ΦΥΜΑΤΙΩΣΗ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ


Του Αλέξανδρου Μαυρικάκη



« Φαίνομαι χλωμός. Θα ήθελα να πεθάνω από φυματίωση γιατί τότε όλες οι γυναίκες θα ΄λεγαν: κοίτα αυτό το φτωχό Βύρωνα πόσο κινεί το ενδιαφέρον καθώς πεθαίνει»[1]
Λόρδος Μπάιρον

Η φυματίωση που σήμερα είναι μια κοινή μολυσματική ασθένεια   ήταν γνωστή από την αρχαιότητα. Είναι χαρακτηριστική η επιγραφή από την Μεσοποταμία (περί το 2.000 π.Χ.) στην οποία περιγράφεται με λεπτομέρεια η φυματίωση των πνευμόνων. Την δεκαετία του 1800 εκτινάσσεται η νόσος στην Ευρώπη  και παίρνει μορφή κοινωνικής μάστιγας με την Βιομηχανική Επανάσταση (1760-1860). «Διαδέχεται», κατά κάποιο τρόπο, την πανούκλα του μεσαίωνα με μια σημαντική διαφορά: η εικόνα που σχηματίζεται για τους αρρώστους διαφοροποιείται   σε σχέση με τις προηγούμενες επιδημίες. Δηλαδή, αν και η φυματίωση σκοτώνει μαζικά, δεν βιώνεται ως συλλογικό φαινόμενο και δεν αποτελεί κίνδυνο ολοκληρωτικής εξολόθρευσης ενός χωριού ή μιας επαρχίας όπως η πανούκλα (μαύρος θάνατος). Ταυτόχρονα  ο φυματικός είναι ένας άλλος κοινωνικός τύπος αρρώστου: είναι το φυματικό άτομο και όχι η συλλογικότητα που βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.

Στην Ελλάδα η εικοσαετία 1900-1919 περιλαμβάνει τα χρόνια της μεγίστης φυματικής θνησιμότητας. Την περίοδο του μεσοπολέμου, 1920-1939, αρχίζει η συστηματική καταγραφή που αναδεικνύει τη φυματίωση πρώτη αιτία θανάτου για σειρά ετών. Την ίδια εποχή ιδρύονται και λειτουργούν αρκετά δημόσια αντιφυματικά ιδρύματα και σανατόρια σε όλη τη χώρα και εφαρμόζονται μέτρα αγωγής και πρόληψης της νόσου. Η περίοδος του πολέμου και της κατοχής (1940-1944),  σημαδεύεται από την φρίκη των εγκλημάτων του  ναζισμού και την πείνα κυρίως στις μεγάλες πόλεις, χαρακτηρίζεται από πλήρη απουσία κρατικής μέριμνας για τη δημόσια υγεία και επικρατεί έξαρση της φυματίωσης. Μετά την απελευθέρωση (1945-1960), παρά τα δεινά της εμφύλιας διαμάχης, του διοικητικού χάους και των εξωτερικών πολιτικών και οικονομικών επεμβάσεων, αργά και σταδιακά σημειώνεται ανασύσταση των δομών κοινωνικής πρόνοιας και δημόσιας υγιεινής.  

Τα περισσότερα από τα παλιά αντιφυματικά ιδρύματα επαναλειτουργούν, ιδρύονται νέα σανατόρια και εφαρμόζονται μαζικά προληπτικά μέτρα κατά της φυματίωσης. Είναι η περίοδος της μεγάλης επιστημονικής ανακάλυψης των αντιβιοτικών φαρμάκων. Από το 1946 έως το 1960, κυκλοφορούν και βρίσκουν κλινική εφαρμογή τα περισσότερα αντιφυματικά φάρμακα, γεγονός που αλλάζει ριζικά την πορεία της φυματίωσης σε παγκόσμια κλίμακα και  θέτει οριστικά το τέλος  της νόσου  και στην Ελλάδα.

Είναι γνωστό πως κάθε εποχή έχει τις δικές της ασθένειες και ο κάθε  πολιτισμός τις βιώνει διαφορετικά και  τις απεικονίζει διαφορετικά στη τέχνη. Η υγεία (υγεία και αρρώστια αποτελούν αδιαίρετο δίπολο) όπως τη βλέπει μια κουλτούρα, σχετίζεται στενά με το πώς αντιμετωπίζει η αντίστοιχη κοινωνία τη ζωή, τη γιορτή, τα βάσανα και το θάνατο (Ιβαν Ιλιτς). Στην ελληνική λογοτεχνία  βρίσκουμε  αναφορές στη φυματίωση σε έργα όπως: «Η κερένια κούκλα» του Κ. Χρηστομάνου, «Η Πρώτη Αγάπη» του Ι. Κονδυλάκη, «Η Αστροφεγγιά» του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου και «Ο γέροντας με τους χαρταϊτούς» του Γ. Ρίτσου και βέβαια στο ρεμπέτικο τραγούδι.

Το ρεμπέτικο τραγούδι,  αποτελεί σημαντικό μέρος της ιστορίας του λαϊκού πολιτισμού και της μουσικής μας παράδοσης και «μια από τις μορφές του αστικού λαϊκού τραγουδιού» (Φ. Ανωγιανάκης). Τα ρεμπέτικα τραγούδια περιγράφουν την καθημερινότητα των ανθρώπων με αξιόπιστο τρόπο και για το λόγο αυτό αποτελούν ντοκουμέντα εποχής  και πηγή πληροφοριών. Οι δημιουργοί τους ζουν τις επιπτώσεις της καθημερινότητας, την  καταγράφουν σε στίχους  και τους μελοποιούν. Τα ρεμπέτικα τραγούδια δημιουργήθηκαν σε μια  εποχή δύσκολη για τη χώρα και  «έχουν το κλειστό συννεφιασμένο ουρανό των πόλεων, την αποπνιχτική ατμόσφαιρα των υπογείων και των εργοστασίων…» (Ντ. Χριστιανόπουλος).  Σύμφωνα με τον Πετρόπουλο τα ρεμπέτικα είναι  τραγούδια του ελληνικού υποκόσμου και η Γκ. Χόλστ  στο βιβλίο «Δρόμος για το ρεμπέτικο» γράφει : «Ο Πειραιάς εκείνα τα χρόνια ήταν ένα σκληρό, ανοικτό λιμάνι, γεμάτο αλητεία, φονιάδες, χαρτοπαίκτες, πόρνες και χασίσι…».

Και αν σήμερα το ρεμπέτικο τραγούδι έχει καταχωρηθεί στην συνείδηση και την καθημερινότητα του νεοέλληνα ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης και μόρφωσης- και πρόσφατα η UNESCO ενέκρινε την εγγραφή του Ρεμπέτικου στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας- αυτό δεν ήταν πάντα δεδομένο ως αυτονόητη και αποδεκτή κοινωνική παράδοση.

Εναντίον του  ρεμπέτικου είχε ξεσπάσει σφοδρός πόλεμος που κράτησε αρκετά χρόνια. Τον Ιανουάριο του 1949 ο Χατζιδάκης στη περίφημη ομιλία του για το ρεμπέτικο καταλήγει: «[…]Ποια από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα -τη μοναδική άξια κληρoνoμιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας- για τη σύνθεσή της. Ποιά μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ΄ το βυζαντινό μέλος, πέρα απ΄ το δημοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωση πέρ’ απ΄τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους; Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό».

Το ρεμπέτικο με τα χρόνια έγινε αποδεκτό όμως δεν έγινε αποδεκτός ο ρεμπέτης. «Κι όταν μιλάμε για την αποδοχή του ρεμπέτη δεν εννοούμε να γίνει πρότυπο ή να ταυτιστεί με τη λαϊκότητα ως μοντέλο συμπεριφοράς ή οτιδήποτε τέτοιο. Εννοούμε να παρουσιαστεί ακριβώς όπως είναι και να συνδεθεί άμεσα μ’ αυτό που λέμε ρεμπέτικο τραγούδι. Ο ρεμπέτης παραμένει, επί της ουσίας, στη σκιά όχι μόνο για την απόκρυψη της περιθωριακής και παράνομης ταυτότητάς του, αλλά και για την απόκρυψη της παράλληλης ιστορίας που τον ανέθρεψε» (Η. Πετρόπουλος)

Ως προς τη θεματολογία, το ρεμπέτικο τραγούδι θα μπορούσε να χωριστεί στις εξής κατηγορίες:
α) των τραγουδιών που έχουν ως κεντρικό θέμα τον έρωτα, την αγάπη,
β) των τραγουδιών που έχουν ως κεντρικό θέμα την φυγή, την ξενιτειά,
γ) τραγουδιών που έχουν ως θέμα την παρανομία, τα ναρκωτικά και τη φυλακή και
δ) των τραγουδιών που έχουν ως κυρίαρχο  θέμα την αρρώστια, το θάνατο και γενικότερα τους καημούς και τις πίκρες των ανθρώπων. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα τραγούδια που αναφέρονται στην φυματίωση(φύμα, φυμάτιο) ή χτικιό(εκτικός) ή φθίση(μείωση, φθορά), που «τραγουδήθηκε» όσο καμιά άλλη νόσος.

Στα ρεμπέτικα τραγούδια που αναφέρονται  στην φθίση περιλαμβάνονται ( Κουνάδης, Πετρόπουλος):

1920(;)
Θέλω να γίνεις φθισικιά
-
1928
Όλοι με λένε φθισικό
Κ. Καρίπης
1928
Πολλοί έχουν πόνο και πονούν
Κ.Καρίπης
1928
Μάνα μου είμαι φθισικός
Δ. Ατρατίδης
1928
Μάνα μου είμαι φθισικός
Κ.Θωμαίδης
1928
Το γκαζέλι του φθισικού
Δ. Φραγκούλης
1929
Μάνα μου είμαι φθισικός
Κ. Καρίπης
1929
Τα βάσανα του φθισικού
Α. Νταλκάς
1929
Ωσάν το νεκρό κορμί
Γ. Παπασιδέρης
1929(;)
Φθίση πως με κατάντησες
Γ. Παπασιδέρης
1930
Καδίφης
Ρ. Εσκενάζυ
1930
Φθίνω κι η φθίση προχωρεί
Γ. Παπασιδέρης
1930
Ο Φθισικός
Ε. Σωφρωνίου
1930
Το βάσανο του φθισικού
Α. Νταλκάς
1931
To  φθισικό κορίτσι
Α. Νταλκάς
1931
Ο πόνος του φθισικού
Α. Νταλκάς
1932
Το φθισικό κορίτσι
Ρ. Εσκενάζυ
1932(;)
Φθισικός
Ρ. Εσκενάζυ
1933
Ο Φθισικός
Μ.Φρατζεσκόπουλος
1933
Ο φθισικός
Ζ.Κασιμάτης
1933(;)
Μάνα μου το στήθος μου πονεί
Ρούκουνας- Τούντας
1933(;)
Μαράζωσα μανούλα μου
Ρούκουνας
1934(;)
Μάνα μου διώξε τους γιατρούς 
Χρυσίνης- Αμπατζή
1934(;)
Μάνα μου είμαι φθισικός
Γ.Κατσαρού
1936
Ο φθισικός
Κ. Ρούκουνας
1936
Ο φθισικός
Α. Μπάτζος
1937
Η μόνη μου παρηγοριά
Σ. Κερομύτης
1937
Εάν δεν ήσουν φθισικιά
Κερομύτης- Βρυώνης
1938 (;)
Οι τρεις ορφανές
Ρ. Αμπατζή
1940
Μες της Πεντέλης τα βουνά
Σ. Παγιουμτζής
1947
Στα πεύκα και στα έλατα
Παπαϊωάνου- Μοσχονάς
1952
Λειώνει το κορμί μου λειώνει
Περπινιάδης- Καραπατάκης
1952
Βρήκαν οι γιατροί το φάρμακο
Αποστόλου- Ευγενικού
1952
Ο χάρος πλησιάζει
Πετσάλη-Περπινιάδη

Άλλα τραγούδια που αναφέρονται γενικά σε αρρώστια είναι:
1947(;)
Αρρώστησα μανούλα μου
Περπινιάδης –Μάθεσης
1949
Το κρεβάτι του πόνου
Τσιτσάνης
1949
Του πόνου το ποτήρι
Χιώτης
1950(;)
Ο γιατρός κτυπάει τη πόρτα
Μητσάκης
1952(;)
Πέφτουν τα φύλλα απ τα κλαριά
Μητσάκης- Γαβαλάς
1966(;)
Χίλιοι γιατροί
-

Τα περισσότερα τραγούδια με θέμα την  φθίση  κυκλοφόρησαν σε δίσκους από το 1920 έως το 1950 αλλά πολλά από αυτά κυκλοφορούσαν πριν «κτυπηθούν» σε δίσκο. Μετά την ανακάλυψη της πενικιλίνης (1928)  από τον Φλέμιγκ και την βιομηχανική παρασκευή της (1943)  μειώνεται η παραγωγή τραγουδιών με θέμα τη φυματίωση και γενικά την αρρώστια. Συγχρόνως η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, η αλλαγή του τρόπου παραγωγής και η δημιουργία  διαφορετικών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών δημιούργησαν ένα άλλο τρόπο ζωής, που απαιτούσε μια διαφορετική θεματολογία στα τραγούδια και έθεσε το ρεμπέτικο τραγούδι στο περιθώριο.   


Ο Αλέξανδρος Μαυρικάκης είναι οικονομολόγος MSc 



[1] Αποδίδεται στο Μπάϊρον που κοιτώντας το πρόσωπό του στον καθρέπτη απευθύνθηκε σε ένα φίλο του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: