέτρα λιτότητας, εσωτερικής υποτίμησης και υπερφορολόγησης. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά: «μείωση του ΑΕΠ κατά 25% σε τέσσερα χρόνια, αύξηση του επίσημου επιπέδου της ανεργίας σε ποσοστό ρεκόρ 28% (2015) και αύξηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ από 126% σε 175% την ίδια χρονική περίοδο».
             
Ένα από τα επίδικα υποκείμενα και ένα από τα κοινωνικά υποκείμενα/φορείς που υπέστησαν τις συνέπειες αυτών των μέτρων ήταν και η ελληνική μεσαία τάξη που είναι το θέμα που διαπραγματεύεται η υπό συζήτηση μονογραφία.
           
Στον ελληνικό δημόσιο διάλογο κυριαρχεί η άποψη ότι τρία από τα αίτια της κακοδαιμονίας της ελληνικής οικονομίας είναι το μεγάλο κράτος, η τεμπελιά του νεοέλληνα και οι αναποτελεσματικότητα των  μικρών επιχειρήσεων. Όσον αφορά στο πρώτο αίτιο, τα στοιχεία δείχνουν ότι το μέγεθος του ελληνικού κράτους δεν είναι μεγαλύτερο από το μέσο όρο των ανεπτυγμένων χωρών. Όλες οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν σχετικά μεγάλους κρατικούς τομείς. Και πολύ καλά κάνουν. Αυτό από το οποίο σίγουρα πάσχει το ελληνικό κράτος είναι η αναποτελεσματικότητα και ο ανορθολογισμός στη λειτουργία του. Όσον αφορά στην τεμπελιά του νεοέλληνα, τα (ποσοτικά) στοιχεία που δείχνουν ότι οι Έλληνες δουλεύουν κατά μέσο όρο περισσότερες ώρες από τους Γερμανούς. Το θέμα είναι τι κάνουν την ώρα της εργασίας και πόσο αποτελεσματικοί είναι. Και αυτό δεν έχει να κάνει με το DNA του Έλληνα αλλά με τις δομές μέσα στις οποίες καλείται να ασκήσει την εργασία του και τα (ανύπαρκτα) κίνητρα.
  
     
Ερχόμενοι τώρα στην περίφημη μεσαία τάξη, ή τα μεσαία στρώματα ή η μικροαστική τάξη όπως διαφορετικά αποκαλείται, αυτή έχει αποτελέσει αντικείμενο τόσο εκτεταμένης ακαδημαϊκής μελέτης διεθνώς, όσο και έντονων αντιπαραθέσεων στην ελληνική δημόσια σφαίρα. Σε ότι αφορά στην Ελλάδα, η έννοια αυτή έχει λάβει μεταφυσικές διαστάσεις. Αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι. Όπως αναφέρει και η συγγραφέας, «ένα από τα κρίσιμα χαρακτηριστικά του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού για ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο είναι η αριθμητικά ευμεγέθης, σχετικά εύπορη και με ειδικό πολιτικό βάρος μεσαία τάξη» (119). «Η μεσαία τάξη αποτελεί με μεγάλη διαφορά το πολυπληθέστερο τμήμα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Αυτό δικαιολογεί γιατί αποτελεί την κύρια νομιμοποιητική βάση του διαλόγου καθώς και την αγαπημένη κοινωνική αναφορά σχεδόν όλων των πολιτικών δυνάμεων» (205). Θα έλεγε δε κανείς ότι είναι κατ’ εξοχήν πεδίο  όπου η υπερβολή, τα ιδεολογήματα και η κοινωνική μυθοπλασία, φτάνουν στο αποκορύφωμά τους τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης όπου η μεσαία τάξη, δίπλα στο κράτος, «γίνεται ο φταίχτης για όλα τα δεινά» (126). Αυτό είναι απότοκο του γεγονότος ότι, όπως λέει και η συγγραφέας, «η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα γίνεται με όρους ιδεολογικούς και προπαγανδιστικούς».
            
Σε τι συνίσταται λοιπόν αυτή η δαιμονοποίηση; Σας διαβάζω ένα απάνθισμα από το βιβλίο: «Σε ότι αφορά στη μικρή επιχειρηματικότητα … εκφράζονται εκτιμήσεις ότι το μικρό μέγεθος πρέπει να απορριφθεί ως αντιπαραγωγικό και ως εμπόδιο στην περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη» (16)

«Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη εμφανίζεται – αν δεν στοχοποιείται – ως εμπόδιο στην ανάπτυξη ή καλύτερα στη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας  οποία πλέον πρέπει να ακολουθεί τα προτάγματα της αγοράς» (151) .
             
Απέναντι σε όλα αυτά, ο ανά χείρας τόμος αποτελεί ένα επιστημονικό ανάχωμα το οποίο βασίζεται στην ψύχραιμη επιστημονική ανάλυση, με βασικές συντεταγμένες την διεπιστημονικότητα, την πλουραλιστική θεωρητική προσέγγιση και στην τεκμηριωμένη εμπειρική απεικόνιση.
             
Η μεσαία τάξη αποτελεί γενικά μία δύσκολα προσδιορίσιμη έννοια και αυτό γιατί, πρώτον, δεν υπάρχει κάποιος γενικά αποδεκτός ορισμός, δεύτερον, έχει την τάση να μεταμορφώνεται και να μεταλλάσσεται διαχρονικά, και, τρίτον, γιατί ενέχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε διαφορετικούς τόπους και χώρες. Υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι τυχαίο ότι έχει απασχολήσει μερικούς εκ των κορυφαίων στοχαστών μεταξύ των οποίων και ο Νίκος Πουλαντζάς στον οποίο κάνει εκτενή αναφορά και η συγγραφέας.
            
Και στα τρία αυτά πεδία ο παρόν τόμος συνεισφέρει ουσιαστικά, πρώτον, φροντίζοντας να ξεκαθαρίσει και να ορίσει τις έννοιες με σαφήνεια, δεύτερον, αναλύοντας διεξοδικά τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής μεσαίας τάξης και, τρίτον, αποτυπώνοντας πειστικά και με στοιχεία την διαχρονική μετεξέλιξη της ελληνικής μεσαίας τάξης. Έχοντας οικοδομήσει ένα εναργές θεωρητικό και ιστορικό πλαίσιο, κατόπιν αποτολμά να απαντήσει και στο κεντρικό ερώτημα της μονογραφίας, κατά πόσο δηλαδή η μεσαία τάξη στην Ελλάδα των μνημονίων βρίσκεται σε κατάρρευση ή αντίθετα προσαρμόζεται, μεταλλάσσεται και αντέχει. Κατάρρευση ή ανθεκτικότητα λοιπόν;.
             
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Κατ’ αρχάς τίθεται το ερώτημα τι είναι η μεσαία τάξη; Σύμφωνα με τη συγγραφέα, «Η μεσαία (ή μικροαστική) τάξη αποτελείται από δύο μερίδες: την παραδοσιακή μικροαστική τάξη και τη νέα μικροαστική τάξη. Η παραδοσιακή μεσαία τάξη περιλαμβάνει τους ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων (<5 εργαζόμενοι) και τους αυτοαπασχολούμενους (ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, ξυλουργοί, επιπλοποιοί, ράφτες, αρτοποιοί, κομμωτές, τυπογράφοι, κοσμηματοπώλες κ.λπ.).
            
Η Νέα μεσαία τάξη από την άλλη πλευρά, απαρτίζεται από τους ελεύθερους επαγγελματίες που δεν περιλαμβάνονται στην παραδοσιακή μεσαία τάξη (μηχανικοί, δικηγόροι, γιατροί) και μισθωτούς με υψηλά εισοδήματα που επιβλέπουν και επιτηρούν την οργάνωση της εργασίας. Σε αυτήν η συγγραφέας περιλαμβάνει και τους ελεύθερους επαγγελματίες και μισθωτούς που έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση και όλους τους εκπαιδευτικούς κάτι που κατά τη γνώμη μου είναι προβληματικό. Το κύριο κριτήριο ένταξης σε μία συγκεκριμένη τάξη, κατά την άποψή μου,  ήταν και παραμένει η εργασιακή σχέση στην οποία υπεισέρχεται το υποκείμενο και ο τρόπος ένταξής του στην παραγωγική διαδικασία. 

  • Ιδιαιτερότητες

Στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής μεσαίας τάξης η συγγραφέας συγκαταλέγει το «σημαντικό – σε σύγκριση με άλλες χώρες – μερίδιο που καταλαμβάνει στους κόλπους της η παραδοσιακή μικροαστική τάξη» (21) και το γεγονός ότι στηρίζονται κυρίως «στην οικογένεια και στη μικροιδιοκτησία  σε όλες τις εκφάνσεις της: μικρός αγροτικός κλήρος, κατοικία στα αστικά κέντρα και στα νησιά (120)». Επίσης το γεγονός που αναφέραμε ήδη ότι «η ελληνική παραδοσιακή μικροαστική τάξη διατηρεί την αριθμητική της ευρωστία και σημαντικό ποσοστό απασχόλησης σε αντίθεση με το παράδειγμα άλλων κοινωνιών του αναπτυγμένου καπιταλισμού» (119). Τέλος, «η μικρή επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα αναδεικνύεται πρωταθλητής στην απασχόληση παρά τις αρνητικές θεάσεις σχετικά με το μικρό μέγεθος» (120).

                                                                                            ΕΕ                Ελλάδα
Συμμετοχή στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία:      21%              34,3%
Συμμετοχή στην απασχόληση                                 30%              57,3%

  • Διαχρονική Εξέλιξη

Σε ότι αφορά στη διαχρονική εξέλιξη της μικροαστικής τάξης στην Ελλάδα, η συγγραφέας κάνει μία πολύ χρήσιμη περιοδολόγηση. Ξεχωρίζει 3 περιόδους στην εξέλιξη της μεσαίας τάξης μεταπολεμικά:

1950-1980: είναι η περίοδος της ανάπτυξης και ενίσχυσης της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης: εδώ κυρίαρχο ρόλο παίζει η αυτοαπασχόληση, η μικρή επιχείρηση και η μικρή ιδιοκτησία: με μία φράση οι γνωστοί στο δημόσιο λόγο και ως «νοικοκυραίοι»

Την περίοδο 1981-2009 η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στη εξουσία σε συνδυασμό με την Ευρωπαϊκή προοπτική αποτελούν το νέο πλαίσιο ανάπτυξης και αναπαραγωγής της μεσαίας τάξης: ως αποτέλεσμα έχουμε μία έντονη κοινωνική κινητικότητα και την εμφάνιση, ανάπτυξη και ενίσχυση της νέας μικροαστικής (μεσαίας) τάξης. Έρχεται στο προσκήνιο μία νέα, πολυπληθής και ιδιαίτερα ισχυρή μικροαστική τάξη η δυναμική παρουσία της οποίας έρχεται σε αντιπαράθεση, ιδιαίτερα κατά την εκσυγχρονιστική περίοδο 1996-2004, με την πάντοτε πολυπληθή παραδοσιακή μικροαστική τάξη, στην οποία καταλογιζόταν αντι-εκσυγχρονιστικά χαρακτηριστικά.

2009-2017: Η περίοδος της κρίσης όπου τίθεται το κύριο ερευνητικό ερώτημα που πραγματεύεται η μονογραφία: κατάρρευση ή ανθεκτικότητα
             
Μία από τις βασικές παραμέτρους του βιβλίου είναι η ανάδειξη της σύνδεσης της μεσαίας τάξης με τα διαθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας στο δημόσιο λόγο, πριν από την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών και την περίοδο της βίαιης οικονομικής προσαρμογής
.
Πρόκειται για την αναπαραγωγή του στερεότυπου που είδαμε παραπάνω ότι «η μεσαία τάξη φταίει για τον οικονομικό μαρασμό και την ‘κατάντια’ της πατρίδας, η δε μικροί επιχειρηματίες εγκαλούνται ως φοροφυγάδες, αντιπαραγωγικοί και μη ανταγωνιστικοί, ενώ συγχρόνως λοιδορούνται για το ότι διαθέτουν υψηλά καταναλωτικά πρότυπα» … «πιο συγκεκριμένα στοχοποιούνται συλλήβδην επαγγέλματα όπως γιατροί, δικηγόροι, φαρμακοποιοί, υδραυλικοί και καθηγητές οι οποίοι είτε είναι «τεμπέληδες» επειδή δουλεύουν λίγο, είτε είναι φοροφυγάδες επειδή έχουν και δεύτερη δουλειά».
            
«Η ιδεολογική αυτή κατασκευή» όπως λέει η συγγραφέας, «και κυρίως η αποτελεσματική πολιτική αξιοποίησή της είχαν ως αποτέλεσμα της  επικράτηση της απλουστευτικής αυτής μυθοπλασίας… Επρόκειτο για ένα καθολικό ιδεολογικό οπλοστάσιο, το οποίο θα δικαιολογούσε στη συνέχεια τα μνημονιακά μέτρα και ταυτόχρονα μέσω αυτών θα επιχειρούσε την ιδεολογική διάρρηξη της μεσαίας τάξης». «Αυτές οι τοποθετήσεις είχαν ως αποτέλεσμα μετά την κρίση την υιοθέτηση πολιτικών που αμφισβήτησαν το γενικό πλαίσιο αναπαραγωγής της μεσαίας τάξης και εμφανίστηκαν ως η μόνη λύση για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση. Πρόκειται για δέσμη μεταρρυθμίσεων που επιχείρησαν να αλλάξουν με δομικό τρόπο και σε όλους τους τομείς το αναπτυξιακό παράδειγμα των τελευταίων δεκαετιών στη χώρα, μετασχηματίζοντας κατά συνέπεια τη δομή της ελληνικής κοινωνίας».
    
Το βιβλίο ουσιαστικά καταδεικνύει πως τα τρία μνημόνια επιχείρησαν να μετατρέψουν τις νεοφιλελεύθερες θεάσεις για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, όπως αυτές αναδύθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, σε εμπράγματες πολιτικές. Τα αποτελέσματα των πολιτικών που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο των μνημονίων είναι, σύμφωνα με τα ενδιαφέροντα στοιχεία που παρατίθενται στο βιβλίο:

Α. Η παραδοσιακή μεσαία τάξη (δηλαδή κυρίως οι μικροί επιχειρηματίες και τμήμα των αυτοαπασχολούμενων) έχασε περίπου το ¼ του δυναμικού της καθώς έκλεισαν 180.000 μικρές επιχειρήσεις.

Β. Η νέα μεσαία τάξη (δηλαδή οι υψηλόμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι, οι managers κ.λπ.) από την άλλη πλευρά συμπιέζεται από α) τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, β) της αδυναμία εξόφλησης των κόκκινων δανείων,  και γ) την υψηλή φορολογία και δ) τα περιορισμένα έσοδα.
            
Όπως όμως διαφαίνεται, παρά τη βιαιότητα της οικονομικής προσαρμογής, η μεσαία τάξη, παρότι συρρικνώνεται αποφασιστικά, παρουσιάζει μια ‘ιδιότυπη’ ή ‘ευρηματική’ ανθεκτικότητα, όπως την ονομάζει η συγγραφέας, η οποία μοιάζει να τροφοδοτείται από τα ιστορικά γνωρίσματα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού τα οποία ήταν φιλικά προς την αναπαραγωγή των μεσαίων στρωμάτων. Οφείλεται όμως και σε κάτι άλλο. Η στερεοτυπική αντιμετώπιση της μικρής επιχειρηματικότητας ως αντιπαραγωγικής και μη ανταγωνιστικής και του μικρομεσαίου επιχειρηματία ως φοροφυγάδα αποκρύπτει κάποια άλλα συγκριτικά πλεονεκτήματα των μικρών επιχειρήσεων όπως «το χαμηλό κόστος εργασίας, η μείωση του απαιτούμενου κεφαλαίου εκκίνησης, η ιδιαίτερη και ασυνήθιστη ευελιξία, η ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων τη σχετική ανεξαρτησία από τις μόνιμες και σταθερές χρηματοδοτικές πηγές κ.λπ.», στοιχεία που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανθεκτικότητα που επέδειξαν αυτές οι επιχειρήσεις στη διάρκεια της κρίσης παρά τα συντριπτικά πλήγματα που δέχτηκαν. Στο πλαίσιο αυτό, η ανθεκτικότητα της μεσαίας τάξης αποδεικνύει και τον αναποτελεσματικό χαρακτήρα των μνημονιακών πολιτικών οι οποίες διαμορφώθηκαν στη βάση μιας α-ιστορικής λογικής.

Πριν κλείσω θα ήθελα να κάνω τρεις επισημάνσεις:

  1. Χρειάζεται προσοχή έτσι ώστε η επιστημονική ανασκευή της όποιας μυθοπλασίας ή δαιμονοποίησης να μην καταλήγει στην παγίδα της εξιδανίκευσης. Δεν είναι όλα καλά και ωραία με τη μεσαία τάξη στην Ελλάδα και το γνωρίζουμε όλοι αυτό. Αν πάρουμε το παράδειγμα της φοροδιαφυγής, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρχε και υπάρχει εκτεταμένη φοροδιαφυγή από τμήματα της μικροαστικής τάξης όπως είναι οι αυτοαπασχολούμενοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, ασχέτως αν το ειδικό βάρος αυτής της φοροδιαφυγής είναι μικρότερο από την φοροδιαφυγή του μεγάλου κεφαλαίου για παράδειγμα. Στο πλαίσιο μιας ισορροπημένης ανάλυσης αυτό θα έπρεπε ίσως να έχει αναδειχθεί περισσότερο. Αντίστοιχα και με τη σχέση μεγέθους και παραγωγικότητας η οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι ευνοϊκή για τις μικρές επιχειρήσεις.
  2. Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με τα προβλήματα του ορισμού της μεσαίας τάξης που χρησιμοποιεί η συγγραφέας που ανέφερα παραπάνω και, τέλος,
  3.  Η ανθεκτικότητα που επιδεικνύει τη μεσαία τάξη, η ανάδειξη της οποίας αποτελεί και την κύρια καινοτομία του παρόντος τόμου, δε αναιρεί σε καμία περίπτωση το γεγονός ότι δέχτηκε καίρια πλήγματα από τις πολιτικές των μνημονίων.
     
«Παρά ταύτα», όπως το θέτει η συγγραφέας, «η ανθεκτικότητα της μεσαίας τάξης καταδεικνύει την κεντρικότητα της θέσης της στην ελληνική κοινωνική δομή, γεγονός που, όπως γνωρίζουμε, έχει πολύ σημαντικές οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές επιπτώσεις» (212).

1 σχόλιο:

Crisis and Critique είπε...

Για τα μεσαία κοινωνικά στρώματα, τα λεγόμενα και μεσαία τάξη:
Τοξικές λέξεις (και πράξεις) που στοίχειωσαν το 2018 - Μέρος Β'
https://aftercrisisblog.blogspot.com/2019/01/2018.html

Ωμός (μεσο)αστισμός - Ο ταξικός αγώνας εκ των άνω
https://aftercrisisblog.blogspot.com/2018/11/blog-post_9.html