ΜΑΡΞ & ΛΕΝΙΝ: ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ)

Του  Νίκου Πρινιωτάκη


1. ΜΑΡΞ


Η φράση του κομμουνιστικού μανιφέστου ότι η ιστορία της ανθρωπότητας είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων νοηματοδοτεί και το περιεχόμενο του μαρξισμού. Ο μαρξισμός είναι μια νέα επιστήμη: μια επιστήμη της ιστορίας σε αντίθεση με τις μέχρι τότε ιδεολογίες και φιλοσοφίες της ιστορίας[1].

Ο Karl Marx (1818-1883) ιδρυτής μαζί με τον Friedrich Engels του «επιστημονικού σοσιαλισμού» γεννήθηκε στην πόλη Trier της Ρηνανίας από γονείς εβραϊκής καταγωγής που ασπάστηκαν τον προτεσταντισμό. Γόνος δικηγορικής οικογένειας σπούδασε νομικά στη Βόννη και στο Βερολίνο. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα ιστορίας, ελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογίας και ιστορίας της τέχνης. Τον κέρδισε όμως τελικά η φιλοσοφία.

Μετά από μια σύντομη περιδιάβαση στη Γερμανία κατέληξε το φθινόπωρο του 1843 στο Παρίσι όπου έρχεται σε επαφή με εργατικές οργανώσεις και συναντά τον Ρώσο αναρχικό M. Bakunin, και τους Γάλλους σοσιαλιστές Lois Blanc και Pierre Josef Proudhon. Την περίοδο αυτή συγγράφει την «Κριτική της Εγελειανής φιλοσοφίας του δικαίου» που εκδίδεται για πρώτη φορά στο σύνολο της πολύ μετά τον θάνατο του, το 1927. το έργο αυτό έχει τη μορφή σχολιασμού ενός αριθμού παραγράφων από τη «Φιλοσοφία του Δικαίου» του Hegel και επιχειρεί μέσω μιας εσωτερικής κριτικής να αναδείξει τις αντιφάσεις της πολιτικής θεωρίας του τελευταίου.

Την ίδια περίοδο στρέφεται στη μελέτη της πολιτικής οικονομίας και τον επόμενο χρόνο εκδίδει τα «Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα» γνωστά και σαν «παρισινά χειρόγραφα». Εδώ υιοθετείται για πρώτη φορά η άποψη ότι η εργασία είναι η πηγή κάθε πλούτου αλλά επισημαίνει σε αντίθεση με την πολιτική οικονομία ότι η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας θα οδηγήσει στην εξάλειψη της εκμετάλλευσης αλλά και στην υπέρβαση της αλλοτρίωσης την οποία αντιλαμβάνεται σαν αποξένωση του προϊόντος εργασίας και όχι όπως ο Hegel σαν αντικειμενοποίηση του πνεύματος. Την ίδια εποχή χρονολογείται και η γνωριμία του με τον Engels που από τότε και στο εξής θα γίνουν αχώριστοι φίλοι και συνεργάτες.

Ακολουθεί στα 1845-46 η έκδοση της «Γερμανικής Ιδεολογίας» όπου για πρώτη φορά βρίσκεται με τρόπο σαφή, διατυπωμένη η θεωρία που αργότερα ονομάστηκε «Ιστορικός υλισμός» και που συνδέει τις κοινωνικές συνθήκες με τους πολιτικούς θεσμούς καθώς και με την κοινωνική βάση ή δομή της κοινωνίας και με τα παραγωγικά μέσα που βρίσκονται στη διάθεση της. Η εξέλιξη έτσι της κοινωνίας παρουσιάζεται σαν ανάπτυξη των παραγωγικών μέσων και των παραγωγικών δυνάμεων που προσδιορίζουν με τη σειρά τους κάθε φορά το είδος και τη μορφή των κοινωνικών σχέσεων. Φορέας της κοινωνικής αλλαγής είναι η εργατική τάξη, το προλεταριάτο που έχει σαν στόχο την κατάργηση των κοινωνικών τάξεων, της πολιτικής εξουσίας και του κράτους.

Το έργο αυτό αποτελεί τομή και ρήξη με τις μέχρι τότε διατυπωθείσες απόψεις για τη φιλοσοφία της Ιστορίας, όπως αυτές του Hegel. Για τον Hegel οι διάφοροι τομείς της κοινωνικής πραγματικότητας [Οικονομία, Κράτος, Θρησκεία] θεμελιώνονται στη γενετική τους καταγωγή με βάση ένα υποκείμενο που λειτουργεί ευθύγραμμα προς την αυτοπραγμάτωση του. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κεντρική ολότητα που αποκτά νόημα και ουσία μέσω προβολής της προς τα έξω. Για τον Hegel αυτό το υποκείμενο-ουσία είναι το απόλυτο Πνεύμα.

Ο Marx ξεκόβει από αυτή την προβληματική τόσο στο θεωρητικό όσο και στο εμπειρικό πεδίο. Για τον Marx κάθε μορφή κοινωνίας είναι δομή που απαρτίζεται από κάποια αντικειμενικά επίπεδα [οικονομικό-πολιτικό-ιδεολογικό] στο εσωτερικό των οποίων το οικονομικό είναι εκείνο που έχει τον πρωτεύοντα και καθοριστικό ρόλο που είχε η ουσία-υποκείμενο. Τα άλλα 2 επίπεδα δεν αποτελούν απλά αντανάκλαση του οικονομικού αλλά διατηρούν μις ιδιάζουσα αυτενέργεια και μια σχετική αυτονομία. Είναι αυτή η λειτουργία των επιπέδων που καθορίζει και την κατανομή των ανθρώπων σε κοινωνικές τάξεις. Οι άνθρωποι δεν αποτελούν μια ουσία εξωιστορική αλλά το σύνολο των κοινωνικών τους προσδιορισμών και ταξινομήσεων. Η ιστορία δεν αποτελεί την ανάπτυξη μιας ουσίας για την οποία μιλούσαμε παραπάνω αλλά μια διαδικασία που αποκτά μορφή και περιεχόμενο μέσα από την πάλη των τάξεων[2]

Το θεωρητικό αυτό σχήμα ολοκληρώνεται στην Κριτική της Αγίας Οικογένειας και στις Θέσεις στον Feuerbach. Χαρακτηριστική η 11η θέση στον Feuerbach: «Οι φιλόσοφοι ερμήνευσαν τον κόσμο, το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε».

Αξίζει να αναφερθεί ότι τα περισσότερα από τα παραπάνω έργα εκδόθηκαν πολύ μετά τον θάνατο του Marx και πολλές από τις θεωρητικές αναζητήσεις του έρχονταν σε αντίθεση με τις κατασκευές που είχαν υιοθετηθεί από τη 2η και 3η Διεθνή. Λίγο πριν το ξέσπασμα των επαναστάσεων στη Γαλλία και στη Γερμανία το 1848 εκδίδεται στο Λονδίνο από τους Marx-Engels το «Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος».

Η έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης έφερε στο προσκήνιο της Ιστορίας την αστική τάξη η οποία μέσω της ανάπτυξης της βιομηχανίας, της ναυτιλίας και των μεταφορών εδραίωσε τη θέση της στην κοινωνία, απωθώντας στο περιθώριο όλες τις τάξεις που είχε κληροδοτήσει ο Μεσαίωνας.  Σύμφωνα με τον Marx η αστική τάξη έπαιξε στη Ιστορία ένα εξαιρετικά επαναστατικό ρόλο. Επαναστατικοποίησε και επαναστατικοποιεί μέσω καινοτομιών συνεχώς τα μέσα παραγωγής και τις κοινωνικές σχέσεις. Σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες κυρίαρχες τάξεις που αποσκοπούσαν στην αμετάβλητη διατήρηση του παλιού τρόπου παραγωγής η αστική τάξη βασίζει την κυριαρχία της στη συνεχή κινητικότητα και αβεβαιότητα.

Ομογενοποιεί σχέσεις και τρόπους παραγωγής, πρότυπα κουλτούρας και πνευματικά προϊόντα που τα καθιστά κοινό κτήμα της ανθρωπότητας και δημιουργεί σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ των εθνών. Δημιουργεί δηλαδή ένα κόσμο «κατ’ εικόνα και ομοίωση» της.

Μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού συγκεντρώνει τα μέσα παραγωγής σε λίγα χέρια και έχει σαν συνέπεια την εφαρμογή συστημάτων πολιτικού συγκεντρωτισμού.

Ταυτόχρονα όμως είναι ο ίδιος ο ελεύθερος ανταγωνισμός που φέρνει σαν σπέρμα μέσα του το στοιχείο αμφισβήτησης της κυριαρχίας της αστικής τάξης. Η αστική τάξη δεν μπορεί να κυριαρχήσει απέναντι στις δυνάμεις που έχει απελευθερώσει και δημιουργεί τις οικονομικές κρίσεις υπερπαραγωγής που καταστρέφουν ένα μεγάλο μέρος των παραχθέντων προϊόντων και των παραγωγικών δυνάμεων[3].

Ο τρόπος ξεπεράσματος αυτών κρίσεων γίνεται δυνατός με την κατάκτηση νέων αγορών ή με την πληρέστερη εκμετάλλευση παλιότερων που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να προετοιμάζουν νέες ισχυρότερες κρίσεις.

Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων προλεταριοποιεί ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού τα οποία όμως μέσω της συγκέντρωσης και της οργάνωσης ριζοσπαστικοποιούνται. Το βιομηχανικό προλεταριάτο είναι το κατ’ εξοχήν επαναστατικό υποκείμενο μια και αποτελεί το αποκλειστικό προϊόν της αστικής τάξης ενώ οι υπόλοιπες φθείρονται και εξαφανίζονται από το προσκήνιο.

«Στο βαθμό που αναπτύσσεται η αστική τάξη, δηλαδή το κεφάλαιο, στον ίδιο βαθμό αναπτύσσεται και το προλεταριάτο, η τάξη των σύγχρονων εργατών, που ζουν όσο βρίσκουν δουλειά, και που βρίσκουν δουλειά μόνο όσο η δουλειά τους αυξάνει το κεφάλαιο[4]»   

Η αστική τάξη όπως λέει ο ίδιος ο Marx παράγει πρώτα απ’ όλα τους ίδιους της τους νεκροθάφτες. Η πτώση της αστικής τάξης και η νίκη του προλεταριάτου περιγράφεται για πρώτη φορά σαν μια αναπόφευκτη διαδικασία.

Ταυτόχρονα μέσα στον αστικό τρόπο παραγωγής αλλάζει η φύση και ο χαρακτήρας της εργασίας. Ο εργάτης χάνει κάθε γοητεία και ανεξάρτητο χαρακτήρα και γίνεται ένα απλό εξάρτημα της μηχανής, από το οποίο απαιτείται μόνο ο πιο απλός, ο πιο μονότονος κι ο πιο ευκολομάθητος χειρισμός. Ο εργάτης πουλά την εργατική του δύναμη και γι’ αυτό το κόστος της εργασίας του ισούται με τα έξοδα αυτοσυντήρησης και αναπαραγωγής αυτής της εργατικής δύναμης. Ο εκμηχανισμός και ο καταμερισμός της παραγωγικής διαδικασίας κάνει την εργασία αποκρουστική και αυξάνει το βαθμό εκμετάλλευσης των βιομηχανικών εργατών.

Με αυτόν τον τρόπο τίθεται το ζήτημα της «ουσίας του ανθρώπου», των σχέσεων του με τη φύση και με τους άλλους ανθρώπους μέσα στην κοινωνία. Για τον Marx η βασική ιδιότητα του ανθρώπου συνίσταται στην ικανότητα του να εργάζεται και να παράγει χρήσιμα αντικείμενα, να σχεδιάζει τη δράση του και να την οργανώνει σε συνεργασία με άλλους μέσα στην κοινωνία. Η ικανότητα αυτή του ανθρώπου είναι εγγενώς κοινωνική. Ο άνθρωπος δεν υπάρχει σαν παραγωγός αλλά και σαν άτομο έξω από την κοινωνία. Δεν είναι απλά ένα ζώο κοινωνικό αλλά ένα υποκείμενο μέσα στην κοινωνία. Όλες οι ιδιότητες του είναι κοινωνικές. Η ουσία του δεν είναι μια αφαίρεση αλλά το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.   
 
Σύμφωνα πάντα με τον Marx εξαιτίας των ανταγωνιστικών συνθηκών που επικρατούν στην οικονομία τα μεσαία στρώματα (μικροαστοί, βιοτέχνες κ.α.) δίνουν αγώνα ύπαρξης για να αποφύγουν την εξαφάνιση. Ο αγώνας τους όμως είναι αντιδραστικός και συντηρητικός γιατί προσπαθούν να στρέψουν προς τα πίσω τον τροχό της Ιστορίας. Αν ήταν επαναστατικός έπρεπε να συνταχθούν με το προλεταριάτο υπερασπίζοντας με αυτό τον τρόπο τα τωρινά αλλά και τα μελλοντικά τους συμφέροντα.  
         
Μια άλλη ομάδα που εμφανίζεται σαν απότοκο της ταξικής πάλης είναι το κουρελοπρολεταριάτο [=Lumpenproletariat] το οποίο εξαιτίας των άθλιων συνθηκών και της περιθωριοποίησης του είναι πρόθυμο να εξαγοραστεί για αντιδραστικές ραδιουργίες.

Μέχρι την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης όλα τα κινήματα ήταν κινήματα μειοψηφιών. Για πρώτη φορά στην ιστορία ο αγώνας του προλεταριάτου για κοινωνική χειραφέτηση είναι ένας αγώνας καθολικός που αγκαλιάζει ολόκληρη την κοινωνία, αγώνας δηλαδή αν όχι στο περιεχόμενο τουλάχιστο στη μορφή εθνικός.

Οι κομμουνιστές αποτελούσαν στην πράξη το πιο αποφασιστικό τμήμα των προλετάριων που προωθούσε τον αγώνα ενάντια στην αστική τάξη. Άμεσος στόχος των κομμουνιστών η διαμόρφωση του προλεταριάτου σε τάξη, η ανατροπή της αστικής κυριαρχίας και η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.

Η κατάργηση της ιδιοκτησίας που πρέσβευαν οι κομμουνιστές δεν ήταν κάτι πρωτότυπο και πρωτόγνωρο στην ιστορική διαδικασία. Η ίδια η Γαλλική Επανάσταση για παράδειγμα κατήργησε τη φεουδαρχική ιδιοκτησία προς όφελος της αστικής.

Για τον Marx η σύγχρονη αστική ιδιοκτησία αποτελεί την τελειότερη έκφραση παραγωγής και ιδιοποίησης προϊόντων. Το κεφάλαιο δεν αποτελεί προσωπική αλλά κοινωνική δύναμη. Πρόκειται για κοινωνική σχέση που μπορεί να μπει σε λειτουργία με την από κοινού δράση πολλών συντελεστών[5]

Κρίσιμο θεωρείται αυτό το σημείο μια και η μεταβολή του κεφαλαίου σε κοινή ιδιοκτησία που να ανήκει σε όλα τα μέλη της κοινωνίας δεν σημαίνει και τη μετατροπή της προσωπικής ιδιοκτησίας σε κοινωνική. Αυτό που αλλάζει είναι ο κοινωνικός χαρακτήρας της ιδιοκτησίας που χάνει με αυτό τον τρόπο τα ταξικά της χαρακτηριστικά. 

Η επαναστατική όμως διαδικασία δεν αλλάζει τις δομές παραγωγής αλλά επιφέρει και μια σειρά αλλαγών πάνω στο εποικοδόμημα. Αλλάζουν οι παραστάσεις, οι απόψεις, οι ιδέες των ανθρώπων, με μια λέξη η συνείδηση τους.

Οι απόψεις για την οικογένεια, το έθνος και την πατρίδα εντάσσονται σ’ αυτές τις αλλαγές και δεν αποδεικνύουν παρά το γεγονός ότι η πνευματική παραγωγή βρίσκεται σε στενή αλληλεξάρτηση με την υλική.

Με τη καταστροφή των ταξικών σχέσεων κυριαρχίας η δημόσια εξουσία θα χάσει τον πολιτικό της χαρακτήρα. 

Στο Λονδίνο ο Marx ασχολήθηκε συστηματικά με τη μελέτη των κλασικών της πολιτικής οικονομίας. Προϊόν της μακροχρόνιας έρευνας αποτέλεσε το κύριο έργο του το «Κεφάλαιο» [=das Kapital]. Από τους 3 συνολικά τόμους μόνο ο πρώτος εκδόθηκε ενόσω ζούσε. Οι υπόλοιποι 2 ακολούθησαν μετά τον θάνατο του το 1885 και 1894 αντίστοιχα, σύμφωνα με τα χειρόγραφα που είχε αφήσει στον Engels. Σαν 4ος τόμος αναφέρονται συχνά τα χειρόγραφα εκείνα του Marx που αναφέρονταν στην εξέλιξη της θεωρίας της υπεραξίας και εκδόθηκαν μεταξύ 1905 και 1910 από τον ηγέτη της 2ης Διεθνούς Karl Kautski [Theorien über den Mehrwert].  

Στο Κεφάλαιο ο Marx επιχείρησε να ανακαλύψει τον οικονομικό νόμο κίνησης της σύγχρονης κοινωνίας και να παρουσιάσει την εσωτερική οργάνωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Δεν περιορίστηκε όμως στην ανάλυση οικονομικών διαδικασιών αλλά προχώρησε και στην ανάλυση των ταξικών σχέσεων και συγκρούσεων στην καπιταλιστική κοινωνία και των ιδεολογικών μορφών που εκφράζουν τις κοινωνικές σχέσεις, του ρόλου του κράτους και του νομικού-πολιτικού εποικοδομήματος. Οι παραπάνω αυτές διαπραγματεύσεις δεν διακρίνονται σαν ξεχωριστά υπό εξέταση τμήματα αλλά συμπλέκονται μεταξύ τους. Ο Marx δηλαδή αναπτύσσει τη σκέψη του χωρίς να διασπά το αντικείμενο του, την καπιταλιστική κοινωνία, σε διαφορετικούς τομείς ή επίπεδα αλλά συλλαμβάνει τις διάφορες όψεις της κοινωνίας και της κοινωνικής πρακτικής του καπιταλισμού ως αλληλένδετες και αδιάσπαστες. Αυτό συνιστά και την ιδιαιτερότητα της μαρξικής ανάλυσης. Ο Marx δεν επιχειρεί να συγκροτήσει μια κοινωνική ή οικονομική θεωρία προκειμένου να την εφαρμόσει στην καπιταλιστική κοινωνία αλλά αντίθετα, επιθυμεί να συλλάβει τις κοινωνικές διαδικασίες όπως αναπτύσσονται αυτές στην πραγματική δράση ατόμων και ομάδων. Δεν τον ενδιαφέρει να φτιάξει μια θεωρία για την κοινωνία γενικά αλλά να συλλάβει τη λειτουργία του καπιταλισμού σαν μιας ακόμη, ανάμεσα σε πολλές που έχουν δει το φως της ιστορίας μορφές παραγωγής. Η ιστορικότητα λοιπόν των μορφών παραγωγής είναι εκείνη η αιτία που τις κάνει να αντικατασταθούν από άλλες νέες μορφές που κυοφορούνται στα πλαίσια της παλιάς.

Η νέα αυτή μορφή που κυοφορείται στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας εκπροσωπείται από την εργατική τάξη.  

1.1 ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ


Κεντρική θέση στην ανάλυση του καπιταλισμού κατέχει η θεωρία της αξίας. Σύμφωνα μ’ αυτήν η αξία του εμπορεύματος η ανταλλακτική αξία, η αναλογία δηλαδή με την οποία ανταλλάσσεται ένα προϊόν με ένα άλλο, προσδιορίζεται από το ποσοστό του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου που απαιτείται για την παραγωγή του στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης κοινωνίας[6].

Ο κοινός παρανομαστής των εμπορευμάτων, αυτό δηλαδή που επιτρέπει την αναλογική ανταλλαγή τους, την ανταλλαγή τους σαν ισοδύναμα προϊόντα είναι ότι πρόκειται για προϊόντα ανθρώπινης εργασίας, ενσωματώνουν δηλαδή κατά την έκφραση του Marx ανθρώπινη εργασία. Οι παραγωγοί με το να ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους, τα εξισώνουν μεταξύ τους και με αυτό τον τρόπο εξισώνουν την εργασία τους που όμως σαν παραγωγική εργασία, σαν «χρήσιμη εργασία» δεν είναι ομοιόμορφη, αφού παράγει διαφορετικά κάθε φορά χρηστικά αντικείμενα διαφορετικές «αξίες χρήσεις». Κατά την πράξη όμως της ανταλλαγής γίνεται δυνατή η σύγκριση διαφορετικών εμπορευμάτων σαν προϊόντα εργασίας γενικά και επιτυγχάνεται με αυτό τον τρόπο ο αναλογικός υπολογισμός της σχέσης τους με κριτήριο το χρόνο που απαιτεί η παραγωγή τους. Υπολογίζεται έτσι η ανταλλακτική αξία τους.

Η επίλυση του προβλήματος προσδιορισμού της αξίας του προϊόντος είχε τεράστια σημασία γιατί επέτρεψε στον Marx να προχωρήσει στη λύση του μυστηρίου του κέρδους και να αποκαλύψει το μηχανισμό μέσω του οποίου επιμερίζεται το συνολικό κοινωνικό προϊόν στις κοινωνικές τάξεις. Το γεγονός έτσι ότι η πώληση των προϊόντων αποδίδει περισσότερο χρήμα (κεφάλαιο) από αυτό που αρχικά χρησιμοποιήθηκε  για να παραχθούν εξηγείται όχι στο επίπεδο της κυκλοφορίας των προϊόντων αλλά αυτό της παραγωγής. Ο καπιταλιστής αγοράζει τις μηχανές και τις πρώτες ύλες, ενώ μισθώνει την εργασιακή δύναμη του εργάτη. Αυτός υποχρεώνεται να εργάζεται στην υπηρεσία του για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα έναντι συγκεκριμένου ημερομισθίου. Μια και ο καπιταλιστής παρέχει τις πρώτες ύλες και τα εργαλεία με τα οποία εργάζεται και σαν εξάρτημα των οποίων καταναλώνει την εργασιακή του δύναμη, το τελικό προϊόν της παραγωγικής διαδικασίας θεωρείται ότι ανήκει στον καπιταλιστή, ο οποίος και το οικειοποιείται. Ο εργαζόμενος όμως εργάζεται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, καταναλώνει εργασιακή δύναμη περισσότερη από όση απαιτείται για να παραχθεί η αξία στην οποία αντιστοιχεί το ημερομίσθιο του. Στη διάρκεια λοιπόν της ημέρας παράγει εκτός από την αμοιβή του επιπρόσθετη αξία την οποία δεν πληρώνεται. Την τελευταία ονομάζει ο Marx υπεραξία[7]. Τόσο η αξία στην οποία συμπεριλαμβάνεται ο μισθός αλλά και το σύνολο της υπεραξίας περιλαμβάνονται αναλογικά στο τελικό προϊόν. Όταν λοιπόν ο καπιταλιστής πωλήσει τα προϊόντα στην αξία τους εισπράττει τόσο το αρχικό κεφάλαιο όσο και την υπεραξία. Το σύνολο της υπεραξίας που εισπράττει συνιστά το κέρδος του. Το σύνολο της υπεραξίας που παράγεται σε μια καπιταλιστική κοινωνία συνιστά και το συνολικό υπερπροϊόν της που επιμερίζεται σε «κέρδος», «τόκο» και «γαιοπρόσοδο» στις διάφορες ομάδες της αστικής τάξης ενώ η εργατική τάξη αποκομίζει μόνο την αξία της εργατικής της δύναμης που αντιστοιχεί στα αναγκαία αγαθά για την αναπαραγωγή της. Εν τω μεταξύ η επανεπένδυση του κέρδους αναπαράγει την εκμεταλλευτική αυτή σχέση κεφαλαίου (νεκρής εργασίας) και εργαζομένου (ζωντανή εργασία) και της καπιταλιστικής κοινωνίας στο σύνολο της.  

1.2 Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1848


Πρόκειται για  την πρώτη προσπάθεια του Marx, ερμηνείας των γεγονότων του 1848 με βάση την μέθοδο του ιστορικού υλισμού. Η παγκόσμια εμπορική κρίση του 1847 υπήρξε η αιτία  ξεσπάσματος της Επανάστασης του Φεβρουαρίου – Μαρτίου 1848. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου-Φιλίππου δεν κυβερνούσε η Γαλλική αστική τάξη αλλά μια μερίδα της από τραπεζίτες και γαιοκτήμονες που αποτελούσαν τη λεγόμενη αριστοκρατία του χρήματος. Ήταν αυτή η ομάδα που υπαγόρευε τους νόμους και μοίραζε τα δημόσια αξιώματα. Η πραγματική βιομηχανική αστική τάξη αποτελούσε τη μειοψηφία στη Βουλή και προσπαθούσε να αντιπολιτευτεί αποφασιστικά την αριστοκρατία του χρήματος μετά και την επικράτηση της απέναντι στην εργατική τάξη στις στάσεις του 1832, 1834 και 1839 που είχαν πνιγεί στο αίμα[8].

Η μικροαστική τάξη και η τάξη των χωρικών παρέμενε αποκλεισμένη από κάθε πολιτική εξουσία. Η εξάρτηση της μοναρχίας από τη μεγαλοαστική τάξη αποτελούσε πηγή πλουτισμού γι’ αυτή, ιδιαίτερα ο τομέας του δανεισμού για την κάλυψη του ελλείμματος αλλά και ο τομέας των δημόσιων έργων αποτελούσε προνομιακό πεδίο για δωροδοκίες, απάτες και καταχρήσεις. Χαρακτηριστικά τα λεγόμενα του ίδιου του Marx:

«Η μοναρχία του Ιούλη δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια μετοχική εταιρεία που είχε γίνει για την εκμετάλλευση του γαλλικού εθνικού πλούτου, και που τα μερίσματα της ,μοιράζονταν οι υπουργοί, οι Βουλές, 240.000 εκλογείς και οι παρακεντέδες τους….Η αριστοκρατία του χρήματος στη μέθοδο του πλουτισμού της όσο και στις απολαύσεις της δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αναβίωση του κουρελοπρολεταριάτου στην κορυφή της αστικής κοινωνίας[9]»

Το εμπόριο, η βιομηχανία, η ναυσιπλοΐα και οι άλλες δραστηριότητες της νεοσχηματισθείσας αστικής βιομηχανικής τάξης ζημιώνονταν άμεσα από τη λειτουργία αυτού του συστήματος και ρίχτηκαν στη μάχη με σύνθημα τη «φτηνή διακυβέρνηση».

Οι κακές αγροτικές σοδειές, το υψηλό κόστος ζωής και η γενική εμπορική και βιομηχανική κρίση στην Αγγλία συνέβαλαν στο ξέσπασμα της σύγκρουσης. Κύμα ανταγωνισμού και χρεοκοπιών επιδείνωσε την κατάσταση ριζοσπαστικοποιώντας τμήματα της αστικής τάξης και των μικροαστών που πήραν μέρος στην εξέγερση του Φλεβάρη.

Η προσωρινή κυβέρνηση που ξεπήδησε μέσα από αυτές τις συγκρούσεις δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας συμβιβασμός μεταξύ των δυνάμεων εκείνων που είχαν ανατρέψει το θρόνο του Ιούλη. Η κατανομή αξιωμάτων ανάμεσα στους νικητές του Φλεβάρη ανάγκασαν την εργατική τάξη να πάρει την πρωτοβουλία για την ανακήρυξη της δημοκρατίας κερδίζοντας με αυτό τον τρόπο την αυτοσυνειδησία της αυτόνομης και ξεχωριστής ύπαρξης του.

«Το προλεταριάτο επιβάλλοντας τη δημοκρατία στην Προσωρινή Κυβέρνηση και μέσω της Προσωρινής Κυβέρνησης σ’ ολόκληρη τη Γαλλία, έμπαινε άμεσα στην πρώτη γραμμή σαν ανεξάρτητο κόμμα, συνάμα όμως προκαλούσε όμως ενάντια του το μίσος ολόκληρης της αστικής Γαλλίας. Αυτό πούχε κερδίσει ήταν το πεδίο για την επαναστατική απελευθέρωση μα σε καμιά περίπτωση αυτή την ίδια την απελευθέρωση![10]»   

Το σημαντικότερο καθήκον της νεότευκτης Γαλλικής Δημοκρατίας ήταν η ολοκλήρωση της αστικής τάξης με την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας. Οι εργαζόμενοι με τη νίκη τους το μόνο που μπόρεσαν να εξασφαλίσουν ήταν η εγκαθίδρυση και εδραίωση μιας αστικής δημοκρατίας. Όπως η μοναρχία αναγκάστηκε να παρουσιαστεί πλαισιωμένη με δημοκρατικούς θεσμούς έτσι και η δημοκρατία του Φλεβάρη χάρη στο προλεταριάτο αναγκάστηκε να παρουσιαστεί σαν δημοκρατία με κοινωνικούς θεσμούς. Τα μέτρα που πέτυχε όπως η σύσταση Επιτροπής Εργασίας με πρόεδρο τον Lois Blanc και τον Albert [γνωστούς σοσιαλιστές] δεν μπορούσε να ξεφύγει από τα  πλαίσια της αστικής δημοκρατίας. Για τον Marx η πορεία της επανάστασης ήταν προδιαγεγραμμένη από τη στιγμή που οι εργάτες πίστευαν ότι θα μπορούσαν να χειραφετηθούν στο πλευρό της αστικής τάξης και πως μπορούσαν να προχωρήσουν σε μια προλεταριακή επανάσταση στα εθνικά πλαίσια της Γαλλίας, δίπλα στα υπόλοιπα αστικά έθνη.

Για τον Marx η τάξη αυτή που ενσαρκώνει στο πρόσωπο της τα επαναστατικά καθήκοντα μιας κοινωνίας βρίσκει στην ίδια τη θέση της το υλικό και το περιεχόμενο της επαναστατικής της δράσης. Την προωθούν οι συνέπειες των ίδιων των πράξεων της πέρα από οποιαδήποτε θεωρητική έρευνα για το έργο της. Η στάση της γαλλικής εργατικής τάξης δείχνει έτσι το βαθμό ανωριμότητας της και τις αυταπάτες της.

Η ανάπτυξη της ίδιας, σαν επαναστατικού υποκειμένου, και η αυτοσυνειδησία της εξαρτιόταν από την ανάπτυξη της βιομηχανίας και της αστικής τάξης. Μόνο κάτω από την κυριαρχία της αστικής τάξης είναι που το προλεταριάτο θα αποκτούσε υπόσταση και θα χειραφετείτο. Η αστική εξουσία σαρώνοντας τα κατάλοιπα της φεουδαρχίας προετοίμαζε ταυτόχρονα το έδαφος για την προλεταριακή επανάσταση[11].   

Έτσι εξηγείται γιατί τα γεγονότα του Φλεβάρη δεν μπορούσαν να δώσουν εθνικό περιεχόμενο στην ιδέα της κοινωνικής επανάστασης μια και η πάλη ενάντια στις δευτερεύουσες μορφές εκμετάλλευσης του κεφαλαίου, όπως π.χ. η πάλη των χωρικών ενάντια στην τοκογλυφία και αισχροκέρδεια ή η αντίθεση των μικροαστών στους μεγαλέμπορους κρυβόταν πίσω από την γενική πάλη ενάντια στην αριστοκρατία του χρήματος.

Μόλις η καινούργια αστική εξουσία μπόρεσε να σταθεροποιηθεί και να διαμορφωθεί το νέο μπλοκ εξουσίας έστρεψε την προσοχή της απέναντι στην εργατική τάξη. Για να μπορέσει να τη νικήσει έπρεπε πρώτα να τη διασπάσει. Σχημάτισε 2 αντίπαλα ένοπλα σώματα: την κινητή φρουρά (gardes mobiles) που κατά κύριο λόγο αποτελείτο από μέλη του Lumpenproletariat και αποτελούσε φυτώριο για κλέφτες και για εγκληματίες και τα εθνικά εργαστήρια (Ateliers Nationaux) ένα στρατό βιομηχανικών εργατών.

Εκμεταλλευόμενη διάφορες περιστάσεις και χρησιμοποιώντας σαν πρόσχημα μια σειρά προκλήσεων εκ μέρους της εργατικής τάξης ανακάλεσε το στρατό μέσα στο Παρίσι στις 16 Απριλίου 1848.

Στις 4 Μαΐου 1848 μετά από άμεσες εκλογές συνήλθε η Συντακτική Συνέλευση φέρνοντας στην βουλή αντιπροσώπους των διαφόρων κοινωνικών τάξεων. Ενδιαφέρον παρουσίαζε η σύνταξη των Μοναρχικών και των Νομιμοφρόνων ενάντια στην εργατική τάξη στο όνομα πάντα της δημοκρατίας. Η δημοκρατία που ανακήρυξε η Συντακτική Συνέλευση αποτελούσε την πολιτική αναστύλωση και αποκατάσταση της αστικής κοινωνίας στην πιο καθαρή της μορφή. Η προσπάθεια της εργατικής τάξης [5 Μαΐου] να πάρει το πάνω χέρι στις εξελίξεις με την εισβολή της στη Συνταχτική Εθνοσυνέλευση έδωσε την ευκαιρία που ζητούσε η αστική τάξη να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Αφορμή υπήρξε το ξεκαθάρισμα των εθνικών εργαστηρίων και η μείωση της επιρροής τους. Μοναδική διέξοδος για την εργατική τάξη ο αγώνας. Στις 21 Ιουνίου και για 5 μέρες χωρίς ηγέτες, χωρίς κοινό σχέδιο και όπλα άντεξαν στις επιθέσεις του τακτικού στρατού. Τελικός απολογισμός 3.000 νεκροί[12].           

1.3 ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ ΚΑΙ Η ΠΑΡΙΣΙΝΗ ΚΟΜΜΟΥΝΑ ΤΟΥ 1871-  ΜΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ


Τον τελευταίο καιρό, τον σοσιαλδημοκράτη φιλισταίο τον πιάνει ξανά ένας ιερός τρόμος όταν ακούει τις λέξεις: Δικτατορία του Προλεταριάτου. Ε, λοιπόν, κύριοι, θέλετε να μάθετε τι ήταν αυτή η δικτατορία; Κοιτάξτε την Παρισινή Κομμούνα. Αυτό ήταν η Δικτατορία του Προλεταριάτου!
(FRIEDRICH ENGELS)

Τα ξημερώματα της 18ης Μάρτη 1871, το Παρίσι ξύπνησε με τη βροντερή ιαχή: «Ζήτω η Κομμούνα!». Τι είναι η Κομμούνα, αυτή η σφίγγα που υποβάλλει σε τόσο σκληρή δοκιμασία το αστικό μυαλό;
(KARL MARX).

Στα μέσα του 1870, ο Αυτοκράτορας της Γαλλίας, Ναπολέων ο 3ος ξεκίνησε πόλεμο εναντίον της Πρωσίας προσπαθώντας να εμποδίσει την Γερμανική ενοποίηση. Ο πόλεμος εξελίχθηκε σύντομα σε πανωλεθρία για την Γαλλία. Στη μάχη του Σεντάν στις 3  Σεπτέμβρη 1870 ο γαλλικός στρατός με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα, αιχμαλωτίστηκε ολόκληρος. 

Το μέτωπο κατέρρευσε κι ενώ ο γερμανικός στρατός προέλαυνε προς το Παρίσι, η Γαλλία ανακηρύχθηκε Δημοκρατία. Πολύ γρήγορα το γαλλικό έθνος χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα: Από την μια συσπειρώθηκαν οι πολιτευτές του "Κόμματος της Τάξης" (δηλαδή οι νοσταλγοί των δύο δυναστειών των Βουρβώνων, και της Ορλεάνης) μαζί με τους οπαδούς του Αυτοκράτορα Βοναπάρτη και τους αστούς δημοκράτες. Όλοι αυτοί συσπειρώθηκαν γύρω από την κυβέρνηση "Εθνικής Άμυνας" που αναγνωρισμένος αρχηγός της ήταν ο "φιλελεύθερος πρώην επαναστάτης" Θιέρσος. Αυτό αποτέλεσε το στρατόπεδο των Γαιοκτημόνων, των Χρηματιστών και των Βιομηχάνων, με κοινωνικό στήριγμα την "σιωπηρή πλειοψηφία" των αγροτικών πληθυσμών. Εδαφικό κέντρο της κυβέρνησης ήταν οι Βερσαλλίες.


Εικ.1: Barricade Voltaire Lenoir, Commune Paris 1871


Εν τω μεταξύ το ίδιο το Παρίσι πολιορκείται από τις 18 Σεπτεμβρίου 1870 από τα Πρωσικά στρατεύματα. Ο αστικός πληθυσμός εγκατέλειψε την πόλη ενώ οι εναπομείναντες μικροαστοί και εργάτες οργάνωσαν την άμυνα τους μέσω της Εθνοφυλακής. Η κατάσταση ριζοσπαστικοποιήθηκε και μια σειρά από επαναστάτες ελέγχουν την Κεντρική Επιτροπή. Η πολιορκία του Παρισιού κρατά μέχρι στις 28 Ιανουαρίου 1871, όταν η κυβέρνηση του Θιέρσου συνθηκολόγησε με τους Γερμανούς παραδίνοντας τα φρούρια και τον οπλισμό του.

Παρόλες όμως τις εξελίξεις οι εθνοφύλακες συνέχισαν να κρατούν τις θέσεις τους. Προσπάθεια για τον αφοπλισμό τους κατέληξε σε αποτυχία. Ο λαός του Παρισιού ξεσηκώθηκε και άρχισε να διαδηλώνει ενώ δυνάμεις του τακτικού στρατού πήραν διαταγή να σκορπίσουν τα πλήθη. Αντί γι’ αυτό οι στρατιώτες εκτέλεσαν επιτόπου τους αρχηγούς τους και συντάχθηκαν με το λαό. Τις επόμενες μέρες με καθολική ψηφοφορία μεταξύ του ανδρικού πληθυσμού εκλέχτηκε το δημοτικό συμβούλιο, η γνωστή Κομμούνα του Παρισιού. 

Για τον Marx η απολυταρχική εξουσία με όργανα της τον ταχτικό στρατό, την αστυνομία, τη γραφειοκρατία, τον κλήρο και τη δικαστική εξουσία χρησίμευσαν στη νεότευκτη αστική τάξη σαν όπλα στον αγώνα της κατά της φεουδαρχίας. Η ανάπτυξη όμως της αστικής τάξης εμποδιζόταν από τέτοιου είδους προνόμια και συντεχνιακά δικαιώματα με αποτέλεσμα το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 που οδήγησε στη δημιουργία ενός σύγχρονου αστικού κράτους. 

Η κυβέρνηση μπήκε κάτω από κοινοβουλευτικό έλεγχο, υπό την άμεση εποπτεία των ιδιοκτητριών τάξεων ενώ η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων όξυνε την αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία. Η κρατική εξουσία πήρε το χαρακτήρα μιας δύναμης οργανωμένης για την κοινωνική υποδούλωση, μιας μηχανής ταξικής κυριαρχίας. Η ένωση των κυρίαρχων τάξεων υπό κοινοβουλευτικό μανδύα αύξανε τον βαθμό αντιπαράθεσης απέναντι στην εργατική τάξη και οδηγούσε στην ενίσχυση της εκτελεστικής σε βάρος της νομοθετικής εξουσίας. Αποτέλεσμα της όλης εξέλιξης, η Δεύτερη Αυτοκρατορία. Ένα καθεστώς που ισχυριζόταν ότι στηρίζεται στη συνεργασία των παραγωγικών τάξεων, έσωζε τις κυρίαρχες τάξεις από τον ίδιο τους τον εαυτό εξασφαλίζοντας την κυριαρχία τους απέναντι στην εργατική τάξη και απαλλάσσοντας τις από τις πολιτικές φροντίδες φτάνοντας έτσι σε ένα τέτοιο σημείο οικονομικής ανάπτυξης που δεν το φαντάζονταν ούτε οι ίδιες. Για τον Marx ο αυτοκρατορισμός αποτελούσε τη μόνη δυνατή μορφή διακυβέρνησης σε μια περίοδο που η αστική τάξη είχε χάσει την ικανότητα να κυβερνά και η εργατική τάξη δεν ήταν ακόμα έτοιμη να αναλάβει τέτοια καθήκοντα.


Εικ.2: Commune Paris 1871, Colonne-Vendôme


Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει:
«Ο Αυτοκρατορισμός είναι συνάμα η πιο εκπορνευμένη και η τελική μορφή της κρατικής εξουσίας που την είχε δημιουργήσει η γεννώμενη αστική κοινωνία, σαν ένα όργανο για τη δική της χειραφέτηση από τη φεουδαρχία και την οποία η ολότελα  ανεπτυγμένη αστική κοινωνία την μετάτρεψε σε όργανο για την υποδούλωση της εργασίας από το κεφάλαιο[13]» 

Η απάντηση απέναντι σ’ αυτό το καθεστώς ήταν η Κομμούνα. Η Κομμούνα σχηματιζόταν από τους δημοτικούς συμβούλους που είχαν εκλεγεί με βάση το γενικό εκλογικό δικαίωμα στα διάφορα διαμερίσματα του Παρισιού. Ήταν υπεύθυνοι και μπορούσαν να ανακληθούν σε οποιαδήποτε στιγμή. Η πλειοψηφία τους αποτελούνταν από εργάτες ή από αναγνωρισμένους εκπροσώπους τους. Δεν επρόκειτο για κοινοβουλευτικό αλλά για εργαζόμενο σώμα, ταυτόχρονα εκτελεστικό και νομοθετικό. Ο τακτικός στρατός και η αστυνομία που ασκούσαν το μονοπώλιο επιβολής βίας καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από τις δυνάμεις εθνοφυλακής που η πλειοψηφία τους αποτελείτο από εργάτες. Οι δημόσιες υπηρεσίες αναδιοργανώθηκαν, καταργήθηκαν τα προνόμια τους και οι δημόσιοι υπάλληλοι θα αμείβονταν από τότε και στο εξής με το μέσο εργατικό μισθό. Χωρίστηκε η εκκλησία από το κράτος και απαλλοτριώθηκαν οι περιουσίες της. Προβλεπόταν η δημιουργία Ελεύθερων Πανεπιστημίων δωρεάν για το λαό μακριά από επεμβάσεις της εκκλησίας και του κράτους. Καταργήθηκε η νυχτερινή εργασία, η πορνεία, τα τυχερά παιχνίδια, η λαιμητόμος, οι διώξεις χωρίς δικαστικές αποφάσεις, επιβλήθηκε ο περιορισμός των επιχειρηματικών δικαιωμάτων και μια σειρά από άλλα μέτρα που καθιέρωναν και επέβαλλαν τον έλεγχο και τη διαφάνεια για την προστασία του πληθυσμού από τις διώξεις και την αυθαιρεσία.


Εικ.3: Members of Paris Communards in Coffins


Το οργανωτικό πρότυπο της Κομμούνας θα ίσχυε σε όλα τα αστικά κέντρα και θα βασιζόταν στην αυτοοργάνωση των παραγωγών που θα αντικαθιστούσε την παλιά συγκεντρωτική εξουσία. Το όργανο αποφάσεων θα αποτελούσε η συνέλευση των αντιπροσώπων ανακλητοί και δεσμευμένοι με καθορισμένες εντολές από τους εκλογείς τους, που θα στέλνανε με τη σειρά τους βουλευτές στην εθνική αντιπροσωπεία. Η ενότητα του κράτους δεν θα έσπαζε αλλά θα γινόταν πραγματικότητα με την εκμηδένιση εκείνης της εξουσίας που ενώ παρουσιαζόταν σαν η ενσάρκωση της έθετε τον εαυτό της πάνω από το έθνος. Το καθεστώς της Κομμούνας μακριά από κάθε νοσταλγία μεσαιωνικού κοινοτισμού επρόκειτο για μια ευλύγιστη πολιτική μορφή που εξασφάλιζε την ενότητα και εφάρμοζε στην πράξη τη φτηνή διακυβέρνηση καταργώντας τις 2 μεγαλύτερες πηγές εξόδων: τον τακτικό στρατό και την υπαλληλοκρατία.

Προϋπόθεση για την εφαρμογή των παραπάνω η ανατροπή των οικονομικών σχέσεων εκείνων που πάνω τους στηριζόταν η ταξική κυριαρχία. Στόχος η απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών μέσω κατάργησης της ιδιοκτησίας, όχι γενικά αλλά της αστικής ιδιοκτησίας που οδηγούσε στην υποδούλωση και εκμετάλλευση της εργασίας. Για την επίτευξη αυτού του στόχου παραδόθηκαν τα κλειστά εργαστήρια και τα εργοστάσια σε συνεταιρισμούς εργατών. 

Οι πολιτικές πρωτοβουλίες της εργατικής τάξης συσπείρωναν επίσης το μεγαλύτερο τμήμα του γαλλικού λαού, κάτι που αναγνώριζαν τόσο η μεσαία τάξη, την οποία είχε σώσει από την καταστροφή με μια σοφή ρύθμιση των χρεών τους αλλά και η αγροτική τάξη η οποία υπέφερε από τις παρεμβάσεις των γαιοκτημόνων, των δικαστικών υπαλλήλων, των οργάνων τάξης και από τη θρησκευτική αποβλάκωση. Αυτός υπήρξε ο λόγος για τον οποίο εφαρμόστηκε ο αποκλεισμός του Παρισιού μια και η ελεύθερη επικοινωνία με τις επαρχίες θα οδηγούσε σε αγροτική εξέγερση[14].    


Εικ.4: Το Τείχος των Κομμουνάρων, Νεκροταφείο Pere Lachaise


Η στάση της Κεντρικής Επιτροπής στα γεγονότα μάλλον σαν μετριοπαθής μπορεί να χαρακτηριστεί και αυτό γιατί δεν ήθελε να προκαλέσει εμφύλια σύγκρουση, παρόλες τις προκλήσεις της εθνοσυνέλευσης, τις επεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας και τη συγκέντρωση στρατευμάτων μέσα και γύρω από το Παρίσι[15].  Η στάση αυτή των αγωνιστών παρερμηνεύτηκε από το «Κόμμα της Τάξης» σαν δείγμα αδυναμίας, δίνοντας τους τη δυνατότητα να ανασυνταχθούν. Ο ίδιος ο Marx αναφέρεται στο λάθος της Κεντρικής Επιτροπής της Κομμούνας να βαδίσει ενάντια στις Βερσαλλίες θέτοντας τέλος στις συνομωσίες του Θιέρσου και της άρχουσας τάξης.

Αποτέλεσμα το πνίξιμο της Παρισινής Κομμούνας στο αίμα την περίοδο 21-28 Μαΐου 1871. Ο απολογισμός 30.000 νεκροί και 45.000 αιχμάλωτοι από τους οποίους οι περισσότεροι εκτελέστηκαν τους επόμενους μήνες ενώ 5.000 – 7.000 εξορίστηκαν στη Νέα Καληδονία. Οι τελευταίοι 147 Κομμουνάροι εκτελέστηκαν το απόγευμα της 28ης Μαΐου στο νεκροταφείο Pere Lachaise όπου είχαν οχυρωθεί, σε ένα σημείο που σήμερα είναι γνωστό σαν Τοίχος των Κομμουνάρων. Οι απώλειες των κυβερνητικών το ίδιο διάστημα ήταν 1.000, ενώ για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, την περίοδο της Τρομοκρατίας κατά την μεγάλη Γαλλική Επανάσταση που διήρκεσε ενάμιση χρόνο, οι νεκροί ήταν 19.000.

Η ανάλυση του Marx για το Κράτος που φάνηκε μέσα από την εμπειρία της Κομμούνας και ιδιαίτερα οι ερμηνείες που δόθηκαν από μεταγενέστερους μαρξιστές επέφεραν ιδεολογική σύγχυση και μια σειρά από προβλήματα στη δημιουργία μιας μαρξικής θεωρίας για το Κράτος. Από τη μια μεριά δεν υπάρχει «ουδέτερο κράτος». Κάθε κράτος πρόκειται για ταξικό κράτος. Από την άλλη όμως η ερμηνεία που δόθηκε ότι το κράτος είναι απλά ένα όργανο στα χέρια της άρχουσας τάξης ένα εργαλείο που μπορεί ο καθένας να το ρυθμίσει και να το βάλει να λειτουργεί προς όφελος του παραμελεί μια σειρά λειτουργίες που συμπυκνώνει το κράτος απέναντι στην κοινωνία. Το κράτος αποτελεί έκφραση της ταξικής πάλης αλλά ταυτόχρονα κατέχει μια σχετική αυτονομία απέναντι στις τάξεις και στις άρχουσες μερίδες της. Μπορεί μάλιστα κατά καιρούς να πάρει μια σειρά από μέτρα συμβιβαστικά ή και αντίθετα με τα συμφέροντα των εκάστοτε ηγετικών ομάδων. 

«…Κι’ έτσι η Κομμούνα ερείπωσε και ο κόσμος ορφάνεψε»
ARTHUR RIMBAUD

Σημειώσεις

[1] Νίκος Πουλαντζάς: K. Marx & F. Engels στο Η Φιλοσοφία, τομ. 3, επιμ. Φρ. Σατελέ, Γνώση, 1985, σελ. 187
2 Νίκος Πουλαντζάς: K. Marx & F. Engels στο Η Φιλοσοφία, τομ. 3, επιμ. Φρ. Σατελέ, Γνώση, 1985, σελ. 189-90
3 Μάρξ Καρλ & Ένγκελς Φρήντριχ: 1848, Το μανιφέστο του Κομμουνιστικού κόμματος, Θεμέλιο 1983, σελ. 49
4 Μάρξ Καρλ & Ένγκελς Φρήντριχ: 1848, Το μανιφέστο του Κομμουνιστικού κόμματος, Θεμέλιο 1983, σελ. 50
5 Μάρξ Καρλ & Ένγκελς Φρήντριχ: 1848, Το μανιφέστο του Κομμουνιστικού κόμματος, Θεμέλιο 1983, σελ. 62-63
6 Καρλ Μαρξ: 1865, Μισθός, Τιμή, Κέρδος, Θεμέλιο 1983, σελ. 48
7 Κάρλ Μαρξ: 1865, Μισθός, Τιμή, Κέρδος, Θεμέλιο 1981, σελ. 67-73
8 Κάρλ Μαρξ: 1850, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, Ειρήνη 1975, σελ. 42-43
9 Κάρλ Μαρξ: 1850, σελ. 47
10 Κάρλ Μαρξ: 1850, σελ. 55-56
11 Κάρλ Μαρξ: 1850, σελ. 57-59
12 Κάρλ Μαρξ: 1850, σελ. 74-76
13 Κάρλ Μάρξ: 1871, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, Στοχαστής 1976 σελ. 78
14 Κάρλ Μάρξ: 1871, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, Στοχαστής 1976, σελ. 74-95
15 Κάρλ Μάρξ: 1871, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, Στοχαστής 1976, σελ. 65-66