ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΑΡΡΩΣΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ


Του Αλέξανδρου Μαυρικάκη*



ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ:  Φριχτά βαρύ το βάρος της αρρώστιας σου
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ:     Φριχτό κι ανείπωτο, σπλαχνίσου με

Σοφοκλή Φιλοκτήτης,
Κάκτος, Μετάφραση Τ. Ρούσσος

*                     *                     *

Η διαχείριση της αρρώστιας διαταράσσει τη φυσιολογική λειτουργία του ατόμου  όχι μονάχα σε επίπεδο βιολογικό αλλά και σε κοινωνικό- οικονομικό και αποτελούσε ανέκαθεν σημαντικό πρόβλημα για κάθε κοινωνία. 

Παρακολουθώντας την εξέλιξη των ασθενειών στην ιστορία διαπιστώνουμε πως από τις συλλογικές μάστιγες- επιδημίες περάσαμε στις ατομικές ασθένειες των σύγχρονων κοινωνιών. Οι επιδημίες τον Μεσαίωνα αντιμετωπιζόταν ως  συλλογική συμφορά και θεία κρίση και εγκαθίδρυαν το φόβο και τον πανικό στη κοινότητα. Με τη φυματίωση άρχισε να «καταργείται» η αντίληψη της ασθένειας ως συλλογικού φαινομένου και να προσεγγίζεται ως ατομική νόσος.

Οι ζωγράφοι προσπάθησαν  να  αποτυπώσουν  στον καμβά την αγωνία του θανάτου και τη φρίκη της πανδημίας και οι συγγραφείς να καταγράψουν την οδύνη  και το φόβο των ανθρώπων, τα ερωτήματα της ύπαρξης, την ουσία των ανθρώπινων σχέσεων και την αντιμετώπιση του αρρώστου από την κοινότητα. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί το ρεμπέτικο τραγούδι και οι αναφορές δεκάδων τραγουδιών στην φυματίωση [1].  



Η λέπρα υπήρξε ίσως η πιο «στιγματισμένη» από τις αρρώστιες που δοκίμασαν τα αντανακλαστικά  της κοινωνίας και οδήγησε στην απομόνωση των ασθενών είτε σε αποικίες λεπρών, είτε σε ιδρύµατα.

Ο Γεώργιος Βιζυηνός στο διήγημα «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας»(1884)» περιγράφει μια συζήτηση για μια παλαιά προσωπική ιστορία σ' ένα  ψυχιατρείο.

Στο διήγηµα  «Ο παπά-Νάρκισσος» (1887) του ∆ηµήτρη Βικέλα ο νέος και εύρωστος πρωταγωνιστής καλείται να μεταλάβει τον ετοιμοθάνατο λεπρό. Ο φόβος της συνάντησης µε την προσωποποίηση του κακού στη γη κυριεύει τον ιερέα.

Οι λεπροί για πολλά χρόνια  αποκλείστηκαν στη  Σπιναλόγκα και η ζωή τους αποτελούσε ταμπού για την ελληνική κοινωνία και λογοτεχνία. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη, δημοσίευσε το 1914 την « Άρρωστη πολιτεία»  αφηγούμενη μια ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται στο νησί και ο Θέμος Κορνάρος, το 1933 έδωσε στον έξω κόσμο τη δική του καταγγελτική μαρτυρία με τον τίτλο «Σπιναλόγκα».

Ο «Συνταγματάρχης Λιάπκιν»(1933) του Μ. Καραγάτση, με τις  αναμνήσεις του παρελθόντος και τα «φαντάσματα» των θυμάτων του, ωθείται στην κατάχρηση αλκοόλ και  μέσα από την περιγραφή της χρήσης αρχικά και της κατάχρησης εν συνεχεία διάφορων οινοπνευματωδών (βότκα, κονιάκ, κρασί, ρετσίνα, μπύρα, τσίπουρο, ούζο, το «χαλκοσκούφικο κοκταίηλ» δηλαδή ούζο ανακατεμένο με κονιάκ)  καταφέρνει να μας αποδώσει το ψυχογράφημα της πόλης  στην οποία ζούσε. Σε όλη την νουβέλα σκιαγραφείται πολύ επιτυχημένα το προφίλ του αλκοολικού ασθενή και των σταδίων (ψυχολογικών και σωματικών) που περνά.

Ο Παύλος Μάτεσις στο μυθιστόρημα «Graffito»(2009)  αναφέρεται σε μια θανατηφόρα μεταδοτική ασθένεια που παρουσιάζεται στη Βουλή και θέτει ερωτήματα για τις πιθανές συνέπειες.



Ο «Βαρδιάνος [2] στα σπόρκα [3]» (1893) του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη  διηγείται την ιστορία της γρια-Σκεύως, που μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος στα σπόρκα, στα μολυσμένα καράβια, προκειμένου να σώσει το γιο της. Ιστορικός πυρήνας του διηγήματος είναι η χολέρα που έπληξε την Ευρώπη το 1865 και τα αυστηρά μέτρα προφύλαξης που έλαβε τότε η ελληνική κυβέρνηση.

«Κατόπιν ἀφοῦ ἔλαβε τὸ γράμμα καὶ ἀπέρασαν δύο ἑβδομάδες, ἤρχισεν ἔξαφνα ν᾽ ἀκούεται χολέρα εἰς τὰ μέρη τῆς Ἀραπιᾶς καὶ εἰς τὸ Μισίρι, χολέρα καὶ εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ εἰς τὴν Σμύρνην καὶ ἀλλοῦ[…] Εἶπαν πὼς πῆγε ἡ χολέρα καὶ εἰς τὴν Πόλιν. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ ὅλους τοὺς χριστιανούς, καὶ δεύτερον τὸ παιδάκι της, ἐκεῖ ποὺ εἶναι, καλή του ὥρα»

Δεν  παρουσιάζονται  απλώς  τα  γεγονότα,  αλλά  σχολιάζονται και επισημαίνεται  η καταλυτική επίδραση του φόβου.

 «Δυστυχισμένη χρονιὰ ἐκείνη… Εἰς αὐτὰ τὰ τελευταῖα χρόνια εἶχεν ἀρχίσει νὰ ἐφαρμόζεται τὸ «Κάθε πέρσι καλύτερα». Ἡ φτώχεια ἦτον μεγάλη, ἡ γρίνια ἀκόμη μεγαλυτέρα. Τὸ δὲ χειρότερον ἦτον ἡ ἀσθένεια…

― Ὁ Θεὸς νὰ φυλάγῃ καὶ πάλιν ὅλον τὸν κόσμον, καὶ δεύτερον ἐμᾶς, τοὺς ἁμαρτωλούς.

― Μεγάλα δεινά, ἀφορία, πεῖνα, ἀρρώστια, ὅλα μαζί, ἠκούοντο.

Καὶ ὁ φόβος τὰ ἔκαμνε μεγαλύτερα. Ἡ δὲ ἁμαρτία ἔκαμνε μεγαλύτερον τὸν φόβον. Καλὴ μετάνοια! χριστιανοί. Καλὴ φώτιση καὶ καλὰ ὑστερινά. Οὕτω ἐκήρυττε καὶ οὕτω ἐλάμβανε τὸ θάρρος νὰ συμβουλεύῃ τὰς νεωτέρας ἡ γραῖα Σκεύω»[…]Ὅπως συμβαίνει πάντοτε ἐν καιρῷ πανικοῦ φόβου, μέγας συνωστισμὸς καὶ σπουδὴ ἀλόγιστος καὶ τυφλὴ φυγὴ εἶχον ἐπέλθει. Ὁ πρῶτος σαστισμὸς τῆς φυγῆς εἶχε συναντήσει δεύτερον σαστισμόν, τὸν σαστισμὸν τῶν ἐπειγόντων μέτρων εἰς τὰ ἑλληνικὰ παράλια» 

Ο Παπαδιαμάντης προβαίνει σε πολιτικούς σχολιασμούς και επισημαίνει τη  διαφθορά ακόμα και σε καιρούς πανδημίας με τις ευλογίες των αρχών.

«Τέλος εὐηρεστήθη νὰ φθάσῃ ὁ κὺρ ὑγειονόμος. Κατόπιν του ἔφθασεν ὁ κὺρ δήμαρχος, ὁ κὺρ εἰρηνοδίκης καὶ ὁ ἐπιστάτης τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου. Οἱ θεαταὶ εἶδον τότε καὶ ἐνόησαν ὅτι ἐπρόκειτο περὶ μειοδοτικῆς δημοπρασίας. Ἀλλὰ μόλις ἐπρόφθασαν νὰ τὸ ἐννοήσωσι, καὶ ἠκούσθη ἡ φωνὴ τοῦ κήρυκος «Κατεκυρώθη» κτλ. Ἐφαίνετο ὅτι ἦσαν «κατακυρωμένα» ἐκ τῶν προτέρων, καὶ ὅτι ὅλα ἐγίνοντο ἁπλῶς διὰ τὸν τύπον. Οἱ ἁρμόδιοι ὑπέγραψαν τὸ πρωτόκολλον, ὁ εἰρηνοδίκης, ὡς ἀντιπρόσωπος τῆς διοικητικῆς ἀρχῆς, ἐνέκρινεν ὁριστικῶς τὸ ἀποτέλεσμα ἐπὶ τόπου, διὰ τὸ κατεπεῖγον, οἱ τέσσαρες ἡλιοκαεῖς καὶ γυμνόστερνοι λεμβοῦχοι ἐσηκώθησαν ἀπὸ τὸ κεφαλόσκαλον κ᾽ ἔτρεξαν εἰς τὴν ξυλικήν, οἱ τρεῖς κυρτοὶ βραχύσωμοι, ἀπογοητευθέντες ἔπαυσαν νὰ φέρωσι γύρους κ᾽ ἐζήτουν εἰς μάτην νὰ βοηθήσωσιν εἰς τὴν ἐπιβίβασιν τῶν δοκῶν καὶ σανίδων. Οἱ λεμβοῦχοι τοὺς ἀπώθησαν, λέγοντες ὅτι δὲν εἶχον ἀνάγκην τῶν ἐκδουλεύσεών των, καὶ ὁ ἀντικρὺ ἐξηπλωμένος μεγαλόσωμος γεννάδας, ὁ ἀρχηγὸς τῆς συντεχνίας, τοὺς ἔστειλε τελευταῖον σκῶμμα, λέγων: «Δὲ σᾶς τό ᾽λεγα ἐγώ;»[…] Δὲν λέγομεν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου ἦσαν ἐκτάκτως κακοί. Ἀλλοῦ ἴσως εἶναι χειρότεροι. Ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κακὸν ὀφείλεται ἀναντιρρήτως εἰς τὴν ἀνικανότητα τῆς ἑλληνικῆς διοικήσεως. Θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἡ χώρα αὕτη ἠλευθερώθη ἐπίτηδες διὰ ν᾽ ἀποδειχθῇ ὅτι δὲν ἦτο ἱκανὴ πρὸς αὐτοδιοίκησιν. Ἀλλὰ ταῦτα δὲν εἶναι τοῦ παρόντος.»

Αναφέρεται σε κερδοσκοπικές τάσεις, στην εκμετάλλευση των νοσούντων και στην  ανθρώπινη πλεονεξία   κάνοντας ένα  δηκτικό σχόλιο:  πως η αρρώστια, αν και μεταδίδεται παντοιοτρόπως, δεν επηρεάζει σε τίποτα τις οικονομικές συναλλαγές, σαν να είναι αμόλυντα τα χρήματα.

«Δὲν λέγομεν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου ἦσαν ἐκτάκτως κακοί. Ἀλλοῦ ἴσως εἶναι χειρότεροι. Ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κακὸν ὀφείλεται ἀναντιρρήτως εἰς τὴν ἀνικανότητα τῆς ἑλληνικῆς διοικήσεως. Θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἡ χώρα αὕτη ἠλευθερώθη ἐπίτηδες διὰ ν᾽ ἀποδειχθῇ ὅτι δὲν ἦτο ἱκανὴ πρὸς αὐτοδιοίκησιν. Ἀλλὰ ταῦτα δὲν εἶναι τοῦ παρόντος. Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, ἀληθεύει ὅτι, εἰς τὴν ἐρημόνησον, τὴν χρησιμεύουσαν ὡς αὐτοσχέδιον λοιμοκαθαρτήριον, τὸ κρέας ἐπωλεῖτο ὑπὸ ἐλαστικῆς συνειδήσεως κερδοσκόπων ἀντὶ τριῶν δραχμῶν κατ᾽ ὀκάν, ὁ ἄρτος ἀντὶ ὀγδοήκοντα λεπτῶν καὶ ὁ οἶνος ἀντὶ δραχμῆς. Ὅσον διὰ τὸ νερόν, ἐπειδὴ τὸ μόνον πηγάδιον τὸ ὑπάρχον ἐπὶ τῆς ἐρημονήσου ταχέως ἐστείρευσε, κατήντησε νὰ πωληθῇ πρὸς δύο δραχμὰς ἡ στάμνα.

Φυσικά, ἡ μεγάλη πληθὺς τῶν ὑπὸ κάθαρσιν ταξιδιωτῶν ἦσαν ἄνθρωποι πτωχοί. Ὀλίγοι μεταξὺ αὐτῶν ἦσαν εὔποροι. Οἱ κερδοσκόποι ἀπέθετον τὰ ἐμπορεύματά των εἰς τὴν ἄκραν τῆς ἀπωτάτης ἀκτῆς τῆς ἐρημονήσου, ἐλάμβανον τὰ λεπτά των καὶ ἔφευγον. Ἡ χολέρα δυνατὸν νὰ κολλᾷ εἰς κάθε πρᾶγμα, ἀλλ᾽ εἰς τὰ χρήματα ὄχι……Ἐλέχθη ὅτι οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνθρώπων, τῶν παρασταθέντων τότε ὡς θυμάτων τῆς χολέρας, ἀπέθανον πραγματικῶς ἐκ πείνης. Ἴσως νὰ μὴν ὑπῆρξεν ὅλως χολέρα. Ἀλλ᾽ ὑπῆρξε τύφλωσις καὶ ἀθλιότης καὶ συμφορὰ ἀνήκουστος. Οἱ ἄνθρωποι, ὅλοι πάσχοντες, ἐσκληρύνοντο κατ᾽ ἀλλήλων, εἰς ἐπίμετρον, καὶ καθίστων τὴν δεινοπάθειαν ἀπείρως μεγαλυτέραν. 

Οἱ εὔποροι ἐκ τῶν καθαριζομένων ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν πτωχῶν, καὶ ἐμέμφοντο αὐτοὺς ὡς παραιτίους τῆς δυστυχίας δι᾽ αὐτῆς τῆς παρουσίας των. Οἱ πτωχοὶ ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν εὐπόρων, καὶ τοὺς ᾐτιῶντο ὡς προκαλοῦντας τὴν ἀκρίβειαν τῶν τροφίμων διὰ τῆς εὐπορίας των. Ὅλοι ὁμοῦ οἱ ὑπὸ κάθαρσιν ταξιδιῶται ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν κατοίκων τῆς πολίχνης, καὶ τοὺς κατηγόρουν ἐπὶ ἀσυνειδήτῳ αἰσχροκερδείᾳ καὶ σκληρότητι, ἐνῷ τὸ ἀληθὲς ἦτο ὅτι δέκα μόνον ἄνθρωποι ἐκ τῆς ἐμπορικῆς καὶ τυχοδιωκτικῆς τάξεως, ἥτις πουθενὰ δὲν λείπει, ἦσαν οἱ αἰσχροκερδεῖς καὶ οἱ σκληροὶ ἐκμεταλλευταὶ τῆς δυστυχίας. Οἱ κάτοικοι τῆς πολίχνης ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν ταξιδιωτῶν, καὶ ἐμίσουν αὐτούς, διότι εἶχον ἔλθει νὰ τοὺς φέρωσι τὴν χολέραν. 

Κακὴ ὑποψία, δυσπιστία καὶ ἰδιοτέλεια χωροῦσα μέχρις ἀπανθρωπίας, ἐβασίλευε πανταχοῦ. Ὅλα ταῦτα ἦσαν εἰς τὸ βάθος καὶ ὁ φόβος τῆς χολέρας ἦτο εἰς τὴν ἐπιφάνειαν. Θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἡ χολέρα ἦτο μόνον πρόφασις, καὶ ὅτι ἡ ἐκμετάλλευσις τῶν ἀνθρώπων ἦτο ἡ ἀλήθεια. Τὸ δαιμόνιον τοῦ φόβου εἶχεν εὕρει ἑπτὰ ἄλλα δαιμόνια πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἶχε λάβει κατοχὴν ἐπὶ τοῦ πνεύματος τῶν ἀνθρώπων.»

Το τέλος είναι καλό και για την Σκεύω και για τον γιό της.

«Τὴν ἐπιοῦσαν ἀπῆλθον ἐκ τῆς μικρᾶς νήσου ὁ ἰατρὸς Βίλελμ Βούντ, ἡ Σκεύω καὶ ὁ υἱός της. Μετὰ μίαν δ᾽ ἑβδομάδα τὰ τελευταῖα καθαρισθέντα πλοῖα ἀπέπλευσαν ἐκ τῆς νήσου, καὶ ὁ πάτερ Νικόδημος ἐπανεῦρε τὴν προσφιλῆ μοναξίαν του.»

Το διήγημα ωστόσο δεν αναδίδει οσμή θανάτου, όπως εύστοχα είχε επισημάνει και η εφημερίδα Ακρόπολις (13.8.1893) σε σχετικό σημείωμα της:

«Πρόκειται περί χολερικών αναμνήσεων. Άλλα μακράν πας φόβος. Εις τον Βαρδιάνον δεν εκτυλίσσονται στυγναί και άπαίσιαι εικόνες τόπων έρημουμένων οπό της χολέρας. Δεν προβάλλει εις την ιστορίαν αυτήν η απελπισία και το πένθος της χολέρας [...]. Ο Βαρδιάνος δεν είναι συρραφή απελπιστικών εικόνων είναι διήγημα έχον μεν βάσιν χολερικάς αναμνήσεις, άλλ' έξεικονιζομένας υπό του τερπνού και εύθυμου καλάμου του συγγραφέως. 

Η φιλοσοφία του κ. Παπαδιαμάντη είναι εύθυμος, και αν που εις τον Βαρδιάνον εκτίθεται καμμία εικών λυπηρά, έπεται όμως αμέσως άλλη ευχάριστος, απολαυστική, γελαστή. Εν τω όλω του το νέον διήγημα θα κατάκτηση, είμεθα βέβαιοι, τους αναγνώστας του, και καθ' ας ημέρας δεν λείπει ό λόγος περί χολέρας, ό Βαρδιάνος θα άποτελέση εϋθυμον άντίρροπον κατά του φόβου και της λύπης ην γεννά ή άνάγνωσις των περί των προόδων της φοβέρας νόσου ειδήσεων.»

Στη «Χολεριασμένη» (1901)  ο ιστορικός πυρήνας  είναι  η κατάληψη του Πειραιά από τους Άγγλους και τους Γάλλους [4].

«Σὰν ἦρθε ἡ φοβερὴ χρονιά, ποὺ ἔφερε τὴν κατοχὴ τῶν Ἀγγλογάλλων καὶ τὴν χολέρα· ποὺ βάσταξε τρεῖς μῆνες, κ᾽ ἔπαψε τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη λιτανεία καὶ δέηση ποὺ ἔκαμε ὁ λαὸς μὲ τοὺς παπάδες, μὲ τὰ εἰκονίσματα, μὲ Σταυροὺς καὶ μὲ ξεφτέρια· κ᾽ οἱ Ἀγγλογάλλοι φοβέριζαν τὸν βασιλιά μας, τὸν Ὄθωνα, κ᾽ ἐκεῖνος ἦτον κλεισμένος στὸ Παλάτι, μόνο γιὰ νὰ παρηγορῇ τὸν λαὸ ἔβγαινε, καὶ δὲν τὸ κούνησε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, μ᾽ ὅλη τὴν χολέρα καὶ τὸ θανατικό.»

Η  παθούσα περιγράφει τη περιπέτεια της, το τρόμο που οδήγησε τον άντρα της να την εγκαταλείψει, την οργανωμένη προσπάθεια να την απομονώσουν και την απληστία του αμαξά .

 «Τότε, σὰν ἦρθε τὸ κακό, χολεριάσθηκα κ᾽ ἐγώ. Εἶχα γεννήσει ὀλίγους μῆνες μπροστὰ τὴν μοναχοκόρη, τὴν Κατίγκω μου, αὐτὴ ποὺ βλέπεις. Σὰν μ᾽ ἔπιασαν οἱ ἐμετοί, καὶ τ᾽ ἄλλα τὰ συπτώματα [5], Θεὸς νὰ φυλάῃ ―μακριὰ ἀπὸ σᾶς― ὁ Λευθέρης, αὐτὸς ποὺ βλέπεις, μ᾽ ἀπαράτησε κ᾽ ἔγινε ἄφαντος. Πέρασαν πολλὲς ὧρες καὶ δὲν ἐφάνη. Ὁ ἀδερφός μου ὁ Θύμιος, κι αὐτός, οὔτε θέλησε νὰ μὲ ζυγώσῃ.»

Το τέλος και εδώ είναι καλό.

«Περάσαμε καλά. Ἡ χολέρα ἔφυγε σὲ λίγο. Κοντὰ στὰ Χριστούγεννα, ἤρθαμε στὸ σπίτι μας, στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, τὸ ηὕραμε ἀπείραχτο, κ᾽ ἐκαθίσαμε μὲ ἀγάπη καὶ εἰρήνη».

Η «Μετανάστις» (1879), το πρώτο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, είναι μια δραματική ιστορία. Η Μαρίνα, που χάνει στη Μασσαλία μάνα και πατέρα κατά το λοιμό του 1720, μεταφέρεται ασφαλής από τον Ζέννο στη Σμύρνη, την πατρίδα της. Η ιστορία αρχίζει με την περιγραφή των επιπτώσεων της πανούκλας στη πόλη. 

«Ἦτο τὸ ἔτος τῆς φοβερᾶς πανώλους τῆς Μασσαλίας [6], ὅτε ὁ ἐπίσκοπος Βελζούγκης παρέστησε τὸ ἐπιφανὲς ἐκεῖνο πρόσωπον τῆς χριστιανικῆς συμπαθείας καὶ ἀφοσιώσεως, ὅπερ ἀναμιμνήσκει ὁ καὶ σήμερον ἔτι ὄρθιος ἀνδριὰς τοῦ ἐναρέτου ἀνδρός.

Ἡ Μασσαλία ἐσάλευε μεταξὺ πτωμάτων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν καὶ θολεροῦ ἀτμοῦ ἀναβαίνοντος εἰς τὸν αἰθέρα, ὅστις εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς δεισιδαιμόνων ἀνθρώπων ἐφαίνετο ὡς περιβάλλων τὰς ψυχὰς τῶν ἀτυχῶν θυμάτων. Δὲν ἠκούοντο πλέον ὀδυρμοὶ καὶ θρῆνοι, δὲν ἠκούοντο ψαλμοὶ καὶ εὐχαί. Αἱ ὁδοὶ ἦσαν ἔρημοι διαβατῶν. Αἱ οἰκίαι, αἱ πλεῖσται μὲ κεκλεισμένας τὰς θύρας καὶ ἀνοικτὰ τὰ παράθυρα, ἔφερον ἐπὶ τῶν φλιῶν καὶ ἐπὶ τῶν τοίχων κιτρίνους καὶ μέλανας σταυροὺς καὶ ἄλλα πένθιμα σήματα. Τὰ ἐργαστήρια ἦσαν ὡσαύτως κεκλεισμένα. Μόνον ρυπαρά τινα ὑπόγεια ἔμενον καθ᾽ ὅλην τὴν νύκτα ἀνοικτά, ἐν οἷς συνωθοῦντο τὰ ἀποβράσματα τοῦ ἐσχάτου ὄχλου, τὰ ἀποβαλόντα πᾶν ἀνθρώπινον αἴσθημα μέχρι καὶ τοῦ φόβου αὐτοῦ.

Ὁ τρόμος καὶ ὁ θάνατος ἐφαίνοντο ὅτι διένειμαν πρὸς ἀλλήλους τὸ ἐπὶ τῆς πόλεως κράτος. Ὁ ἀγαθὸς ἐπίσκοπος Βελζούγκης ἔτρεχεν ἀπὸ οἰκίας εἰς οἰκίαν καὶ ἀπὸ ξενῶνος εἰς ξενῶνα, παρίστατο πανταχοῦ, ἔφερε μεθ᾽ ἑαυτοῦ παραμυθίαν καὶ ἔλεος, ἄγνωστος εἰς τοὺς πλείστους καὶ προσηνὴς εἰς πάντας. Διότι πρὸ τῆς ἐνσκήψεως τοῦ δεινοῦ ὁ κληρικὸς οὗτος ἔζη σχεδὸν ἀφανὴς ἐν τῇ πόλει, καὶ δὲν ὡμοίαζε πρὸς τοὺς σεβασμίους ἐκείνους ποιμενάρχας, οἵτινες, ἀφοῦ ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν αὐτῶν πληρώσῃ τὰς αἰθούσας καὶ τοὺς θαλάμους ἐν καιρῷ γαλήνης καὶ ἡσυχίας, ἀποσύρονται κατὰ τὰς δυσχερεῖς περιστάσεις εἰς εὐάερόν τι ἐξοχικὸν μοναστήριον, ἵνα προσευχηθῶσιν ἐν σιγῇ ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου αὐτῶν.



Η λογοτεχνία  καταγράφει  την οδύνη  και το φόβο των ανθρώπων μπροστά  στην αρρώστια, τις ανατροπές  στην εργασία  και στις κοινωνικές  σχέσεις και τις αλλαγές στο τρόπο ζωής. Η πανδημία του κορονοϊού σήμερα εν μέσω φόβου και πανικού, που επισκιάζουν την αλαζονεία της μεταβιομηχανικής κοινωνίας και την αντίληψη πως ο άνθρωπος  είναι ο απόλυτος κυρίαρχος της ζωής του, δείχνει πως  «είμαστε όλοι μας νεαροί βάρβαροι που αποθαυμάζομε ακόμα τις ίδιες μας τις ανακαλύψεις» [7].  

Ο τρόμος της παγκόσμιας  κοινότητας μας υπενθυμίζει εξαιρετικά δραματικά «πως ζούμε σε μια εποχή όπου ο άνθρωπος, κυρίαρχος όλων, δεν είναι κυρίαρχος του εαυτού του… νοιώθει χαμένος μέσα στην αφθονία του» [8].



 Ο Αλέξανδρος Μαυρικάκης είναι οικονομολόγος MSc 



[1] Βλπ Α. Μαυρικάκη, «Φυματίωση και ρεμπέτικο τραγούδι», Ρωγμές, 2018
[2] Βαρδιάνος: Φύλαξ, σκοπός που φυλάει βάρδια, βαρδιάτορας, Λεξικό Δημητράκου. Όπως σήμερα οι βατσιμάνηδες στα παροπλισμένα πλοία.
[3] Σπόρκα: Ο μη καθαρός προς ελευθεροκοινωνία ,Λεξικό Δημητράκου
[4] Το 1855 ο Πειραιάς βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή (από το 1854), προκειμένου η Ελλάδα να εκβιαστεί ώστε να μην συμμετάσχει στον Κριμαϊκό πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας. Οι Αγγλο-γάλλοι υποστήριζαν με αυτόν τον τρόπο τη σύμμαχό τους, Τουρκία..
[5] Κοιλιακοί μυϊκοί σπασμοί, ναυτία, εμετός, αφυδάτωση και κλονισμός είναι μερικά συμπτώματα
[6] Η μεγάλη πανώλη της Μασσαλίας ήταν το τελευταίο επεισόδιο της δεύτερης πανδημίας βουβωνικής πανώλης στην Ευρώπη το οποίο διήρκεσε περίπου από τον 14ο έως τον 18ο αιώνα. Παρότι η έξαρση στη Μασσαλία ξεκίνησε όντως το 1720, οι πανδημίες βουβωνικής πανώλης την παραπάνω περίοδο στην Ευρώπη ήταν πολυάριθμες.
[7] Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ 
[8] Χοσέ Ορτέγα ι Γκασέτ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: