ΒΑΔΙΖΟΝΤΑΣ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΕΙΡΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΣΜΟ


Του Μανόλη Μανιούδη


Με αφορμή την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση (2008), η οποία μεταφράστηκε σε κρίση χρέους –λόγω της κρατικοποίησης ιδιωτικών χρεών- σε αρκετές από τις χώρες του Νότου, το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας τέθηκε ξανά στην επιθετική ατζέντα της οικονομικής ορθοδοξίας. 

Ειδικότερα, στην Ελλάδα, το σύνολο των προγραμμάτων οικονομικής στήριξης (Μνημόνια) επισήμαναν την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας ως τη μια και μοναδική λύση για να διασωθεί η χώρα από τη χρεοκοπία, καθώς θεωρείται πως οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα οδηγήσουν στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας της οικονομίας. 

Η μετακένωση των θεάσεων αυτών εδράζεται σε τρεις επιμέρους παράγοντες: τις ευρύτερες μεταρρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις, την προώθηση της απασχολησιμότητας και του ευρύτερους μετασχηματισμούς υπό την τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση.  

Α. Η αποθέωση της απορρύθμισης

Οι όποιες μεταρρυθμίσεις προωθήθηκαν ως τα τώρα αναφέρθηκαν (και αναφέρονται) στην πλευρά της προσφοράς (supply side) καθώς οι απορρυθμίσεις στην αγορά εργασίας στοχεύουν να «ελαστικοποιήσουν» την αγορά εργασίας απομακρύνοντας τις όποιες «ακαμψίες» περί προστασίας της εργασίας ή των κοινωνικό-ασφαλιστικών παροχών. Η μακροοικονομική λογική του κυρίαρχου παραδείγματος εστιάζει στο γεγονός πως οι ρυθμίσεις (regulations) και προστασίες στην αγορά εργασίας επηρεάζουν αρνητικά τη δημιουργία επαγγελμάτων, γεννούν υψηλότερη ανεργία και επιδρούν αρνητικά στη μεγέθυνση. Η λογική αυτή επωάστηκε πολύ πριν την κρίση. Ήδη από τα 1994, ο ΟΟΣΑ, με την περίφημη Jobs Study, έκανε λόγο για ελαστικούς χρόνους εργασίας, ελαστικούς μισθούς και περιορισμένη προστασία ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα, ήδη από το 1995, σημείωνε πως θα πρέπει να «σπάσει» ο δεσμός κοινωνικών υπηρεσιών και εργασιακών συμβολαίων προωθώντας την υστέρηση των μισθών σε σχέση με τα κέρδη. Ουσιαστικά, οι πολιτικές «shock» που εφαρμόστηκαν στην ελληνική αγορά εργασίας βρίσκουν τις απαρχές τους στα πρώιμα κείμενα των παγκόσμιων οργανισμών και αναδεικνύουν τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη για μια βίαιη και βαθιά όξυνση των διεργασιών απόσπασης του υπερπροϊόντος.

Β. Απασχολησιμότητα versus απασχόληση
        
Μια από τις βασικές κατακτήσεις του κοινωνικού κράτους, όπως αυτό ανδρώθηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ήταν η συμβολή του στη διαδικασία από-εμπορευματοποίησης των εργασιακών σχέσεων καθώς συνέβαλε στην άμβλυνση της αντίληψης του εργαζόμενου ως εμπορεύματος, προωθώντας παράλληλα προστατευτικές ρυθμίσεις και κοινωνικοασφαλιστικές παροχές. Η σύγχρονη νεοφιλελεύθερη αντίληψη, μέσω της υιοθέτησης των πολιτικών της Σχολής του Σικάγο, μεταφέρει τις ευθύνες από το Κράτος στο άτομο, αντίληψη σύμφυτη με ακραίο μεθοδολογικό ατομισμό που υιοθετεί. 


Αυτή, η α-κοινωνική θεώρηση του ατόμου οδήγησε στην επινόηση εννοιών όπως αυτή της απασχολησιμότητας, οι οποίες και συμπυκνώνουν τόσο την εμβάθυνση της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, όσο και την ακραία επανα-εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης. 

Με την απασχολησιμότητα, που λογίζεται ως παράγοντας ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, το άτομο επωμίζεται πλέον το βάρος και την ευθύνη οργάνωσης της ζωής του όντας υποκείμενο στις διακυμάνσεις της αγοράς εργασίας. Αναμφίβολα, με την απασχολησιμότητα, το κράτος, ως συλλογική οντότητα, μεταφέρει την παρέμβαση του από την πλευρά της προσφοράς (supply side) σε αυτήν την ζήτησης (demand side) αυξάνοντας την ανασφάλεια μονάχα από την πλευρά της προσφοράς, δηλαδή του εργαζομένου. Επιπρόσθετα, μέσω της απασχολησιμότητας, συντελείται μια μεταφορά των ευθυνών της ανεργίας στα προσωπικά χαρακτηριστικά των ανέργων, οι οποίοι δεν έχουν ανταγωνιστικό portfolio προσόντων και ως εκ τούτου βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας.

Γ. Η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση ως πλημμυρίδα μετασχηματισμών 

Αναμφίβολα, η μετάβαση από την νεωτερικότητα στον μεταμοντερνισμό συνδέεται με την εμβάθυνση της τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, η οποία λογίζεται ως την αναγκαία συνθήκη για την μεγέθυνση του παραγόμενου προϊόντος και την αύξηση του παγκόσμιου πλούτου. Όμως, η τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση, όπως και κάθε άλλος μετασχηματισμός των παραγωγικών δυνάμεων, θα πρέπει να προσεγγίζεται διττά: τόσο στη βάση της σχέσης ανθρώπου και φύσης, όσο και στη βάση της αναδιάρθρωσης των παραγωγικών (εργασιακών) σχέσεων. Αναμφίβολα, η βελτίωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας, ως συνέπεια της εκτεταμένης εκμηχάνισης και των νέων τεχνολογιών, συνδέεται με την όξυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων, των υψηλών ποσοστών ανεργίας και της εργασιακής αβεβαιότητας. Ουσιαστικά, η τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση προβάλει ως μια τεκτονική αλλαγή με πολλαπλές σημαίνουσες αφού, πέρα από την μεγέθυνση του παγκόσμιου προϊόντος, λειτουργεί και ως το πρελούδιο της ακόμα βαθύτερης φτωχοποίησης. Η διαδικασία αυτή θα επιφέρει σημαντικές επιδράσεις τόσο σε όρους σχέσεων εργασίας, όσο και σε όρους δημοκρατίας και αντιπροσώπευσης. Οι προβλέψεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εργασίας (2016) για αύξηση της παγκόσμιας ανεργίας κατά 11 εκ. άτομα μέχρι και το 2020 είναι χαρακτηριστικές αυτής της μετάβασης.

Για το λόγο αυτό, η οργάνωση των δυνάμεων της εργασίας αποτελεί τη μοναδική προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της ολόπλευρης επίθεσης στις εργασιακές σχέσεις και τα εργασιακά δικαιώματα.

Αυτό προϋποθέτει τη μετάβαση από το στείρο οικονομισμό στην ολοκληρωτική αμφισβήτηση του συνολικού πλαισίου διανομής του παραγόμενου προϊόντος. Άλλωστε, ριζοσπαστικό είναι οτιδήποτε αμφισβητεί το κυρίαρχο.



 Ο Μανόλης Μανιούδης είναι οικονομολόγος MSc, PhD

Δεν υπάρχουν σχόλια: